ΑΘΗΝΑ
01:33
|
08.09.2024
Τι γινεται άραγε όταν το νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας συναντά ένα άλλο, το βορειοανατολικό;
Λειψοί
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Την προηγούμενη εβδομάδα ταξίδεψα στα Δωδεκάνησα, στην Κω, την Κάλυμνο, τη Λέρο, τους Λειψούς, τους Αρκιούς, την Πάτμο, την Ψέριμο. Πέρασα μέρος και των προηγούμενων τριών καλοκαιριών στη Λέρο, τη Νίσυρο και το Καστελλόριζο, και αγαπώ τις Νότιες Σποράδες, ιδίως τις πιο μικρούλες, που στέκουν καταδεχτικές, φιλόξενες, μακρινές, δύσκολες, επίμονες, σοφές.

Τα Δωδεκάνησα έχουν πλούσιο παρελθόν, συγκινητικό παρόν και αβέβαιο μέλλον. Το καθένα έχει μια δική του ξεχωριστή ιστορία, που την κουβαλά υπομονετικά και λίγο θλιμμένα. Ιταλοκρατία, αρ ντεκώ, χοτ σποτ, τόποι εξορίας, ηφαίστεια, φημισμένα μοναστήρια, ισχυρά φρούρια, πρόσφυγες, ναυάγια, πανέμορφα τζαμιά, μαχητικά αεροσκάφη, ένα σκοτεινό ψυχιατρείο, το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης, η θάλασσα, ο άνεμος, το πρώτο μνημόνιο, μια συννεφιασμένη γειτνίαση. Και βέβαια οι άνθρωποί τους.

Ο Γιώργος, που έχει στη Λέρο ένα μικρό ντελικατέσσεν, με καλούδια που τα σερβίρει σε δυο-τρία τραπεζάκια μπροστά στην έδρα της εθνοφυλακής, άφησε την Αθήνα για το νησί. Ο πατέρας του, γεννημένος το ’38, θυμάται που χρειαζόταν διαβατήριο για να ταξιδέψει στην ηπειρωτική Ελλάδα, πήγαινε σε ιταλικό σχολείο μαζί με τα παιδιά των Ιταλών αξιωματικών, ευγνωμονεί τους Ιταλούς για τις υπέροχες πλατείες και τα κτίρια στο Λακκί και παραπονιέται ότι η Ελληνική Πολιτεία τους έχει ξεχάσει. Η Γεωργία και ο Κερέμ, που ζουν στο Καστελλόριζο και αγωνίζονται να βγάλει εκείνος άδεια παραμονής, παρά τον γάμο του με Ελληνίδα. Τα αδέρφια που διατηρούν, στην Αγία Μαρίνα Λέρου, το βραβευμένο και καταπληκτικότερο εστιατόριο θαλασσινών στην Ελλάδα και ευρύτερα,όπως λένε πολλοί, το οποίο μας εκθείασε και ο Σωτήρης, εστιάτορας στην Κω, που καταλαβαίνει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης από το χαμόγελο ή την έλλειψή του στα πρόσωπα των Ευρωπαίων πελατών του. Ο Γιάννης, στα Νικιά της Νισύρου, που τρώει το παγωτάκι του κάθε απόγευμα στην κομψή πλατεία και διηγείται ιστορίες για τις βελανιδιές του νησιού, τα ορυχεία ελαφρόπετρας που τρώνε το απέναντι νησάκι αλλά αφήνουν έσοδα στον Δήμο, το καινούριο οινοποιείο που ετοιμάζεται να ανοίξει, και τα παλιά Λουτρά όπου κάποτε σύχναζαν όλοι οι μπον βιβέρ της Ευρώπης. Η Μανταλένα, με καταγωγή από την Αλβανία, που καθαρίζει τα αρχοντικά της Νισύρου και παράλληλα διατηρεί τα ομορφότερα ενοικιαζόμενα του νησιού, με μεγαλειώδη θέα στην Τήλοκαι γλάστρες με φυτά που τα μασουλάνε οι ελεύθερα  περιπλανώμενες κατσίκες. Ο Μανώλης, που άνοιξε μία από τις δυο ιστορικές ταβέρνες των Αρκιών, και η Κατρίν που ήρθε από την Ουκρανία πριν είκοσι χρόνια, πουδιευθύνει και κρατά ενημερωμένη την ταβερνούλα, και διαμαρτύρεται για τις παράλογες απαιτήσεις κάποιων από τους ημερήσιους επισκέπτες. Η Σωτηρία, που έχει μαγαζάκι στους Αρκιούς και θυμώνει που πρέπει να στείλει με δικά της έξοδα το μηχάνημα POS στην Κω για να αλλάξει το λογισμικό που υπολογίζει το ΦΠΑ στον καφέ. Ο Μιχάλης στους Λειψούς, που φτιάχνει φρέσκο τυρί και μαρμελάδα από πορτοκάλι, στο μικρό νησί που έχει έναν υπέροχο αμπελώνα με ντόπιο φωκιανό σταφύλι και ένα οινοποιείο-κόσμημα που κανείς φίλος στην Αθήνα δε γνωρίζει. Ο Σάββας, ο γιος και οι κόρες του, στην πιο απομακρυσμένη άκρη της Καλύμνου, που ψαρεύουν τόνους, ξιφίες και αστακούς, μαγειρεύουν την ωραιότερη μακαρονάδα με φρέσκα θαλασσινά που έχετε γευτεί, και πικραίνονται που οι κανονισμοί για το ψάρεμα των μπαλάδωνδεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του δωδεκανησιακού βυθού, αλλά έχουν φτιαχτεί με βάση ευρωπαϊκά πρότυπα που ισχύουν σε άλλες περιοχές της Μεσογείου. Και φυσικά ο Κώστας, ψαράς, ναυτικός και καπετάνιος,που ξέρει απ’ έξω τα χαρακτηριστικά των φρεγατών Μπελαρά, και για χρόνια δούλευε τη μισή χρονιά ψαράς στην Κάλυμνο, το νησί του, και την άλλη μισή οικοδομή στη βόρεια Αυστραλία. Κι όταν ξεχρέωσε το καΐκι του και αγόρασε σπίτι στην κόρη του, σταμάτησε να κάνει το αποδημητικό πουλί, και αντάλλαξε την οικοδομή στους τροπικούς των αντιπόδων με τη θέση του σκίππερ σε ιστοπλοϊκά που ταξιδεύουν στη θάλασσα που αγαπά, ως να πάρει ένα σπίτι και στο γιο του. Και αν περισσέψει τίποτα και για τον ίδιο, ονειρεύεται ένα σπιτάκι με μεγάλα παράθυρα, να αγναντεύει την αιώνια θάλασσα από όλες τις μεριές.

Άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά, ώρες ατελείωτες, για χρόνια. Οι περισσότεροι δεν βασίζονται αποκλειστικά στον τουρισμό αλλά βοηθιούνται σημαντικά από αυτόν. Έχουν όμως κι άλλες πτυχές οι ζωές τους, δεμένες με τον τόπο τους και όσα αυτός τους δίνει. Μοχθούν όχι μόνο να τιθασεύσουν τα κύματα, το άνυδρο χώμα και την έλλειψη ευκαιριών, αλλά κοπιάζουν και εναντίον ενός κρατικού μηχανισμού που δεν γνωρίζει ή αγνοεί την πραγματικότητα των νησιωτών, που βλέπει τα νησιά ως βάρος ή στην καλύτερη τα οραματίζεται ως πλωτά ξενοδοχεία ή αεροπλανοφόρα, αφού στο ραντάρ του έχει τις πιο κοντινές Κυκλάδες, την εξώκοσμηομορφιά της Σαντορίνης και τη γονατισμένη γραφικότητα της Αμοργού, αλλά όχι τον ιδρώτα των κατοίκων τους.

Κι αν όλα αυτά ακούγονται κάπως νοσταλγικά, καρτποσταλικά και ρομαντικοποιημένα, τι γινεται άραγε όταν αυτό εδώ το νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας συναντά ένα άλλο, το βορειοανατολικό;

Τέλος Μαΐου βρέθηκα στην Αλεξανδρούπολη, στο ετήσιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Βιολογικών Επιστημών, για μια προσκεκλημένη ομιλία. Δεν θα μιλήσω εδώ για την άψογη, από κάθε άποψη, διοργάνωση. Θα εστιάσω στο εύρος και το βάθος της επιστημονικής δουλειάς που παρουσιάστηκε, από Έλληνες ερευνητές που διαπρέπουν στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, με εκθαμβωτικά βιογραφικά και διεθνή καταξίωση, ποιοτική έρευνα και αφοσίωση στην εκπαίδευση νέων επιστημόνων. Δίπλα τους, Ελληνίδες και Έλληνες ερευνήτριες/ές από πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, σπουδαγμένοι/ες στην Ελλάδα αλλά μεταναστεύσαντες/σες. Αφού επένδυσε η ελληνική κοινωνία επάνω τους χρήμα και πόρους, τώρα δρέπει τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τους η Αυστρία, η Βρετανία, η Γερμανία, η Ελβετία, οι ΗΠΑ. Και λαμπροί φοιτητές και φοιτήτριες, με όρεξη, γνώσεις, δίψα, να ζητούν να μάθουν όλο και περισσότερα, να αγωνιούν για το επαγγελματικό τους μέλλον, να ψάχνουν «μια ευκαιρία». Παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, αυτά τα περιβόητα «άντρα της ανομίας», που είναι ακόμα -σκανδαλωδώς, φαίνεται, για κάποιους- δίοδοι κοινωνικής κινητικότητας ανοιχτές σε όλους, εστίες κοινωνικής εξέλιξης, από μόνα τους μια ευκαιρία στη γνώση, στον ανοιχτό ορίζοντα, σε ένα ζευγάρι φτερά. Και εμψυχωτές όλης αυτής της κυψέλης, οι οικοδέσποινες και οικοδεσπότες, διδάσκουσες/ντες στο Δημοκρίτειο της Θράκης (επικουρούμενοι από συναδέλφους τους στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης και στο Καποδιστριακό της Αθήνας). Το Δημοκρίτειο δίνει ζωή στην πόλη, παλεύει μαζί της όταν ξεσπούν φωτιές, πλημμύρες, εγκατάλειψη. Είναι στενά συνδεδεμένο με το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης, η πόλη και όλη η περιοχή θα ήταν πολύ διαφορετικές χωρίς αυτά. Αναρωτιέμαι αν η ιδιότητά μου ως ερευνήτρια της Διασποράς, εκτός του ότι γίνεται αφορμή για ενθουσιώδεις συζητήσεις με ελλαδίτες συναδέλφους για συνεργασίες και ανταλλαγές φοιτητών, με κάνει επίσης να παρατηρώ τις καταστάσεις και τους ανθρώπους με μεγαλύτερη προσήλωση.

Οι δυνατότητες των ανθρώπων και των τόπων στις άκρες της Ελλάδας, στα Δωδεκάνησα, την Αλεξανδρούπολη ή τις λιγότερο προνομιούχες γειτονιές κάθε πόλης της επικράτειας, είναι τόσο προφανείς και τόσο πολλές, που πληγώνει και εξοργίζει το γεγονός ότι διαχρονικά στην Ελλάδα η περιφέρεια καταδικάζεται να παλεύει μόνη. Και ακόμη περισσότερο, το γεγονός ότι στην Ελλάδα του σήμερα, το διαπλεκόμενο με τους ολιγάρχες κράτος, που -τάχα μου- διευθύνεται από μια ελιτίστικη, μυωπική και τσιφλικάδικη κυβέρνηση, έχει αγνοήσει παντελώς τα εκκωφαντικά μηνύματα που έστειλε η κρίση του κορονοϊού, η οικονομική κρίση που θα έχει και δεύτερο ημίχρονοκαι οι δυο πόλεμοι στη γειτονιά μας, και συνεχίζει να πλάθει μια χώρα μίζερη και μικρή, φτιαγμένη για τουρίστες και όχι για όλους τους πολίτες της, ραγιάδικη στη νοοτροπία, στεγνωμένη από ζωντάνια και ορμή. 

Η «θεωρία» των δύο άκρων της Ελλάδας, σε πλήρη αντίθεση με την ανιστόρητη θεωρία των δύο πολιτικών άκρων, υποστηρίζεται από πραγματικά δεδομένα και δύσκολα θα ανατραπεί πειραματικά. Τα δυο «άκρα», της Θράκης και των μικρών Δωδεκανήσων, συγκλίνουν στον μόχθο των ανθρώπων, στην ομορφιά των τόπων και των αποθεμάτων τους. Και δείχνουν προς μια κοινή κατεύθυνση, εκείνη της ελιτίστικης πεποίθησης ότι τα πολιτικά κέντρα ξέρουν καλύτερα, ότι οι ντόπιοι όλων των κατηγοριών δε γνωρίζουν «το καλό τους» ή δεν καταλαβαίνουν τους συσχετισμούς και τις προτεραιότητες. Τα δύο άκρα, που στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα, αφού στην κατηγορία εμπίπτουν πολλές γωνιές της Ελλάδας, υποφέρουν από μια επώδυνη απουσία δημοκρατίας, που συμπυκνώνεται στο ότι δεν ακούγονται οι ανάγκες των ανθρώπων. Αυτή η στάση των πολιτικών ελίτ πηγάζει από μια εμπεδωμένη περιφρόνηση της ισότητας: την αξιωματική θέση ότι κάποιοι είναι καλύτεροι από κάποιους άλλους. 

Ο πολιτικός και κοινωνικός ελιτισμός είναι πηγή πολλών δεινών, κάποιων περισσότερο και κάποιων λιγότερο εμφανών. Μια πτυχή του θα μας απασχολήσει σε επόμενο κείμενο.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Μια άλλη, ξεχωριστή και ρηξικέλευθη Mostra πριν 60 χρόνια

ΔΕΘ: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εγκαινίασε το γερμανικό περίπτερο

Νέα Αριστερά: Ο Κασσελάκης έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ ένα τραμπικό μόρφωμα

Το Ιράν ολοκληρώνει την αποστολή βαλλιστικών πυραύλων στη Ρωσία

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα