Το ατρόμητο αθλητικό τμήμα του Κοσμοδρομίου, πάντα μέσα στην επικαιρότητα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τους Ολυμπιακούς τώρα που επιτέλους τέλειωσαν. Κι αυτό επειδή οι ευαίσθητες κεραίες του έπιασαν (με κάποια καθυστέρηση είναι η αλήθεια) αυτό που ευρύτατα λέχθηκε στα μίντια και στα σόσιαλ προκειμένου να γίνει φανερή η πρόοδος του αθλητισμού τα τελευταία χρόνια: στον τελικό των 100 μ. Ανδρών στους Ολυμπιακούς του Παρισιού, ο τελευταίος αθλητής της κούρσας είχε καλύτερη επίδοση από το χρυσό (που ήταν και παγκόσμιο ρεκόρ) του Καρλ Λιούις το 1988. Πράγματι, στην φετινή κούρσα ο τελευταίος αθλητής που τερμάτισε είχε χρόνο 9.91, ενώ ο Λιούις το 1988 έκανε 9.92. Και οι οκτώ φετινοί αθλητές θα έπαιρναν χρυσό το 1988! Δείτε πόσο βελτιώθηκαν τα πράγματα!
Το επιχείρημα όχι μόνο κάνει αυτό που λέμε «cherry picking», διαλέγει δηλαδή δεδομένα για να παρουσιάσει μια μισή αλήθεια. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια δεν είναι τόσο η πρόοδος του αθλήματος αλλά μάλλον το βάλτωμα της τεχνολογίας. Αν δεν είχαμε διαλέξει το 1988 αλλά το 2012 στο Λονδίνο, τότε θα βλέπαμε ότι η φετινή κούρσα των 100 μέτρων στο Παρίσι ήταν μια κούρσα από κουρασμένα παλικάρια. Το 2012, από τους 6 αθλητές που τερμάτισαν (επειδή ένας εγκατέλειψε και ο άλλος τερμάτισε κουτσαίνοντας), οι 3 είχαν καλύτερο χρόνο από τον φετινό νικητή. Ενώ και το 1988 δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως λέγεται. Ο αρχικός νικητής δεν ήταν ο Λιούις αλλά ο Μπεν Τζόνσον που είχε κάνει χρόνο 9.79, όσο δηλαδή και ο νικητής του φετινού αγώνα. Βέβαια ο Τζόνσον πιάστηκε ντοπαρισμένος και ακυρώθηκε -αλλά το τι ακριβώς είναι το ντοπάρισμα και πώς ελέγχεται είναι μια πολύ περίπλοκη και σκοτεινή ιστορία. (Για όποιον δεν κατάλαβε, εδώ λέμε ότι εκτός από το ντόπινγκ, και ο έλεγχος για ντόπινγκ είναι μια σκοτεινή, περίεργη και εξίσου επικίνδυνη με το ντόπινγκ ιστορία.)
Λίγα λόγια για την ντόπα
Πρώτα πρώτα, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο τι είναι ή δεν είναι ντοπάρισμα. Τα φάρμακα που απαγορεύονται και το κατά πόσο αυτά είναι επικίνδυνα είναι ιστορικά μεταβλητές παράμετροι και σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα. Η καφεΐνη λχ ήταν απαγορευμένη μέχρι το 2004, μέχρι που το παράλογο να απαγορεύεται οι αθλητές να πίνουν κανά φρέντο πότε πότε έγινε κατανοητό. Σήμερα εξακολουθούν να απαγορεύονται η ψευδοεφεδρίνη και η εφεδρίνη: η μεν πρώτη είναι συστατικό πολλών αθώων φαρμακευτικών αγωγών για το κρυολόγημα που μπορούν να αγοραστούν χωρίς ιατρική συνταγή, ενώ η δεύτερη υπάρχει σε πολλές αγωγές για το άσθμα. Το τελευταίο όμως μας δείχνει πόσο περίπλοκα είναι τα πράγματα: το άσθμα είναι παραδόξως ιδιαίτερα διαδεδομένο σε πάρα πολλούς ολυμπιακούς αθλητές, περισσότερο από όσο στον γενικό πληθυσμό. Δεν είναι σαφές γιατί ισχύει αυτό, αλλά μάλλον είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, μεταξύ των οποίων η καταπόνηση για το αναπνευστικό που είναι η ολυμπιακού επιπέδου προπόνηση, αλλά και το γεγονός ότι η φαρμακευτική αγωγή για το άσθμα μπορεί ακριβώς να περιέχει μερικά απαγορευμένα κατά τα άλλα διεγερτικά και άρα το άσθμα μπορεί να είναι δικαιολογία για την χρήση απαγορευμένων ουσιών.
Άλλο κρίσιμο σημείο είναι τα επίπεδα που μια ουσία θεωρείται απαγορευμένη. Το 1988 στην Σεούλ, δεν πιάστηκε μόνο ο Μπεν Τζόνσον, αλλά και ο Καρλ Λιούις. Βρέθηκε στο αίμα του εφεδρίνη σε επίπεδα 6 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο). Το σκάνδαλο αποφεύχθηκε όταν αποδείχτηκε (ή «αποδείχτηκε», δεν ξέρουμε τι ισχύει πραγματικά) ότι τα επιτρεπόμενα συμπληρώματα διατροφής που έπαιρνε περιείχαν (εν αγνοία του) εφεδρίνη. Βέβαια, 6 ppm είναι σίγουρα πολύ λίγα για να έχουν οποιαδήποτε επίδραση στις επιδόσεις, γεγονός που οδήγησε αργότερα στο ανέβασμα του ορίου στα 10 ppm. Και πάλι όμως, σε τέτοιες μικρές συγκεντρώσεις είναι πολύ σοβαρές οι επιστημονικές αντιρρήσεις για την δυνατότητα ακριβών μετρήσεων, ενώ συχνά δεν υπάρχει και καμία επιστημονική τεκμηρίωση για τους λόγους που κάποια ουσία απαγορεύεται ή επιτρέπεται. Όπως λέει άρθρο του Nature με τίτλο «Η Επιστήμη του Ντοπαρίσματος», οι «μέθοδοι για την ανακάλυψη δολιότητας εκ μέρους των αθλητών, συχνά βασίζονται σε προβληματικές στατιστικές και προβληματική λογική».
Και φυσικά, στην πραγματικότητα συχνά αδυνατούν να αποκαλύψουν την απάτη. Το μεγαλύτερο όπλο για τη δημιουργία υπερανθρώπων, που τους αποζητά το κοινό των αθλητικών υπερθεαμάτων, είναι τα αναβολικά στεροειδή. Αυτά τα συνέθεσε βιομηχανικά ο ελβετικός γίγαντας χημικών CIBA τη δεκαετία του 50, ύστερα από επικοινωνία που είχε μαζί της ο γιατρός της ομάδας άρσης βαρών των ΗΠΑ, ο θρυλικός Τζον Ζίγκλερ, στην προσπάθειά του να βρει ένα φάρμακο καλύτερο από την τεστοστερόνη που χρησιμοποιούσαν τότε ακόμα οι σοβιετικοί. Η μεθανδροστενολόνη (ή μετανδιενόνη) που αρχικά μαρκεταρίστηκε με το θρυλικό όνομα Dianabol ή dia-bol, είναι μια τεχνητή ορμόνη, παραλλαγή του φυσικού μορίου της τεστοστερόνης, που κατασκεύασε υπεράνθρωπους μύες και διπλά σαγόνια τύπου Πόπαϊ. Επίσης είναι υπεύθυνη για μουστάκια και καράφλες σε γυναίκες. Γενιές υπεραθλητών/ριών έκτοτε οφείλουν τις επιτυχίες τους σε αυτήν. Εκτός από αθλητές, τα αναβολικά χρησιμοποιούνται επίσης (εντελώς νόμιμα) σε διάφορες χώρες στην κτηνοτροφία για να αυξήσουν γρήγορα τη μυική μάζα των ζώων που θα πουληθούν για κρέας.
Το θέμα με το dianabol ήταν ότι εκτός από γυναίκες που έχαναν την περίοδό τους και έκαναν μουστάκια, κατάστρεφε το συκώτι, κάτι που γρήγορα αναγνωρίστηκε και έγινε ένα ακόμα επιχείρημα για την απαγόρευσή του. (Επίσης εκτοξεύει και την λίμπιντο, αλλά συνήθως δεν θεωρείται καλό γούστο να μιλάμε για τις θετικές παρενέργειές του). Από την άλλη μεριά, η πολύχρονη εντατική χρήση αναβολικών είτε σε παράνομες αθλητικές ή σε νόμιμες ιατρικές πράξεις, έχει επιτρέψει τον σημαντικό μετριασμό των παρενεργειών: μια σύγχρονη «θεραπεία» αναβολικών είναι λιγότερο επιθετική και συνοδεύεται από κατάλληλα δευτερεύοντα φάρμακα με αποτέλεσμα να έχει πολύ λιγότερες παρενέργειες στον αθλητή, με αποτέλεσμα να μην είναι λίγες οι φωνές που να ζητούν την νομιμοποίησή του: αν ο υποψήφιος λήπτης είναι προσεκτικός και ενημερωμένος, λένε οι φωνές, έχει δικαίωμα να παίρνει αναβολικά. Τώρα πλέον είναι λιγότερο επικίνδυνα από το κάπνισμα ή την υπερκατανάλωση αλκοόλ (κάτι το είναι αληθές) – και κανείς δεν απαγορεύει (ακόμα) σε ενήλικους να καπνίζουν ή να πίνουν.
Καλά όλα αυτά, αλλά αν είναι έτσι, γιατί απαγορεύονται όλες αυτές οι ουσίες; Η επίσημη αιτιολογία είναι ότι στόχος, εκτός από την υγεία του αθλητή, είναι και η διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και των ίσων ευκαιριών. Φυσικά πρόκειται περί προφανούς μπαρούφας. Οι νόμιμες δυνατότητες αύξησης επιδόσεων που προσφέρει η επιστήμη δεν είναι δωρεάν, άρα οι φτωχοί αθλητές δεν έχουν τα ίδια μέσα με τους πλούσιους (για αυτό τα πολλά μετάλλια τα παίρνουν πάντα πλούσιες χώρες). Επίσης, η καφεΐνη απαγορευόταν μέχρι πρόσφατα, η ψευδοεφεδρίνη ακόμα απαγορεύεται, αλλά καμία τους δεν έχει σοβαρές επιπτώσεις ούτε στις επιδόσεις, ούτε στην υγεία, ενώ είναι άμεσα προσβάσιμες σε όλους τους αθλητές, πλούσιους και φτωχούς.
Ο πραγματικός λόγος για τις απαγορεύσεις δεν είναι ο σεβασμός για την ευζωία των αθλητών. Ο λόγος είναι η ιδεολογική προστασία του «αθλητικού ιδεώδους», είναι δηλαδή μια οιωνεί θρησκευτικού τύπου απαγόρευση, όχι πολύ διαφορετική από τη νηστεία, συγγενική με τις παράλογες τιμωρητικές απαγορεύσεις που αφορούν το κάπνισμα και τα ναρκωτικά. Οι αθλητές οφείλουν να προβάλουν ένα βιοπολιτικό πρότυπο αγνότητας και προσήλωσης στον ιερό σκοπό της επίτευξης επιδόσεων. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν ό,τι φάρμακα θέλουν, αρκεί να το κάνουν με μέτρο ώστε να περνούν τα τεστ (κάτι που εύκολα γίνεται πλέον ακόμα και με τα αναβολικά). Όποιος συλληφθεί φυσικά, φορτώνεται την αισχύνη όλων των αμαρτημάτων του κόσμου, μαζί και τα αμαρτήματα των θεατών που ζουν σε μια κοινωνία τόσο σκλάβα στις πολυεθνικές του φαρμάκου που κινδυνεύει πλέον από απλές μολύνσεις επειδή η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών έχει δημιουργήσει υπερανθεκτικά βακτηρίδια, ενώ μια από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ είναι η υπερβολική δόση από τεχνητά οπιοειδή, ναρκωτικά φάρμακα δηλαδή που διανέμονται νόμιμα, στα φαρμακεία. Είναι τόσα πολλά και επικίνδυνα τα φάρμακα που καταναλώνουμε που ο αποκλεισμός ενός αθλητή για 25 ppm ψευδοεφεδρίνης στο αίμα του δεν είναι απλώς αστείος αλλά τραγικός.
Από την άλλη μεριά βέβαια, το διπλό πηγούνι του «κάτσε κάτω από την μπάρα» Πύρρου Δήμα μάλλον είναι γενετικό χαρακτηριστικό και δεν οφείλεται σε κανέναν τεχνητό παράγοντα, ορμόνες ή αναβολικά. Διπλό πηγούνι διαθέτει και ο Κεντέρης, γνωστός και ως «Αίολος», όμως φαίνεται ότι στην περίπτωσή του αυτό είναι αποτέλεσμα των μηχανορραφιών του προπονητή του, Χρήστου Τσέκου και των αναβολικών που του έδινε μάλλον χωρίς αυτός να συναινεί. Τουλάχιστον αυτό λέει η Ελληνική Δικαιοσύνη (στην οποία έχουμε πάντα εμπιστοσύνη), αφού και ο Κεντέρης και η Θάνου (όχι όμως ο Τσέκος) έχουν αθωωθεί κι έχουν αποδοθεί αγνοί και καθαροί στην ελληνική κοινωνία.
Η εξέλιξη των ρεκόρ
Η διαρκής αναφορά στο αθλητικό ιδεώδες και την κλασική αρχαιότητα κρύβει μια σειρά από διαφορές του αθλητισμού τότε και τώρα. Ο αρχαίος αθλητικός ανταγωνισμός, αφορούσε περισσότερο τις στρατιωτικές ικανότητες σε καιρό ειρήνης και σκοπός του δεν ήταν η καταγραφή μιας επίδοσης. Δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να μας λέει λχ πόσο πηδούσαν οι αρχαίοι στο μήκος, επειδή δεν τους ενδιέφερε η καταγραφή των ρεκόρ, τους ενδιέφερε μόνο ο νικητής στον συγκεκριμένο αγώνα.
Ο καπιταλισμός είναι όμως χρηματική κοινωνία. Η κεντρική σημασία του χρήματος, που είναι μετρήσιμη ποσότητα, σημαίνει την ευρύτερη ποσοτικοποίηση, την μετατροπή σε μετρήσιμη και οιονεί εμπορεύσιμη ποσότητα κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Από κει και το πάθος με τα ρεκόρ (αλλά και η ψύχωση με τα στατιστικά στοιχεία στα ομαδικά σπορ). Οι μετρήσεις είναι πλέον το κέντρο της αθλητικής προσπάθειας. Όπως είπε και ο για δεύτερη φορά χρυσός Τεντόγλου, «Σαν επίδοση ήθελα κάτι παραπάνω, για μένα, να το ευχαριστηθώ πιο πολύ». Καλό το χρυσό, αλλά σαν την επίδοση δεν έχει.
Τα δημοφιλή ολυμπιακά αθλήματα είναι ανταγωνισμός τεχνολογιών δημιουργίας μετρήσιμων επιδόσεων και όχι συναγωνισμός αγνών αθλητών, ειδικά όταν εκτός από το χρήμα υπάρχουν και πολιτικοί λόγοι που κάνουν το ρεκόρ ιδιαίτερα επιθυμητό. Όσο δημοφιλέστερο το άθλημα, και όσο πιο γνωστός ο σούπερσταρ αθλητής, τόσο περισσότερη τεχνολογία αιχμής.
Γρήγορο διπλό κουίζ για την πάντα ενήμερη για τα αθλητικά αναγνώστρια του «Κ»: Πρώτον, πώς λέγεται ο σούπερσταρ κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ στα 100 μέτρα; Και δεύτερο, μήπως θυμάστε πώς λέγεται ο κάτοχος της καλύτερης επίδοσης στα 800 μέτρα;
[Απάντηση: Η μία και μοναδική μας αναγνώστρια ξέρει, εκτός φυσικά από τον 100ρη Μπολτ και τον 800ρη Κενυάτη David Lekuta Rudisha. Εμείς πάλι, εδώ στο πολυπληθές αθλητικό τμήμα του Κοσμοδρομίου, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τον δεύτερο χρειάστηκε να τον ψάξουμε στο ίντερνετ. Θα πρέπει η αναγνώστρια να παραδεχτεί πάντως ότι η πλειονότητα των ικανότατων σπορτκάστερ των καναλιών μας δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα από μας.]
Ο κοινός νους επομένως, βασισμένος και στον τρόπο που καλύπτονται τα πιο δημοφιλή σπορ επιδόσεων, είναι λογικό να πιστεύει ότι σε αυτά υπάρχει μια διαρκής βελτίωση. Ας δούμε λοιπόν, με τη βοήθεια μερικών διαγραμμάτων την εξέλιξη των καλύτερων επιδόσεων τα τελευταία χρόνια σε τέσσερα αθλήματα, τα 100 μ δρόμο ανδρών και γυναικών, το μήκος ανδρών και τα 100μ ελεύθερη κολύμβηση ανδρών.
Στο διάγραμμα 1 (Fig 1), βλέπουμε την εξέλιξη των καλύτερων επιδόσεων στα 100 μ. αντρών ανά χρονιά από το 1972 μέχρι το 2024. Είναι πολύ καθαρό ότι κατά την περίοδο 1972 ως 2008 περίπου, υπήρχε μια κατά μέσον όρο σταθερή καθοδική πορεία του καλύτερου χρόνου, περί τα 0.8 δευτερολέπτου κατά μέσον όρο το χρόνο. Το διάστημα 2008 ως 2012 περίπου (που συμπίπτει με τη βασιλεία του Μπολτ) είναι εξαιρετικά καλό. Όχι μόνο σημειώθηκε η απόλυτη επίδοση όλων των εποχών, αλλά έχουμε συστηματικά εξαιρετικές επιδόσεις σε χρονιές Ολυμπιάδων και παγκόσμιων πρωταθλημάτων. Η επιστήμη είχε κάνει θαύματα στην Τζαμάικα εκείνα τα χρόνια κατά τα φαινόμενα.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι μετά από την Ολυμπιάδα του 2012 υπάρχει μια σαφής κάμψη και οπισθοδρόμηση. Οι χρόνοι έχουν σταθεροποιηθεί στην περιοχή του 9.78 χωρίς να φαίνεται για την ώρα τάση βελτίωσης. Αφήνουμε κάποιες εικασίες σχετικά με την ερμηνεία του γεγονότος για αργότερα.
Περνώντας τώρα στις γυναίκες, (Fig 2), θα δούμε μια αντίστοιχη πορεία, μόνο που το σημείο καμπής έρχεται πολύ νωρίτερα, με το εξωπραγματικό ρεκόρ της μακαρίτισσας πλέον Φλ. Γκρίφιθ-Τζόινερ, το οποίο μένει ακατάρριπτο από το 1988. Φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση επιτάχυνσης, αλλά δεν μπορούμε να πούμε αν αυτή η τάση θα συνεχιστεί και αν και πότε θα σπάσει το ρεκόρ. Η ταχύτατη μείωση των χρόνων ρεκόρ την δεκαετία του 70 οφείλεται πρώτα στα απανωτά ρεκόρ που έκαναν οι αθλήτριες της Αν. Γερμανίας (με μια «μικρή» βοήθεια από τα κρατικά εργαστήρια χημείας) και μετά, κατά τη δεκαετία 80, στην θεαματική είσοδο και κυριαρχία των Αμερικανίδων: ήταν μια εποχή που για τις ΗΠΑ τα χρυσά σε ένα άθλημα που κυριαρχούσε ως τότε το «σιδηρούν παραπέτασμα» έγιναν ξαφνικά πολύ σημαντικά.
Περνώντας στο μήκος (για το οποίο έχουμε δεδομένα από πολύ παλιότερα) βλέπουμε ότι αυτό εμφανίζει μια διαδρομή εξαρτώμενη πολύ καθαρά από την ιστορική συγκυρία. Πρώτον, η περίοδος από το 1960 ως το 1990 εμφανίζει μια σταθερή αύξηση της καλύτερης επίδοσης κατά μέσον όρο 1.8 εκατοστά τον χρόνο -αυτό βέβαια αν αφήσουμε εντελώς έξω από την ανάλυση το εξωπραγματικό 8.90 του Μπομπ Μπίμον. Το άλμα αυτό ήταν 71 εκατοστά μπροστά από τον δεύτερο των Ολυμπιακών του 1968 και καταρρίφθηκε μόλις το 1991, 23 χρόνια μετά. Στο διάγραμμα φαίνεται ότι η ανοδική τάση των δεκαετιών 70 και 80 διακόπτεται απότομα ακριβώς πάνω σε αυτό το νέο ρεκόρ του Μάικ Πάουελ, με 8.95, το οποίο παραμένει σήμερα, 33 χρόνια μετά ακατάρριπτο. Βλέπουμε ότι μετά από αυτήν την επίσης εξωπραγματική επίδοση, οι καλύτερες επιδόσεις παγκοσμίως σταθεροποιούνται κατά μέσον όρο γύρω από τα 8.60 μέτρα.
Τέλος, την ιστορία του ελεύθερου 100 μέτρων ανδρών την βλέπουμε στο τέταρτο διάγραμμα (Fig 4). Εδώ, αντίθετα με τα προηγούμενα διαγράμματα, βλέπουμε καταγεγραμμένα όλα τα παγκόσμια ρεκόρ από το 1924 και μετά. Εδώ δεν έχουμε στασιμότητα των ρεκόρ όπως στα προηγούμενα αθλήματα, αλλά μια συνεχή κατάρριψή τους μέχρι και φέτος. Βλέπουμε όμως ότι η αρχική περίοδος που είχε μια κατά μεσον όρο βελτίωση κατά 0.67 του δευτερολέπτου ανά δεκαετία, περνάει από τη δεκαετία του 60 σε μια σοβαρή επιτάχυνση σε σχεδόν 1.9 sec ανά δεκαετία. Μετά από το τέλος της δεκαετίας 80 η πρόοδος συνεχίζει μεν, αλλά σε σαφώς αργότερους ρυθμούς.
Μερικά πρόχειρα συμπεράσματα
1. Στα δημοφιλή αθλήματα που εξετάσαμε μπορούμε να διαχωρίσουμε γενικά την εποχή πριν την πτώση του τείχους και μετά. Πριν υπήρχε μια σταθερή άνοδος των ρεκόρ, μετά υπάρχει γενικά μια σταθεροποίηση ή επιβράδυνση. Το μήκος διαφέρει κάπως, με την έννοια ότι τα τελευταία 55 χρόνια συνοψίζονται σε δύο μόνο ρεκόρ, το 1969 και το 1991, αλλά από τότε και μετά η στασιμότητα είναι εμφανής. Τα 100μ δείχνουν πιο καθαρά μια πορεία βελτίωσης των ρεκόρ, μετά τα εξωγήινα ρεκόρ του Μπολτ και κατόπιν τη στασιμότητα. Η ταχύτατη βελτίωση των επιδόσεων στις δεκαετίες πριν την πτώση του τείχους εν μέρει τουλάχιστον οφείλεται στο κρατικό ντοπάρισμα των ανατολικοευρωπαίων αθλητών αρχικά και στο εξίσου κρατικό (αλλά κπαως πιο καλυμμένο) ντοπάρισμα των Αμερικάνων αθλητών την δεκαετία του 80. Ο πρωταθλητισμός ήταν μάλλον τμήμα του ψυχρού πολέμου τότε παρά ο,τιδήποτε άλλο, μια διαδικασία που σήμανε λιγότερο ή περισσότερο την χρυσή εποχή των επιδόσεων και για τα τέσσερα αθλήματα.
2. Είναι σαφές ότι η εποχή του μεγάλου ντοπαρίσματος, των επικίνδυνων δόσεων αναβολικών και της βαριάς χημείας τύπου Λιούις ή Κεντέρη έχει πλέον περάσει. Οι τεχνικές ανίχνευσης έχουν βελτιωθεί μειώνοντας τις υπερβολές. Επίσης χρησιμοποιούνται άλλες, πιο ακριβές, πιο εκλεπτυσμένες και μη ανιχνεύσιμες μέθοδοι που όμως είναι καλύτερες για τον αθλητή. Το πιο «αθώο» εργαλείο ντοπαρίσματος που υπάρχει, η μετάγγιση αίματος του ίδιου του αθλητή είναι απολύτως μη ανιχνεύσιμο (και μάλλον ακίνδυνο). Η προπόνηση σε υψόμετρο και ο υπερβαρικός θάλαμος μπορεί να είναι ακριβές μέθοδοι, αλλά είναι απολύτως νόμιμες.
3. Δεν φαίνεται να έχουμε φτάσει ακόμα τα όρια του ανθρώπινου σώματος, όπως συχνά λέγεται, ειδικά για το μήκος. Και όμως, το 8.95 στο μήκος από το 1991 κανείς δεν το έχει καν πλησιάσει. Χημεία ή όχι, η επίδοση αυτή είναι μέσα στις ικανότητες του ανθρώπινου σώματος. Και όμως οι σημερινές επιδόσεις είναι γύρω στο μισό μέτρο πιο κάτω: αυτό δεν είναι θέμα ορίων του σώματος αλλά ορίων της τεχνολογίας που για την ώρα αδυνατεί να βρει νόμιμες μεθόδους ισάξιες με το παλιό καλό μπούκωμα με αναβολικά. Ομοίως, καμιά αθλήτρια δεν έχει πλησιάσει το μοναδικό (και απολύτως βέβαια χημικό) ρεκόρ της Γκρίφιθ-Τζόινερ στα 100μ. Και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μπολτ θα κρατήσει το δικό του ρεκόρ για αρκετά χρόνια, αν δεν υπάρξουν σημαντικές αθλητικές (δηλαδή τεχνολογικές) πρόοδοι.
4. Η τεχνολογική στασιμότητα φαίνεται και από το γεγονός ότι από το 1955 και το πατεντάρισμα της μεθανδροστενολόνης, δεν έχει υπάρξει κανένα νέο αναβολικό στεροειδές: όλα τα στεροειδή είναι στην πραγματικότητα είτε το ίδιο μόριο ή μικρές παραλλαγές του. Οι όποιες πρόοδοι έχουν γίνει αφορούν είτε τη μείωση των ανεπιθύμητων παρενεργειών του ή το καλύτερο κρύψιμο της χρήσης του από τα τεστ. Η αδυναμία της χημικής βιομηχανίας να παράγει ένα θαυματουργό νέο αναβολικό χωρίς παρενέργειες σημαίνει τη σταδιακή απώλεια της πρώτης θέσης απο την ηγέτιδα δύναμη. Αν υπήρχαν νέες μέθοδοι ανάπτυξης υπεραθλητών, αυτές θα ήταν για ένα διάστημα κτήμα μόνο της χώρας που τις ανακάλυψε, γεγονός που θα εκτόξευε τις επιδόσεις των αθλητών της με τον ίδιο τρόπο που η Αν. Γερμανία κυριάρχησε για μια δεκαετία στους στίβους. Αντίθετα όμως, η στασιμότητα της τεχνολογίας σημαίνει την εξάπλωσή της, την μείωση της τιμής της, την ικανότητα των φτωχότερων χωρών να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες τεχνολογίες με τις πλουσιότερες χώρες. Κάποτε την τεχνολογία κατασκευής αναβολικών την είχαν μόνο λίγες μεγάλες εταιρίες, οι οποίες μπορούσαν να ελέγχουν την διανομή τους. Τα αναβολικά που έπαιρνε ο Λιούις ήταν μόνο για μια μικρή ελίτ υπεραθλητών, ήταν τότε ακόμα ακριβά και δύσκολα στην αγορά. Τα όποια φάρμακα και οι μέθοδοι βελτίωσης επιδόσεων είναι πλέον διαδεδομένες σε όλον τον κόσμο, ενώ η στασιμότητα των κορυφαίων επιδόσεων δείχνει ότι δεν έχουν ανακαλυφθεί επαναστατικές, νέες τεχνολογίες εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα απαγορευμένα αλλά και τα νόμιμα μέσα ντοπαρίσματος. Την δεκαετία του 80 ήταν ελάχιστοι οι αθλητές από φτωχές χώρες που μπορούσαν να αγοράσουν τα πιο προχωρημένα παπούτσια, μαγιό κλπ αξεσουάρ που πρόσφεραν επιδόσεις. Τώρα πια ακόμα και οι πιο φτωχοί έχουν εξαιρετικής ποιότητας εξοπλισμό.
Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος που όλο και πιο πολλοί αθλητές στα «κρίσιμα» αθλήματα έχουν ακριβώς τις ίδιες επιδόσεις: επειδή είναι όλοι «ενισχυμένοι» με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, νόμιμο και παράνομο. Θα ξαναδούμε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δρομέων στα 100μ όχι όταν προκύψει το νέο μεγάλο ταλέντο, αλλά όταν ανακαλυφθεί μια νέα, επαναστατική μέθοδος ντοπαρίσματος. Μέχρι τότε θα πέφτουν όλοι μαζί πάνω στο νήμα.
6ο και τελευταίο (επιτέλους). Ο κύριος κίνδυνος από τον ντοπέ πρωταθλητισμό δεν είναι τα κακά αποτελέσματα για την υγεία του αθλητή, αν και μπορούμε να υποθέσουμε ότι σίγουρα θα υπάρχουν και τέτοια. Αλλά ακόμα κι αν οι ουσίες και οι μέθοδοι αυτές δεν υπήρχαν ή δεν είχαν κανένα κακό αποτέλεσμα, και πάλι θα έπρεπε να τεθούν ορισμένα ερωτήματα που αφορούν την αξία του επαγγελματικού πρωταθλητισμού υπερυψηλού επιπέδου, εκεί που παίζονται τα πολλά λεφτά.
Για αρχή, οι κανόνες που αφορούν τον επαγγελματικό αθλητισμό και υπερασπίζονται, υποτίθεται, την ίση πρόσβαση σε αυτόν, δεν έχουν να πουν τίποτε για τη διαφορά στις συνθήκες άθλησης, τη διάδοση της αθλητικής τεχνολογίας και το μεγάλο κόστος που αυτή έχει, όχι στο επίπεδο φτωχών και πλούσιων κρατών, αλλά στο επίπεδο του επαγγελματία απέναντι στον ερασιτέχνη αθλητή. Η επιστημονική προπόνηση, τα πρόσθετα διατροφής, οι νόμιμες μέθοδοι κλπ είναι πια διαθέσιμες στον επαγγελματία και στις ΗΠΑ και στο Τρινιτάντ, αλλά είναι πολύ ακριβές και πολύ χρονοβόρες για τον ερασιτέχνη. Κανένας ερασιτέχνης αθλητής δεν μπορεί να τις ακολουθήσει, άρα εξ αρχής αποκλείεται από τους αγώνες μεγάλο μέρος όσων θα ήθελαν να συμμετάσχουν, αφήνοντας το πεδίο μόνο σε μια δράκα επαγγελματιών. Οι τελευταίοι, με την βοήθεια της επιστημονικής ομάδας πίσω τους έχουν επιδόσεις εξωπραγματικές, κατάλληλες για την θεαματική πλευρά των σπορ και όχι για την μαζική άθληση. Ρισκάρουν βέβαια: η νίκη σημαίνει δόξα και λεφτά. Η ήττα λήθη και προβλήματα. Η παραγωγή υπερανθρώπων θέλει θυσίες…
Αλλά ένα άλλο πρόβλημα έχει να κάνει με την ουσία του επαγγελματικού αθλητισμού και είναι η αυθαιρεσία των κανόνων και η κοινωνική κατασκευή του «κανονικού» αθλητή ή αθλήτριας. Δεν είναι λίγοι οι μεγάλοι αθλητές που είχαν κάποιο γενετικό χαρακτηριστικό που τους έδινε πλεονέκτημα για την κατάκτηση μεταλλίων. Μεγάλος όγκος και μυική μάζα για παλαιστές, άνοιγμα χεριών και διάπλαση για κολυμβητές κλπ κλπ. Και όμως κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για τα μετάλλια, για να πούμε μόνο ένα παράδειγμα, του εξαιρετικά προικισμένου γενετικά, του θρύλου της κολύμβησης Φελπς. Αντίθετα, μια όχι και τόσο προικισμένη αθλήτρια που όμως τυχαίνει να έχει «λάθος» χρωμοσώματα, θα αντιμετωπίσει κατακραυγή και εχθρότητα. Ή ακόμα χειρότερα, προκειμένου οι ολυμπιακοί να είναι, υποτίθεται, συμπεριληπτικοί, διεξάγονται «ειδικοί» ολυμπιακοί, χωριστά από τους κανονικούς. Ο αθλητισμός λένε, ενώνει. Οι αγώνες όμως χωρίζουν. Και μάλιστα οι ειδικοί ολυμπιακοί έχουν ακόμα περισσότερες κατηγορίες από τους κανονικούς, προκειμένου να συμμετάσχουν σε τέτοιου τύπου ανταγωνιστικές γιορτές και άτομα που σε μια ανταγωνιστική κοινωνία, «κανονικά» (έξω από τους ειδικούς ολυμπιακούς), δεν μπορούν να αγωνιστούν επί ίσοις όροις με «κανονικούς» αθλητές. Οι ανάγκες του επαγγελματικού πρωταθλητισμού, αντί να μειώνουν και να διαλύουν τις κατασκευασμένες διαιρέσεις των ανθρώπων σε φυλές, φύλα, ικανότητες κλπ, τις επιτείνουν και τις βαθαίνουν και μάλιστα με έναν «φυσικό» τρόπο.
Ίσως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τι είναι το «κανονικό» και το «ανώμαλο» όταν πρόκειται για τις «παναθρώπινες» αθλητικές γιορτές που χωρίζουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες προκειμένου να διεξαχθούν…