Σκακιστικά και μη μέσα έπαιξαν αφειδώς στις ειδήσεις τους πριν λίγες μέρες ότι η 9χρονη ΜποντάναΣιβανάντανθα είναι η νεαρότερη αθλήτρια που θα έχει εκπροσωπήσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε οποιαδήποτε ομαδική δραστηριότητα. Η μικρή Μποντάνα θα συμμετάσχει στην προσεχή σκακιστική Ολυμπιάδα που θα λάβει χώρα αργότερα μέσα στη χρονιά στην Ουγγαρία. Στα τέλη του Ιουνίου, ένα άλλο παιδί, ο 10 ετών, 8 μηνών και 16 ημερών Αργεντινός Φαουστίνο Όρο γίνεται ο νεαρότερος διεθνής μετρ στην ιστορία του σκακιού. Ο Φαουστίνο, τον οποίο ήδη τα μέσα αποκαλούν «Μέσι του σκακιού», πέτυχε την τελευταία του νόρμα στη Βαρκελώνη, έχοντας ήδη ξεπεράσει το 2400 σε ΕΛΟ. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα: σαν τους ατομικούς φυσικούς που διασπάνε το άτομο προσπαθώντας να ανακαλύψουν το μικρότερο στοιχειώδες σωματίδιο, οι σκακιστικοί δημοσιογράφοι ψάχνουν το μεγαλύτερο δυνατό επίτευγμα στη μικρότερη δυνατή ηλικία. Δεν απέχει ο καιρός που κάποιος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας θα συλλάβει το αγέννητο παιδί που έκανε νούλα σε σιμουλτανέ παγκόσμιου πρωταθλητή.
Δεν είναι προφανώς η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που η αγάπη της νεότητας σε σχέση με το ταλέντο προκαλεί δείγματα ενθουσιασμού και μαζικής υστερίας. Τα παιδιά θαύματα είναι πάντα η ανθρώπινη απάντηση στα αξιοπερίεργα του ζωικού βασιλείου στο τσίρκο. Από τον 4χρονο Μότσαρτ συνθέτη μέχρι τις μαθηματικές ιδιοφυΐες που μετράνε τους κόκκους άμμου στην έρημο, ο ανθρώπινος νους γοητεύεται από τη συνύπαρξη στο ίδιο σώμα ενός δυνατού υπολογιστή-εγκεφάλου σε ένα ελάχιστο το δέμας κορμί.
Έχω την εντύπωση ωστόσο ότι είναι η πρώτη φορά που κυριαρχεί ένα αφήγημα γραμμικότητας ως προς την εξέλιξη του ταλέντου. Στην περίπτωση του Φαουστίνο, για παράδειγμα, τονίζεται το γεγονός πως έμαθε σκάκι σχετικά αργά, στα 7 του, έτσι που το επίτευγμα του να γίνει διεθνής μετρ φαντάζει εξωπραγματικό. Μοιάζει λες και όλη τεχνολογική πρόοδος (τα παιδιά πλέον μπορούν να παίζουν άπειρες παρτίδες ον λάιν, εξελισσόμενα ταχέως) να υπερκεράζει την αργή ωρίμανση που συνόδευε τη σκακιστική κατανόηση στο παρελθόν.
Ένα πρόσφορο παράδειγμα αυτής της αργής, για τα σημερινά δεδομένα, εμφάνισης του ταλέντου είναι αυτό του Ανατόλι Κάρποβ. Ο Γιαν Τίμαν στο βιβλίο του Timann’sTitans. My World Chess Champions (New in Chess, 2016) παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τις παιδικές ιστορίες άλλων παγκόσμιων πρωταθλητών, η πρώτη επαφή του νεαρού Ανατόλι με το σκάκι είχε κάπως ανορθολογικό χαρακτήρα. Σαν κανονικό παιδί, ο Κάρποβ έπαιζε μεν με τα σκακιστικά κομμάτια, αλλά με τον δικό του τρόπου. Στο δωμάτιό του, κάτω από τα σκεπάσματα που κρατούσαν κάπως ελεγχόμενη τη θερμοκρασία στα παγωμένα Ουράλια, κουνούσε τρελούς, ίππους και πύργους με κινήσεις που ακολουθούσαν το εκάστοτε καπρίτσιο της στιγμής. Πολύ αργότερα θα είναι που ο πατέρας του θα του μάθει τους κανονικούς κανόνες του παιχνιδιού και ακόμα πιο αργά που ο νεαρός θα καταφέρει να κερδίσει τον πρεσβύτερο. Αδιανόητα αργή εξέλιξη δηλαδή για ένα ταλέντο.
Βέβαια, μοιάζει κάπως παράδοξο να μιλάμε για αργή εξέλιξη όταν έχουμε μπροστά μας αυτόν που στα 15 του θα γινόταν ο νεαρότερος Σοβιετικός μετρ. Όμως, δεν είναι τόσο παράδοξο, αν συνυπολογίσουμε το Έβερεστ που έπρεπε να ανέβει για να το επιτύχει αυτό: λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ο νεαρός Ανατόλι πήγε στη διαβόητη σχολή του Μποτβίνικ, ώστε να «μετρηθεί» η προοπτική του, ο Πατριάρχης ήταν ξεκάθαρος: το παιδί δεν το ‘χει. Είναι το πείσμα του Κάρποβ που θα κάνει το ταλέντο του να αναπτυχθεί σε ένα επίπεδο που δεν το προέβλεπε κανείς. Μοιάζει πως όταν συνειδητοποίησε μέσα από τα σεμινάρια της σχολής βασικά πράγματα για το στρατηγικό παιχνίδι, όλα μπήκαν στη θέση τους. Η διαλεκτική ταλέντου και διδασκαλίας βρήκε εδώ μια υποδειγματική της έκφανση.
Ένα άλλο διδακτικό στοιχείο από την περίπτωση Κάρποβ, και σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις από τα νεαρά ταλέντα της σήμερον, είναι το ότι η προοπτική της εξέλιξης συναρτάται με σκληρούς μηχανισμούς διάκρισης που δεν άπτονται του σκακιού ως αυθύπαρκτου παιχνιδιού αλλά του σκακιστικού πεδίου ως κοινωνιολογικού περιβάλλοντος. Αυτό που διαφοροποιεί ταλέντο από ταλέντο είναι οι ευκαιρίες που του δίνονται ώστε να εκτυλιχθεί. Πρακτικά, αυτό μεταφράζεται σε προσκλήσεις κλειστών τουρνουά της ελίτ, σε οικονομική υποστήριξη ομοσπονδιών κλπ. Ένα ολόκληρο εξωαγωνιστικό σύστημα δημιουργεί από τα ταλέντα του παρόντος τους πρωταθλητές του μέλλοντος.
Στον Κάρποβ το σοβιετικό σύστημα βρήκε έναν ιδανικό εκπρόσωπο. Δεν ήταν απλά ότι επρόκειτο για ένα πρόθυμο μέλος του Κόμματος (που θα έφτανε μάλιστα στο σημείο να πει ότι η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του ήταν η γνωριμία του με τον Μπρέζνιεφ), αλλά ήταν και «γνήσιος» Ρώσος, χωρίς εβραϊκά στοιχεία. Ο αντισημιτισμός της νομενκλατούρας ήταν τέτοιος που λίγα χρόνια αργότερα ο νεαρός Γκάρι Βάινσταϊν πήρε το όνομα της μητέρας του και έγινε ο Γκάρι Κασπάροβ.
Ο Κάρποβ άρχισε να κυριαρχεί στο πεδίο, και αναδείχθηκε ο διάδοχος του Σπάσκιστη διεκδίκηση του παγκόσμιου θρόνου. Ήταν αυτή η συνειδητοποίηση του χρίσματος που έκανε εκείνη την περίοδο, στις αρχές των 70s, τον Βίκτορ Κορτσνόι να αυτομολήσει στη δυτική Ευρώπη, προσφέροντάς μας έτσι το ψυχροπολεμικό θρίλερ των μετέπειτα αναμετρήσεών του με τον Κάρποβ.
Ωστόσο, τη στιγμή που ο Κάρποβ χτυπάει την πόρτα της ιστορίας, γινόμενος ο διεκδικητής που θα αντιμετώπιζε τον Φίσερ το 1975, ο Αμερικανός πρωταθλητής αποφασίζει να κρατήσει την πόρτα κλειστή. Μετά από μια σειρά άκαρπων διαπραγματεύσεων για τους όρους και τις συνθήκες διεξαγωγής του ματς, ο Φίσερ αποφασίζει να αρνηθεί κάθε συνέχεια στον διάλογο και να μην υπερασπιστεί τον τίτλο του. Ο Ανατόλι Κάρποβ αναδείχθηκε έτσι ως ο 12οςπαγκόσμιος πρωταθλητής στην ιστορία του παιχνιδιού χωρίς να δώσει αγώνα. Με παρόμοιο τρόπο είδαμε πρόσφατα τον Μάγκνους Κάρλσεν να αποσύρεται και τους Νιπόμνιατσι και Ντινγκ να έχουν τον άχαρο ρόλο του διεκδικητή χωρίς πρωταθλητή. Η επικράτηση του Ντινγκμάς έχει φέρει στο σημείο ενός απονομιμοποιημένου πρωταθλητή, που επί σειρά μηνών δεν έπαιζε και σε κανένα τουρνουά, για να αρχίσει να φυλλοροεί άμα τη εμφανίσει του σε αυτά.
Σε αντίθεση με τον Ντινγκ, ο Κάρποβ επεδίωξε να αποκτήσει την απόλυτη νομιμοποίηση. Το διάστημα ανάμεσα στο 1975 και το 1978, οπότε και αναμετρήθηκε με επιτυχία ενάντια στον τότε διεκδικητή Κορτσνόι, συμμετείχε σε όλα τα μεγάλα τουρνουά, επιτυγχάνοντας εκπληκτικά αποτελέσματα. Αντί να κρυφθεί και να περιμένει, ο άνθρωπος που κυριάρχησε επί δέκα χρόνια στο παγκόσμιο σκάκι με κάθε τρόπο διατράνωσε αυτήν του την πρωτοκαθεδρία, προσπαθώντας να πείσει (μάλλον επιτυχώς) κοινό και ειδικούς ότι όντως μπορούσε να υπερισχύσει του Φίσερ, αν το ματς είχε γίνει.
Κι εδώ έρχεται άλλο ένα κρίσιμο σημείο. Συχνά συσχετίζουμε το ταλέντο με την παραγωγή εντυπωσιακών κινήσεων στη σκακιέρα. Ποιος για παράδειγμα δεν μένει ενεός μπροστά στις θυσίες ενός Ταλ; Αντίθετα, η στρατηγική κατανόηση μιας θέσης με τους ελιγμούς της και την τοποθέτηση των κομματιών στα σωστά τετράγωνα, προσλαμβάνεται ως αποτέλεσμα μιας άλλου τύπου διανοητικής επεξεργασίας, μακριά από την ενστικτώδη απόκριση που κάνει το ταλέντο να είναι αυτό που είναι. Ξαφνιάζει έτσι τον κοινό νου η συνειδητοποίηση πως η διαίσθηση είναι πολύ πιο έντονη στον Κάρποβ του ήρεμου παιχνιδιού (που ξέρει ποια είναι η σωστή θέση για κάθε κομμάτι) από τον Κασπάροβ των επιθετικών κινήσεων (για τις οποίες έχει φτύσει αίμα υπολογίζοντας τις πιθανές βαριάντες).
Ο Κάρποβ έπαιζε γρήγορα. Με τη διαίσθηση που του χάριζε το ταλέντο έβρισκε τις σωστές κινήσεις σχεδόν αυτόματα, περιορίζοντας τα λάθη που προκαλεί η πίεση χρόνου. Ταυτόχρονα, αυτό του έδινε το πλεονέκτημα να τζογάρει: επέλεγε να κρατά τη θέση περίπλοκη, ακόμα και αν ήταν χειρότερη γι’ αυτόν, αποφεύγοντας μια απλοποίηση που θα οδηγούσε σε εύκολη ισοπαλία. Την ίδια στιγμή δεν φοβόταν την ισοπαλία. Ο Κάρποβ έπαιζε για να κερδίσει, ακριβώς επειδή συνειδητοποιούσε πως η ισοπαλία, στο κάτω κάτω, είναι ένα θετικό αποτέλεσμα. Θα το συνοψίσει αυτό στο βιβλίο του Το σκάκι είναι η ζωή μου (που ακολουθεί τον θρίαμβο επί του Κορτσνόι και κυκλοφορεί στη Δύση το 1981):
«Όσον αφορά τις ισοπαλίες, συνήθως πηγαίνω απλά για να παίξω σκάκι, χωρίς να σκέφτομαι εκ των προτέρων την ισοπαλία. Οι μισοί πόντοι με βολεύουν αν δεν έχω το είδος της παρτίδας που θέλω, ή αν αυτοί οι μισοί πόντοι μού επιτρέπουν να επιτύχω ένα επιθυμητό αποτέλεσμα [σημ.: στο πλαίσιο κάποιου τουρνουά]. Γενικά πρέπει να μάθει κανείς να μην χάνει, και οι νίκες θα έρθουν από μόνες τους».
Ενδεικτικό επεισόδιο αυτής της προσέγγισης είναι το postmortemμιας παρτίδας του Κάρποβ εναντίον του Αντράς Αντοριάν, όπως το διηγείται ο «αυτόπτης μάρτυς» Τίμαν. Βρισκόμαστε στο τουρνουά της ΛαςΠάλμαςτο 1977, τουρνουά που ο Κάρποβ κατέκτησε με το εκπληκτικό 13,5 στα 15 (12 νίκες και 3 ισοπαλίες). Στην παρτίδα με τον Ούγγρο γκραν μετρ, στον 8ο γύρο, ο Κάρποβ αντιμετώπιζε δυσκολίες. Ενώ θα μπορούσε να απλοποιήσει σε ένα μάλλον ισόπαλο φινάλε, ο Σοβιετικός αποφάσισε να πιέσει τον Αντοριάν στο ρολόι. Και όντως, πάνω στην πίεση ο Ούγγρος δεν κατάφερε να κρατήσει τη θέση και εντέλει έχασε. Στην ανάλυση μετά, θα ρωτούσε τον Κάρποβ αν όντως δεν είδε τη συνέχεια που οδηγούσε στην εύκολη ισοπαλία. «Φυσικά και το είδα, αλλά γιατί να το κάνω;», απάντησε ο Ανατόλι. «Σε κάθε περίπτωση δεν θα έχανα». «Και πίστεψες ότι είμαι τόσο μαζέτας για να τη χάσω εγώ;», ρώτησε πάλι ο Αντοριάν, για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «Ναι!». Η αυτοπεποίθηση του Κάρποβ ότι σε ένα περίπλοκο μέσον της παρτίδας μπορεί να κερδίσει ακόμα και υποδεέστερες θέσεις αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όλης της καριέρας του.
«Δεν είναι κατοστάρι, είναι μαραθώνιος»: σ’ αυτή τη φράση μπορεί να συνοψιστεί η ουσία του «βασιλικού παιχνιδιού». Όσο καλή εκκίνηση και να κάνει κανείς δεν μπορεί να αγγίξει την κορυφή -και την τελειότητα- παρά μόνο με μια ήρεμη, διαχρονική στην επιμονή της, επεξεργασία και κατάδειξη του ταλέντου -ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες πίεσης.