Μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1905 οι πρωτεργάτες της κατέφυγαν στο εξωτερικό, όπου μέσα σε μια περίεργη κατάσταση εμιγκρέ, προετοίμασαν τα επόμενα βήματά τους. Ο Λένιν για παράδειγμα κατέληξε στο τέλος αυτής της διαδρομής να μένει στη Ζυρίχη, διαβάζοντας Χέγκελ. Προηγουμένως, όπως έχουμε δει στο παρελθόν, είχε κάνει και ένα πέρασμα από το Κάπρι, λύνοντας τις θεωρητικές διαφορές του με τον εμπειριοκριτικιστή Μπογκντάνοφ πάνω στη σκακιέρα. Στη Ζυρίχη ο Λένιν ζούσε κοντά στο περιβόητο CabaretVoltaire, όπου οι ντανταϊστές πραγματοποιούσαν ήδη τη δική τους επανάσταση. Με την οξύνοια που την χαρακτηρίζει διαχρονικά η αστυνομία είχε αφήσει τον Λένιν στην ησυχία του, ενώ παρακολουθούσε στενά τον Ούγκο Μπαλ και την παρέα του.
Ας μην νομίζουμε ωστόσο ότι το πρόβλημα το είχε μόνο η ελβετική αστυνομία. Ο ΓκένκαΣόσονκο επιλέγει να αρχίσει ένα κείμενό του για τον μεγάλο Σαβιέλι Ταρτακόβερ («The Life and Times of SaviellyTartakower 1887-1956. Café Central» στο The Essential Sosonko, New in Chess, 2023) αφηγούμενος μια παρόμοια ιστορία, που συμβαίνει ωστόσο στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Στη Βιέννη, όπου βρίσκεται η αφρόκρεμα της μεσευρωπαϊκής διανόησης της εποχής, σημείο αναφοράς είναι το Café Central. Εκεί συχνάζει, ανάμεσα σε άλλους, και ο Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν, γνωστός στην Ιστορία ως Τρότσκι. Πίνοντας αφειδώς καφέδες, ο Λέων περνά αρκετές από τις γόνιμες ώρες της ημέρας του παίζοντας επί στοιχήματι σκάκι. Στις συνεχείς φήμες που ήθελαν πολύ πριν το 1917 την Ρωσική Αυτοκρατορία να βρίσκεται στα πρόθυρα της επανάστασης, ως αποτέλεσμα της σκοτεινής δράσης ταραχοποιών στοιχείων, ο υπουργός εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας απαντούσε με αφοπλιστική βεβαιότητα: Μα ποιός φοβάστε ότι θα κάνει την επανάσταση, ο Μπρονστάιν που κάθεται όλη μέρα και παίζει σκάκι στο καφενείο; Πολύ λογική σκέψη, θα έλεγε κανείς, καθώς ο περίκλειστος κόσμος του βασιλικού παιχνιδιού δεν αφήνει και πολλές διεξόδους διαφυγής από την πραγματικότητα των πεσσών σ’ εκείνη των κανονικών όπλων. Περισσότερο υποψιασμένος, ο σερβιτόρος που συνήθιζε να σερβίρει τον Τρότσκι θα σχολίαζε κατόπιν εορτής ότι έβλεπε πως ο χερ Μπρονστάιν είχε τα φόντα να πάει μπροστά. Διαλεκτικά μιλώντας, ο «δούλος», ερχόμενος σε καθημερινή επαφή με τον πελάτη, κατάφερε να τον μάθει καλύτερα από τον «κύριο», που απολάμβανε του υπουργικό του γραφείο.
Σε αντίθεση με τον Λένιν, του οποίου υπάρχει μια καταγεγραμμένη παρτίδα -έστω και αν δεν είναι γνήσια, στην περίπτωση του Τρότσκι δεν έχουμε, στις γνωστές τουλάχιστον βάσεις δεδομένων, κάποια αποτύπωση της σκακιστικής του ικανότητας ώστε να κρίνουμε τη δυναμικότητά του. Έχουμε ωστόσο μια ιστορία συνάντησης με έναν παγκόσμιο πρωταθλητή, τον Αλεξάντερ Αλιέχιν. Φυσικά, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες όμορφες ιστορίες, δεν είναι αληθινή. Είχαμε δει σε παλαιότερο άρθρο τις περιπέτειες του Αλιέχιν στην Οδησσό, τον καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο «λευκός» Αλιέχιν, λίγο πριν την οριστική του εγκατάλειψη των εδαφών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας εξαιτίας της επικράτησης των Μπολσεβίκων, θα συλληφθεί από την Τσεκά και θα περάσει ένα διάστημα στη φυλακή. Εκεί είναι που ο θρύλος τοποθετεί τη συνάντηση του μεγάλου σκακιστή με τον επικεφαλής του Κόκκινου Στρατού. Ο Τρότσκι, μανιώδης σκακιστής, δεν θα χάσει την ευκαιρία να αναγκάσει έναν κορυφαίο γκραν μετρ να παίξει μαζί του. Σύμφωνα με τις σπαρταριστές αφηγήσεις του διαδικτύου, η αγωνία του Αλιέχιν είναι στα κόκκινα. Να αφήσει τον αντίπαλο να κερδίσει, μπας και τον ελεηθεί; Ή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να κάνει αυτό που ξέρει καλά, να κερδίσει; Η ιστορία τελειώνει με τον Τρότσκι να εγκαταλείπει και να αναγνωρίζει το μεγαλείο του αντιπάλου, απελευθερώνοντάς τον. Το μόνο τετράγωνο που είναι έξω από τη σκακιέρα της ιστορίας είναι ότι ο Τρότσκι δεν είχε βρεθεί στην Οδησσό τον καιρό της κράτησης του Αλιέχιν. Κρίμα, γιατί θα ήταν πραγματικά μια μεταφορά της ιστορίας στην σκακιέρα, με τον «λευκό» να αναμετράται με τον «κόκκινο». Μη ξεχνάμε ότι συχνά στα παλιά σκακιστικά σετ τα λευκά δεν αντιμετώπιζαν τα μαύρα, αλλά τα κόκκινα, όπως κάθε αναγνώστης του Λούις Κάρολ και της Αλίκης μέσα από τον καθρέφτη θα θυμάται.
Μπορεί να μη μας έχει αφήσει πίσω παρτίδες του, ο Τρότσκι ωστόσο θα χρησιμοποιήσει αρκετά στα γραπτά του το σκάκι ως μεταφορά, αντλώντας από αυτό παραδείγματα περιγραφής της πραγματικότητας. Ενθυμούμενος στα απομνημονεύματά του τις συνομιλίες του Μπεστ Λιτόφσκι ο Τρότσκι θα χρησιμοποιήσει το σκάκι για να περιγράψει τη δράση του επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας, Ρίχαρτν φον Κούλμαν. Όπως ένας καλός σκακιστής που για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμετωπίζει πιο αδύναμους παίκτες, χάνοντας ένα κομμάτι της δυναμικότητάς του, θα γράψει ο Τρότσκι, ο Κούλμαν, έχοντας συναντήσει μόνο τους Αυστροούγγρους, Τούρκους, Βούλγαρους και λοιπούς διπλωματικούς υποτελείς του κατά τη διάρκεια του πολέμου, είχε την τάση να υποτιμά τους επαναστάτες που είχε τώρα απέναντί του, κάνοντας το παιχνίδι του πιο χαλαρό από όσο απαιτούσε η θέση. «Συχνά με εξέπληττε», συνεχίζει ο Τρότσκι, ιδίως από την πρωτοτυπία των μεθόδων του και από την έλλειψη κατανόησης των ψυχολογίας του αντιπάλου». Η διπλωματία ως σκακιέρα ήταν από τότε μια τετριμμένη μεταφορά, που ακόμα και ο ηγέτης του Κόκκινου Στρατού δεν μπορούσε να αποφύγει.
Ο Χρήστος Κεφαλής, μελετητής τόσο της ιστορίας του σκακιού όσο και του μαρξισμού, αφιέρωσε ένα άρθρο του στην σχέση του σκακιού με τον μαρξισμό. Εκεί θα παραθέσει και εκτενή αποσπάσματα από τον τρόπο που ο Τρότσκι χρησιμοποιεί τόσο το βασιλικό παιχνίδι για να εξηγήσει την πολιτική, όσο και τον ίδιο τον ιστορικό υλισμό για να εξετάσει το σκάκι.
«Υποστηρίζω», λέει χαρακτηριστικά ο Τρότσκι, «ότι θα μπορούσε κανείς, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Μαρξ, να γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο για την ιστορία της ανάπτυξης του σκακιού. Δεν είναι όμως δυνατό να μάθεις να παίζεις σκάκι “σύμφωνα με τον Μαρξ”. Το παιχνίδι του σκακιού έχει τους δικούς του “νόμους”, τις δικές του “αρχές”. Βέβαια, διάβασα πρόσφατα ότι, στην εποχή του Ναπολέοντα, το σκάκι παιζόταν με ελιγμούς και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα: κατά την περίοδο της ένοπλης ειρήνης, μεταξύ του γαλλοπρωσικού πολέμου και του πρόσφατου ιμπεριαλιστικού πολέμου, το σκάκι παρέμεινε εντελώς «ποζισιονέλ», αλλά τώρα παίζεται ξανά με κινητικό, «ελιγμικό» τρόπο. Όπως και να έχει, αυτό μας το βεβαιώνει ένας Αμερικανός σκακιστής. Ίσως οι κοινωνικές συνθήκες, με κάποιους άγνωστους τρόπους, να διεισδύσουν στον εγκέφαλο ενός σκακιστή και, χωρίς να έχει επίγνωση του τι κάνει, αντικατοπτρίζει αυτές τις συνθήκες στο στιλ παιχνιδιού του. Ένας υλιστής ψυχολόγος μπορεί να το βρει αυτό πολύ ενδιαφέρον» (μτφρ. Κεφαλής).
Έχει ενδιαφέρον εδώ πώς ο επαναστάτης διαλεκτικός ισορροπεί ανάμεσα στην πρόσληψη της ιδιοσυστασίας του παιχνιδιού, με τους δικούς του εσωτερικούς κανόνες, και την επίδραση του γενικότερου τρόπου σκέψης της εποχής στην εξέλιξη του παιχνιδιού, παρά τη σχετική αυτονομία των κανόνων του. Δεν αποτελεί προφανώς καμιά πρωτότυπη σύλληψη, αλλά δεν παύει να έχει τη σημασία της η επισήμανση ότι το κυρίαρχο ανά εποχές στυλ παιχνιδιού δεν είναι άσχετο με τη συνολικότερη κίνηση της σκέψης γενικά. Αυτό δεν αποτυπώνεται πάντα στο κυρίαρχο στυλ αλλά και στη μοναδικότητα παικτών που μοιάζει να ξεπερνούν την εποχή τους. Ο Τρότσκι θα αναφέρει συχνά ως παράδειγμα τον Μόρφι, του οποίου τη δεινότητα χρησιμοποιεί ως ιδανική αναφορά για το καθήκον του επαναστάτη που πολεμά:
«Όποιος έχει μελετήσει τις παρτίδες του Μόρφι, του μεγαλύτερου στρατηγού του σκακιού, θα γνωρίζει ότι αυτές οι παρτίδες χαρακτηρίζονται από την τελειότητά τους: ανεξάρτητα από το αν ο Μόρφι διεξήγαγε έναν “μεγάλο” ή “μικρό” πόλεμο, δηλαδή αν είχε απέναντί του ένα παίκτη του δικού του επιπέδου ή ένα μέσο παίκτη, ο Μόρφι έδειχνε πάντα τις ίδιες ιδιότητες και πετύχαινε τα αποτελέσματά του με τον ελάχιστο αριθμό κινήσεων» (μτφ. Χρ. Κεφαλής).
Αυτό που εντυπωσιάζει εδώ δεν είναι, επιμένω, η καινοτομία της παρομοίωσης αλλά το ανοικτό πνεύμα που διατηρεί ο διαλεκτικός επαναστάτης απέναντι στα δημιουργήματα της αστικής τάξης, στα οποία το σκάκι συγκαταλέγεται. Ας μη ξεχνούμε ότι το μοντέρνο σκάκι συμβαδίζει στην ανάπτυξή του με την εγκαθίδρυση και κυριαρχία της αστικής τάξης και της συναφούς με αυτή ιδεολογίας. Αυτό όπως ξέρουμε δεν εμπόδισε τους Μπολσεβίκους να στηρίξουν πάνω στο σκάκι ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε την αντιμετώπιση του αλκοολισμού, του αλφαβητισμού, την επίθεση στον ανορθολογισμό και, μετά την επιτυχία του, την κατάδειξη της σοβιετικής κυριαρχίας.
Το περιβόητο σοβιετικό σκακιστικό πρόγραμμα που κατέστησε τη Σοβιετική Ένωση κυρίαρχη στο παιχνίδι για πάνω από μισό αιώνα απαιτεί προφανώς τη δική του ξεχωριστή πραγμάτευση. Εδώ, θα περιοριστώ στην απλή επισήμανση μιας λεπτομέρειας που συνδέεται με τον Λέοντα Τρότσκι. Από τους πρωτεργάτες της ανάπτυξης του σκακιού στη Σοβιετική Ένωση υπήρξε ο άνθρωπος που ήταν κομισάριος Στρατιωτικών Υποθέσεων ακριβώς πριν αναλάβει αυτό το πόστο ο Τρότσκι. Πρόκειται για τον Νικολάι Κριλένκο. Ο Κριλένκο υπήρξε σημαίνουσα μορφή της Επανάστασης και έπαιξε πολυεπιπέδο ρόλο στην οικοδόμηση της Ένωσης. Κομισάριος Δικαιοσύνης, σε διάφορες στιγμές της καριέρας του ο Κριλένκο συνδύασε την πολιτική και σκακιστική δράση. Υπήρξε εξάλλου ο πρώτος αρχισυντάκτης του εμβληματικού 64, ενός από τα σημαντικότερα στην ιστορία σκακιστικά περιοδικά. Κι όμως, ο άνθρωπος που ήθελε να «τελειώνουμε με την ουδετερότητα του σκακιού» και να δημιουργήσει σκακιστές υψηλής παραγωγικότητας βάσει πενταετών πλάνων, έπεσε το 1938 στη δυσμένεια του Στάλιν και εκτελέστηκε στις 29 Ιουλίου.. Παρόμοια τύχη με το να καταλήξεις με ένα τσεκούρι στο κεφάλι, όπως ο διάδοχός του στο κομισαριάτο -με τη διαφορά ότι η μνήμη του Κριλένκο αποκαταστάθηκε επί Χρουστσόφ το 1955, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί μια post mortem βελτίωση της βαριάντας. Σε κάθε περίπτωση τόσο ο Τρότσκι που αποστασιοποιήθηκε νωρίς, όσο και ο σταλινικός Κριλένκο συνειδητοποίησαν ότι σαχ και ματ κάνει στο τέλος ο πατερούλης.