Διάβασα αυτό το καλοκαίρι το συγκλονιστικό «Οι Δωσίλογοι-ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής», του ιστορικού και θεράποντα της Δημόσιας Ιστορίας, Μενέλαου Χαραλαμπίδη. Δεν θα απαριθμήσω σήμερα τις πολλές αρετές του βιβλίου, ούτε τις πυκνές σκέψεις και τα βαθιά συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη. Ψάχνοντας όμως συνεντεύξεις του Χαραλαμπίδη στο δίκτυο, έπεσα πάνω στη συνέντευξή του στο Χαμίνι, όπου κάπου στο 1ο λεπτό, λέει κάτι αιχμηρά απλό και ουσιαστικό:
Εμείς οι ιστορικοί γράφουμε Ιστορία από θέση ισχύος. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά, πολύ καλύτερα από τους αναγνώστες μας, τα γεγονότα και τις πηγές, [και] μπορούμε να έχουμε μια πολύ καλύτερη εποπτεία του παρελθόντος. Αυτή τη θέση ισχύος δεν πρέπει να την εκμεταλλευόμαστε.
Είναι η στιγμή που ο Χαραλαμπίδης αναφέρεται στον ιστορικό που, ενώ δεν γράφει ιστορία «αντικειμενικά», εντούτοις πορεύεται με ειλικρίνεια, χωρίς να υποκρίνεται καμιά αντικειμενικότητα. Κατά την άποψη της γράφουσας, πίσω από αυτή τη στάση βρίσκονται δύο εξαιρετικά σημαντικές αρχές. Η πρώτη είναι η συνειδητοποίηση, από τον επιστήμονα, του προνομίου της γνώσης. Και η ανάληψη της ευθύνης που το συνοδεύει.
Η επιστήμη και η έρευνα είναι εξ ορισμού ελιτίστικες (σε προηγούμενο κείμενο είχαμε αναφερθεί ακροθιγώς στα δεινά του ελιτισμού, με την υπόσχεση ότι στο κοντινό μέλλον θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα μια πτυχή του). Με την έννοια ότι, σε μια δεδομένη κοινωνία, ένα μικρό μόνο μέρος των πολιτών μετέχει της επιστήμης, σε όλες τις εκφάνσεις της, και ένα ακόμη μικρότερο συμμετέχει ενεργά στην έρευνα και την παραγωγή νέας γνώσης. Λοιπόν οι επιστήμονες, κυρίως οι ερευνητές και οι πανεπιστημιακοί, είναι, αναπόφευκτα, μέλη μιας ελίτ.
Το θέμα είναι πώς οι τελευταίοι διαχειρίζονται (διαχειριζόμαστε) αυτή την ιδιαίτερη θέση τους (μας-η γράφουσα βρίσκεται κι αυτή στο ίδιο καζάνι). Ένα βασικό ερώτημα είναι το αν οι επιστήμονες συνειδητοποιούν ότι κατέχουν το προνόμιο να γνωρίζουν περισσότερα από το μέσο πολίτη σχετικά με ένα πεδίο της ανθρώπινης νόησης. Οι επιστήμονες έχουν προνομιακή πρόσβαση στην καινούρια γνώση και τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τις επόμενες γενιές επιστημόνων. Συνέπεια του προνομίου είναι και το γεγονός ότι οι υπόλοιποι πολίτες τούς δέχονται ως αυθεντίες. Έτσι, οι επιστήμονες, μέσω της δημόσιας παρουσίας τους, έχουν τη δυνατότητα να διαπλάθουν την κοινή γνώμη, να διαμορφώνουν πολιτικές, να επηρεάζουν πολλές από τις κατευθύνσεις προς τις οποίες βαδίζουν οι κοινωνίες, σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο.
Ας σκεφτούμε την επίδραση που ασκούν γιατροί και βιολόγοι στις πεποιθήσεις του κοινού που άπτονται της δημόσιας υγείας, περιβαλλοντολόγοι και οικολόγοι αναφορικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής και ανοικοδόμησης, ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες σε σχέση με τη συλλογική μνήμη, λήθη, και ιεράρχηση των γεγονότων, νομικοί επιστήμονες αναφορικά με την εφαρμογή των νόμων και την αίσθηση του κοινού περί δικαιοσύνης.
Η συνειδητοποίηση αυτή, όταν υπάρχει, υπαγορεύει συγκεκριμένες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, η επιστήμονας υποχρεούται να αναγνωρίζει πως όταν συνομιλεί για ένα θέμα της ειδικότητάς της με πολίτες από το ευρύ κοινό, μιλά από θέση ισχύος. Επομένως, δεν πρέπει ούτε να αποκρύπτει συνειδητά κρίσιμα δεδομένα επειδή μπορεί να κάνουν λιγότερο ελκυστική την άποψή της, ούτε να παραπλανά το ακροατήριό της με ανακριβείς πληροφορίες, τις οποίες το τελευταίο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει. Το πράγμα μπορεί να πάει και παραπέρα: ο επιστήμονας, όταν επιδιώκει την εφαρμογή στην πράξη κάποιων επιστημονικών του απόψεων, οφείλει να επιζητά ισότιμους συνομιλητές, που μπορούν να αντιληφθούν όλες τις πτυχές του ζητήματος, που μπορούν να ζητήσουν διευκρινήσεις, που μπορούν να αξιολογήσουν και να κρίνουν τις προτάσεις του με επάρκεια, σε ένα πλαίσιο ουσιαστικής ισηγορίας.
‘Ετσι, όταν ένας νομικός εισηγηθεί αλλαγή ενός νόμου βασισμένος σε μια μελέτη ή θεωρία του, αυτό θα πρέπει να περάσει πρώτα από την κρίση ενός νομικού οργάνου. Όταν ένας επιστήμονας της δημόσιας υγείας θελήσει να αλλάξει τον τρόπο φθορίωσης του πόσιμου νερού μιας πόλης, θα πρέπει να απευθυνθεί σε αντίστοιχους ειδικούς της Πολιτείας, του Δήμου, της Περιφέρειας, της κεντρικής κυβέρνησης, και όχι απλά στην υπηρεσία ύδρευσης. Όταν μια δασολόγος εκπονήσει μελέτη βάσει της οποίας επιδιώκει την αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης ενός δρυμού ή πάρκου, θα πρέπει να συνομιλήσει με επιστημονικούς και διαχειριστικούς φορείς προτού επιχειρήσει την εφαρμογή της ιδέας της στην πράξη, και όχι να αρκεστεί στη -σημαντική φυσικά- συναίνεση των μελισσοκόμων της περιοχής ή του τοπικού αυτοδιοικητικού άρχοντα. Στην αντίθετη περίπτωση, η επιστήμονας δεν κάνει καλή χρήση του προνομίου της, ανεξάρτητα από τις όποιες αγαθές προθέσεις.
Η ύπαρξη και μόνο του προνομίου αυτού σημαίνει ακριβώς ότι η κοινωνία εμπιστεύεται τους επιστήμονες ότι δεν θα παραπλανήσουν ή χειραγωγήσουν τους πολίτες χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και την αυθεντία τους. Μηχανισμός εξωτερικού ελέγχου δεν υπάρχει, εκτός από την κοινωνία των πολιτών και την επιστημονική κοινότητα. Αυτά είναι τα αντίβαρα εδώ, μάλλον μαζί με την ηθική του ίδιου του επιστήμονα.
Όταν οι επιστήμονες δεν συνειδητοποιούμε όλα τα παραπάνω, ελλοχεύει ο κίνδυνος να συμπεριφερόμαστε ως αυθεντίες που στέκονται κάπου ψηλότερα από τους υπόλοιπους. Και αυτό μπορεί να μας οδηγήσει ακόμα και σε μια στρεβλή αίσθηση ευθύνης, ότι έχουμε «χρέος» να εφαρμόσουμε την αλήθεια που κατέχουμε, εμείς οι φωτισμένοι. Αυτή η αφ’υψηλού συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει σε δυσπιστία των πολιτών απέναντι στην επιστήμη και σε απόρριψη των επιστημονικών πορισμάτων και συνολικά των επιστημονικών θεσμών. Αυτό επιτρέπει σε σκοταδιστικές και ιρρασιοναλιστικές πεποιθήσεις να εξαπλωθούν, εκεί που θα ήταν καλύτερα να φυτρώνει γόνιμος διάλογος και ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Κι εδώ είναι που έρχεται η δεύτερη αρχή που κρύβεται πίσω από τη φράση του Χαραλαμπίδη: η σχεδόν αξιωματική πεποίθηση ότι είμαστε όλοι ίσοι. Όταν κανείς νιώθει ότι απευθύνεται σε ίσους, ακόμα κι αν εκείνοι δεν γνωρίζουν όσα ο ίδιος για ένα θέμα, τότε θα καταβάλλει προσπάθεια να γίνει κατανοητός. Θα επιδιώξει να πείσει, θα είναι προσεχτικός στα επιχειρήματά του, θα εμφανιστεί ενημερωμένος και προσηνής. Και επίσης θα ακούσει τους άλλους, αφού οι ερωτήσεις, αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις τους θα έχουν εξ ορισμού βαρύτητα, καθώς θα πρόκειται για έναν διάλογο μεταξύ ίσων.
Αυτή η αρχή λείπει από την κοινωνική και κυρίως την πολιτική ζωή της χώρας. Αρκεί να δει κανείς πώς διεξάγεται η συζήτηση, σχεδόν κάθε συζήτηση, στη δημόσια σφαίρα. Δημοσιολογούντες και δημοσιογράφοι που γνωρίζουν τα πάντα για όλα και απευθύνονται στους πολίτες, ενίοτε και στους καλεσμένους τους, σαν να είναι ανίδεοι και αγροίκοι (π.χ., «αυτά λένε οι απλοί [sic]άνθρωποι αλλά η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη»). Δικαστικοί λειτουργοί που πιάνονται από το γράμμα κάποιου νόμου και αγνοούν την κοινή λογική και την ίδια τη στιβαρότητα της λογικής συνεπαγωγής (π.χ. «αδιευκρίνιστα» ποσά σε λογαριασμούς που ερευνώνται για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, που όμως δεν χρειάζεται να διερευνηθούν περαιτέρω!). Και υπουργοί, βουλευτές, κάθε λογής πολιτευόμενοι, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που δεν αισθάνονται την υποχρέωση να εξηγήσουν, να λογοδοτήσουν, να φτιάξουν ένα επιχείρημα συγκροτημένο, που να στέκει απέναντι σε νοήμονες ακροατές (εδώ τα παραδείγματα είναι ατελείωτα). Το πολιτικό προσωπικό δεν σέβεται τους συνομιλητές του, είτε αυτοί είναι πολιτικοί αντίπαλοι είτε είναι οι πολίτες. Όταν όμως οι κυβερνώντες δεν σέβονται τους πολίτες και δεν τους θεωρούν ισότιμους συνομιλητές, πώς θα διαφυλάξουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ίδια τη δημοκρατία;
Η δημοκρατία, ακόμα και η αστική, κοινοβουλευτική εκδοχή της, προϋποθέτει την πεποίθηση ότι ναι, είμαστε όλοι ίσοι, κι ας μην είμαστε όλοι ειδήμονες στην οικονομία, τη νομική, τη βιολογία, την ιατρική, την ιστορία. Οποιαδήποτε στάση τοποθετεί έναν από μας πάνω από τους υπόλοιπους πολίτες τροφοδοτεί μια ελιτίστικη άποψη για την κοινωνία και τελικά υπονομεύει τη δημοκρατία, αθόρυβα αλλά ουσιαστικά.