Οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) κόντρα στην εύκολη απαξίωσή τους (η οποία θα ήταν ίσως παρήγορη για τον γράφοντα) έχουν αρκετά πολιτικά μηνύματα. Τα βασικότερα εξ αυτών προκύπτουν καταρχάς από το γεγονός ότι οι εκλογές εξελίσσονται πράγματι με ρυθμούς πασαρέλας.
Η ιστορία ξεκίνησε με την υποψηφιότητα Δούκα, η οποία ως κεντρικό υπέρ της επιχείρημα επικαλείται την εικασία ότι ο Δήμαρχος Αθηναίων θα κερδίσει τον Μητσοτάκη χωρίς καμιά προφανή απόδειξη περί αυτού (ο Μπακογιάννης «πέτυχε» μόνος του να ηττηθεί») με μια θολούρα περί άθροισης (στην πραγματικότητα) με τον ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζεται με έναν καταιγισμό προσώπων τα οποία χωρούν τα «μανιφέστο» τους πάνω-κάτω στον αριθμό χαρακτήρων ενός tweet. Είναι προφανές ότι δε διαθέτουν σχέδιο όχι μόνο για τη χώρα και το κόμμα αλλά ούτε καν για τον εαυτό τους και την υποψηφιότητά τους μέχρι τον Οκτώβριο.
Οι περισσότερες ωστόσο εξ αυτών των υποψηφιοτήτων έχουν ένα πολύ ενδιαφέρον και κοινό χαρακτηριστικό: όχι μόνο ή κυρίως ότι προέρχονται από την ομάδα που στήριξε στις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές τον νυν πρόεδρο αλλά επιπλέον ότι προέρχονται από τον παλαιό χώρο των εκσυγχρονιστών, τόσο σε επίπεδο κόμματος, όσο και νεολαίας. Συχνά στην τρέχουσα ανάλυση αυτά τα ξεχνούμε αλλά έχουν μεγάλη σημασία.
Ο Σημιτικός εκσυγχρονισμός (έτσι θα έπρεπε να αποκαλείται) μπόρεσε να κυβερνήσει, να ελέγξει το ΠΑΣΟΚ, να διαμορφώσει το ακόμα και σήμερα κυρίαρχο μοντέλο διαπλοκής, απέκτησε και απέδωσε σε αρκετά από τα κυβερνητικά στελέχη του τεράστια ισχύ ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο αλλά δεν κέρδισε ποτέ την καρδιά της παραταξιακής και λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπήρξε τόσο ξένος για το ΠΑΣΟΚ όσο ο Μητσοτακισμός στη ΝΔ αλλά είχε ορισμένες βασικές ομοιότητες με τον τελευταίο, ως προς την έντασή του με την παραδοσιακώς κυρίαρχη κουλτούρα στο ΠΑΣΟΚ (με τα καλά της και τα κακά της).
Η μάχη από το ’96 και μετά για διαφόρους λόγους, με κυριότερες τις διεθνείς εξελίξεις και στοιχεία αλλοτρίωσης μέσα στο ΠΑΣΟΚ ήδη από την περίοδο του Ανδρέα, κρίθηκε υπέρ της ιδεολογικής ηγεμονίας του εκσυγχρονισμού και τελικώς μεταλλάχθηκε σε πλήρη ξενοκρατία, νεοφιλελευθερισμό και καταστροφή του κοινωνικού συμβολαίου ΠΑΣΟΚ-λαού με τα μνημόνια. Η φυγή των 3/4 έως 4/5 της κοινωνικής και εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ επί μνημονίων, το χάρισε άνευ μάχης ουσιαστικώς στην πλευρά των εκσυγχρονιστών, οι οποίοι πλέον δεν ένιωθαν καν άνετα με αυτόν τον όρο, χωρίς όμως να μπορούν να τον αντικαταστήσουν με κάποιον άλλον, αντιστοίχως πειστικό.
Οι όροι όπως «αντιλαϊκισμός», «Μένουμε Ευρώπη», «κανονικότητα» και οι οπαδοί της, «μέτωπο λογικής» και λοιπά, αποδείχτηκαν και βραχύβιοι και ανίσχυροι. Η ιδεολογική επικράτηση της εν λόγω πλευράς οδήγησε σε ιδεολογική αποσύνθεση και απαξίωσή της εν μέσω μνημονίων αλλά όχι μόνο εξαιτίας αυτών. Αν το κεντρικό μήνυμα του εκσυγχρονισμού ήταν ότι έπρεπε να πάψουμε ως Ελληνισμός να αποτελούμε κατά κάποιον τρόπο μια ιδιαιτερότητα εντός του Ευρωατλαντισμού επειδή η ιστορία είχε τελειώσει (και αυτό ήταν πράγματι το κεντρικό μήνυμά του) η επανεκκίνηση της ιστορίας από το 2007 τουλάχιστον, και η απωθητική εικόνα της Ε.Ε., αρχικώς εν μέσω μνημονίων και πλέον εν μέσω παγκοσμίου πολέμου διέλυσε τον ιδεολογικό αρμό του εκσυγχρονισμού. Αυτό που απέμεινε ήταν ένα άθροισμα προσώπων με καλές προσβάσεις στην εξουσία.
Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη έφερε δια της θέσης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ την απόλυτη δικαίωση της ομάδας των εκσυγχρονιστών της Ν. ΠΑΣΟΚ αλλά ταυτοχρόνως σηματοδότησε το πολιτικό κενό. Δεν υπήρχε καμιά ιδεολογική συνοχή όλων αυτών των ανθρώπων, ούτε επρόκειτο να υπάρξει έστω και προσπάθεια για κάτι τέτοιο (πέρα από μια λανθασμένη προσπάθεια του νυν προέδρου να επαναπροσδιορίσει το ΠΑΣΟΚ και διακηρυκτικώς ως σοσιαλδημοκρατικό ενώ η 3η του Σεπτέμβρη είναι σαφής ως προς το εν λόγω ζήτημα και ενώ η ρήξη μαζί της μόνο κακό κάνει στο ΠΑΣΟΚ). Αυτό που μάλλον με απογοήτευση, αν όχι απελπισία διαπίστωσε ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι οι υποστηρικτές του συνέχονταν μόνο από τη διάθεση εργαλειοποίησης του ιδίου, προκειμένου να επιστρέψουν στην εξουσία ως οι μπαλαντέρ της ΝΔ. Από τη στιγμή που το εν λόγω σχέδιο «χάλασε» λόγω υποκλοπών, η εσωτερική κρίση στο ΚΙΝΑΛ ξεκίνησε.
Η σημερινή πασαρέλα υποψηφίων προέδρων λοιπόν, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται από κοινή μήτρα είναι χαρακτηριστική του ιδεολογικού κενού του εκσυγχρονισμού με όλες τις μεταλλάξεις του και του οπορτουνισμού που φώλιασε στον πυρήνα του (όπως και σε μεγάλο μέρος των παλαιών αντιπάλων του εκσυγχρονισμού για να είμαστε δίκαιοι). Αποδεικνύουν για να το πούμε πιο καθαρά ότι το φαινόμενο το οποίο κυριάρχησε ακόμα και μετά το 2004 έχει πεθάνει οριστικώς και ως κληρονομιά άφησε κατά βάση οπορτουνιστές και τεχνικούς της εξουσίας αγνώστων ικανοτήτων και μάλλον όχι μεγάλων, οι οποίοι είτε στελεχώνουν τον υπαρκτό Μητσοτακισμό, είτε αποπειρώνται να κανιβαλίσουν τον μέχρι πρότινος εκλεκτό τους για τη θέση του προέδρου.
Σε αυτό το πλαίσιο ανακύπτουν μια σειρά ζητημάτων αλλά το κύριο συνίσταται στην επείγουσα ανάγκη για πολιτική οριοθέτηση εκ νέου του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι το πώς θα διεξαχθεί μια μάχη μηχανισμών το κρίσιμο. Ακόμα και αν κάποιος κερδίσει μια τέτοια μάχη, θα χάσει αμέσως μετά, στο επόμενο πολιτικό σταυροδρόμι. Ούτε πώς και ποιο πρότυπο ξένου κόμματος θα προσπαθήσει το ΚΙΝΑΛ να αναπαράγει: τους Εργατικούς ή το νέο Λαϊκό Μέτωπο. Το ζήτημα είναι πώς θα επανά-ορίσει το ίδιο το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) και ποιοι μέσα σε αυτό και μέσα από αυτό, πολιτικώς την εξελισσόμενη εσωκομματική μάχη και δια αυτής το ίδιο το κόμμα ως διεκδίκηση μιας νέας ελληνικής, λαϊκής ιδιαιτερότητας με κύριο το στοιχείο του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα σε έναν πλανήτη που μετασχηματίζεται. Εκεί μόνο μπορεί να ενταχθεί με τρόπο αξιόπιστο η καταδίκη των οπορτουνισμών και της πασαρέλας που λαμβάνει χώρα. Αλλιώς είτε έτσι, είτε αλλιώς η πασαρέλα θα κερδίσει επαναβεβαιώνοντας τις χειρότερες απόψεις μεταξύ του λαού για το ΚΙΝΑΛ.