Του Κώστα Ράπτη, Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο Capital.gr
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των πρόωρων βουλευτικών εκλογών που προκάλεσε στη Γαλλία ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μετά το συντριπτικό για την παράταξή του αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει ορισμένα χαρακτηριστικά ιστορικά. Βέβαια, δεδομένης της ιδιομορφίας του γαλλικού εκλογικού συστήματος (πλειοψηφικό σε δύο γύρους με δυνατότητα και για «τριγωνικές» αναμετρήσεις) τίποτε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πριν από την επόμενη Κυριακή για τη σύνθεση της νέας Εθνοσυνέλευσης, άρα και για τα σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης. Όμως η αρχική αποτύπωση των διαθέσεων του εκλογικού σώματος εμφανίζει μια σειρά από πρωτότυπα γνωρίσματα.
Το πρώτο είναι το άλμα της συμμετοχής κατά είκοσι μονάδες, συγκριτικά με τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, στο υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί εντός του 210υ αιώνα. Αποδεικνύει αυτό μιαν ορισμένη πόλωση της γαλλικής κοινωνίας, μιαν αίσθηση βαθιάς κρίσης και μια επίγνωση του ότι σε αυτή την αναμέτρηση υπήρχε διακύβευμα αισθητό από ευρύτερα στρώματα -που δεν ήταν βέβαια άλλο από την πιθανότητα κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν. Ο λαός του «καναπέ» κινητοποιήθηκε, αλλά όχι προς μία και μόνο κατεύθυνση.
Το δεύτερο ιδιόμορφο στοιχείο είναι η καθαρή πρωτιά του Εθνικού Συναγερμού με ποσοστό 34% και διαφορά άνω των πέντε μονάδων από την δεύτερη δύναμη. Ή μάλλον (διότι πρωτιές έχει καταγράψει η Λεπέν και στο παρελθόν, λ.χ. στις ευρωεκλογές του 2019 και 2024) η έξοδος της γαλλικής ακροδεξιάς από την «υγειονομική ζώνη» και η επιτυχία της τακτικής της «αποδαιμονοποίησης». Η μαζική προσέλκυση ψηφοφόρων, η ουσιαστική στήριξη του Εθνικού Συναγερμού από διαμορφωτές κοινής γνώμης και μέσα ενημέρωσης (ιδίως όσα είναι ιδιοκτησίας του Βενσάν Μπολορέ) και η διαλυτική κρίση που βιώνουν οι κεντροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί γύρω από το ερώτημα της συνεργασίας ή μη με τη Λεπέν δείχνει ότι το κόμμα που έλκει την απώτερη καταγωγή του από τον δωσιλογισμό του Βισύ και τους βασανιστές της Αλγερίας δεν θεωρείται πια ότι βρίσκεται «εκτός συνταγματικού τόξου». Συμπίπτουν σε αυτό και λαϊκά στρώματα με μια διάθεση αμφισβήτησης του status quo («μόνο αυτούς δεν έχουμε δοκιμάσει») και ολοένα και περισσότεροι εκπρόσωποι των ελίτ, που θεωρούν πολύ πιο ανησυχητική την πιθανότατα ανόδου της Αριστεράς ή και εκτιμούν ότι ο Εθνικός Συναγερμός είναι πλέον μια «απονευρωμένη» ακροδεξιά που δεν θα θίξει τα θεμελιώδη του συστήματος. Και ως προς τα θέματα εσωτερικής πολιτικής αυτό, δεδομένων των φιλοεργοδοτικών και αντισυνδικαλιστικών θέσεων του Εθνικού Συναγερμού όλο το προηγούμενο διάστημα, είναι περισσότερο σαφές, παρά την υπόσχεση λ.χ. της επαναφοράς του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη. Ως προς την εξωτερική πολιτική, το ερώτημα του αν μια κυβέρνηση Εθνικού Συναγερμού μπορεί να αφομοιωθεί από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ είναι ακόμη σχετικά ανοικτό.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ακριβώς το ότι το ερώτημα της θέσης της Γαλλίας στον κόσμο απουσίασε από την προεκλογική συζήτηση, μολονότι πρόκειται για ένα από τα ηγετικά κράτη της υπαρξιακή διερώτηση Ε.Ε., για μία πυρηνική δύναμη που αποτελεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και για μία πρώην αυτοκρατορία που βλέπει τη στιγμή που μιλάμε τα τελευταία της νεοαποικιακά ερείσματα στην Δυτική Αφρική να κλονίζονται. Πάντως μετά τη σιωπηρή απόσυρση από το πρόγραμμα του Εθνικού Συναγερμού των αναφορών σε μία εξωτερική πολιτική περισσότερο ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ και λιγότερο συγκρουσιακή με τη Ρωσία, η μόνη, αλλά βαθιά διαχωριστική γραμμή στο γαλλικό πολιτικό σκηνικό αφορά τη στάση στο Παλαιστινιακό και αντιτάσσει από τη μία το… ήμισυ του Λαϊκού Μετώπου, δηλ. την όλο και περισσότερο δαινομοποιούμενη Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, και από την άλλη όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις με κορύφωση της φιλο-ισραηλινής πλειοδοσίας στο κόμμα της Λεπέν.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα διπλό παράδοξο. Μολονότι αριστερότερα του κέντρου λειτουργούν ακόμη τα αντανακλαστικά της «πανδημοκρατικής αντισυσπείρωσης απέναντι στην ακροδεξιά», στο υπόλοιπο τμήμα του φάσματος αυτό δεν μοιάζει να λειτουργεί πια, και η ιστορική διαίρεση γκωλικής και μη δεξιάς απαλείφεται. Όσο το φόβητρο της Λεπέν επέτρεπε την επικράτηση του μακρονικού κέντρου (χωρίς, να το θυμηθούμε ιδιαίτερα ισχυρή εκλογική αφετηρία) τα πράγματα ήσαν πολύ διαφορετικά από τώρα που η αντιπαράθεση δείχνει να επιστρέφει στον άξονα Αριστεράς-(σκληρής) Δεξιάς.
Ο ίδιος ο Μακρόν κάλεσε βέβαια σε «δημοκρατική και ρεπουμπλικανική» συσπείρωση, χωρίς ακόμη να ξέρουμε πού πραγματικά θα κλίνει η «ψυχή» των ψηφοφόρων του. Και το πιο μεγάλο παράδοξο είναι ότι αυτή η πολιτική περιπέτεια που ξεκίνησε από την δική του ταπείνωση στις ευρωεκλογές οδηγείται (λόγω της αντοχής του κόμματος «Αναγέννηση» στο 20% και των θολών κοινοβουλευτικών συσχετισμών που αναμένονται) στο να τον κρατήσει στο παιχνίδι.