ΑΘΗΝΑ
03:36
|
10.11.2024
Σε εποχές κρίσης, είναι αυτονόητο αλλά θα το ξαναπώ, δεν υπάρχει «κέντρο» αλλά μόνο άκρα.
Εικονογράφηση: Dom McKenzie
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Την επομένη των ευρωεκλογών άκουγα ένα θλιβερό καθαρματάκι, ανταποκριτή του OPEN από τη Γερμανία, να θρηνεί για την «άνοδο της φιλορωσικής ακροδεξιάς». Αυτός ο ρητορικός στερεότυπος είναι κανονικότητα στη Λερναία Ύδρα της δυτικής πληροφόρησης, όσο και στο γλοιώδες πολιτικό επιτελείο τούτης της χώρας. Και λειτουργεί κατά μείζονα λόγο αντιστρόφως: όποιος αντιτίθεται στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει το ΝΑΤΟ στη νέα Ρωσία, είναι ακροδεξιός. «Ακροδεξιός» ήταν και ο Φίτσο, ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας που λίγο έλλειψε να πληρώσει με τη ζωή του την εναντίωση στην πολεμική παράκρουση του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου (όταν οι στόχοι δεν είναι δυτικοί, οι δολοφονίες πολιτικού προσωπικού πετυχαίνουν καλύτερα): δεν έχει καμία σημασία η προέλευσή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα, σημασία έχει «τι πρέπει να λέμε» στον κόσμο… Είναι η ίδια στρατηγική που δοκιμάστηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία μόλις χθες, στην περίοδο της «πανδημικής» παράνοιας, όταν η επίκληση της «αντιεμβολιαστικής ακροδεξιάς» περνούσε σαν καραμέλα από τα προοδευτικά στόματα, για να οδηγήσει ευθέως στο ζητούμενο: όποιος αντιστέκεται στην ενορχηστρωμένη υγειονομική τρομοκρατία, είναι ακροδεξιός. Οι politically correct ηγεμονικές τάξεις στον δυτικό κόσμο σήμερα δεν χρειάζεται να ελεεινολογούν τους αντιπάλους τους ως «κομμουνιστές» ή «αναρχικούς», ή ακόμη και κατά το αργότερα δημοφιλές «τρομοκράτες», αφού το «ακροδεξιοί» μπορεί να έχει τα ίδια ή και ακόμη καλύτερα αποτελέσματα.

Πρώτον, απαλλάσσει την κυβερνώσα Δεξιά όλων των αποχρώσεων από τη ρετσινιά του αυταρχισμού και της κτηνωδίας που είναι η αληθινή της φύση, αφού μπορεί να προβάλει αυτά τα χαρακτηριστικά «δεξιότερα», σ’ έναν υποτιθέμενα άλλον πολιτικό χώρο, εν αντιθέσει προς τον οποίον αυτοπροσδιορίζεται ως δύναμη της λογικής, της μετριοπάθειας ή του «κέντρου».

Δεύτερον, μπορεί έτσι ν’ αποσπά τη συναίνεση της συνθηκολογημένης Αριστεράς όλων των αποχρώσεων, η οποία σπεύδει επίσης ασμένως να στριμωχτεί στο συνωστισμένο «κέντρο», αποκηρύσσοντας σαν μετανοούσα Μαγδαληνή το αμαρτωλό της παρελθόν και πλειοδοτώντας σε χειρονομίες νομιμότητας και υποταγής.

Τρίτον, και ίσως σπουδαιότερο: μέσα από μια τέτοια ιλιγγιώδη σύγχυση των προσήμων και των σημασιών, κατακερματίζει απεριόριστα το πολιτικό σώμα, διαλύει οποιαδήποτε δυνατότητα νοηματοφόρου προσανατολισμού των «από κάτω», άρα και οποιαδήποτε πιθανότητα ενεργητικής συστράτευσης εκείνων που θα μπορούσαν να γίνουν ο δήμιός της.

Η «θεωρία των δύο άκρων»

Το στρατήγημα αυτό έχει προ πολλού λανσαριστεί στη γνώριμη ως «θεωρία των δύο άκρων», που ντεμπουτάρισε λίγο μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ και κανονικοποίησε τον «αντι-ολοκληρωτισμό» ως correct μετωνυμία του αντικομμουνισμού, όπως τον «αντισημιτισμό» ως correct μετωνυμία του αντι-σιωνισμού, τον «εθνικισμό» ως correct μετωνυμία του αντι-ιμπεριαλισμού, τον «λαϊκισμό» ως correct μετωνυμία της ταξικής πάλης, ή τον «ορθολογισμό» ως correct μετωνυμία της τεχνοεπιστημονικής επίθεσης στο ανθρώπινο σώμα και στη φύση, τα «ατομικά δικαιώματα» ως correct μετωνυμία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης… Μην παραξενευόμαστε λοιπόν όταν βλέπουμε «αριστερούς» (φτάνοντας μέχρι και τα ρετάλια της «αναρχίας») να υπερασπίζονται μ’ ενθουσιασμό την καταναγκαστική χρήση των πληθυσμών ως πειραματόζωα για τις εταιρείες βιοτεχνολογίας, είτε «οικολόγους» να πρωτοστατούν στην κούρσα των εξοπλιστικών προγραμμάτων και της παραγωγής («καθαρών») πυρηνικών όπλων, μέχρι εξαλείψεως του πλανήτη.

Σε εποχές κρίσης, είναι αυτονόητο αλλά θα το ξαναπώ, δεν υπάρχει «κέντρο» αλλά μόνο άκρα. Η κατάπτυστη ρητορεία του «κέντρου» είναι το πιο κενό, το πιο βλακώδες και αποβλακωτικό ιδεολόγημα που μπορεί να υπάρξει, και η δημοτικότητα την οποίαν απολαμβάνει στον δημόσιο λόγο είναι μόνο σημάδι της διανοητικής απολίθωσης όσων τουλάχιστον δεν έχουν επενδυμένα συμφέροντα στην εδραιωμένη τάξη πραγμάτων. Αν είναι να χρησιμοποιήσουμε τους ιστορικά καθιερωμένους πολιτικούς όρους, με την ιστορικά καθιερωμένη σημασία τους, υπάρχει μόνο Αριστερά και Δεξιά. Και υπάρχει ένα αντικειμενικό κριτήριο του τι περιέχουν αυτές οι έννοιες, ιστορικά καθιερωμένο, εις πείσμα της ευκολίας με την οποία μπορεί ο καθένας να διαλέγει για λόγους σκοπιμότητας σήμερα την «ταυτότητά» του.

Αριστερά και Δεξιά

Δεξιά σημαίνει επένδυση στην ανισότητα και την ισχύ, επιδίωξη της συγκέντρωσης εξουσίας και πόρων σε όσο το δυνατόν λιγότερα χέρια, μια ιεραρχική αντίληψη της ζωής και της πραγματικότητας που δικαιολογεί την καταστρατήγηση της αρχής της αμοιβαιότητας και νομιμοποίηση του «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Και είναι προφανώς η άσκηση τέτοιων πρακτικών που δικαιολογεί την απόδοση του «δεξιού» προσήμου: χαρακτηρίζει τις κυρίαρχες κεφαλαιοκρατικές και διευθυντικές τάξεις παντού στον κόσμο, τις κυρίαρχες κρατικές οντότητες στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα και την τεχνοδιαχειριστική ελίτ στην υπηρεσία αυτών των τάξεων και των κρατικών οντοτήτων. Ο «εθνικισμός», ο «λαϊκισμός», ο «αντισημιτισμός» και ο «ολοκληρωτισμός» είναι δικά τους χαρακτηριστικά· πρέπει ωστόσο να είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε τις μεταλλάξεις τους, τις μεταμφιέσεις τους και τις εφαρμογές που ανταποκρίνονται νόμιμα στην έννοιά τους. Οι κυριότεροι παίκτες στο παγκόσμιο σύστημα, και όλος σχεδόν ο πολιτικός κόσμος στη «Δύση» (κυβερνήσεις κρατών, ιθύνοντες υπερεθνικών σχηματισμών, οικονομικοί και στρατιωτικοί σχεδιαστές, πανεπιστημιακές και τεχνοεπιστημονικές ελίτ, ολιγάρχες των media) είναι όψεις της ίδιας αυτής Δεξιάς, ταξικά μιλώντας, και κάθε υποτιθέμενη διαφοροποίηση στο εσωτερικό της είναι, από τη σκοπιά τουλάχιστον του ταξικού της αντιπάλου, στρατήγημα τύφλωσης.

Αριστερά, εκ του αντιθέτου, μπορεί μόνο να είναι όρος που συνοψίζει τις αξίες και τα συμφέροντα της τεράστιας μάζας των ανθρώπων η οποία έχει καταδικαστεί στη θέση αντικειμένου διαχείρισης (εκμετάλλευσης, χειραγώγησης, καταστολής) εκ μέρους της κεφαλαιοκρατικής ολιγαρχίας. Αν αξία της είναι η ισότητα, η αμοιβαιότητα και η αυτοδιαχείριση της ζωής, συμφέρον της είναι η καταστροφή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και η εξουδετέρωση των διαχειριστών της. Αν και όποτε αυτό γίνεται πρόγραμμα δράσης, απαιτεί ορθολογική αναγνώριση του ποιος είναι ο αντίπαλος και ποια τα δομικά χαρακτηριστικά της κυριαρχίας του. Αυτό διαχωρίζει μιαν άξια του ονόματός της αριστερή πολιτική από τις χαώδεις και συγχυσμένες αντιδράσεις που σήμερα εύκολα συνοψίζονται στο όνομα της «ακροδεξιάς» και ακόμη πιο εύκολα εξουδετερώνονται δια της εκτροπής ή της ενσωμάτωσης. Η δομή της κυριαρχίας τού αντιπάλου έχει ένα ιστορικά καθιερωμένο όνομα: καπιταλισμός. Δεν είναι απλώς ένα «οικονομικό» σύστημα, κατά την απλοϊκή οπτική, αλλά ένα άκρως πολύπλοκο μοντέλο παραγωγής και διαχείρισης της ζωής, που στη βάση ενός κυλιόμενου δομικού πυρήνα παράγει ένα ατέρμονο πλήθος νέων ανισοτήτων και αντιθέσεων, αναδεχόμενο και αναπροσδιορίζοντας συχνά  πολλές προ-καπιταλιστικές τέτοιες. Γνωρίζουμε ήδη πολλά για τη λειτουργία του, αλλά πρέπει επίσης να είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε τις εσωτερικές του μεταλλάξεις, που η ταχύτητά τους όσο εγγύτερα πλησιάζει τα όρια αυτοκατάλυσής του αχρηστεύει εξίσου γρήγορα την εγκυρότητα αναλύσεων στις οποίες μπορούσε να επαναπαυθεί δογματικά η σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, είναι γελοίο να μιλάμε με οιαδήποτε έννοια για «αριστερή πολιτική» εάν έχει χαθεί η ανυποχώρητη αντικαπιταλιστική στοχοθεσία.

Όσοι σήμερα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για την «άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη» (γέλασα με χαιρεκακία γι’ αυτό, ομολογώ· λες και η Ευρώπη δεν κυβερνιέται από την «ακροδεξιά» ήδη από τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου!), ας σκεφτούν πως υπάρχει ένα πολύ απλό, αυτονόητο σχεδόν, αντίδοτο: η άνοδος μιας μαχητικής, ενωμένης, ανυποχώρητης ριζικής αριστεράς, αποφασισμένης να βάλει τέλος με κάθε τίμημα στον υπάρχοντα κόσμο της αδικίας και της απανθρωποποίησης. 

Δεν είναι καν καινούργια ιδέα, έχει σχεδόν δύο αιώνων διαδρομή κι έχει πάρει πολλές μορφές· έχει δώσει επίσης πολύ αίμα στην περιπετειώδη πορεία της. Πότε έχασε την επικαιρότητά της και δεν το καταλάβαμε; Ή μήπως θα πρέπει να εκλάβουμε ως ιστορική μοίρα την αμνησία αξιοθρήνητων ηγεσιών που από τη δεκαετία του 1970 (και ακόμη περισσότερο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία ως κρυφοί λάτρεις της ισχύος είχαν εμπιστευθεί το μέλλον τους) προσπαθούν να μας πείσουν ότι there is no alternative -σχεδόν πριν το πουν οι αντίπαλοί τους;

Εύκολο να το λέμε αυτό, θα μου πείτε, αλλά πώς γίνεται από τη θέση που βρισκόμαστε τώρα; Δεν ξέρω πώς γίνεται· πώς μπορούν δηλαδή οι άνθρωποι να κινητοποιηθούν εκ νέου ποντάροντας στο απρόβλεπτο, αυτόβουλα και χωρίς χειραγωγική «καθοδήγηση», αλλά με την ωριμότητα και την αυτοπειθαρχία που εγγυώνται κάτι περισσότερο από θεαματικές και κούφιες εκτονώσεις. Μπορώ τουλάχιστον να πω τι προϋποθέτει αυτό στις παρούσες συγκεκριμένες περιστάσεις.

Πρώτον, ένα παγκόσμιο, αταλάντευτο και μαχητικό αντιπολεμικό κίνημα, που επιδιώκει όχι αόριστα την «ειρήνη» αλλά συγκεκριμένα την ήττα του δυτικού άξονα. Τούτη τη στιγμή μαίνονται δύο άγριοι πόλεμοι χωρίς κανόνες (για να μην αναφέρω δεκάδες άλλες μικρότερες ενεργεία ή δυνητικές συγκρούσεις) που απειλούν με ανάφλεξη το μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης και γινόμαστε μάρτυρες φρικαλεοτήτων που δεν είχαμε δει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δράστης είναι κοινός: ένας υπερεθνικός άξονας, εκείνων των δυνάμεων που χάρη στο αποικιοκρατικό τους παρελθόν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με τις ΗΠΑ στην κορυφή και πίσω τους τον ευρύτερο αγγλοσαξωνικό άξονα, περιλαμβανομένων των πλουσιοτέρων χωρών της Δυτικής Ευρώπης και του πλέον ωμού νεοαποικιακού τους οργάνου, του Ισραήλ. Στην Ευρώπη συνδαυλίζουν μια πολεμική παράκρουση εναντίον κάποιου ο οποίος δεν τους απείλησε ποτέ, αλλά τουναντίον οι ίδιοι απειλούν κι εξαπατούν εναλλάξ και απροκάλυπτα μέσα στις τελευταίες τρεις δεκαετίες: της μετα-σοβιετικής Ρωσίας. Στην Παλαιστίνη στηρίζουν μια ειδεχθή γενοκτονία και υπερασπίζονται το δικαίωμα του θύτη στην αρπαγή και στον φόνο κουρελιάζοντας κάθε πρόσχημα «διεθνούς νομιμότητας», της οποίας οι ίδιοι έχουν ταυτόχρονα την αξίωση να προβάλλουν ως μονοπωλιακοί τοποτηρητές. Και στο ίδιο το εσωτερικό τους επιβάλλουν μορφές δικτατορίας στην πληροφόρηση και στον λόγο, πογκρόμ διώξεων και εξόντωσης των «αντιφρονούντων» που κανένα «αυταρχικό καθεστώς» δεν έχει να ζηλέψει.

Πρέπει να είναι τυφλός όποιος δεν βλέπει ότι πρόκειται για τον ίδιον πόλεμο παντού -ή, όπως είδαμε προσφάτως, κάποιοι οι οποίοι διεκδικούν εύσημα «αριστεράς» και από ένα αταβιστικό ανακλαστικό σύρονται να ψελλίσουν μιας λέξη υπεράσπισης του παλαιστινιακού αγώνα, την ίδια στιγμή να μιλούν για «αντιμαχόμενους ιμπεριαλισμούς» στο άλλο μέτωπο και για «κοινές επιδιώξεις» των επιτιθέμενων και των αμυνομένων… Αυτή είναι ακριβώς η στρατηγική της ήττας και της σύγχυσης. Στον πόλεμο υπεισέρχονται πολλοί επιμέρους παράγοντες και υπολογισμοί, ασφαλώς, αλλά ο ιμπεριαλισμός (αν καταλαβαίνουμε τί σημαίνει η λέξη) είναι ένας και ό,τι συμβαίνει στον κόσμο αυτή τη στιγμή έχει μία δομική αιτία. Είναι ο λυσσαλέος αγώνας ενός καταρρέοντος καπιταλιστικού κέντρου ν’ αποσοβήσει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει την πτώση του, και στην επιδίωξή του αυτή δεν έχει ενδοιασμό να τινάξει την ανθρωπότητα στον αέρα.1

Ένας μαρξιστής θεωρητικός του παγκόσμιου συστήματος, μαθητής τού Φερνάν Μπρωντέλ, ο Giovanni Arrighi (1937-2009), έδειξε πως οι επαναλαμβανόμενες φάσεις επέκτασης και κατάρρευσης της καπιταλιστικής γεωοικονομίας από την Αναγέννηση και μετά έχουν κάθε φορά ένα ηγεμονικό κέντρο που στη διάρκεια της ακμής του κατορθώνει να επιβάλει τα εθνικά του συμφέροντα ως παγκόσμια: τον δέκατο έκτο αιώνα ήταν η Γένουα, τον δέκατο έβδομο αιώνα η Ολλανδία, τον δέκατο όγδοο αιώνα και ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Αγγλία, στο κύριο μέρος τού εικοστού αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.2 Κάθε τέτοια μετατόπιση του κέντρου συνοδεύεται 1) από μια φάση ραγδαίας χρηματιστικοποίησης πριν την πτώση· και 2) από έναν κύκλο καταστροφικών πολέμων. Και τα δύο αυτά γνωρίσματα είναι παρόντα σήμερα -η χρηματιστικοποίηση από τη δεκαετία του΄80 τουλάχιστον και ο κύκλος των πολέμων από τη δεκαετία τού ΄90 (με παροξυσμικό του αποκορύφωμα τούτη τη στιγμή)· και προαναγγέλλουν αυτό που με πολλούς τρόπους συζητιέται στις ημέρες μας, την αναπόδραστη κατάρρευση της αμερικανικής ηγεμονίας.

Αλλά ο Arrighi είπε και κάτι άλλο. Ότι ο κύκλος αυτός δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές, κι ότι από ένα σημείο και μετά δεν θα είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένα κράτος με ισχυρότερες και πιο ολοκληρωμένες οργανωτικές δομές που να μπορεί να ενοποιήσει το παγκόσμιο σύστημα σ’ ένα ενιαίο δίκτυο ηγεμονίας. Ίσως, υπέθεσε, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν εκείνη ακριβώς την επεκτατική καπιταλιστική δύναμη που έχει οδηγήσει την καπιταλιστική λογική στα γήινα όριά της. Και αυτή ακριβώς, προσθέτω, είναι η μεγάλη ελπίδα σήμερα. Ο ενωμένος αγώνας της ανθρωπότητας για τη συντριβή των ΗΠΑ και του δυτικού άξονα δεν είναι μόνον η αναγκαία (δηλαδή, η μόνη δυνατή) εγγύηση για μια μεσοπρόθεσμη και βιώσιμη ειρήνη, αλλά καθιστά επιπλέον εφικτή και πάλι την πιο παράτολμη ελπίδα, την ελπίδα ενός οριστικού τέλους τού καπιταλισμού. Ένα μέρος του κόσμου (με πιο ευανάγνωστο παράδειγμα την Αφρική του Σάχελ) μοιάζει να εισέρχεται σήμερα σ’ έναν δεύτερο κύκλο αποαποικιοποίησης, και αυτό δε είναι διόλου ασήμαντο. Δεν έχουμε αυταπάτες, εννοείται, για τη φύση των δυνάμεων που συστρατεύονται αναγκαστικά τούτη τη στιγμή σε αυτόν τον παγκόσμιο αγώνα -αλλά επίσης γνωρίζουμε καλά ότι δεν υπάρχει εκδημοκρατισμός υπό απειλήν. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η συστράτευση και αυτός ο αγώνας είναι ο δρόμος από τον οποίον είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε όσοι τουλάχιστον δεν εναποθέτουμε τους πόθους μας σ’ ένα υπερκόσμιο επέκεινα. 

Δεύτερον, μετωπική εναντίωση στη διακυβέρνηση μέσω του τρόμου. «Διακυβέρνηση» κατ’ αρχάς, το έχω ξαναπεί, είναι ένας όρος που πρέπει να θεωρείται αντίθετος της «πολιτικής». Σημαίνει τεχνικές του κατεξουσιασμού που αποσκοπούν στον χειρισμό του πολιτικού σώματος αποτρέποντας ακριβώς τη διαβούλευση και τη συλλογική λήψη αποφάσεων. Ως ακύρωση της δημοκρατίας, η «διακυβέρνηση» συνιστά ιδίωμα του ολοκληρωτισμού. Και μια εξέχουσα θέση στην εργαλειοθήκη του ολοκληρωτισμού έχει η παραγωγή και η διασπορά του τρόμου· παγώνει τη σκέψη και όλες τις κριτικές λειτουργίες, διαχέει τον φόβο και την καχυποψία μεταξύ των ανθρώπων, άρα και την αδυναμία κοινής δράσης, και καταστέλλει στη ρίζα της κάθε πιθανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών. Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να δημιουργείς υποκείμενα παθητικά και παραιτημένα, εξαρτημένα από «πατρικές» φιγούρες ηγετών, σε διαρκή κατάσταση ανηλικότητας και αναζήτησης «προστασίας». Η τεχνική αυτή εκλεπτύνεται διαρκώς από τα χρόνια του ναζισμού, και μία από τις πλέον χαρακτηριστικές της μορφές πλέον είναι η παραγωγή υγειονομικών τρόμων. Τη ζήσαμε σε πρωτοφανή έκταση και ένταση στη διάρκεια της λεγόμενης «πανδημίας», ένα μάλλον επιτυχημένο πείραμα μαζικής καταστολής που άφησε πίσω ένα ανυπολόγιστο τοπίο καταστροφής για έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων.3

Μέρος της επιτυχίας του είναι ότι μπόρεσε να κάνει πειθήνιο εξάρτημά του το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της «αριστεράς», την οποία είδαμε να πρωτοστατεί όχι μόνο στην εφαρμογή των μέτρων καταστολής αλλά και στη ρατσιστική εκστρατεία ηθικοκοινωνικής εξόντωσης όσων αρνήθηκαν τη συμμόρφωση στις εντολές των πολιτικοεπιστημονικών ιερατείων. Αυτή η «αριστερά», στον βαθμό που αρνείται ακόμα και μετά τις ολέθριες αποκαλύψεις που έρχονται στο φως σήμερα να κάνει μια έντιμη αυτοκριτική, πρέπει να λογίζεται ως μέρος της «ακροδεξιάς» και να αντιμετωπίζεται ως πολιτικός αντίπαλος -χωρίς ελαφρυντικό και δικαιολογία.

Στο όνομα της λεγόμενης «κλιματικής κρίσης»

Μια ανάλογη στρατηγική, που τίθεται σε όλο και πιο συστηματική εφαρμογή σήμερα, είναι ο περιβαλλοντικός τρόμος. Στο όνομα της λεγόμενης «κλιματικής κρίσης», που λειτουργεί σαν υπνωτικό σλόγκαν αχρηστεύοντας κάθε δυνατότητα συλλογισμού, επιβάλλονται όλο και πιο αδιανόητες απαγορεύσεις, περιορισμοί στις μορφές κοινωνικότητας, στη μετακίνηση και στον τρόπο ζωής της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπων και τελειοποιούνται μορφές ελέγχου των πιο ιδιωτικών πτυχών της ζωής τους. Να μιλάμε για «κλιματική κρίση» είναι ένας εύσχημος τρόπος να συγκαλύπτουμε το πραγματικό πρόβλημα της προϊούσας οικολογικής καταστροφής, για την οποία είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι εκείνοι που κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου και την οποία μεγεθύνουν οι ίδιες οι πρακτικές που προτείνουν ως λύση στο πρόβλημα.

Γνωρίζει κανείς, για παράδειγμα, ποιο είναι το οικολογικό αποτύπωμα των προωθούμενων «καθαρών» τεχνολογιών -από τα ηλιακά πάνελ και τις ανεμογεννήτριες, όλεθρο της άγριας ζωής και της τελευταίας απάτητης φύσης, μέχρι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, που οι αναγκαίες ποσότητες σπάνιων μετάλλων για τη λειτουργία τους μετατρέπουν σε καθαρτήριο γιγαντιαίες εκτάσεις στο Κογκό, στη Χιλή ή στην Κίνα κι εξαντλούν σε βαθμό μη αντιστρεπτό τον υδροφόρο ορίζοντα; Και πώς επιδρά στο παγκόσμιο βιοσύστημα η λεγόμενη μηχανική του κλίματος, που γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη ήδη από τον καιρό του πολέμου στο Βιετνάμ -για στρατιωτικούς λόγους πρωτίστως, όπως συμβαίνει με όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες, που όμως εν συνεχεία υποβάλλονται επικερδώς σε πολιτική χρήση; Τον ρόλο που παίζουν στην υποτιθέμενη «αλλαγή του κλίματος» η τρομακτική αποψίλωση των δασών του πλανήτη και η προϊούσα εξάλειψη άγριων ειδών στη βωμό της ακατάσχετης εμπορευματικής αξιοποίησης; Ή η αλόγιστη χρήση όπλων μαζική καταστροφής (πυρηνικών κάθε είδους δυναμικότητας, χημικών και άλλων) στον χορό των πολεμικών  συγκρούσεων που η ασταμάτητη παραγωγή τους είναι όρος διαιώνισης του στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος των χωρών του παγκόσμιου διευθυντηρίου;

Δεν φτάνει μόνο να βλέπουμε την εξαπάτηση, ούτε απλώς να καταγγέλλουμε το «σύστημα» που ενορχηστρώνει τέτοιες πρακτικές· πρέπει επίσης να μπορούμε να καταλάβουμε τις αιτίες τους. Υπάρχει εδώ ασφαλώς ένα κίνητρο αναζήτησης νέων πηγών κερδοφορίας, ενόψει της δομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού και του βρόχου που έχει γίνει για τον ίδιον η χρηματοπιστωτική φυγή προς τα εμπρός.4 Ολοφάνερα, η ασίγαστη προπαγάνδα της «κλιματικής αλλαγής», παράλληλα με τη συστηματική καλλιέργεια της αυταπάτης πως τα προβλήματα που μας απειλούν έχουν «τεχνικές» λύσεις, είναι το δόλωμα για την ανάπτυξη ενός νέου, τεραστίως κερδοφόρου τομέα -όσο ακριβώς και η προώθηση προϊόντων γενετικής τεχνολογίας στον βιοϊατρικό τομέα (όπως τα DNA και RNA εμβόλια, αλλά όχι μόνον). Όμως το εταιρικό κέρδος είναι μόνο η μία πλευρά του ζητήματος. Το έμφραγμα του παγκόσμιου καπιταλισμού (αισθητό κυρίως στο δυτικό του κέντρο) οφείλεται όχι μόνο στην πτωτική τάση του κέρδους που είναι η παράπλευρη συνέπεια της γενικευμένης αυτοματοποίησης, αλλά και στην περίσσεια ανθρώπων που για τον ίδιον λόγο είναι πλέον άχρηστοι στην παραγωγή.  Ο μεγάλος του πονοκέφαλος είναι πώς θα ουδετεροποιήσει (αν δεν μπορεί να εξαλείψει ευθέως) αυτό το άχρηστο και δυνητικά επαναστατικό ανθρώπινο πλεόνασμα: η διαρκής εμφύσηση τρόμου, και η συνακόλουθη λήψη όλο και πιο κατασταλτικών μέτρων για την υποτιθεμένη «προστασία» του, είναι η στρατηγική που πρωτίστως υπηρετεί αυτόν τον σκοπό. Ακριβώς, μια στρατηγική αντι-εξέγερσης, που μια επαναστατική Αριστερά θα όφειλε να την πλήξει μετωπικά.  

Τρίτον, απεξάρτηση, στον μέγιστο εφικτό βαθμό κατά περίπτωση, από την παγκόσμια αγορά. Κύριος εχθρός του καπιταλισμού, το έχω επίσης ξαναπεί, είναι η αυτάρκεια. Προϋπόθεση της γέννησής του ήταν να στερηθούν οι παραγωγοί τα μέσα αυτοπαραγωγής τους ώστε να αναγκαστούν να πουλούν την εργασία τους στην αγορά. Στη φάση της αποικιακής του επέκτασης κατέστρεψε με τον ίδιον τρόπο την παραγωγική αυτάρκεια των υποτελών περιοχών δημιουργώντας, παράλληλα με τη λεηλασία των φυσικών τους πόρων, ένα φτηνό και υπόδουλο στο μητροπολιτικό κεφάλαιο εργατικό δυναμικό. Αυτή είναι μια θεμελιώδης όψη του φαινομένου που λέμε ιμπεριαλισμό. Η αυξανόμενη συγκέντρωση του κεφαλαίου στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας και η διασπορά της παραγωγής στη βάση, σε αναζήτηση ευνοϊκών πολιτικών συνθηκών για την επιχειρηματικότητα και φτηνού εργατικού δυναμικού, χαρακτηρίζει τη σύγχρονη μορφή ιμπεριαλισμού, την ευφημιστικά λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση».  Είναι η εξέλιξη του φαινομένου που ο Νουάμε Νκρούμα ονόμασε στη δεκαετία του ΄60 «νεοαποικισμό».5

Σήμερα διενεργείται μέσω «υπερεθνικών ολοκληρώσεων» (τύπου Ευρωπαϊκή Ένωση, NAFTA, κ.ά.) και ένα αποφασιστικό εργαλείο του είναι η νομισματική ενοποίηση υπό τον έλεγχο Κεντρικών Τραπεζών. Είναι ευνόητο ότι μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική πρέπει να έχει ως πρώτιστο στόχο την απεξάρτηση από τέτοια δίκτυα ελέγχου, και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ανάκτηση του νομισματικού ελέγχου εκ μέρους των υποτελών χωρών. Αυτή είναι η μόνη ουσιαστική έννοια που μπορεί να έχει το κοινότοπο αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» -και από αυτήν εξαρτάται απολύτως η δυνατότητα επιλογών σε ό,τι αφορά τόσο το μοντέλο παραγωγής και ανάπτυξης που κάθε χώρα επιθυμεί ν’ ακολουθήσει όσο και τη χάραξη της εξωτερικής της πολιτικής.

Αλλά η ελευθερία επιλογών που μπορεί να διεκδικήσει, και σε οιονδήποτε βαθμό να πετύχει, μια χώρα δεν συνιστά από μόνη της αριστερή πολιτική. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική της πολιτική, οφείλουν τα θεωρούμενα ως «εθνικά συμφέροντά» της να συμπίπτουν με μια διεθνή και κατά περιεχόμενο αρχή δικαίου, την εφαρμογή τής οποίας αξιώνει για όλες τις χώρες και τους λαούς και είναι πρόθυμη να συστρατευθεί μαζί τους, στο μέτρο κάθε φορά των δυνάμεών της, για την υπεράσπισή τους. Η εθνική ανεξαρτησία μπορεί να είναι επαναστατικό αίτημα μόνο στο πλαίσιο ενός αταλάντευτου και διεπόμενου από αρχές διεθνισμού -σε κάθε άλλη περίπτωση είναι κυνική διεκδίκηση ισχύος και ανήκει στο δεξιό πολιτικό τόξο. 

Η λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση»

Ούτε κάθε μοντέλο παραγωγής και ανάπτυξης που μπορεί να επιλέξει επιδέχεται το ίδιο πρόσημο. Η λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση», που χρησιμοποιείται με τόση ευκολία σαν σύνθημα απ’ όλους, πρέπει να σημαίνει όχι ασφαλώς την ερμητική απομόνωσή μιας χώρας (εκ των πραγμάτων αδύνατη άλλωστε) αλλά επιδίωξη της μέγιστης παραγωγικής της αυτάρκειας, σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς, που θα την απεμπλέξει από το παγκόσμιο σύστημα καταμερισμού της εργασίας και θα την θωρακίσει απέναντι στους εκβιασμούς της παγκόσμιας αγοράς. Αυτή η απεξάρτηση όμως θα πρέπει να εμφορείται από μια γενικότερη πρόθεση απο-αγοραιοποίησης που να προωθείται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας προς τα κάτω: ενθάρρυνση τοπικών και κοινοτικών μορφών παραγωγής και κατανάλωσης και τάση διεύρυνσης των απο-εμπορευματοποιημένων ζωνών σε όλη την κοινωνική σφαίρα. Επιδίωξη ενός πλούτου που αυξάνει σε αντίστροφη αναλογία προς το ΑΕΠ, με άλλα λόγια, παροπλίζοντας όλον τον εσμό των «αριστερών» οικονομολόγων που έχουν υπηρετήσει και υπηρετούν ως πολύτιμοι συνεργοί της καπιταλιστικής «συνδιαχείρισης». Αυτό είναι και το ακριβές νόημα της αποανάπτυξης, αν δεν απατώμαι, που μέχρι χθες πρόβαλλε σαν αίτημα της πιο ριζοσπαστικής οικολογικής πτέρυγας και σήμερα μοιάζει ξεχασμένο απ’ όλους.

Η woke ατζέντα

Τέταρτον, καμία απολύτως παραχώρηση στο ανορθολογικό μίσος προς τη διαφορετικότητα: στον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ομοφοβία, την ξενοφοβία… Σε αυτό το σημείο η σύγχυση είναι ίσως μεγαλύτερη από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Η κοινή υιοθέτηση από τη φιλελεύθερη «αριστερά» και την κυβερνώσα δεξιά της λεγόμενης woke ατζέντας (για λόγους που μπορούν να συζητηθούν δια μακρών, αλλά δεν θα επεκταθώ εδώ) ωθεί τους από πολλές δικαιολογημένες πλευρές αντιπάλους τους σε απροκάλυπτα νεοσυντηρητικές, για να μην πω βάρβαρα αντιδραστικές, θέσεις που ανήκουν δικαιωματικά στο ρεπερτόριο της δεξιάς. Για τις ψυχοκοινωνικές ρίζες αυτού του συνδρόμου, και για τον ρόλο του στη δόμηση της φασιστικής χαρακτηροδομής, έχω γράψει πολλές φορές και δεν θα επανέλθω. Αλλά η οδυνηρότερη πτυχή του πράγματος στην παρούσα συγκυρία είναι ότι, όταν άτομα ενεργοποιημένα σε κρίσιμα μέτωπα όπως η εναντίωση στον ψυχωτικό αντι-ρωσισμό και τον πόλεμο, η καταγγελία της δουλικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας ή η αντίσταση στη βιοπολιτική χειραγώγηση και καταστολή αποδέχονται την ίδια στιγμή και αναπαράγουν τέτοιους επικίνδυνους και ιστορικά οπισθοδρομικούς στερεοτύπους (μια ρατσιστικών αποχρώσεων αντιμεταναστευτική ρητορεία, για παράδειγμα, ή γελοία αμυντικά ανακλαστικά τύπου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια»), γίνονται εύκολη ιδεολογική βορά των αντιπάλων τους κι επιτρέπουν να συμπαρασυρθεί στην απαξίωση ό,τι ριζοσπαστικό περιέχεται στις υπόλοιπες θέσεις του – να στερεοποιηθεί δηλαδή και ν’ αποκτήσει αληθοφάνεια το πρόσχημα της «ακροδεξιάς απειλής» που υπηρετεί εξ αντιστρόφου την επικράτηση των Κομμάτων του Διευθυντηρίου (τις ενωμένες δυνάμεις κυβερνώσας δεξιάς και φιλελευθεροαριστεράς). Ή, ακόμη και όταν οι στόχοι της καταγγελίας τους είναι ορθοί, η επιχειρηματολογία τους είναι παραπλανητική και παραπλανημένη.

Η μεταναστευτική πολιτική που εφαρμόζεται διεθνώς σήμερα από τους κλειδοκράτορες του ανεπτυγμένου κόσμου, δεν χρειάζεται να το πω, είναι ολέθρια και ορθώς επικρίνεται -αλλά τα πραγματικά θύματά της είναι οι ίδιοι οι μετανάστες, όχι οι χώρες υποδοχής… Η πολιτισμική πολυμορφία, εφόσον λειτουργούν μηχανισμοί πολιτικής και οικονομικής ενσωμάτωσης, είναι πλούτος για τις κοινωνίες, και ο αμυντικός εγκλεισμός είναι ακριβώς σύμπτωμα κοινωνιών σε διαδικασία εντροπικού θανάτου. Ομοίως, η διαχεόμενη από τη βιομηχανία των Μέσων «woke κουλτούρα» είναι ένα παραλυτικό στρατήγημα που οδηγεί σε πολιτική αποδυνάμωση -όχι επειδή καταλύει «πατροπαράδοτες αξίες» (πολλές από τις οποίες αξίζει να καταλυθούν διότι έχουν πάψει ν’ ανταποκρίνονται σε αληθινές ανάγκες των ανθρώπων ή είναι ασύμβατες μ’ ένα αίτημα ελευθερίας και καλώς εννοούμενου αυτοκαθορισμού) αλλά επειδή στην πραγματικότητα κάνει το αντίθετο απ’ ό,τι διατείνεται: ισοπεδώνει την έκφραση της ατομικότητας μέσω της συμμόρφωσης σε επιτελικώς σχεδιασμένα πρότυπα, ευνουχίζει την αυθόρμητη έκφραση της σεξουαλικότητας και διαλύει όχι μόνο ετεροεπιβεβλημένους «ρόλους» αλλά και την ίδια τη βαθύτερη αίσθηση ταυτότητας που είναι όρος δυνατότητας για πολιτική δέσμευση όσο και για κριτική σκέψη· ρευστοποιεί κριτήρια και όρους αξιακού προσανατολισμού μαζί με την ίδια την προσωπικότητα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής του τεχνικοποιημένου καπιταλισμού που συνοπτικά θα την έλεγα πραξικόπημα ενάντια στη φύση.

Ο αντεστραμμένος πουριτανισμός της «ορθότητας» και η γελοιογραφική κακοποίηση της γλώσσας δεν είναι ριζοσπαστική πολιτική, και όποιος την υποστηρίζει σαν τέτοια είναι είτε απατεώνας ή θύμα της αφέλειάς του.6 Όπως επίσης τα «δικαιώματα» δεν έχουν αφ’ εαυτών πρόσημο και μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς πάσα κατεύθυνση και για κάθε σκοπό.7 Η πρόκριση των ατομικών «δικαιωμάτων» απέναντι στις ανάγκες και τα συμφέροντα της συλλογικότητας είναι βεβαίως το παλιό φιλελεύθερο στρατήγημα που σήμερα επανέρχεται σαν διαλυτικό οιουδήποτε κοινοτικού δεσμού και συλλογικής συνείδησης· αλλά εξίσου η πρόκριση των συλλογικών «δικαιωμάτων» έναντι του ατόμου είναι το φάντασμα του αυταρχικού κολεκτιβισμού που αντιμετώπιζε πάντα τα άτομα σαν αναλώσιμη ύλη στο όνομα «υψηλών» και αφηρημένων ιδεατοτήτων -της πατρίδας, της πίστης, του Κόμματος, της φυλής., κ.ο.κ.

Όποιος καταγγέλλει απλώς τον «ατομικισμό» της σύγχρονης κουλτούρας χωρίς να είναι σε θέση να δει το ψεύδος του, το γεγονός δηλαδή ότι συνιστά προκάλυμμα της εξάρθρωσης κάθε γνήσιου ατομικού αυτοκαθορισμού και κάθε κριτικά αντιστεκόμενης ατομικότητας, είναι καταδικασμένος να σκιαμαχεί με ανεμόμυλους. Εκείνο που πρέπει να πλήξει κεντρικά μία ριζοσπαστική πολιτική είναι το αστικό ιδεολόγημα της αντίθεσης μεταξύ ατομικών/συλλογικών αναγκών και συμφερόντων: όσο το «άτομο» είναι κενή αφαίρεση έξω από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που το προσδιορίζουν, άλλο τόσο η «κοινωνία» δεν έχει λόγο ύπαρξης έξω από το μέλημα για την ευτυχία των ατόμων που την απαρτίζουν.

Είμαι ο τελευταίος που θ’ αμφισβητούσε την πολυπλοκότητα των πραγμάτων γενικά, και κατά μείζονα λόγο την πολυπλοκότητα του κόσμου που έχουμε απέναντί μας σήμερα. Ωστόσο η πράξη δεν πρέπει να παγιδεύεται από τις ατέρμονες λεπτότητες της σκέψης: πρέπει να είναι σε θέση να τις ανάγει σ’ εκείνο το είδος απλότητας που επιτρέπει τη μονοσήμαντη δράση. Στην πολιτική αρένα που είμαστε όλοι ριγμένοι αμετάκλητα, γνωρίζοντάς το  ή μη, θέλοντάς το ή όχι, υπάρχουν μονάχα δύο αντίπαλοι (όσες και τάξεις): τα Κόμματα του Διευθυντηρίου και η ριζική Αριστερά. Παραγνώριση του αξιακού τους περιεχομένου δεν συγχωρείται. Από τον αγώνα τους θα εξαρτηθεί το μέλλον του κόσμου -και όλες οι υβριδικές θέσεις είναι από τώρα ενταφιασμένες. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στις συζητήσεις σχετικά με τα αίτια της καλλιεργούμενης πολεμικής υστερίας υπεισέρχεται συχνά, και σχεδόν στερεότυπα για ένα κομμάτι της «κλασικής» ακροαριστεράς, το οικονομικό συμφέρον της βιομηχανίας όπλων. Πρέπει όμως να προσέξουμε καλύτερα κάποια δεδομένα. Ο πόλεμος είναι πράγματι η κύρια στρατηγική του καπιταλισμού για την υπέρβαση των δομικών του κρίσεων, και η περίπτωση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου είναι από τις πιο ενδεικτικές. Αυτό προϋποθέτει ωστόσο πως υπάρχει μια ανθηρή πολεμική βιομηχανία σε αναζήτηση ευκαιριών για υλοποίηση του κέρδους, η οποία είναι θεαματικά ανύπαρκτη στην Ευρώπη και φαίνεται ότι ούτε στις ίδιες τις ΗΠΑ επαρκεί αυτή τη στιγμή (σε αντίθεση με ό,τι κατά κανόνα ίσχυε ώς τώρα) για ν’ ανταποκριθεί στις υπέρογκες πολεμικές ανάγκες που οι ίδιες δημιουργούν. Εντελώς ειρωνικά, μάλιστα, αυτός ο κανόνας φαίνεται ότι στη προκειμένη περίπτωση ευνόησε τη Ρωσία που, επενδύοντας στη ραγδαία αναπτυσσόμενη οπλική της παραγωγή, κατόρθωσε ν’ αντιστρέψει κάποιες από τις συνέπειες του οικονομικού αποκλεισμού. Όλο αυτό υποβάλλει την εκτίμηση ότι οι λόγοι είναι περισσότερο πολιτικοί παρά οικονομικοί, και πολύ λιγότερο «ορθολογικοί» (με την ωφελιμιστική έννοια του όρου) απ’ όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται.

2. Για μια ουσιώδη σύνοψη της ανάλυσής του, βλ. William I. Robinson, “Giovanni Arrighi: Systemic Cycles of Accumulation, Hegemonic Transitions, and the Rise of China”, New Political Economy, 16 (2) (Νοέμβριος 2010), 267-280. 

3. Είναι εντυπωσιακός ο αγώνας να αποσιωπηθούν τα στοιχεία της καταστροφής που έρχονται ασταμάτητα στο φως (και των οποίων είμαστε οι περισσότεροι μάρτυρες ήδη στον στενό μας περιβάλλον), ακόμη και μετά την επίσημη απόσυρση ενός από τα δημοφιλή εμβόλια, την οποίαν αναμένεται άλλωστε ν’ ακολουθήσουν και άλλες υπό τη δικαστική πίεση που δέχονται σήμερα εκ μέρους των θυμάτων τους οι εταιρείες παραγωγής τους. Μία από τις μετριοπαθέστερες αναφορές μιλά για excessive rate 3.000.000 θανάτων παγκοσμίως μετά την κήρυξη λήξης της «πανδημίας», με στοιχεία κυρίως από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Αυστραλία: (άλλες πηγές βέβαια δίνουν πολύ υψηλότερους αριθμούς). Για ν’ αφήσουμε όμως τα πάντα αμφιλεγόμενα και πολλαπλώς ερμηνεύσιμα στατιστικά στοιχεία, μια πολύτιμη ποιοτική έρευνα στην Ελλάδα πάνω στις πολυεπίπεδες συνέπειες του υγειονομικού πειράματος που έφερε τον κωδικό «Covid-19» είναι το έργο δύο κοινωνικών ανθρωπολόγων, της Έρης Σαμικού και του Λάζαρου Τεντόμα, Πήραμε τις ζωές μας πίσω; Μια ανθρωπολογική μελέτη για τον (μετα)πανδημικό λόγο στην Ελλάδα (Αλήστου Μνήμης: Αθήνα 2023). Είναι διασκεδαστική η αμήχανη υποδοχή του βιβλίου από τους ίδιους τούς (πανεπιστημιακούς) ανθρωπολογικούς κύκλους.

4. Για μια συνοπτική αποτίμηση αυτού του φαινομένου, που κατά τη γνώμη μου καθορίζει το κύριο γνώρισμα του καπιταλισμού όπως διαμορφώνεται από τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα κι εξηγεί το είδος της παρατεινόμενης κρίσης στην οποία έχει εισέλθει από το 2008, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω ακόμα μία φορά στη κοινή μας μελέτη Φώτης Τερζάκης & Νίκος Προγούλης, Η ανάδυση της εικόνα τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (Α/συνέχεια: Αθήνα 2017).

5. Kuame Nkruma, Neo-Colonialism, the Last Stage of Imperialism (Thomas Nelson & Sons, Ltd.: Λονδίνο 1965).

6. Το ζήτημα αυτό απαιτεί μια πιο ειδική συζήτηση, αλλά εδώ θα περιοριστώ σε μία επισήμανση και μόνον: η γλώσσα είναι από τη φύση της συντηρητική δομή, πράγμα που σημαίνει ότι γλωσσικές αλλαγές επέρχονται μόνο όταν έχουν ήδη αλλάξει ουσιώδη περιεχόμενα της κοινωνικής ζωής. Τέτοιες αλλαγές προϋποθέτουν μακρές διεργασίες στον βυθό της κοινωνίας και δεν εκβιάζονται με την απλοϊκή κάμψη εδραιωμένων γλωσσικών τύπων ή την επιβολή μιας ενίοτε κωμικά τεχνητής εκφραστικής -τοποθετώντας το κάρο πριν από το άλογο, σαν να λέμε…

7.  Για μια διεξοδικότερη συζήτηση των αμφισημιών της «δικαιωματικής» γλώσσας, βλ. το άρθρο μου «Δικαιωματισμός, η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων», στο Φώτης Τερζάκης, Ο κύκλος της συντριβής και του αναστοχασμού. Πολιτικό ημερολόγιο από μια βυθιζόμενη χώρα, 2014-2018 (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2018).  

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Τα φαρδιά ρούχα της μόδας, δείχνουν τη φτώχεια μας;

Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ: Συνεχίζεται κανονικά με ομιλίες συνέδρων

Επίδομα θέρμανσης: Πότε ανοίγει η πλατφόρμα –Τα ποσά

Γιατρός καθονομάζει τους κύριους λόγους μειωμένης λίμπιντο στους άνδρες

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα