Οι κρίσεις στα κόμματα μπορούν να καταστούν ό,τι πιο αναζωογονητικό για αυτά. Αλλά μπορεί και να μετατραπούν σε τραγέλαφο. Το τελευταίο είθισται να συμβαίνει κατεξοχήν όταν το πολιτικό επίδικο φεύγει από τη μέση και οι προσωπικές (μωρο)φιλοδοξίες γιγαντώνονται.
Η σύγκρουση Κασσελάκη-Τσίπρα και κάποιων από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η δεύτερη περίπτωση. Ο σημερινός παρακμιακός ΣΥΡΙΖΑ είναι γέννημα θρέμμα του Αλέξη Τσίπρα και της γραφειοκρατίας γύρω του. Αυτοί έβαλαν τον Κασσελάκη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και χάρη σε αυτούς (προκειμένου να φύγουν αυτοί) η (ας πούμε) βάση του ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρόπο που η προηγούμενη ηγεσία είχε επιβάλει, εξέλεξε τον Κασσελάκη. Ο Τσίπρας αποδοκιμάστηκε ξανά και ξανά σε εκλογές έως ότου αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ της αμερικανοκρατίας και των μνημονίων φτιάχτηκε επί ΣΥΡΙΖΑ όχι τώρα. Το γεγονός ότι τώρα, ξανά, ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να είναι κάτι κάπου (ή και οτιδήποτε οπουδήποτε) δε συνιστά πολιτικό επίδικο αλλά αφορμή για επιθεώρηση για το Δελφινάριο.
Στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η εκστρατεία του Χάρη Δούκα για την προεδρεία κάνει το αντίστοιχο «ρεσάλτο» του Βαγγέλη Βενιζέλου το 2007 να φαντάζει πρότυπο θεσμικής και διαφανούς συμπεριφοράς. Ένα άνθρωπος που δεν έχει αλλάξει μια λάμπα ακόμα στο Δήμο Αθηναίων αλλά έχει προλάβει να υπογράψει απευθείας αναθέσεις για έναν άγνωστο αριθμό εσωκομματικών του φίλων θέλει να γίνει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ηγέτης της κεντροαριστεράς, πρωθυπουργός γιατί ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι ο πρόεδρος που τον επέβαλε ως υποψήφιο δήμαρχο δεν είναι κατάλληλος. Και έτσι, πριν από οποιαδήποτε συνεδρίαση οργάνου είχε βγάλει μέχρι και ημερομηνία εσωκομματικών εκλογών, χωρίς ίχνος εναλλακτικής πολιτικής. Η πιο «πολιτική» δήλωση στο πλαίσιο της αμφισβήτησης Ανδρουλάκη είναι αυτή του Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου ότι περίπου δεν κρατιέται να γίνει κυβέρνηση (δηλαδή υπουργός).
Βεβαίως, σε αυτό το τραγελαφικό δικομματικό γαϊτανάκι, όποιος θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, κλίνει σε όλες τις πτώσεις τη λέξη κεντροαριστερά, αριστερά ή «νέος-νέα-νέο». Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος πολιτικής ουσίας μέσα στις παραπάνω αντιπαραθέσεις. Ίσως ποτέ πριν τα δύο κόμματα δεν ήταν τόσο αναντίστοιχα, τόσο σαφώς, με τη λαϊκή απαίτηση και ανάγκη (εξαιρουμένης της μνημονικής περιόδου φυσικά). Τα στρώματα που συναποτελούν την ιστορική τους βάση και το εν δυνάμει κοινωνικό μπλοκ εξουσίας απαιτούν όχι μόνο να πέσει ο Μητσοτάκης αλλά και να αλλάξει η πολιτική κατεύθυνση της χώρας. Μπορεί (και είναι λογικό ελλείψει καθοδήγησης) να μην προσδιορίζουν με απόλυτη σαφήνεια κάθε πτυχή μιας τέτοιας αλλαγής. Αυτή είναι άλλωστε η δουλειά των ηγεμονικών κομμάτων μαζών. Αντιλαμβάνονται όμως στο πετσί τους ότι ο συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού, ολιγαρχίας και κλεπτοκρατίας δεν πάει άλλο διότι αλέθει ολοένα μεγαλύτερα τμήματα του ελληνικού λαού. Οι εργαζόμενοι ξεζουμίζονται ενώ η αυτοαπασχόληση βλέπει μπροστά της το φάσμα μιας νέας μνημονικής περιόδου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ βαρύνονται με μια μεγάλη ενοχή και πηγή αναξιοπιστίας: ότι στην προηγούμενη φάση κορύφωσης της οικονομικής κρίσης έφεραν μνημόνια, δηλαδή έπληξαν τους εργαζομένους και τους μικρομεσαίους υπέρ του μεγάλου και πολύ μεγάλου κεφαλαίου. Αν κάτι πρέπει να συζητήσουν είναι πώς θα αποφύγουν να κάνουν το ίδιο υπό αντίστοιχες ή παρόμοιες συνθήκες και πώς θα καθοδηγήσουν τον Ελληνισμό σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου και ιστορικών δομικών μετασχηματισμών.
«Τι να κάνουμε» εν μέσω παγκοσμίου πολέμου, τέλους του νεοφιλελευθερισμού και προσπάθειας διαμόρφωσης ολιγαρχικών πολεμικών οικονομιών, βαθιάς κρίσης της αστικής δημοκρατίας, ανάδυσης των νέων τεχνολογιών, κλιματικής αλλαγής, θα έπρεπε να είναι το ερώτημα. Γι’ αυτά τα ζητήματα και για όσα πηγάζουν από αυτά δε μιλάει κανείς εκ των πρωταγωνιστών της υπόθεσης της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Και όμως: αυτά περιμένουν να συνδιαμορφώσουν οι κοινωνικές δυνάμεις που συνθέτουν την παρούσα και εν δυνάμει κοινωνική αλλά και εκλογική βάση της κεντροαριστεράς, είτε αυτή εκφραστεί από το ένα, είτε από το άλλο, είτε από ένα τρίτο κόμμα. Αν οι νέοι μη-προνομιούχοι δε συνδιαμορφώσουν και δε δουν τον εαυτό τους σε ένα στρατηγικό σχέδιο για τον Ελληνισμό, πολύ περισσότερο αν δε δουν τέτοιο σχέδιο έτσι κι αλλιώς, κανενός είδους «άνοιγμα», κανενός είδους επανίδρυση δεν μπορεί να κάνει το όποιο κόμμα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς.
Και όμως: όποιος μιλήσει, όποιος τοποθετηθεί ουσιαστικώς επί αυτών δε θα είναι μόνο ο πρόεδρος ενός κόμματος αλλά και ο επόμενος Πρωθυπουργός, δεδομένου ότι το ρήγμα των ψηφοφόρων με τη δεξιά (και μάλιστα τη μητσοτακική) είναι δομικό, στρατηγικό και όχι συγκυριακό.
Η υψηλή πολιτική, η στρατηγική συζήτηση δεν αρκεί από μόνη της στην πολιτική σύγκρουση. Χρειάζονται μηχανισμοί και κινήσεις τακτικής. Αλλά χωρίς υψηλή πολιτική, στρατηγική, θεωρία και ιδεολογία, το αναζωογονητικό δράμα των κρίσεων καθίσταται επιθεωρησιακός τραγέλαφος. Ο Ελληνισμός χρειάζεται πολιτικές δυνάμεις εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Όχι μωροφιλόδοξους τύπους που διεκδικούν στην πραγματικότητα να κάνουν τη βάρδιά τους στο σύστημα εξουσίας μετά τον Μητσοτάκη.