Ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο επιφανέστερος σύγχρονος συγγραφέας της Αλβανίας, πέθανε σήμερα, Δευτέρα, το πρωί σε ηλικία 88 ετών, ανακοίνωσε ο εκδότης του, ενώ η είδηση επιβεβαιώθηκε και από το νοσοκομείο στο οποίο μεταφέρθηκε, στα Τίρανα, μετά την εκδήλωση εμφράγματος.
Ο Ισμαήλ Κανταρέ γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο στις 28 Ιανουαρίου του 1936 και σπούδασε στη Σχολή Ιστορίας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου των Τιράνων και κατόπιν στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας Γκόρκι της Μόσχας.
Επέστρεψε στην Αλβανία και το 1959 εξέδωσε ποιήματα και το πεζογράφημα «Μια πόλη χωρίς διαφημίσεις», ενώ το 1963 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Ο στρατηγός ενός νεκρού στρατού» και καθιερώθηκε ως ένας από τους πλέον ταλαντούχους συγγραφείς της χώρας του.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Το τέρας», για τους κατοίκους μιας πόλης που ζουν σε μόνιμη κατάσταση άγχους και παράνοιας μετά την εμφάνιση ενός ξύλινου δούρειου ίππου έξω από την πόλη, απαγορεύτηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ το επόμενο βιβλίο του «Ο μεγάλος χειμώνας» το 1977, αν και κάπως ευνοϊκό για το καθεστώς, εξόργισε τους θιασώτες του Ενβέρ Χότζα που το θεώρησαν ανεπαρκώς εγκωμιαστικό.
Ωστόσο, ενώ ορισμένοι συγγραφείς και άλλοι καλλιτέχνες φυλακίστηκαν από την κυβέρνηση, ο Καντάρε γλίτωσε. Η χήρα του Ενβέρ Χότζα, Νετζμίτζε, ανέφερε στα απομνημονεύματά της ότι ο Αλβανός ηγέτης, ο οποίος περηφανευόταν για την αγάπη του για τη λογοτεχνία, έσωσε τον διεθνώς αναγνωρισμένο συγγραφέα πολλές φορές.
Αρχεία από την εποχή του Χότζα δείχνουν ότι ο Κανταρέ ήταν συχνά κοντά στη σύλληψη και μετά τη δημοσίευση του ποιήματός του «Κόκκινος Πασάς» το 1975 εξορίστηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό για περισσότερο από ένα χρόνο.
Ο Κανταρέ, από την πλευρά του, είχε αρνηθεί οποιαδήποτε ειδική σχέση με τον δικτάτορα. «Το έργο μου υπακούει μόνο στους νόμους της λογοτεχνίας, δεν υπακούσει σε κανέναν άλλο νόμο», τόνιζε.
Το 1981 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Το παλάτι των ονείρων», το οποίο θεωρήθηκε ως μία αλληγορία κατά του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και επίσης απαγορεύτηκε. Από το 1986, λίγα χρόνια πριν από την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία, ο Κανταρέ άρχισε να στέλνει κρυφά τα χειρόγραφά του στη Γαλλία.
Τον Οκτώβριο του 1990, λίγους μήνες πριν καταρρεύσει η κυβέρνηση, διέφυγε στη Γαλλία, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο, κίνηση που θεωρήθηκε από πολλούς ως μία κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά ο ίδιος σε όλες του τις δημόσιες εμφανίσεις επαναλάμβανε ότι δεν υπήρξε ποτέ οπαδός του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Μετά την αλλαγή σκυτάλης στη χώρα του ο Κανταρέ ζούσε μεταξύ Παρισιού και Τιράνων κυκλοφορόντας συνολικά περισσότερα από 20 βιβλία, με κύρια θεματογραφία τη σύγχρονη αλβανική κοινωνία, το προηγούμενο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του καθώς και το σκληρό αλβανικό εθιμικό δίκαιο.
Τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια και τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, και στην Ελλάδα, καθιστώντας τον, τον πιο γνωστό σύγχρονο μυθιστοριογράφο των Βαλκανίων.
Το 2005 τιμήθηκε με το πρώτο Διεθνές βραβείο Μπούκερ, με την επιτροπή να τον χαρακτηρίζει ως «έναν παγκόσμιο συγγραφέα σε μια παράδοση αφήγησης που ανάγεται στον Όμηρο», ενώ ποτέ δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ. Χαρακτηριστικά ο ίδιος ανέφερε, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο το 2019, ότι του αρέσει να βλέπει το όνομά του «να αναφέρεται μεταξύ των υποψηφίων» για το Νόμπελ, ακόμα κι αν το θέμα τον «ντροπιάζει».