Μέχρι πριν από περίπου μια πενταετία (2020), τα δύο-τρίτα των αμερικανικών νοικοκυριών δεν είχαν 500 δολάρια στην άκρη για μια έκτακτη ανάγκη, ενώ φέτος το χρέος των νοικοκυριών στις ΗΠΑ έφτασε σε ιστορικό υψηλό, αγγίζοντας επίπεδα ρεκόρ ύψους σχεδόν 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Επιπλέον, οι περισσότεροι Αμερικανοί, αλλά και πολλοί άνθρωποι σε Ευρώπη, Ελλάδα και «Δύση», δεν γνωρίζουν ότι το μέσο εισόδημα για το κάτω του 50% του αμερικανικού πληθυσμού μειώνεται για μια συνεχή περίοδο 30 ετών.
Παρόμοια, λίγοι αντιλαμβάνονται πραγματικά πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, από τη δεκαετία αποδυνάμωσης, σταδιακής αποσύνθεσης και τελικά αυτοδιάλυσης της ΕΣΣΔ, και την έναρξη της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ, που συνοδεύτηκε από την κορύφωση της παγκοσμιοποίησης, μέχρι την κρίση του 2008 και την εκλογή του Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών το 2016.
Το 1980 το οικονομικό μερίδιο των ΗΠΑ, ως ποσοστό επί της παγκόσμιας οικονομίας, με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (δηλαδή ΑΕΠ με όρους PPP), ήταν περίπου 22%, ενώ της Κίνας γύρω στο 3%. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 2017 τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν μεταβληθεί σε 15,3% για τις ΗΠΑ και 18,2% για την Κίνα (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 26). Την ίδια σχεδόν περίοδο, από το 1980 μέχρι το 2015, στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο λόγος του μέσου εισοδήματος του υψηλότερου-πλουσιότερου 1% προς το μέσο εισόδημα του χαμηλότερο-φτωχότερου 50% εκτοξεύθηκε από 41 (το 1980) σε 138 (το 2015), ο υψηλότερος στον πλανήτη.
Η ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων μέσω μιας οικονομικής προσέγγισης είναι κυρίαρχη, έχει ηγεμονικό χαρακτήρα, και εν πολλοίς έχει μετατραπεί σε προσέγγιση του συρμού. Εκείνο το στοιχείο που υποτιμάται συστηματικά, όσον αφορά μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στην αμερικανική κοινωνία, είναι το φυλετικό ζήτημα, το οποίο υπάρχει από τη σύσταση του αμερικανικού κράτους, και δίχως το οποίο σχεδόν καμία πτυχή και εξέλιξη της ιστορίας της αμερικανικής κοινωνίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αμερικανικός ρατσισμός συνόδευσε, έμμεσα ή άμεσα, κάθε σημαντική καμπή της ιστορίας του αμερικανικού κράτους, και ότι η αμερικανική κοινωνία διαμορφώθηκε αρχικά ως μια κοινωνία εποίκων στη βάση μιας πολιτικής οντότητας αποικιακού χαρακτήρα (settler colonialism), όπως συνέβη και με όλα τα εξωευρωπαϊκά αγγλόφωνα κράτη, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, που αποτελεί το κράτος γεννήτορά τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Νότια Αφρική, η Αυστραλία, όλα αυτά τα κράτη είναι παιδιά της Αγγλίας, των πολιτικών και των ανταγωνισμών της (ο Καναδάς και της Γαλλίας, η Ν. Αφρική και της Ολλανδίας): settler colonial states.
Το ίδιο ισχύει και για το Ισραήλ. Η κοινότητα αποικιακού χαρακτήρα εποικισμού μεταξύ των κρατών της αγγλόσφαιρας και του Ισραήλ είναι ένας από τους λόγους που το υποστηρίζουν τόσο σθεναρά, από ρεαλιστική σκοπιά και ανεξάρτητα από γεωπολιτικούς, ιδεολογικούς ή άλλους λόγους. Την ίδια τους την ύπαρξη υποστηρίζουν και δικαιώνουν σε διεθνές επίπεδο (Ο Χριστιανικός Σιωνισμός και το Ισραήλ ως θρησκευτικό ιουδαϊκό και κοσμικό ισραηλινό κράτος) Αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η πολιτικοποίηση του ζητήματος του Ισραήλ επηρεάζει τόσο τον εσωτερικό μετασχηματισμό του Δημοκρατικού κόμματος, το συνέδριο του οποίου ξεκίνησε στις 19 Αυγούστου, όσο και τη σχέση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών (Για την έντονη πολιτικοποίηση του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ στις ΗΠΑ υπό το φόντο του ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη).
Ωστόσο, δεν αρκεί η έντονη πολιτικοποίηση του ζητήματος της στήριξης του Ισραήλ, ή του του οικονομικού ζητήματος, προκειμένου να ερμηνευτούν οι πολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ερμηνεία πολιτικών φαινομένων που αναπτύσσονται σε κρατικές κοινωνίες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στη βάση εποικισμού είναι αδύνατη δίχως τη φυλετική διάσταση. Στην προκειμένη αμερικανική περίπτωση το φυλετικό ζήτημα συνενώνεται με το οικονομικό στο πλαίσιο του μεταναστευτικού ζητήματος (σε επόμενο κείμενο θα εξετάσουμε κατά πόσο το μεταναστευτικό σε συνδυασμό με δημογραφικές τάσεις μπορεί να παράγει πολιτικά αποτελέσματα).
Αυτό έχει σημασία, διότι παρόλο που η κυρίαρχη αντίληψη και η συμβατική σοφία έχει προσδιορίσει το πολιτικό ρεύμα γύρω από τον Ντόναλτ Τραμπ ως ένα κίνημα που ο κύριος όγκος του προέρχεται κατά βάση από εργατικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα και χωρίς κολεγιακή μόρφωση, εντούτοις υπάρχουν αρκετοί που ισχυρίζονται ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ κατανεμήθηκαν σχετικά ομοιόμορφα όσον αφορά τα επίπεδα εισοδήματος στις εκλογές του 2016.
Το πραγματικό ζήτημα που έφερε στο προσκήνιο τον Τραμπ δεν ήταν, και δεν παραμένει, απλώς οικονομικό και μορφωτικό, αλλά κυρίως φυλετικό και πολιτειακό: ισχυρίζονται ότι το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ δεν πιστεύει πλέον στις φιλελεύθερες αρχές που διέπουν το αμερικανικό συνταγματικό καθεστώς και το σύστημα διακυβέρνησης, και ότι το συγκεκριμένο κίνημα επιδιώκει την ανατροπή της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, την εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού μεταφιλελεύθερου καθεστώτος και την οικοδόμηση μιας νέας Αμερικής.
Υπό το φως ενός τέτοιου ερμηνευτικού πλαισίου, οι αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024 δεν αποτελούν μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αλλά ένα δημοψήφισμα με επίδικο τη συνέχιση της ύπαρξης της παλαιότερης φιλελεύθερης δημοκρατίας στον πλανήτη και τη διασφάλιση της δημόσιας φιλελεύθεροδημοκρατικής κοινωνικής, πολιτικής και συνταγματικής τάξης, που γεννήθηκε από την Αμερικανική Επανάσταση.