Οι εκλογές της Κυριακής 28 Ιουλίου στη Βενεζουέλα διεξάγονται εν μέσω του συνήθους κλίματος της ακραίας πόλωσης ανάμεσα στο στρατόπεδο του «τσαβιστή» προέδρου Νικολάς Μαδούρο και του ηγέτη της αντιπολίτευσης Εδμούνδο Γκονσάλες Ουρούτια (που έχει στο πλάι του την αποκλεισθείσα αλλά ιδιαίτερα δημοφιλή Μαρία Κορίνα Ματσάδο). Μία αναμέτρηση που αναμένεται να είναι ακόμη πιο αμφίρροπη απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Κι αυτό γιατί ο Μαδούρο, μετά από 11 χρόνια στην εξουσία, δεν έχει καταφέρει σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις να εκτινάξει τα ποσοστά της αποδοχής του πάνω από το 25%, ενώ η αντιπολίτευση, μολονότι υπολείπεται ακόμη, διπλασιάζει τα δικά της. Το αποτέλεσμα θα κριθεί από τη μεγάλη μάζα του αφανάτιστου πληθυσμού, που θα κρίνει εάν η ενθαρρυντική αναθέρμανση της οικονομίας -που δεν αναγκάζει τους ανθρώπους να κάνουν επί ώρες ουρές μπροστά σε άδεια καταστήματα- αποτελεί αποχρώντα λόγο για να ψηφίσει τον Μαδούρο, με την ενθάρρυνση πως τα πράγματα θα βελτιωθούν περαιτέρω. Ή να σκεφθεί πως τώρα που η οικονομία ανακάμπτει, χάρις και στην ελάφρυνση των αμερικανικών κυρώσεων, έναντι κάποιων δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, είναι η ώρα να ενισχύσει την αντιπολίτευση.
Βέβαια, ο τσαβισμός είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει ακόμη στη Βενεζουέλα. Όσο και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων να δείχνουν πως η αμφισβήτηση του Μαδούρο έχει απλωθεί σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα, η πλευρά του Προέδρου είναι πεπεισμένη πως εν τέλει θα καταφέρει να επικρατήσει με ευκολία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως όπως πάντα δεν προσφεύγει στην προσφιλή του κινδυνολογία για το ενδεχόμενο να επανέλθει η φιλελεύθερη αντιπολίτευση στην εξουσία. Μάλιστα η αποστροφή του πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγήσει σε «λουτρό αίματος» προκάλεσε μεγάλες διεθνείς αντιδράσεις -ακόμη κι από θεωρούμενους συμμάχους του, όπως ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λούλα. Μάλιστα, η Βραζιλία απέσυρε τους δικούς της παρατηρητές από τη διαδικασία. Αίσθηση έχει προκαλέσει επίσης και η γενικότερη άρνηση του Μασούρι Μαδούρο να δεχθεί ξένους παρατηρητές -αλλάζοντας γνώμη για την αποστολή της Ε.Ε. και αρνούμενος επιτροπή από την ισπανική Γερουσία- με εξαίρεση το αμερικανικό Κέντρο Κάρτερ για την άμυνα και την Κίνα. Για να κατευνάσει τις υποψίες των διεθνών κύκλων, ο γιος του Μαδούρο διαβεβαιώνει σε δηλώσεις του πως εάν οι τσαβιστές ηττηθούν θα περάσουν στην αντιπολίτευση, τελεία και παύλα.
Ο Μαδούρο υπόσχεται στον λαό του ένα σχέδιο με επτά μεγάλες μεταρρυθμίσεις: ένα νέο εθνικό οικονομικό μοντέλο, πλήρη ανεξαρτησία στην πολιτική για τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την επιστήμη και την τεχνολογία, ενίσχυση της ασφάλειας και της εθνικής άμυνας, κοινωνική προστασία και ανάπτυξη, πολιτικό μετασχηματισμό και λαϊκή εξουσία με νέες μεθόδους επαναστατικής διακυβέρνησης, αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με έμφαση στην προστασία της Αμαζονίας της Βενεζουέλας, γεωπολιτικές πρωτοβουλίες για την ειρήνη και την ενσωμάτωση.
Το γεγονός παραμένει πως η κατάσταση στη Βενεζουέλα παραμένει πολύ εύθραυστη κι εξακολουθεί να παραμένει εξαρτημένη από εξωγενείς παράγοντες. Ιδιαίτερα από τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, καθώς οι τρεις τελευταίοι πρόεδροι των ΗΠΑ τήρησαν λίγο πολύ μία συνέχεια στην αντιμετώπιση της κυβέρνησης Μαδούρο, εφαρμόζοντας ο καθένας στη δική του κλίμακα σκληρές κυρώσεις εναντίον της. Με πρόσχημα το εμπόριο ναρκωτικών, τη διαφθορά, τα αντιδημοκρατικά μέτρα και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μάλιστα, τυπικά, οι ΗΠΑ και η Βενεζουέλα δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις από το 2019.
Τα πράγματα ενδέχεται να αλλάξουν ραγδαία για τη Βενεζουέλα έπειτα κι από τις φετινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ανάλογα με το ποιος θα είναι ο κερδισμένος. Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε ακολουθήσει μια σκληρή προσέγγιση, στο πλαίσιο του προστατευτισμού της αμερικανικής οικονομίας και του πανίσχυρου πετρελαϊκού τομέα, που θιγόταν από τις φθηνές εξαγωγές της Βενεζουέλας. Απεναντίας, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν δοκίμασε μια διαφορετική τακτική, συναντώντας κατ’ ιδίαν πέρυσι με αξιωματούχους της κυβέρνησης της Βενεζουέλας στο Κατάρ, όπου συζήτησαν την άρση των κυρώσεων που είχαν παρεμποδίσει τις λειτουργίες της ζωτικής σημασίας για την Βενεζουέλας πετρελαϊκής βιομηχανίας της. Παρά τις επικρίσεις εναντίον του Μπάιντεν, η νέα τούτη στρατηγική της χαλάρωσης για έξι μήνες των κυρώσεων δεν είχε αμιγώς ελεήμονα χαρακτήρα. Απαιτώντας ως αντάλλαγμα για την άρση των κυρώσεων να χαλαρώσουν κάποια από τα περιοριστικά είχε εμφανή πολιτικά οφέλη για την αντιπολίτευση, γιατί της έδωσε ώθηση και διευκόλυνε την προεκλογική της εκστρατεία. Εντούτοις, η επιείκεια του Μπάιντεν άνοιξε τον δρόμο για τις συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης της Βενεζουέλας και της αντιπολίτευσης, που κατέληξαν στα τέλη του περασμένου έτους σε μια συμφωνία, την Ενιαία Δημοκρατική Πλατφόρμα, για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Μέχρι κάποιου ορίου φυσικά, καθώς η Εκλογική Επιτροπή φρόντισε ώστε να ακυρωθεί η υποψηφιότητα της Ματσάδο, πολυάριθμοι ακτιβιστές της αντιπολίτευσης έχουν συλληφθεί ενώ και η κυβέρνηση Μαδούρο έχει βάλει κάποια θεσμικά και επικοινωνιακά εμπόδια για να υπονομεύσει την αξιοπιστία των υποψηφίων της αντιπολίτευσης. Ενδεικτικό είναι πως η κυβέρνηση όρθωσε πολλά εμπόδια στην ψήφο των αποδήμων, με μόλις 69.000 από τα 5 εκατ. πολίτες της στο εξωτερικό να έχουν δικαίωμα ψήφου για την Κυριακή.
Συνεπώς, η μεταβολή της στάσης των ΗΠΑ θα είναι αποφασιστική για την περαιτέρω σταθερότητα στη Βενεζουέλα. Χρησιμοποιώντας εκτελεστικά εντάλματα και τον Νόμο περί Ναρκωτικών από το Εξωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει περισσότερες από 350 κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας τα τελευταία επτά χρόνια. Μάλιστα η προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ πάγωσε περιουσιακά στοιχεία της Βενεζουέλας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, εκκρεμεί το ένταλμα από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ενάντια στον Μαδούρο για διακίνηση ναρκωτικών και αμοιβή 15 εκατ. δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψή του. Τον Απρίλιο δε, η κυβέρνηση Μπάιντεν σταμάτησε την ελάφρυνση των κυρώσεων, ενώ δεν επέτρεψε να αποδεσμευθούν τα δεκάδες εκατ. δολάρια για ανθρωπιστική βοήθεια που είχε υποσχεθεί πως θα αφήσει να εκταμιευθούν.
Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας θεωρεί τις κυρώσεις των ΗΠΑ παράνομες και κατηγορεί την Ουάσιγκτον για την οικονομική κρίση της χώρας και της επιρρίπτει την ευθύνη για την αναγκαστική αποδημία σχεδόν οκτώ εκατομμυρίων Βενεζουελάνων, λόγω την ακραίων συνθηκών κρίσης, όπως τόνισε και ο ΥΠΕΞ της χώρας Ιβάν Χιλ Πίντο σε συνέντευξή του στο The Intercept τον περασμένο μήνα, εξηγώντας για την ένταξη της Βενεζουέλας στους BRICS. Στοιχεία από τις ΗΠΑ δείχνουν ότι από το 2021, περισσότεροι από 800.000 Βενεζουελάνοι μετανάστες εισήλθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων 114.695 το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Άλλωστε, η ελάφρυνση των κυρώσεων εντασσόταν σε μία από τις πτυχές της (αποτυχημένης) πολιτικής του Μπάιντεν και κυρίως της τωρινής επικρατέστερης για το χρίσμα στις προεδρικές εκλογές αντιπρόεδρού του Κάμαλα Χάρις για να περιορισθεί η πλημμυρίδα παράνομων μεταναστών που συνέρρευσαν όλα τούτα τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Τραμπ στη διάρκεια του συνεδρίου των Ρεπουμπλικανών στο Μιλγουόκι αναφέρθηκε με τον δικό του άγαρμπο τρόπο στο πρόβλημα της μετανάστευσης από τη Βενεζουέλα. Αναφερόμενος «στα αυξημένα ποσοστά της εγκληματικότητας» στις ΗΠΑ ένεκα των μεταναστών, κυρίως «εγκληματικών στοιχείων που στέλνουν αυτές οι χώρες», χαρακτήρισε τη Βενεζουέλα μία «πολύ επικίνδυνη χώρα». Η οποία όμως κατάφερε να μειώσει κατά 72% την εγκληματικότητά της, ξεφορτώνοντάς την στις ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα, όπως είπε, το Καράκας να αποτελεί πλέον μία τόσο ασφαλή πρωτεύουσα, ώστε «προτείνω το επόμενο συνέδριό μας να διεξαχθεί εκεί». Έφθασε μάλιστα στο σημείο, σκωπτικά, να δηλώσει πως προτίθεται να διοργανώσει αγώνες πάλης για μετανάστες, «ώστε να αλληλοεξολοθρευτούν μεταξύ τους!».
Είναι εμφανές πως η διαχείριση του μεταναστευτικού, είτε από τους Δημοκρατικούς κι ακόμη περισσότερο από τον Τραμπ, όταν βρεθούν στην εξουσία, αλλά και οι προτεραιότητες στην ενεργειακή πολιτική και στα γεωστρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ -σε σχέση με τη συμμαχία της Βενεζουέλας με το Ιράν και την Κίνα- είναι οι κύριοι παράγοντες που θα καθορίσουν τις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Σε κάθε περίπτωση, οι αμερικανικοί κύκλοι ανησυχούν πως ο Μαδούρο θα χειραγωγήσει τις εκλογές και θα ακυρώσει τη δυναμική της αντιπολίτευσης και τα οφέλη από την πολιτική του Μπάιντεν. Προς το παρόν, η Ουάσιγκτον τηρεί στάση αναμονής, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στη Βενεζουέλα και η προώθηση μεταρρυθμίσεων -ιδίως στην ελεύθερη έκφραση -ενισχύει την αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανησυχεί ιδιαίτερα για την πιθανότητα ο Μαδούρο να διεκδικήσει τη νίκη χωρίς επαληθεύσιμα αποτελέσματα. Επίσης προβληματική για την Ουάσιγκτον μπορεί να είναι και η περίπτωση ήττας του Μαδούρο και πως θα διεξαχθούν οι συνομιλίες για την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας, που θα περιλαμβάνουν θέματα όπως αμνηστία σε στελέχη της πρώην κυβέρνησης, εγγυήσεις για όσους εγκαταλείπουν τα καθήκοντά τους και τη σύσταση επιτροπών αλήθειας.
Ο Εδμούνδο Γκονσάλες, πρώην διπλωμάτης άλλωστε, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην προεκλογική του εκστρατεία στο θέμα των σχέσεων με τις ΗΠΑ, δηλώνοντας πως είναι πρόθυμος να εξομαλύνει τις διπλωματικές σχέσεις. Όπως τόνισε προεκλογικά σε εκδήλωση που διοργανώθηκε στο Καράκας από το ανεξάρτητο Wilson Center της Ουάσιγκτον, τάχθηκε υπέρ της αποκατάστασης των σχέσεων με τις ΗΠΑ και χαρακτήρισε παράλογο που η Βενεζουέλα δεν έχει διπλωματικό γραφείο στην Ουάσιγκτον. Ο πολιτικός διάλογος και η συνεργασία είναι ουσιαστικής σημασίας, τόνισε ο Γκονσάλες. Στο άλλο άκρο, ο ΥΠΕΞ Χιλ στην προαναφερθείσα συνέντευξή του κατηγόρησε επίσης την «ακροδεξιά» αντιπολίτευση της Βενεζουέλας για συνωμοσία με τις ΗΠΑ, διατεινόμενος ότι οι ψηφοφόροι θα απορρίψουν την αντιπολίτευση στις κάλπες.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Βενεζουέλα. Σε περίπτωση νίκης με ισχνή πλειοψηφία του Μαδούρο, θα είναι απαραίτητο να παραμείνει η κυβέρνησή του σε μεταρρυθμιστική τροχιά, προκειμένου να διατηρηθεί η ευμενέστερη αντιμετώπισή του, τουλάχιστον για όσο παραμείνουν οι Δημοκρατικοί στην προεδρία των ΗΠΑ. Αλλά και για την περίοδο που θα ακολουθήσει μετά τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο, ο Μαδούρο θα πρέπει να τηρήσει κάποιες από τις δεσμεύσεις απέναντι στις ΗΠΑ γιατί αυτό θα αποτελέσει το εχέγγυο για την φιλικότερη αντιμετώπισή του είτε είναι στον Λευκό Οίκο η Κάμαλα Χάρις, είτε ο πιο ασταθής και απρόβλεπτος Τραμπ.