ΑΘΗΝΑ
20:52
|
04.07.2024
Η νοσταλγός του Μουσολίνι, σχεδόν 100 χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος, επιταχύνει το πρόγραμμά της για την «πρωθυπουργοποίηση» της εξουσίας.
Η Ιταλία οδεύει σε «πρωθυπουργοποίηση» του πολιτεύματος
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών της, που καλείται να εφαρμόσει η Ιταλία μετά την υπαγωγή της στη σχετική διαδικασία της Ε.Ε., μοιάζει να διευκολύνει τον καλπασμό της νεοφασίστριας πρωθυπουργού Τζόρτζιας Μελόνι να εισαγάγει τον πολυπόθητο Βοναπαρτισμό της.

Πλέον η νοσταλγός του Μουσολίνι, σχεδόν 100 χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος, εκμεταλλευόμενη και την ώθηση που πήρε από τις ευρωεκλογές, επιταχύνει το πρόγραμμά της για την «πρωθυπουργοποίηση» της εξουσίας και την κατάλυση της ισονομίας (και της δημοκρατικής διανεμητικής πολιτικής) στη χρηματοδότηση των Περιφερειών, που σε συνδυασμό με την ψηφισμένη παρέμβαση στη δικαστική λειτουργία,  όπως προειδοποιούν σχεδόν όλοι οι Συνταγματολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες καταφέρνει ένα καίριο πλήγμα στη δημοκρατία.

Η απόφαση της Ε.Ε. να συμπεριλάβει επισήμως την Ιταλία (όπως και τη Γαλλία ή το Βέλγιο στον κατάλογο με τις χώρες που έχουν υπερβεί τους κανόνες για το υπερβάλλον χρέος -κάτι που ήταν ορατό από πολλούς μήνες-μετά τις ευρωεκλογές για ευνόητους λόγους, εξυπηρέτησε απόλυτα τη Μελόνι. Πρώτον, γιατί δεν της στοίχισε εκλογικά ο προσδιορισμός των σφικτών μέτρων και των περαιτέρω κοινωνικών περικοπών, που οι ευρωπαϊκοί περιορισμοί επιτάσσουν. Δεύτερον, γιατί πλέον η προβαλλόμενη ανάγκη για «συνέχεια» στη «συνεπή» εφαρμογή τούτων των μέτρων λιτότητας τροφοδοτεί και αιτιολογεί την «κατάληψη» της εξουσίας με τη μεταρρύθμιση του ρόλου του Πρωθυπουργού.

Η «πρωθυπουργοποίηση» του πολιτεύματος, με αμετάκλητη ουσιαστικά πενταετή εκχώρηση της εξουσίας στο πρόσωπο του εκλεκτού και μειωμένη δυνατότητα παρέμβασης από τον πρόεδρο της ιταλικής δημοκρατίας, αφήνει λυτά τα χέρια της Μελόνι να επιβάλει πλήρως το νεοφασιστικό της θεσμικό όραμα και τη διαδικασία της συσσώρευσης εις βάρος της κοινωνίας που έχουν ξεκινήσει από κοινού η κυβέρνηση και το ευρωπαϊκό και ντόπιο κεφάλαιο. 

Η Ιταλία πλέον  θα πρέπει να σφίξει το ζωνάρι και να ξοδέψει λιγότερα, γιατί το έλλειμμά της υπερβαίνει τις παραμέτρους των νέων κοινοτικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Η Ιταλία έκλεισε το 2023 με το δεύτερο υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ (137,3%) και με το υψηλότερο έλλειμμα στην Ευρώπη (7,4%). Το 2024 η Ιταλία θα συνεχίσει να έχει έλλειμμα υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (4,4%), ποσοστό που μεταξύ των μεγάλων χωρών είναι χαμηλότερο μόνο από αυτό της Γαλλίας.

Πλέον η ιταλική κυβέρνηση πρέπει να βρίσκει περίπου 10 δισεκ. ετησίως  και να κατέβει στο 3,7% το 2025, στο 3% το 2026 και στο 2,2% το ‘27. Και για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει να εγκαταλείψει πολλές από τις ενισχύσεις που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό της έως το 2025. Στην ουσία πρέπει να συντάξει έναν παράλληλο προϋπολογισμό, όπου θα αναγράφονται τα χρήματα που θα αναζητηθούν, μειώνοντας πολλές παροχές. Πχ. τα 7 δισεκ. για επιδόματα κατά της φτώχειας, που ήδη φθάνουν στους μισούς από τους θεωρητικά δικαιούχους, φέρνοντας την τελευταία διετία τη φτώχεια σε ύψη ρεκόρ . Ή αυξάνοντας  φόρους (για παράδειγμα στη βενζίνη ή την κατανάλωση) ή μειώνοντας κάποιες φοροαπαλλαγές -όπως επιδόματα στέγασης ή ακόμη και τις μειώσεις στο τέλος για τη RAI– ή  πάλι «χαρατσώνοντας» τους πολίτες για βασικές υπηρεσίες (και φυσικά όλοι θα σκεφτούν πρώτα-πρώτα τους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης). Μέτρα που θα έχουν μακροπρόθεσμα επιπτώσεις στην τσέπη των πολιτών, παρά την ελάφρυνση στην περικοπή εισφορών: οι μισθωτοί ναι μεν δεν θα δούν να μειώνεται τόσο το εισόδημά τους, θα βρουν όμως την επίπτωση αυτή στο ύψος της σύνταξής τους.

Και το θέμα του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι φυσικά το πρώτο που θα επηρεασθεί βαθύτατα από το καθεστώς επιτήρησης των δημοσιονομικών εξόδων. Παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις της Μελόνι πως δεν πρόκειται να πειράξει τα υπάρχοντα θεσμικά μέτρα για τις συντάξεις, ιδίως όσον αφορά τα όρια, οι ευρωπαϊκές επιταγές είναι αμείλικτες. Επιπλέον, η θεσμοθετημένη ποσόστωση του λόγου ηλικία-εισφορές στο 103 λήγει τον Δεκέμβριο και μάλλον δεν υπάρχουν εγγυήσεις πως πολλοί επίδοξοι συνταξιούχοι θα αναγκασθούν να παρατείνουν έως τα 67 χρόνια τα χρόνια εργασίας τους μέχρι να πάρουν την πολυπόθητη σύνταξη.

Όμως για την εφαρμογή τούτων των επίπονων για τους πολίτες μέτρων η Μελόνι μοιάζει να μην έχει θεσμικά, τουλάχιστον, εμπόδια. Ιδίως μετά το πρώτο «ναι» από τη Γερουσία  για την «πρωθυπουργοποίηση» του πολιτεύματος (premierato). Χωρίς να προϋποτίθεται ότι το σχέδιο της Μελόνι, να κατεδαφίσει πλήρως ό,τι έχει απομείνει από το προοδευτικό Σύνταγμα του 1948, θα καρποφορήσει. Πρώτα-πρώτα γιατί θα πρέπει να κυρωθεί από τον λαό σε καθολικό δημοψήφισμα και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπογραφεί κι από τον πρόεδρο. Όμως, οι μέχρι σήμερα μισάνοικτες πύλες για τη δρομολόγησή του έχουν ανοίξει, παρά τις αντιδράσεις( 180 συνταγματολόγων μεταξυ άλλων) και τα καλέσματα της αντιπολίτευσης για καταψήφισή του στους δρόμους κι από τη λαϊκή βούληση και φωνή.

Οι βασικές γραμμές του premierato σπερματικά περιέχουν όλα τα στοιχεία μίας λαϊκίστικης και αυταρχικής διακυβέρνησης: ο πρωθυπουργός που, βάσει των προβλέψεων το νομοσχεδίου αποκλείεται να μην είναι κοινοβουλευτικός, εκλέγεται από τον λαό για πέντε χρόνια και επανεκλέγεται μόνο για δύο θητείες. Ωστόσο, έχει απεριόριστες εξουσίες, μιας και ελαττώνονται πολλές από τις πρωτοβουλίες και δη οι παρεμβατικές και ρυθμιστικές εξουσίες σε περιστάσεις έκτακτης ανάγκης και η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, που έχει ο πρόεδρος. Από την άλλη,  η κατάργηση του θεσμού των ισόβιων γερουσιαστών (πολλοί εκ των οποίων εκλέγονται εκ των προσωπικοτήτων και συχνά αλλοιώνουν τις ακραιφνείς κομματικές δρομολογήσεις) και η συνταγματοποίηση του πλειοψηφικού μπόνους -μόλο που το εύρος του θα καθορίζεται από τον εκάστοτε εκλογικός νόμο- ενισχύουν τα «δυναστικά» χαρακτηριστικά της πρωθυπουργικής εξουσίας. Αλλά και οι προβλέψεις για την παραίτηση του πρωθυπουργού, που τη μόνη δυνατότητα που αφήνει στον πρόεδρο είναι να διορίσει ξανά τον ίδιον έναν άλλον από το πλειοψηφών κόμμα -με πρόσχημα τη «σταθερότητα»- αντί να στηθούν αμέσως κάλπες, ενισχύουν τα αντι-δημοκρατικά χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης. Το ίδιο και η ρήτρα για το «λευκό εξάμηνο» του τέλους της θητείας του προέδρου, εντός του οποίου απαγορεύεται -εκτός απροόπτου- να διαλύει το Κοινοβούλιο. Είναι φανερό, πως η Μελόνι στρώνει την πολιτική επικυριαρχία της στην Ιταλία με μακροπρόθεσμα σχέδια και την έμμεση επιβολή του νεοφασιστικού της προγράμματος.

Σε τούτη την προσπάθειά της, η Μελόνι βρίσκει -όπως ακριβώς συνέβη και με τον μέντορά της Μπενίτο Μουσολίνι, πρώτα με τους ισχυρούς της οικονομίας, τους οπορτουνιστές της πολιτικής και με τον βασιλιά-πρόθυμους συμμάχους. Κυρίως στο πρόσωπο της ξενοφοβικής Λέγκας, που πάντοτε επεδίωκε την προνομιακή, σχεδόν αποσχιστική, μεταχείριση των βορείων περιφερειών. Και τούτο επιτεύχθηκε με την έγκριση, επίσης στη Γερουσία, του νόμου Καλντερόλι για τη διαφοροποιημένη αυτονομία. Μια νομοθεσία που έξω από το γεγονός ότι επιβάλλει ένα καθεστώς διακρίσεων μεταξύ πλούσιων (Βορράς) και φτωχών (Νότος) επαρχιών, τόσο στα προνόμια, όσο και στη χρηματοδότησή τους, ουσιαστικά καταλύει και την έννοια της ισονομίας των πολιτών και της ισότητας των δικαιωμάτων τους, καθώς πλέον οι πολίτες χαρακτηρίζονται ως «κάτοικοι» μίας περιοχής και τα «προνόμια» και οι υποχρεώσεις τους ορίζονται όχι οριζόντια, αλλά ανάλογα με την αυτονομία της. Είναι ουσιαστικά το τέλος της Ιταλικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και η διάλυση του δημόσιου χαρακτήρα της αυτοδιοίκησης.

Ο νόμος για τη διαφοροποιημένη αυτονομία πέρασε στη Βουλή έπειτα από μια μακρά και θυελλώδη, ολονύκτια, συνεδρίαση, στο τέλος της οποίας οι βουλευτές της Λέγκας κυμάτισαν χαρούμενοι τις σημαίες του αυτοαποκαλούμενου κινήματος ανεξαρτησίας του Βορρά. Και τούτο λίγες ημέρες μετά το ξυλοφόρτωμα  από Λεγκο-και νεοφασίστες βουλευτές του βουλευτή Ντόνο, ο οποίος είχε, παραμονές της εθνικής γιορτής, επιχειρήσει να δώσει μία ιταλική σημαία στον εισηγητή του νόμου Καλντερόλι, για να του υπενθυμίσει τα δημοκρατικά ιδεώδη που συμβόλιζε η επέτειος και τα οποία καταρρακώνονται με τον νόμο του.

Βέβαια η αντι-ρεπουμπλικανική τούτη ιαχή της Λέγκας είχε νόημα γιατί επετύγχανε εκείνο που πάντοτε επεδίωκε: να καταργήσει την  ύπαρξη της Ιταλικής Δημοκρατίας. Βέβαια, όπως πάντα φέρει και το κεντροαριστερό Pd τις διαχρονικές ευθύνες του: πρώτα απ ‘όλα, θέτοντας τις αρχικές προϋποθέσεις το 2001, όταν επί κυβερνήσεως Τζουλιάνο Αμάτο ήλθε η πρώτη τροποποίηση που άνοιξε τον δρόμο για τις υπόλοιπες. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση του σημερινού ευρωπαίου επιτρόπου Τζεντιλόνι ενέκρινε τις συμφωνίες κράτους -περιφερειών, που επέτρεψαν στη Λομβαρδία, το Βένετο και την Εμίλια Ρομάνια να ξεκινήσουν τη διαδικασία για να καθορίσουν τη διαδικασία απαλλοτρίωσης εξουσιών και πόρων από το κράτος -όπως αυτή που εγκρίθηκε γενικευμένα τώρα. Η Διαφοροποιημένη Αυτονομία έτσι όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, δεν είναι ένας «φεντεραλισμός», ένα βήμα προς την ομοσπονδοποίηση της Ιταλίας, αλλά είναι μια ουσιαστική «μεταβίβαση ιδιοκτησίας», από το κράτος στις περιφέρειες για τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων και των νομικών ή δημοσιονομικών τους πεδίων, σχεδόν σε όλα τα σημεία. Και λέμε «μεταβίβαση ιδιοκτησίας» γιατί το νόημα πίσω από την «μεταρρύθμιση» συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στο σχέδιο για ιδιωτικοποίηση  όλων των δημόσιων υποθέσεων, από την υγειονομική περίθαλψη μέχρι τα σχολεία μέχρι τη φορολογία, τις περιβαλλοντικές πολιτικές, το εμπόριο, τις υποδομές κ.λπ.  Πλέον, ως κάτοικοι μίας περιοχής οι Ιταλοί μεταβάλλονται σε χρήστες υπηρεσιών, διαφορετικά φορολογικά υποκείμενα και όχι πια πολίτες. Χάνουν όχι μόνο την ενότητα της Δημοκρατίας, όσον αφορά τα δικαιώματά τους, αλλά και την εθνική κυριότητα της αυτοδιοίκησης, της κυριαρχίας της. Συνεπώς και της ίδιας της δημοκρατίας αυτής καθαυτής, καθώς αποδυναμώνεται έτσι η καθολική νομοθετική δύναμη της Βουλής, η οποία οιωνεί καταργείται, έναντι του πολιτικού βολονταρισμού της περιφέρειας και του παντοδύναμου πρωθυπουργού και των σχέσεων εξουσίας μεταξύ τους. Και καταργείται έτσι απλά,  χωρίς στρατιωτικά πραξικοπήματα, χωρίς εγκαθίδρυση δικτατοριών.

Σκίτσο της Marilena Nardi (Ιταλία)

Οι  πολυάριθμες παρεμβάσεις συνταγματολόγων και μελετητών εξηγούν με τρομακτική σαφήνεια την αντιδημοκρατική σύνδεση μεταξύ της διαφοροποιημένης αυτονομίας, της πρωθυπουργίας και του διαχωρισμού των σταδιοδρομιών στο δικαστικό σώμα και τον πραγματικό κίνδυνο που αυτά συνιστούν για το Σύνταγμα και το πολίτευμα. Όλοι ευελπιστούν ότι, αφ’ ενός η απροθυμία του προέδρου Σέρτζο Ματαρέλα να να υπογράψει το διάταγμα και η επίδραση των επιτροπών πρωτοβουλίας για την διάσωση του Συντάγματος, όπως και η αντίδραση των θιγόμενων περιφερειών, με επικεφαλής την Καμπανία και των συνδικάτων βάσης κάθε κλάδου , θα ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο και θα αποτρέψουν τη πραγματικά δημοκρατική εκτροπή τούτη. Εξάλλου, κλυδωνισμούς προκαλεί και στο εσωτερικό των συγκυβερνώντων κομμάτων: η Forza Italia έχει χωρισθεί στα δύο, ενώ και ο υπερθνικιστής στρατηγός Ρομπέρτο Βανάτσι, που ανέδειξε ευρωβουλευτή η Λέγκα εκφράζει αμφιβολίες. Ακόμη και η Κομισιόν στις Βρυξέλλες, στο κείμενο με τις επιταγές για την οικονομική πολιτική της Ιταλίας, εκδηλώνει για άλλους, πρακτικο-εισπρακτικούς, λόγους την ανησυχία της για τις επιπτώσεις που θα έχει η διαφοροποίηση στη «συνοχή και τα οικονομικά» της Ιταλίας.

Και τούτο γιατί τα διακυβεύματα επί πρωθυπουργίας Μελόνι είναι πολλά. Η νεοφασιστική ιδεολογία και πρακτική εμφιλοχωρεί μέσα σε όλους τους θεσμούς του κράτους και στη λειτουργία του με γοργούς ρυθμούς. Δεν είναι μόνο οι οπισθοδρομικοί νόμοι για τις αμβλώσεις, την υιοθεσία από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Είναι επίσης ο νόμος της υπουργού Βαλντιτάρα για την «εθνικιστική» εκπαίδευση, που αρνείται κάθε πολυ-πολιτισμικό ή πολύ περισσότερο ταυτοτικό περιεχόμενο στη σύνταξη της σχολικής ύλης. Είναι οι προς ψήφιση νόμοι για την (και αστυνομική) καταστολή των διαδηλώσεων και ποινικοποίηση συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, που νομιμοποιούν πολύ περισσότερο τους αντεργατικούς νόμους για απαγόρευση και διακοπή απεργιών, που εφαρμόζει ο Ματέο Σαλβίνι. Και να μην αναφέρουμε την κλιμακούμενη λογοκρισία, ιδίως των δημοσιογράφων. Μάλιστα, η πολιτική σκοπιμότητα στην Ε.Ε., καθώς η επισφαλής συμφωνία για την επανάληψη της διακυβέρνησης φον ντερ Λάιεν, έχει αναστείλει για μετά την 3η Ιουλίου τη δημοσίευση της έκθεσης για την ελευθεροτυπία, που καταδικάζει την Ιταλία για τις επιδόσεις της. Η στενή φιλία και συνεργασία σε ευρωατλαντικό επίπεδο της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν και της Μελόνι, παραβλέπει τις διαρκείς παραβιάσεις και τον αυταρχισμό που η νεοφασίστρια πρωθυπουργός εγκαθιστά με προσεκτικά βήματα στην Ιταλία.

Η καθυστερημένη αφύπνιση των κομμάτων και του κόσμου στους δρόμους, που δειλά διαδήλωσε για το premierato και κυρίως τη Διαφοροποιημένη Αυτονομία, εξακολουθεί να είναι πολύ μικρή σε σύγκριση με το μέγεθος της εξέγερσης που θα ήταν απαραίτητο . Η ευθύνη για το να γνωρίζει κανείς τι διακυβεύεται και να αγωνίζεται για να σωθεί η δημοκρατία ανήκει σε κάθε άτομο. 100 χρόνια μετά την δολοφονία Ματεότι, τις ένδοξες σελίδες αντίστασης στην Πάρμα και την οριστική εγκαθίδρυση του φασισμού, η ιταλική κοινωνία βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να αφυπνισθεί, προτού τα δημοκρατικά δικαιώματα,-με την πρόφαση της οικονομικής συγκυρίας, της μεταρρύθμισης του κράτους, της «φιλοπατρίας»- τους αφαιρεθούν τελείως.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Δημοσκόπηση Metron Analysis: Πτώση της ΝΔ, μάχη για την τέταρτη θέση

Μπάιντεν-Νετανιάχου: Τηλεφωνική επικοινωνία για εκεχειρία και ομήρους στη Γάζα

Στο Ολυμπιακό Μουσείο Αθήνας η δάδα των Αγώνων Παρίσι 2024

Δολοφονία τοπογράφου στο Ψυχικό: Στο μικροσκόπιο τα οικονομικά του

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα