Την επιστροφή δύο επιτύμβιων αγγείων του 4ου π.Χ. αιώνα– μια λήκυθος και μια λουτροφόρος- στην Αθήνα, ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισμού, μετά την αίσια έκβαση πολυετούς διεκδίκησής τους από το Ελληνικό Δημόσιο.
Αυτά τα αγγεία, έργα των αττικών εργαστηρίων μαρμαρογλυπτικής, χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιούνταν ως επιτύμβια σήματα σε οικογενειακούς ταφικούς περιβόλους, στα αρχαία αττικά νεκροταφεία.
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, με αφορμή την ολοκλήρωση της διαδικασίας επαναπατρισμού, δήλωσε ότι η επιστροφή ελληνικών αρχαιοτήτων που έχουν παράνομα εξαχθεί στο εξωτερικό, αποτελεί ζήτημα εθνικής σημασίας και υψηλής πολιτικής προτεραιότητας για το Υπουργείο Πολιτισμού. Τόνισε ότι η διεθνής συνεργασία για την επιστροφή παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών, μέσω διμερών και πολυμερών συμφωνιών, είναι κύριος στόχος του υπουργείου.
Η λήκυθος, ύψους 60 εκ., φέρει ανάγλυφη παράσταση δεξίωσης ανάμεσα σε ώριμης ηλικίας ιματιοφόρο άνδρα, τον νεκρό, ο οποίος απεικονίζεται καθισμένος σε πτυσσόμενο κάθισμα με πλάτη (κλισμό) και πατά σε υποπόδιο, και σε όρθιο γενειοφόρο πολεμιστή, ο οποίος φορεί κράνος, χιτωνίσκο και ανατομικό θώρακα με πτέρυγες, ενώ κρατά στο αριστερό χέρι κυκλική ασπίδα (το όπλον). Πίσω από το κάθισμα του νεκρού στέκεται γυναικεία μορφή, ίσως η σύζυγός του, κρίνοντας από την τυπική για τα παντρεμένα ζευγάρια χειρονομία της ανάσυρσης του ενδύματος μπροστά από το πρόσωπο (ανακάλυψις). Πάνω από τις μορφές είναι χαραγμένα τα ονόματα των δύο ανδρών σε δύο στίχους. Ο Δημόστρατος στον δεύτερο στίχο συνοδεύεται από το όνομα του αττικού δήμου των Λακιαδών από τον οποίον καταγόταν: Καλλίας Δημοστράτο[υ] | Δημόστρατος Λακιάδης.
Η λουτροφόρος, ύψους 54 εκ., φέρει ανάγλυφα την τυπική για τα αγγεία αυτού του είδους φυτική διακόσμηση, που συνίσταται σε παρατακτικά ροπαλοειδή φύλλα, τα οποία καλύπτουν τα 2/3 του ύψους του αγγείου και συγκλίνουν βαθμιαία προς το πόδι, διπλό πλοχμό στην περιφέρεια και έξι επικαλυπτόμενες σειρές φολίδων. Οι λαβές ήταν ένθετες, από χωριστό κομμάτι μαρμάρου.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Τον Οκτώβριο του 2017, το ελληνικό γραφείο της Ιντερπόλ ειδοποίησε τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ότι τα συγκεκριμένα επιτύμβια αγγεία είχαν τεθεί προς πώληση στην έκθεση Frieze Masters στο Λονδίνο από Ελβετό έμπορο τέχνης. Η Διεύθυνση αναγνώρισε τα αγγεία ως ελληνικής προέλευσης, κατασχεμένα το 2002 στη Βασιλεία της Ελβετίας από τις αποθήκες του Ιταλού εμπόρου τέχνης Becchina και της συζύγου του. Μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης το 2011, τα αγγεία είχαν επιστραφεί στον Becchina το 2014.
Το υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε τη συνδρομή της Ιντερπόλ και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών για την κατάσχεση και επιστροφή των αγγείων στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 2017, οι δύο αρχαιότητες κατασχέθηκαν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου από την Εισαγγελία του Καντονίου της Βασιλείας.
Από τις αρχές του 2018 μέχρι σήμερα, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υπέβαλε έξι αιτήματα δικαστικής συνδρομής προς τις ελβετικές αρχές για τον επαναπατρισμό των αγγείων και την κλήτευση των εμπλεκομένων για εξηγήσεις, σχετικά με τις κακουργηματικές αξιόποινες πράξεις. Το ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Δρ. Ηλία Σ. Μπίσια, σε συνεργασία με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και τις αρμόδιες αρχές.
Ο επαναπατρισμός των δύο αγγείων επιτεύχθηκε μέσω εξωδικαστικών διαπραγματεύσεων. Οι αρχαιότητες επαναπατρίστηκαν και καταβλήθηκε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης.
Τέλος, οι δύο αρχαιότητες θα εκτεθούν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού, προσφέροντας στο κοινό την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά αυτά τα μοναδικά έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που επαναπατρίστηκαν μετά από μια πολυετή και σύνθετη διαδικασία.