Οι αντιδράσεις των δυτικών κυβερνήσεων, μετά τη νέα εκλογική επικράτηση του Νικολάς Μαδούρο στην προεδρία της Βενεζουέλας και η αμφισβήτηση της νίκης του με διαφορά στήθους από τον δεξιό αντίπαλό του, ήταν αναμενόμενη. Εκείνο όμως που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στην παρούσα συγκυρία, όμως, είναι η δυσπιστία -η καλύτερα ευθεία επίθεση- που δέχεται ο διάδοχος του Ούγκο Τσάβες από έναν από τους θεωρούμενους ως επιγόνους του στη Νότιο Αμερική. Ο Γκάμπριελ Μπόριτς, του οποίου η εκλογή στην προεδρία της Χιλής είχε σκορπίσει ελπίδες ότι θα παγίωνε το αριστερό μέτωπο στην ήπειρο, έχει αναδειχθεί εδώ και καιρό ως ο πιο διαπρύσιος αντίπαλος -και μάλιστα εκ των ένδων-του Μαδούρο.
Αμέσως μετά τα αποτελέσματα στις εκλογές της 28ης Ιουλίου, ο Μπόριτς αμφισβήτησε ευθέως τη νίκη του Μαδούρο, προσθέτοντας μάλιστα προτού καν ανακοινωθούν τα πρακτικά της Εφορευτικής Επιτροπής και τα επίσημα στοιχεία πως «δεν είχε καμία αμφιβολία πως το καθεστώς Μαδούρο διέπραξε νοθεία». Παράλληλα κατήγγειλε τις διώξεις των πολιτικών του αντιπάλων. Μία δήλωση που έριξε λάδι στις ήδη πολύ τεταμένες σχέσεις της χιλιανής κυβέρνησης με το Καράκας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βενεζουέλας Ιβάν Χιλ ανταποκρίθηκε στην πρόκληση και αποκάλεσε τον Μπόριτς «πινοτσετίστα και πραξικοπηματία» και μέσω του Χ του Ίλον Μασκ (που ειρήσθω εν παρόδω ο Μαδούρο κατηγορεί ότι τον υποσκάπτει) τον χαρακτήρισε πιο ακροδεξιό και από τον Αργεντινό ομόλογό του Χαβιέρ Μιλέι, αλλά και του αμερικανικού ΥΠΕΞ.
Η αντιπαράθεση τούτη υπήρξε η πιο σοβαρή σύγκρουση που είχε έως τώρα μία άλλη «αριστερή» κυβέρνηση με τον Μαδούρο. Για πολλούς αναλυτές, η αποστασιοποίηση του Μπόριτς από άλλους αριστερούς ομολόγους του στη Λατινική Αμερική απέναντι στον Τσαβισμό, αποτελεί γενεαλογικό σύμπτωμα. Αποδεικνύει πως οι νεώτερες γενιές, όπως αυτές του Μπόριτς, αντιλαμβάνονται τον (έμφυτο στην ήπειρό τους) αριστερό λαϊκισμό με διαφορετικό τρόπο, η ρητορεία τους και οι μέθοδοί τους διαφοροποιούνται από τις τεχνικές που μέχρι τώρα χαρακτήριζαν τη δράση ηγετών σαν τον Τσάβες, τον Μαδούρο ή τον Λούλα και παίρνουν αποστάσεις.
Άλλωστε, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Ευρέως Μετώπου (Frente Amplio), του οποίου ηγείται ο Μπόριτς, είναι η κομματική πολυσυλλεκτικότητα, ενός μεγάλου συνασπισμού, που δεν απορροφά τα κινήματα εκείνα που συμπράττουν σε αυτόν. Σε αντίθεση με τον Τσαβισμό, που πάντα επιδιώκει υπό τα σκήπτρα ενός «χαρισματικού» ηγέτη να υποσκελίζει τις υπόλοιπες δυνάμεις και τους συνοδοιπόρους και να συγκεντρώνει πάνω του όλες τις εξουσίες. Άλλωστε και η παραδοσιακή αριστερά στη Βενεζουέλα συχνά προσάπτει στον Μαδούρο (και τον Τσάβες) ότι άφησε τις δυνάμεις της μακριά από τη λαϊκή κυβέρνηση, ενώ συχνά-πυκνά καταγγέλλει την κοινωνική και πολιτική καταπίεση του «κράτους-πολεμική μηχανή» της κυβέρνησης, που έχει σφετερισθεί κι αλλοιώσει τις αρχές της μπολιβαριανής επανάστασης. Και είναι κοινή παραδοχή στους κύκλους της πως μέχρι σήμερα η αριστερά δεν έχει κατορθώσει να βρει μία προσωπικότητα που να μπορέσει να ορθώσει ανάστημα απέναντι στον Μαδούρο.
Εντούτοις, το ζήτημα του ποια στάση θα τηρηθεί απέναντι στα αποτελέσματα των εκλογών στη Βενεζουέλα, διχάζει και το ίδιο το στρατόπεδο του Μπόριτς: πολλά στελέχη της «νέας» αριστεράς, όπως η εκπρόσωπος της κυβέρνησης Καμίλα Βαγιέχο (καίτοι μέλος του ΚΚ Χιλής, που εν γένει στήριξε τον Μαδούρο) χειροκρότησε την αντίδραση του Προέδρου, καλώντας τον να αναγνωρίσει ως Πρόεδρο τον υποψήφιο της δεξιάς συμμαχίας Εδμούνδο Γκονσάλες Ουρούτια και όχι τον «ναρκοδικτάτορα», επιτιμώντας το κόμμα της για την υποστήριξη σε αυτόν. Το ίδιο και πολλοί άλλοι υπουργοί της κυβέρνησής του, σε αντίθεση με τον επικεφαλής του ΚΚ Λαουτάρο Καρμόνα, που επέμεινε στην υπεράσπιση των αποτελεσμάτων.
Βέβαια, η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Μαδούρο και τον Μπόριτς ξεκινά και από ένα ζήτημα που για τον ίδιο τον Χιλιανό πρόεδρο αποτελεί την Αχίλλειο πτέρνα της διακυβέρνησής του: την ασφάλεια των πολιτών και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Έχοντας μόνο αποτυχίες να επιδείξει και στον τομέα αυτό, ο Μπόριτς νοιώθει πως μπορεί να χάσει ακόμη μεγαλύτερη δημοφιλία έπειτα από τις αποτυχίες του στο δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα και τη λύση του προβλήματος με τους ιθαγενείς. Για τον λόγο τούτο, ο Μπόριτς είναι εύκολο να τα βάλει με τον Μαδούρο όσον αφορά την ανεξέλεγκτη δράση της εγκληματικής οργάνωσης Tren de Aragua, η οποία ορμώμενη από τις φυλακές της Βενεζουέλας μέσα σε λίγα χρόνια άπλωσε τα πλοκάμια της σε όλη τη χώρα του Μαδούρο, μεταφέροντας τη δράση της και στην Κολομβία, το Περού και τη Χιλή. Τον περασμένο Απρίλιο, η ανταλλαγή ύβρεων ανάμεσα στους δύο ηγέτες για το ποιος φέρει την ευθύνη της ανεξέλεγκτης δράσης του εγκληματικού τούτου καρτέλ έφερε σχεδόν σε ρήξη τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Παρ’ όλο που οι τόνοι αρχικά έπεσαν, εκείνο που δεν υπόθεση της δολοφονίας του Ρονάλδ Οχέδα, Βενεζουελάνου αντικαθεστωτικού που είχε βρει καταφύγιο στη Χιλή και σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές της αποδίδεται σε πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών του Καράκας.
Εν μέσω αυτού του πολιτικού σεναρίου, ο Μπόριτς είχε συνάντηση με άλλους περιφερειακούς ηγέτες, κυρίως ομογάλακτους του, σχετικά με το ζήτημα. Πρώτα, από κοινού με τον υπουργό Εξωτερικών Αλβέρτο Βαν Κλάβερεν με την αντίστοιχη ΥΠΕΞ του Μεξικού, Αλίσια Μπαρσένα και κατόπιν με τον πρόεδρο της Βραζιλίας, Λουίς Ινάσιου «Λούλα» ντα Σίλβα, ο οποίος πραγματοποίησε διήμερη επίσημη επίσκεψη στο Σαντιάγκο. Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα ήταν αν οι ηγέτες θα έκαναν κοινή δήλωση για τη Βενεζουέλα, κάτι που δεν συνέβη. Ο Λούλα, ο οποίος απέναντι στις ομοβροντίες της Δύσης ενάντια στο Καράκας τήρησε μία πιο προσεκτική και ήπια στάση από τον Χιλιανό. Η Βραζιλία παρά την αβεβαιότητα για τα αποτελέσματα επιμένει να μη διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με το Καράκας, αντίθετα με τη Χιλή. Ο Λούλα, του οποίου η χώρα φιλοξενεί πάνω από 500.000 πληθυσμού από τη Βενεζουέλα (οι οποίοι ευελπιστούσαν να επιστρέψουν μετά τις εκλογές και μια ήττα του Μαδούρο) επέμεινε μεν στην ανάγκη οι αρχές του Καράκας να δώσουν εξηγήσεις και να παραδώσουν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της καταμέτρησης, ανέλαβε όμως παράλληλα την πρωτοβουλία να βρεθεί μία λύση μέσα από διαπραγματεύσεις. Ο ίδιος ο Λούλα, σε συνέντευξή του, συνέστησε στον Μαδούρο ακόμη και τη νέα προσφυγή στις κάλπες ή στη σύνθεση μίας νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Ακριβώς τους σκοπούς της πρωτοβουλίας του αυτής, με τη συμμετοχή και των αριστερών προέδρων της Κολομβίας Γκουστάβο Πέτρο και του απερχόμενου στο Μεξικό Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, εξήγησε στον Μπόριτς ο Βραζιλιάνος ομόλογός του και φυσικά το γιατί δεν προσκλήθηκε κι εκείνος να συμβάλει στη διαπραγμάτευση. Είναι φυσικό πως μετά τη δριμεία αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων από τον Μπόριτς, η παρουσία του μόνο κακό θα προξενούσε σε αυτόν τον αγώνα δρόμου των τριών αριστερών προέδρων για να μην εκτραχυνθεί περαιτέρω η κατάσταση στη Βενεζουέλα. Ωστόσο, ο Χιλιανός ΥΠΕΞ Βαν Κλάβερεν διεμήνυσε πως η Χιλή είναι «απόλυτα διαθέσιμη» για να συμβάλει οποτεδήποτε χρειασθεί σε μία διαμεσολαβητική προσπάθεια ώστε να αντιμετωπισθεί η κρίση στη Βενεζουέλα.
Ο Λούλα, όπως και οι άλλοι δύο συνοδοιπόροι του είναι πεπεισμένοι πως μόνο διατηρώντας ανοικτούς τους διαύλους των διαπραγματεύσεων είναι δυνατόν ο Μαδούρο ο οποίος έχει οχυρωθεί πίσω από την άρνησή του να δώσει στη δημοσιότητα τις επακριβείς καταγραφές της καταμέτρησης στα εκλογικά τμήματα, όπως επίμονα αξιώνουν η αντιπολίτευση, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε.. Οι Λούλα, Πέτρο και Ομπραδόρ κατανοούν πως μία ακόμη μεγαλύτερη κατασταλτική παρέκκλιση του Μαδούρο, του οποίου οι αστυνομικές αρχές ήδη έχουν συλλάβει πάνω από 2.000 στελέχη της αντιπολίτευσης, είναι πιθανό να αμαυρώσει και τη δική τους εικόνα, μιας και η Βενεζουέλα εξακολουθεί ακόμη να προσμετράται στο τόξο των αριστερών κυβερνήσεων. Συνεπώς, μία ταύτιση των νέων αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική με τη Βενεζουέλα θα είναι προβληματική. Όπως εξίσου προβληματική θα είναι και μία αναφανδόν καταδίκη του Μαδούρο, η οποία δύναται να εκληφθεί από τους αριστερούς ψηφοφόρους στις χώρες αυτές ως σύμπλευση με τα αμερικανικά και ακροδεξιά λαϊκιστικά συμφέροντα και πολιτικές αποβλέψεις στην ήπειρο. Οι τρεις χώρες, ιδίως μετά την ήττα των Περονιστών στην Αργεντινή και ενόψει ενός ενδεχόμενου επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, αισθάνονται πως η θέση τους απέναντι σε μία αναγεννημένη ακροδεξιά και συντηρητική πλειονότητα κυβερνήσεων στην περιοχή θα διαταράξει τα σχέδιά τους (ιδίως τις φιλοδοξίες του Λούλα για κοινό νόμισμα στην περιοχή).
Άλλωστε η ίδια η θερμή υποδοχή, που ο Λούλα είχε δαψιλεύσει στον Μαδούρο στη μεγάλη Σύνοδο Κορυφής της Λ. Αμερικής που είχε συγκαλέσει το 2023, του είχε στοιχίσει πολλές επικρίσεις τόσο εκ δεξιών (από τον Λακάγιε Πόου της Ουρουγουάης), όσο και από τον Μπόριτς και πάλι. Τότε ο Χιλιανός πρόεδρος είχε αντιτείνει στον Λούλα πως δεν είναι «παραμύθια», ότι η πολιτική του Μαδούρο σκοτώνει παιδιά, αλλά «μία πραγματικότητα και σοβαρή μάλιστα». Ο Μπόριτς είχε μόλις αντιμετωπίσει τη σφοδρή ήττα στις εκλογές για το Σύνταγμα, στις οποίες βάρυνε ιδιαίτερα το πρόβλημα της ασφάλειας και της παράτυπης μετανάστευσης, όπου οι χιλιάδες οικονομικοί και πολιτικοί πρόσφυγες από τη Βενεζουέλα επιδεινώνουν, συν το προαναφερθέν ζήτημα της δράσης του οργανωμένου εγκλήματος.
Ζητήματα, που όσο θα διαιωνίζονται, όσα αποτελέσματα κι εάν φέρει η αγαθών προθέσεων πρωτοβουλία του Λούλα, για τον Μπόριτς δεν πρόκειται να αμβλύνουν την οργή που τρέφει στο πρόσωπο του Μαδούρο για την προσωπική πολιτική ζημιά που του έχει προξενήσει.