Την Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024 στις 7:09 (ώρα Ελλάδας), η πλατφόρμα προστασίας από ύποπτο λογισμικό Crowdstrike Falcon πραγματοποίησε αναγκαστική ενημέρωση λογισμικού σε υπολογιστές με πρόσφατες εκδόσεις Windows που την είχαν εγκατεστημένη. Η ενημέρωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα αυτό ακριβώς από το οποίο υποτίθεται προστάτευε: το κρασάρισμα των υπολογιστών που τη δέχτηκαν. Με άλλα λόγια, μετά την ανανέωση αυτή, ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων ανά τον πλανήτη πήγαν στον υπολογιστή τους για να τον βρουν ξαφνικά εντελώς άχρηστο, να μην καταλαβαίνει ούτε από πληκτρολόγιο, ούτε από ποντίκι. Οι υπολογιστές είχαν μετατραπεί σε άχρηστα κουτιά, είχαν την ίδια λειτουργικότητα σαν να τους είχαν βγάλει από την πρίζα, δηλαδή απολύτως καμία. Αυτό ήταν από τη μία μεγάλη χαρά για αυτούς τους εργαζόμενους βάρδιας που ξαφνικά δεν είχαν τι να κάνουν και μπορούσαν να χαζεύουν το τηλέφωνό τους αντί να δουλεύουν, αλλά από την άλλη ήταν μεγάλη πίκρα για κάποιους άλλους -τα τμήματα υποστήριξης που έπρεπε να τρέξουν μέσα στο Σαββατοκύριακο να διορθώσουν το πρόβλημα.
Ακολούθησε χάος σε μεγάλο τμήμα του δυτικού κόσμου, δεδομένου ότι το λογισμικό ήταν εγκατεστημένο σε υπολογιστές μεγάλων πολυεθνικών που έχουν κρίσιμο ρόλο στο διεθνές εμπόριο και την ροή πληροφορίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, πάνω από 8,5 εκατ. υπολογιστές σε αεροπορικές εταιρείες, τράπεζες, αεροδρόμια, σιδηροδρόμους, εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου, ακόμα και νοσοκομεία ή δημόσιες υπηρεσίες κλπ. αχρηστεύτηκαν προσωρινά, με συνέπειες που είναι δύσκολο να υπολογιστούν. Υπάρχουν εκτιμήσεις για το κόστος. που φτάνουν μέχρι και τις δεκάδες δισ. δολάρια, ενώ θα χρειαστούν εβδομάδες για να ξεπεραστούν πλήρως οι συνέπειες.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα από το γεγονός ότι σχεδόν ταυτόχρονα και εντελώς άσχετα με τα παραπάνω, οι υπηρεσίες νέφους Azure της Microsoft, υπηρεσίες που επίσης χρησιμοποιούνται ως υπολογιστική υποδομή από έναν τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων ανά τον πλανήτη, παρουσίασαν προβλήματα, σχεδόν σαν να επρόκειτο για ηθελημένο σαμποτάζ. Το αποτέλεσμα είναι κανείς να μην είναι βέβαιος για το ποιος φταίει περισσότερο, η Microsoft ή η CrowdStrike, αλλά όλοι να συγκλίνουν ότι όπως και αν έχει, φταίνε και οι δύο.
Οι συμπτώσεις αυτές φυσικά είχαν διάφορα αποτελέσματα. Η Microsoft προσπάθησε να αποποιηθεί των ευθυνών της για το φιάσκο της Crowdstrike, δείχνοντας μια μικρή επιλεκτική αμνησία για τα δικά της προβληματάκια με την Azure. Αν και εν μέρει είχε δίκιο και το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν όντως αυτό της CrowdStrike, τουλάχιστον μια δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν αστεία. Συγκεκριμένα, ένας εκπρόσωπος της εταιρείας φέρεται να δήλωσε ότι υπεύθυνη για το blackout είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού, λέει, αυτή έχει υποχρεώσει την Microsoft να κρατά τον πυρήνα του λειτουργικού συστήματος ανοιχτό σε παρόχους ασφαλείας, όπως η Crowdstrike. Οι κανόνες δηλαδή ανταγωνισμού της Ε.Ε. δεν άφησαν την Microsoft να «κλειδώσει» το λειτουργικό, κάτι που δεν θα άφηνε χώρο σε τρίτα προγράμματα να προκαλέσουν τέτοια ζημιά. O καθένας με τον πόνο του και η Microsoft με τα δικαιώματα λογισμικού και τους κανόνες ανταγωνισμού.
Η CrowdStrike πάλι, ζήτησε ταπεινά συγγνώμη από τα θύματα της αβελτηρίας της, στέλνοντας σε όλους τους υπεύθυνους ασφαλείας για συστήματα που είχαν καταρρεύσει ένα κουπόνι αξίας 10 δολαρίων για την Uber eats, την θυγατρική για ντελίβερι της Uber. Φυσικά έγινε ο σχετικός χαμούλης: οι υπεύθυνοι ασφαλείας είχαν χάσει το Σαββατοκύριακό τους προσπαθώντας εντατικά να διορθώσουν τα αδιόρθωτα, είχαν τους μάνατζερ πάνω από τα κεφάλια τους να απειλούν θεούς και δαίμονες για τα διαφυγόντα κέρδη, τηλέφωνα να χτυπούν, μέιλ να έρχονται, τις messaging apps να έχουν τρελαθεί -και μέσα στον χαμό η CrowdStrike τους έδινε ένα κουπόνι που δεν αρκούσε καν να αγοράσει κανείς μια πίτσα. Το κουπόνι προκάλεσε από μόνο του προβλήματα σε αρκετούς δικτυακούς σέρβερ, όταν εκατοντάδες χιλιάδες κάτοχοι έσπευσαν μαζικά να εξαργυρώσουν κουπόνια ο ένας του άλλου, χρησιμοποιώντας πολλές φορές επίτηδες τον ίδιο κωδικό, με τραγελαφικά αποτελέσματα.
Ένα ίσως σημαντικό σημείο στην όλη ιστορία είναι ότι η ανανέωση έγινε αυτήν την μέρα και ώρα της εβδομάδας που είναι κανόνας ποτέ να μην γίνονται τέτοιες αυτόματες ενημερώσεις: Παρασκευή απόγευμα. Δεν ήταν λίγοι οι εργαζόμενοι του κλάδου της πληροφορικής που έριξαν το φταίξιμο στους γραβατωμένους μάνατζερ, που μη έχοντας καμία σχέση με την παραγωγική διαδικασία, βιάστηκαν να κάνουν την ανανέωση, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που θα μπορούσε αυτό να προκαλέσει στους τεχνικούς που θα έπρεπε μετά να μαζεύουν τα ασυμμάζευτα. Εξάλλου η CrowdStrike δεν έχει καλή φήμη στον κλάδο. Πρόσφατα προχώρησε σε μαζικές απολύσεις, με πρόσχημα την μη συμμόρφωση των εργαζομένων με την πολιτική επιστροφής στο γραφείο, μετά από την περίοδο εργασίας από το σπίτι λόγω Covid.
Η εταιρεία είναι επίσης διαβόητη για την σκληρή εφαρμογή των KPI (Key Perfomance Indicators), των ποσοτικών δεικτών απόδοσης εργαζομένου. Αυτοί έχουν να κάνουν με την εντατικοποίηση της δουλειάς σε χώρους εργασίας, αφού μετρούν ποσοτικά πόσο δουλεύει κάθε εργάτης, αλλά σε εταιρείες έντασης γνώσης ακόμα και η εφαρμογή τους είναι αδύνατη λόγω της δυσκολίας ποσοτικοποίησης των στόχων παραγωγής για κάθε εργαζόμενο: για παράδειγμα, το να μετρήσεις πόσο κομμάτια την ώρα τακτοποιεί ένας υπάλληλος αποθήκης είναι στοιχειώδης μέτρηση αποδοτικότητας και υποταγής εργαζομένου. Το να βρεις όμως τα λάθη σε έναν κώδικα μπορεί να είναι εύκολο ή δύσκολο, δεν μπορεί κανείς να το ξέρει εκ των προτέρων. Η θέσπιση κριτηρίων (λ.χ. πόσα λάθη βρήκε ένας εργαζόμενος) μπορεί να μην έχει καμιά πραγματική αξία ακόμα και για την ίδια τη διεύθυνση, αφού δεν μετράει καν αν ο υπάλληλος είναι ευπειθής στα καθήκοντά του.
Η εκδοχή της βλακώδους ευθύνης των μάνατζερ της εταιρείας ενισχύεται λόγω ακριβώς της εκπληκτικής γραφειοκρατικής ανικανότητας του συστήματος να λειτουργήσει αποδοτικά. Ο γενικός διευθυντής (CEO) της CrowdStrike, Τζορτζ Κουρτζ, ήταν το 2010 Τεχνικός Διευθυντής της εταιρίας λογισμικού ασφαλείας McAffee, ακριβώς τότε δηλαδή που μια αυτόματη ανανέωση του αντ-ιικού προγράμματός της προκάλεσε αντίστοιχο χάος. Ο Κουρτζ έφυγε από την McAffee, συνίδρυσε την CrowdStrike μαζί με τον ουκρανικής καταγωγής Ντμίτριι Αλπέροβιτς -και τα υπόλοιπα είναι, όπως λένε, ιστορία.
CrowdStrike και «Βαθύ Κράτος»
Μια λιγότερο εργατοκεντρική και πιο πιπεράτη εκδοχή για όσα συνέβηκαν δεν άργησε καθόλου να εμφανιστεί, και αφορούσε ένα «συρραπτικό» α λα αμερικανικά, για να συνδέσουμε το περιστατικό με το σχεδόν ταυτόχρονο θέμα της δίκης Καραϊβάζ στη χώρα μας. Οι ΗΠΑ, όντας κάπως πιο high tech χώρα από τη δική μας (ίσως και για να προστατέψουν κάπως τους μυστικούς μπάτσους τους από το τέλειο ρεζιλίκι), δεν επιστράτευσαν τα ξεπερασμένα πλέον CD. Αντιθέτως, λέει η θεωρία συνωμοσίας, το βαθύ κράτος χρησιμοποίησε τη CrowdStrike ως όπλο. Η ανανέωση λογισμικού ήταν τάχα ελαττωματική, στην πραγματικότητα σχεδιασμένη να ρίξει (πολύ βολικά για όλους) τα συστήματα Παρασκευή απόγευμα, ώστε το FBI και άλλες υπηρεσίες να βρουν ευκαιρία μέσα σε ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο να καταστρέψουν τεκμήρια σχετικά με την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ. Την τελευταία την είχε ενορχηστρώσει είτε το FBI ή η «Μυστική Υπηρεσία» (Secret Service, η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για την προστασία προέδρων και αντιπροέδρων) ή τέλος πάντων κάποια από τις δεκάδες μυστικές υπηρεσίες της υπερδύναμης.
Αν και η συγκεκριμένη θεωρία είναι κάπως δύσκολο να επαληθευτεί ή διαψευστεί, η αλήθεια είναι ότι η CrowdStrike είναι τμήμα αυτού που οι Ρεπουμπλικανοί του Τραμπ αποκαλούν «βαθύ κράτος των Δημοκρατικών». Ο διευθυντής ασφαλείας της εταιρείας έχει διατελέσει επί 25 χρόνια στέλεχος του FBI, έχοντας υπάρξει μάλιστα Αναπληρωτής Εκτελεστικός Διευθυντής του ευαγούς αυτού ιδρύματος -δεν τον λες και τυχαίο. Αλλά ακόμα πιο ύποπτη είναι η παλιότερη σχέση της εταιρείας με τους Δημοκρατικούς και ο ρόλος που έχει παίξει σε διάφορες περίεργες υποθέσεις που τους αφορούν.
Πριν από αυτές όμως, να παρατηρήσουμε ότι η εταιρεία είναι ένας από τους «μονόκερους» (εταιρίες αξίας πάνω από δισεκατομμύριο) που ξεπήδησαν από το οικοσύστημα των αμερικανικών λεγόμενων νέων τεχνολογιών. Ιδρυμένη το 2011 στο Τέξας, η CrowdStrike πρόσφερε μια σειρά από υπηρεσίες προστασίας από ιντερνετικές απειλές, έχοντας την καινοτομία ότι αυτές βασίζονταν στο (νεαρό τότε ακόμα) διαδικτυακό «νέφος». Ήταν μια πετυχημένη συγκυρία, επειδή τότε ξεκινούσε η μετάβαση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων στο νέφος.
Ακολουθώντας μια πολύ επιθετική στρατηγική μάρκετινγκ και διασφαλίζοντας κεφάλαια από διάφορα Venture Capitals (μεταξύ των οποίων και αυτό της Google), κατάφερε να γίνει προμηθευτής 538 από τις 1.000 επιχειρήσεις του καταλόγου Fortune των μεγαλύτερων εταιρειών και των οκτώ από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες του χρηματοοικονομικού τομέα του κόσμου, όπως με δικαιολογημένη περηφάνια αναφέρει στο σάιτ της. Η στρατηγική της να κυνηγάει τα «μεγάλα ψάρια» και να μην ασχολείται με την μαρίδα εν μέρει εξηγεί και γιατί το μπλακάουτ δεν μας επηρέασε εδώ στην μακρινή απομονωμένη αποικία: η Ελλάδα δεν έχει υποψήφιους πελάτες αρκετά μεγάλους για τη CrowdStrike. Με αυτά και αυτά, η χρηματιστηριακή της κεφαλαιοποίηση (το «φανταστικό κεφάλαιο», που λένε οι μαρξιστές) έφτασε σε πάνω από 85 δισ., αν και μετά τα γεγονότα της 19ης Ιουλίου, έχασε περί το 1/3 αυτής της αξίας, δηλαδή γύρω στα 30 δισ. δολάρια εξαερώθηκαν.
Βέβαια, η μετεωρική της άνοδος τουλάχιστον εν μέρει συνδέεται όχι μόνο με την δικτυακή μορφή των υπηρεσιών της αλλά και με το ότι η εταιρεία είχε «δικτυωθεί», λόγω και του είδους των υπηρεσιών που προσέφερε, με τους κάπως λιγότερο «εύοσμους» κρατικούς μηχανισμούς των ΗΠΑ δηλαδή την ασφάλεια και τις μυστικές υπηρεσίες. Μιλώντας όμως για έντονη δυσοσμία, φαίνεται ότι έδειξε επίσης μια ιδιαίτερη προτίμηση στο κόμμα των Δημοκρατικών, προτίμηση που μοιάζει με αυτήν της μύγας για τα αγαπημένα της εδέσματα.
Πράγματι η πρώτη μεγάλης κλίμακας δουλειά που έκανε η εταιρεία, αυτή που επέτρεψε την πολύ πετυχημένη είσοδό της στο χρηματιστήριο, εκτόξευσε την τιμή της μετοχής της και την τοποθέτησε στην ελίτ των επιχειρήσεων πληροφορικής έγινε το 2016: επρόκειτο για την υπόθεση της διαρροής στο Wikileaks πολλών μηνυμάτων που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους στελέχη των Δημοκρατικών. Από αυτά μάθαμε (κάτι που ήδη ξέραμε, χωριό που φαίνεται…) ότι η απολύτως δημοκρατική ηγεσία του κόμματος (που κανείς ποτέ δεν την εξέλεξε σε αυτή τη θέση) είχε συστηματικά σαμποτάρει τον Μπέρνι Σάντερς, προκειμένου το χρίσμα να το πάρει το μαύρο σκυλί του πολέμου, συγνώμη, η φεμινίστρια και (σχετικά) συμπεριληπτική αντιρατσίστρια Χίλαρι Κλίντον.
Το περιεχόμενο των μέιλ ήταν σκανδαλώδες και το σκάνδαλο έπρεπε κάπως να καλυφθεί, οπότε φυσικά χρησιμοποιήθηκε μία αλάνθαστη μέθοδος: στην Ουάσινγκτον, ανεξάρτητα ποιο είναι το ζήτημα, όταν κάποιος φωνάζει «Φταίνε οι Ρώσοι!», όλοι κουνάνε με νόημα τα κεφάλια τους συμφωνώντας. Έτσι, αφού το FBI που κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί του θέματος, είπε αμέσως «Φταίνε οι Ρώσοι!» και έφυγε, η CrowdStrike, που είχε το συμβόλαιο για την ασφάλεια του σέρβερ από τον οποίο διέρρευσαν τα μέιλ, αφού εξέτασε προσεκτικά τα τεκμήρια, όχι μόνο φώναξε «Φταίνε οι Ρώσοι!», αλλά έδειξε και τους ενόχους. Επρόκειτο για δύο μυστικές ρώσικες ομάδες χάκερ που κανείς δεν είχε ξανακούσει και οι οποίες συνδέονται η μεν πρώτη με την FSB (την διάδοχο της KGB) και η δεύτερη με την GRU, την στρατιωτική αντικατασκοπεία. Η εταιρεία στο σάιτ της δηλώνει βέβαιη ότι «Φταίνε οι Ρώσοι!», με κύρια απόδειξη το «Μα το λένε και οι μυστικές μας υπηρεσίες, τι άλλη απόδειξη θέλετε πια άπιστοι Θωμάδες;!» (Το γεγονός ότι ο σέρβερ από τον οποίο προήλθε η διαρροή και τον οποίο χάκαραν οι Ρώσοι προστατευόταν από προϊόντα της CrowdStrike, τα οποία δεν φαίνεται όμως τελικά να τον προστάτευσαν επαρκώς, είναι κάτι για το οποίο η εταιρεία κράτησε, και μπράβο της, αιδήμονα σιωπή.)
Πάντως τα στοιχεία που σωρεύτηκαν από τις διωκτικές αρχές όντως οδήγησαν στην παραπομπή στη δικαιοσύνη 34 ατόμων, εκ των οποίων οι 26 Ρώσοι (που φυσικά δεν βρίσκονται στις ΗΠΑ). Από τους Αμερικανούς, που όλοι ήταν ενεργά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, δύο είχαν σοβαρές ποινές, ο ένας σαράντα και ο άλλος 72 μήνες φυλάκιση, ποινές όμως που δεν έλαβαν για την υπόθεση των υποκλοπών, αλλά για οικονομικές απάτες και για «σχέσεις με την κυβέρνηση Γιανούκοβιτς» στην Ουκρανία (πρόκειται για την κυβέρνηση που ανατράπηκε από τις διαδηλώσεις του Μαϊντάν). Οι υπόλοιποι έλαβαν ποινές λίγων ημερών ή αφέθηκαν ελεύθεροι.
Και μια ενδιαφέρουσα μικρή λεπτομέρεια ελληνικού ενδιαφέροντος. Ανάμεσα στους καταδικασμένους βρίσκεται ένας Γεώργιος Παπαδόπουλος (George Demetrios Papadopoulos). Το δεύτερης γενιάς πατριωτάκι «έφαγε» 14 μέρες στην μπουζού για ψευδή κατάθεση στο FBI. Με άλλα λόγια, το μόνο που έκανε ήταν ότι, όταν ήρθε το FBI να του πάρει κατάθεση, αυτός προσπάθησε να τους παραμυθιάσει. Δεν ξέρουμε για τι πράγμα, αλλά με τόσες (άσχετες) λαμογιές που είχαν κάνει οι σύντροφοί του τραμπικοί, σίγουρα θα είχε άφθονες αφορμές. Λάθος του, διότι στο Αμέρικα δεν κάνουν τέτοια αστεία με την αστυνομία.
Ποιος συνωμοτεί κατά ποιου;
Όσο και αν το κυρίαρχο αφήγημα των Δημοκρατικών σκίζει τα ιμάτιά του για το ότι «Φταίνε οι Ρώσοι!», υπάρχουν αναμφισβήτητα πολλές τρύπες σε αυτήν την ιστορία και προφανώς δεν συμφωνούν όλοι μαζί της. Και δεν αναφερόμαστε εδώ στους οπαδούς του Τραμπ. Γιατί οι τελευταίοι έχουν κάθε λόγο να λένε ότι όλα αυτά είναι ψεύδη και αυτοί είναι αθώοι. Πρώτον, αφού από αυτές τις κατηγορίες ξεκίνησε μια ολόκληρη εκστρατεία με χαρακτηριστικά θεωρίας συνωμοσίας για τις φιλικές σχέσεις του Τραμπ με τον Πούτιν. Τα μέσα ενημέρωσης επιρροής των Δημοκρατικών ισχυρίζονται ότι ο Ρώσος δικτάτωρ και επίδοξος ολετήρας του ελεύθερου κόσμου διέταξε την επιχείρηση αυτή ακριβώς για να βλάψει την φυσική ηγέτιδα της δημοκρατίας Χίλαρι, ώστε την προεδρία να την πάρει ο υπερτροφικός μπεμπές Τραμπ, όπως εξάλλου και έγινε. Δεύτερον, αφού οι έξι καταδικασθέντες με αφορμή (και όχι αιτία) την υπόθεση υποκλοπών, ήταν όλοι στελέχη του Τραμπ. Είναι απολύτως φυσικό επομένως η πλευρά του Τραμπ να λέει ότι όλα αυτά είναι συνωμοσία, δεν είναι περίεργο. Αλλά τα λεγόμενα του Τραμπ είναι άσχετα με την αλήθεια. Το πρόβλημα δηλαδή δεν είναι η (πάντα αμφισβητήσιμη) αληθοτιμή των λεγόμενων του Τραμπ.
Από τη μία υπάρχουν τα διάφορα τεχνικά ζητήματα που ποτέ δεν απαντήθηκαν ικανοποιητικά και που αφορούν λ.χ. το γεγονός ότι το πιο πρόσφατο μέιλ που δημοσιοποιήθηκε στα Wikileaks είχε ημερομηνία πολλές μέρες αφού η CrowdStrike είχε δηλώσει ότι είχε βρει την πηγή της διαρροής (οι Ρώσοι φταίνε!) και προφανώς την είχε σταματήσει. Αναλυτικά με αυτές τις «λεπτομέρειες» και άλλες, έχουν ασχοληθεί τόσο ο Larry Johnson, πρώην αναλυτής της CIA, όσο και ο δημοσιογράφος George Elianson (αμφότεροι συντηρητικοί).
Για τις πολιτικές της Silicon Valley
Όπως ήδη γνωρίζει η πάντα ενήμερη για τα τεχνικά ζητήματα αναγνώστρια του (ικανή χακερού η ίδια), από καθαρά τεχνική σκοπιά και οι δύο εκδοχές για την υποκλοπή των δεδομένων από τον σέρβερ των Δημοκρατικών είναι πιθανές. Είτε δηλαδή οι Ρώσοι όντως φταίνε, ή απλώς η διαρροή ήταν μια «δουλειά» που έγινε από μέσα, από κάποιον μπαϊλντισμένο ακτιβιστή των Δημοκρατικών που είχε βαρεθεί να ακούει πόσο καλή για το μέλλον του ήταν η Χίλαρι.
Όμως υπάρχουν μια σειρά από αναμφισβήτητα πολιτικά (και όχι τεχνικά) δεδομένα που συνδέονται με την υπόθεση. Το πρώτο είναι η ιδιαίτερη σχέση της CrowdStrike όχι απλώς με τους Δημοκρατικούς, αλλά με την πιο φιλοπόλεμη πτέρυγά τους. Διότι δεν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους μόνο στην περίπτωση της διαρροής των μέιλ της Χίλαρι. Είχε παίξει ρόλο επίσης στην «αποκάλυψη» ότι το χακάρισμα των σέρβερ της Sony το 2014 το είχαν κάνει Βορειοκορεάτες πράκτορες. Η Sony ήταν τότε έτοιμη να κυκλοφορήσει μια (κακή) ταινία, την «Συνέντευξη», η οποία ήταν μια σάτιρα του βορειοκορεατικού καθεστώτος και του υπέρτατου ηγέτη Κιμ αυτοπροσώπως. Με μια εκπληκτικής ακρίβειας επιχείρηση, οι Βορειοκορεάτες αφού έκλεψαν την ταινία από την εταιρεία, τη διέθεσαν δωρεάν στο διαδίκτυο. Δεδομένου ότι οι Βορειοκορεάτες ήθελαν να προστατέψουν τον υπέρτατο ηγέτη από την σάτιρα της ταινίας σταματώντας ίσως την κυκλοφορία της, η στρατηγική που διάλεξαν ήταν κάπως περίεργη. Προφανώς μια περίεργη λογική διακρίνει τις μυστικές υπηρεσίες της εχθρικής για την Δύση χώρας…
Αλλά η εταιρεία δεν φείδεται κριτικής ακόμα και για τη Microsoft (στης οποίας το λειτουργικό βασίζονται πολλά από τα κακοσχεδιασμένα προϊόντα της CrowdStrike). Βλέπετε, η πρώτη κάνει δουλειές στην Κίνα και δεν είναι δυνατόν «η εταιρεία που έχει το πιο διαδεδομένο λογισμικό στον πλανήτη [η Microsoft] που το χρησιμοποιεί η κυβέρνησή μας και όλες οι μεγάλες μας επιχειρήσεις, να έχει μηχανικούς στην Κίνα που να δουλεύουν για αυτήν».
Με άλλα λόγια, η CrowdStrike είναι ένα καθαρό παράδειγμα ενός όλο και πιο σφιχτού εναγκαλισμού πολιτικής και μεγάλων επιχειρήσεων (που συμβαίνει και στας Αμερικάς, όχι μόνο στην διάσημη για τη διαφθορά πατρίδα του Μωυσή). Οι εταιρείες παίρνουν ανοιχτά πολιτική θέση, οι πολιτικοί συνδέονται με επιχειρηματικούς ομίλους, αναμένοντας από τη συνεργασία αυτή συνέργειες και οικονομίες κλίμακας. Η πρακτική αυτή υπάρχει φυσικά εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ, τις οποίες γενικά τις κερδίζει όποιος υποψήφιος καταφέρει να κερδίσει την ανοιχτή οικονομική υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων μέσω δωρεών (που εκεί είναι νόμιμες και ανοιχτές, ενώ εδώ διώκονται και γίνονται μόνο μυστικά). Φαίνεται όμως ότι από την πρώτη υποψηφιότητα Τραμπ και μετά έχουμε μια επιτάχυνση και εντατικοποίηση αυτής της διαδικασίας, τα χαρακτηριστικά της οποίας φαίνεται να αλλάζουν ξανά σε αυτές τις εκλογές.
Πράγματι, σε ένα μόνο παράδειγμα, αν το 2016 και το 2020 η Silicon Valley υποστήριζε μονοκούκι τους Δημοκρατικούς, στις τρέχουσες εκλογές ένα σημαντικό κομμάτι αυτών των πολυεθνικών υποστηρίζει τον Τραμπ μέσω του υποψήφιου αντιπροέδρου του J. D. Vance (η ηρωική αναγνώστρια του «Κοσμοδρομίου» όμως, το γνωρίζει ήδη και αυτό).
Αλλά περισσότερα σχετικά με τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τάσεις άμεσης και ανοιχτής διαπλοκής κεφαλαίου και πολιτικής στην αμερικανική πολιτική σκηνή, στο άμεσο μέλλον, αμέσως μετά την ανακοίνωση του υποψήφιου ζεύγους προέδρου και αντιπροέδρου των Δημοκρατικών.