ΑΘΗΝΑ
23:33
|
21.11.2024
Η άνοδος και η πτώση ενός παιδιού της Θάτσερ.
Το σούπερ γιοτ Bayesian
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στη θάλασσα της βόρειας Σικελίας, λίγες εκατοντάδες μέτρα ανοιχτά από το χωριό Πορτιτσέλο, κοντά στο Παλέρμο, ξεκουράζει το κουφάρι του το σούπερ γιοτ, Bayesian. Βουβό, κάθεται στον βυθό της Μεσογείου στα 50 μέτρα βάθος, έχοντας βυθιστεί μέσα σε λιγότερο από δύο λεπτά στις 19 Αυγούστου. Μαζί του πήρε στον βυθό και τις ζωές 7 από τους 22 επιβαίνοντές του, έξι από τους οποίους ήταν ζάπλουτα μέλη της βρετανικής ολιγαρχίας (ο έβδομος ήταν ο μάγειρας του πλοίου).

Το φετινό ήταν αναμφισβήτητα το χειρότερο κλιματολογικά καλοκαίρι που έχει καταγραφεί ποτέ για τις χώρες της Μεσογείου. Από τον Μάιο και μετά ζήσαμε έναν διαρκή καύσωνα με πολύ υψηλές θερμοκρασίες όχι μόνο στην ατμόσφαιρα αλλά και στο νερό. Υψηλή θερμοκρασία νερού σημαίνει εξάτμιση, άρα πολλή υγρασία στον καυτό αέρα, υγρασία που με την παραμικρή ανάσα δροσιάς συμπυκνώνεται απότομα, φέρνοντας βίαιες καταιγίδες (που περιμένουμε ότι θα μας ταλαιπωρήσουν φέτος το φθινόπωρο -θυμηθείτε τον Daniel πέρσι). Προάγγελος αυτών των καταιγίδων ήταν το μπουρίνι που έπληξε την Ιταλία στις 19 Αυγούστου, το οποίο έφτασε εξασθενημένο και στη δυτική Ελλάδα μια μέρα μετά. Η κακοκαιρία χτύπησε το Bayesian στις 4 τα ξημερώματα της Δευτέρας 19/8 ενώ αυτό είχε ρίξει άγκυρα αρόδο. Το πλοίο βυθίστηκε δια μιας.

Στο σκαρί επέβαιναν, μεταξύ άλλων, ο Βρετανός μεγιστάνας Μάικ Λιντς και η γυναίκα του (που ήταν και ιδιοκτήτρια του σκάφους), ο πρόεδρος της Morgan Stanley (όπως ανακριβώς αναφέρθηκε στα ελληνικά μέσα), Τζόναθαν Μπλούμερ, δικηγόροι και φίλοι του Λιντς, μεταξύ των οποίων και ένα ζευγάρι με μωρό ενός έτους (το μωρό και οι δικοί του σώθηκαν). Είχαν μαζευτεί εκεί για να γιορτάσουν την αθώωση του Λιντς από αμερικανικά δικαστήρια σε μια από τις πιο δημοσιοποιημένες και μακροχρόνιες υποθέσεις των τελευταίων χρόνων.

Συμπτώσεις, συμπτώσεις…

Και, εδώ αρχίζουν οι περίεργες συμπτώσεις, που έχουν κάνει το διαδίκτυο και τα βρετανικά τάμπλοιντ να βοούν ότι πρόκειται περί… «συμπτώσεων».

Ο συγκατηγορούμενος του Λιντς στη δίκη, υπεύθυνος οικονομικών της εταιρίας του και προσωπικός του φίλος, Στίβεν Τσάπμπερλεν, είχε σκοτωθεί μόλις το προηγούμενο Σάββατο, όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο την ώρα που έκανε τζόκινγκ. Δύο σούπερ περίεργα «δυστυχήματα» σε μόλις 48 ώρες είναι κάπως πολύ περίεργη σύμπτωση για να την καταπιεί αμάσητη ο πάντα ψαγμένος τύπος του διευρυμένου αγγλόφωνου κόσμου.                

Το Bayesian τώρα, ήταν ένα πανάκριβο σκαρί 56 μέτρων με μονό κατάρτι ύψους 72 μέτρων (όσο ένα κτίριο 20 ορόφων). Κατασκευασμένο πάνω σε σχέδιο του διάσημου Ρον Χόλαντ στην Ιταλία, είχε πλήρως ανακαινιστεί το 2020. Το κόστος για την αγορά του ήταν της τάξης των 12 εκ. ευρώ. Ανήκε στη Revtom Ltd με έδρα τα νησιά Μαν, εταιρεία μοναδική μέτοχος της οποίας ήταν η σύζυγος του Λιντς. Το σούπερ γιοτ ήταν διαθέσιμο για ενοικίαση, όταν δεν το χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Λιντς εννοείται, για το μάλλον μέτριο ποσό των 195. 000 € εβδομαδιαίως. Δεν γνωρίζουμε αν στην τιμή περιλαμβάνεται και το κόστος του πληρώματος: αν ναι, τότε πρόκειται για πολύ χαμηλό τίμημα,  δεδομένου ότι σκάφη της κατηγορίας αυτής ενοικιάζονται για περίπου τα διπλά. Αν η πάντα φίλη της θάλασσας αναγνώστρια του «Κ» σκέφτεται να νοικιάσει ένα τέτοιο για να πάει τις διακοπές της, εμείς εδώ στο «Κοσμοδρόμιο», όντας επίσης φίλοι των ποιοτικών και οικονομικών διακοπών, έχουμε να της πούμε ότι αν η τιμή είναι φουλ κομπλέ με πλήρωμα (και βέβαια, αν το είχε προλάβει πριν πάει δυστυχώς φούντο), θα ήταν μεγάλη ευκαιρία. Πράγματι, το σκάφος μπορούσε να φιλοξενήσει 12 ενήλικες, άρα το εκτιμώμενο κόστος κατά άτομο ήταν μόλις 2.400 € την ημέρα. Πριν βιαστείτε να πείτε χαζομάρες, σκεφτείτε πρώτα ότι το σετ 2 ατόμων σε ομπρελοξαπλώστρα πρώτη σειρά στο Nammos στην Ψαρρού σας έρχεται σε μέρες αιχμής στα 1.300 €. Ξαφνικά νομίζουμε ότι γίνεται προφανές πως το κόστος για το Βayesian δύσκολα θα το έλεγε κανείς εξωφρενικό πλέον -εμείς εδώ στο «Κ» το κατατάσσουμε στα «κελεπούρια», οριακά μόνο κρατιόμαστε να μην το βάλουμε στην κατηγορία «για φτωχάντζες μόνο».

Όπως κι αν έχει, ένα τέτοιο σκαρί κανονικά αυτόν τον καιρό τον είχε εύκολα, ήταν σχεδιασμένο για να καγχάζει υπεροπτικά μπροστά σε σαφώς χειρότερους τυφώνες. Κι όμως βυθίστηκε σε δύο λεπτά, τη στιγμή που ένα πολύ μικρότερο και παλιότερο σκάφος, το «μόλις» 42 μέτρων δικάταρτο Sir Robert Baden Powell που ήταν εκεί δίπλα, όχι μόνο άντεξε αλλά ξεκίνησε και τη διάσωση των επιζώντων ναυαγών. Μια ακόμα σύμπτωση: τα μέλη της βρετανικής άρχουσας τάξης τα έσωσε ένα σκάφος με το όνομα ενός Βρετανού ιμπεριαλιστή (και καλού πρόσκοπου). Ο σερ Μπάντεν-Πάουελ ήταν ο αποικιοκράτης στρατιωτικός ο οποίος, αφού έσφαξε κάτι καραβιές Ινδούς και Νοτιοαφρικανούς, γύρισε ακτοπλοϊκώς και με καθαρή τη συνείδησή του στην Βρετανία, όπου εξωράισε την εικόνα του ιμπεριαλισμού ιδρύοντας το προσκοπικό κίνημα, που αρχικός του σκοπός ήταν η διαμόρφωση μιας νεολαίας με υψηλά ιδανικά (και στρατιωτικές ικανότητες). 

Το γεγονός ότι το ναυάγιο συνέβηκε ακριβώς δίπλα στο επίκεντρο της σικελικής μαφίας ήταν κάτι σαν ποιητική δικαιοσύνη. Πράγματι, στην περιοχή κάθε χωριό είναι και προγονική εστία μιας οικογένειας. Ακόμα και το μικρό ψαροχώρι του Πορτιτσέλο είναι περήφανο για τα τέκνα του. Η μαφία τώρα είναι γνωστό ότι τείνει να επιλύει τις διαφορές της με χρήση τσιμεντένιων παπουτσιών, κατάλληλων για περπάτημα σε μεγάλα βάθη. Δεν θα ήταν άραγε ταιριαστό τα θύματα του ναυαγίου να πήραν μαζί τους στον υγρό τάφο και τους λόγους για τους οποίους το αβύθιστο γιοτ βυθίστηκε;

Ηρεμία, πάντα ενήμερη για τα της μαφίας, αγαπητή αναγνώστρια του «Κ» που εκτός από το αγαπημένο σου σάιτ έχεις ξεκοκαλίσει και όλα τα αστυνομικά βιβλία του Καμιλέρι! Μπορεί ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο να είναι μεν έγκυρη πηγή για την εγκληματικότητα στην περιοχή της Βιγκάτα, που βρίσκεται στα δυτικά του νησιού, αλλά εκτός του ότι το δυστύχημα έγινε δυστυχώς εκτός της δικαιοδοσίας του Μονταλμπάνο (αν είχε αναλάβει αυτός την υπόθεση ίσως και να μαθαίναμε τι ακριβώς συνέβηκε), υπάρχουν και άλλοι λόγοι που μας επιβάλλουν να δείξουμε περίσκεψη προτού βιαστούμε να δείξουμε τον ένοχο:

Πρώτον, ισχύει ότι τα τελευταία χρόνια, για λόγους με τους οποίους το πολυπληθές επιτελείο του «Κ» θα ασχοληθεί σε μελλοντικό χρόνο, η σικελική μαφία έχει πολύ αποδυναμωθεί δυστυχώς. Κατά γενική ομολογία τα σκήπτρα τα έχει αυτή τη στιγμή η Ντράγκετα της Καλαβρίας με μακρινή δεύτερη την ναπολετάνικη Καμόρα. Οι Σικελοί αυτή τη στιγμή, τα περασμένα τους μεγαλεία διηγούνται και κλαίνε, οι άμοιροι.

Δεύτερον, και κυριότερο, γιατί χρειαζόμαστε τη μαφία; Είναι τετριμμένη πια η ρητορική ερώτηση που βάζει ο Μπρεχτ στο στόμα του Μάκι του Σουγιά (Μακχήθ, ή Μάκι, ή Mack the knife) στην Όπερα της Πεντάρας, «τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στο άνοιγμα μιας τράπεζας;». (Συνήθως αφήνουμε έξω την επόμενη φράση, «τι είναι ο φόνος ενός ανθρώπου μπροστά στην πρόσληψή του;», αλλά ας έχει.) Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν και τόσο μεγάλες διαφορές. Τράπεζες και μαφίες μοιράζονται μια κοινή όρεξη για εύκολα λεφτά, ανάληψη ρίσκων και τζογάρισμα σε αμφιλεγόμενες επιχειρήσεις με λεφτά που τα αντλούν δια οικονομικού εκβιασμού από τρίτους. Επίσης, αμφότεροι οι κοινωνικοί αυτοί μηχανισμοί έχουν προσβάσεις στο κράτος. Ιστορικά οι μαφίες όταν μεγαλώνουν γίνονται τράπεζες, ενώ από την άλλη είναι γνωστό ότι οι τραπεζίτες χρησιμοποιούν τακτικά τις «υπηρεσίες» διαφόρων μαφιών (εκτός αν πιστεύετε ας πούμε ότι οι ιδιωτικές εταιρίες που μαζεύουν απλήρωτα χρέη και οι ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας και μεταφοράς χρηματικών ποσών δεν είναι μαφίες που υπάρχουν σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ νόμιμου και παράνομου).  Από τους robber barons του αμερικάνικου σιδηροδρόμου που έγιναν ευεργέτες του αμερικανικού έθνους (ακριβώς όπως και οι δικοί μας Συγγροί και Βαρβάκηδες), μέχρι τους εθνικιστές των τριάδων της Κίνας στον πόλεμο του οπίου που τώρα ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα της Ταϊβάν, η σχέση είναι καταγωγική. Επιπλέον, αν και οι μαφίες χρειάζονται τις τράπεζες για να ξεπλύνουν μαύρο χρήμα, αντιθέτως οι τράπεζες μπορούν να κάνουν και χωρίς τις μαφίες. Ή, για να το θέσουμε με ένα άλλο παράδειγμα, όπως οι δικοί μας φασίστες λένε «ναι, αλλά επί χούντας κοιμόμασταν με ανοιχτές πόρτες», έτσι και οι Ιταλοί λένε, «ναι, αλλά μόνο επί Μουσολίνι δεν είχαμε μαφία». Περιέργως, αυτό είναι ακριβές. Ο Μουσολίνι είχε εξουδετερώσει την μαφία, επειδή την είχε προσλάβει: οι μελανοχίτωνές του δεν ήταν παρά μαφιόζοι σε κρατική υπηρεσία και ελέγχονταν από τους κάπι της μαφίας που είχαν αναλάβει τα υπουργεία και τις τράπεζες: η «φυσική» θέση της μαφίας είναι η επάνδρωση του κράτους, οι μαφίες λειτουργούν ως οιωνεί κρατικοί μηχανισμοί εξουσίας. Να μην πούμε εδώ για το σκάνδαλο της στοάς P2 και τη σχέση μαφίας, μασονίας, κράτους, Βατικανού και τραπεζών. Και ας μην ανοίξουμε καν τον φάκελο Τουρκία.

Στην πραγματικότητα, οι μαφίες είναι τα μικρά αθώα αδερφάκια των τραπεζών. Η εκτιμώμενη αξία της αμερικανικής μαφίας (που είναι πολλές τάξεις μεγαλύτερη από τη μάμα σικελική μαφία) είναι γύρω στα 100 δις δολάρια. Ας πούμε ότι είναι τα διπλάσια. Το αμερικάνικο σκέλος της Morgan Stanley μόνο, έχει συνολικά περιουσιακά στοιχεία  της τάξης των 500 δισ. και φέτος το συνολικό της ενεργητικό σε παράγωγα (τα οποία έχουν φουσκώσει σε επίπεδο μεγαλύτερο από την κρίση του 2008) ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των 54 τρισ. δολαρίων. Προσοχή, τρις, όχι δισ. Και αυτή είναι μόνο μία από τις τράπεζες. Και όταν σκάσουν τα παράγωγα (που θα σκάσουν) τις τρύπες θα τις καλύψει το δημόσιο, ενώ όταν μια μαφία πέφτει έξω οι μαφιόζοι πάνε και φυλακή. Η μαφία είναι μικρό μαριδάκι μπροστά σε αυτόν τον καρχαρία που είναι η τράπεζα.

Έτσι θα πρέπει πριν βιαστούμε να δείξουμε τον ένοχο στην μαφία, να συνυπολογίσουμε και κάποια ακόμα δεδομένα. Για παράδειγμα, η οδηγός του αυτοκινήτου που χτύπησε τον Τσάπμπερλεν έμεινε επιτόπου και παραδόθηκε στην αστυνομία.

Το Bayesian την ώρα που το χτύπησε ο υδροστρόβιλος ήταν αγκυροβολημένο, με σβηστή τη μηχανή και ανοιχτές όλες τις πόρτες και τα φινιστρίνια, κάτι που δείχνει καθαρά ότι ο καπετάνιος (που διασώθηκε, κάτι που όσο νά ’ναι αυξάνει τις υποψίες) θα αντιμετωπίσει σοβαρές κατηγορίες για αμέλεια: σε τέτοιες περιπτώσεις το σκάφος κλείνει ερμητικά όλες τις εξόδους, ανεβάζει τις άγκυρες (ώστε να μπορεί να καβαλήσει το κύμα) και με αναμμένες τις μηχανές παίρνει τον καιρό, ενώ οι επιβάτες πρέπει να είναι συγκεντρωμένοι στο χώρο έκτακτης ανάγκης με σωσίβια. Το Bayesian ήταν σχεδιασμένο να δεχτεί πολύ χειρότερους καιρούς κατάπλωρα, όχι από το πλάι, όχι με ανοιχτές τις πόρτες: αυτός είναι ο λόγος που ο σερ Μπάντεν-Πάουελ μπόρεσε να κάνει τον καλό πρόσκοπο, είχε ακολουθήσει τους κανονισμούς.

Κατόπιν της «μικρής» αυτής εισαγωγής, ας «βυθιστούμε» τώρα στις μυθιστορηματικές λεπτομέρειες της υπόθεσης.

Η Άνοδος…

Το κεντρικό πρόσωπο του δράματος δεν είναι ο τραπεζίτης Τζόναθαν Μπλούμερ. Ο οποίος επιπλέον δεν ήταν «πρόεδρος της Morgan Stanley», αλλά πρόεδρος του αγγλικού τμήματος του τομέα χρηματοδοτήσεων του κολοσσού, μιας θυγατρικής με επωνυμία M. Stanley International PLC. Με άλλα λόγια ένα πολύ σημαντικό και ζάπλουτο στέλεχος μεν, αλλά ούτε καν το σημαντικότερο στέλεχος στην Βρετανία. Ήταν ένας άνθρωπος που απόφευγε συστηματικά τα φώτα της δημοσιότητας.  Δεν υπάρχει σελίδα στη wikipedia με το όνομά του, ενώ και η σελίδα του στο linkedin είναι λακωνική. Ακόμα ένα ασυνήθιστο γεγονός: μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές η εταιρεία του δεν είχε εκδώσει ούτε μια ανακοίνωση σχετικά με τον θάνατό του, ούτε ένα συλλυπητήριο για τους δικούς του.

Γενικά πολύ λίγα είναι γνωστά γι’ αυτόν. Μετά το πτυχίο φυσικής που πήρε νωρίς την δεκαετία του ‘70, ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις, ενώ η τεράστια φούσκα της δεκαετίας ‘90 τον βρήκε ακριβώς στην κατάλληλη θέση στον τραπεζικό τομέα ώστε να βγάλει τρελά λεφτά. Ήταν πρόεδρος και μέτοχος και σε άλλες επιχειρήσεις, ενώ τον συνδέει με τον Λιντς ότι είχε διατελέσει πρόεδρος της επιτροπής που θα εκτιμούσε τα στοιχεία ενεργητικού της εταιρίας του, στην δικαστική διαμάχη που είχε με την  Hewlett Packard. Αυτά είναι όλα κι όλα γνωστά για τον Μπλούμερ και αυτή η υπόθεση της δίκης μας φέρνει στο ζουμί της ιστορίας μας: ο Λιντς, ο μετεωρικός τρόπος που ανήλθε στο προσκήνιο τη θρυλική δεκαετία του ‘90 και το άδοξο τέλος του.

Ο Μάικ Λιντς λοιπόν, στου οποίου το γιοτ συνέβησαν όλα, ήταν γόνος εργατικής οικογένειας, με πατέρα πυροσβέστη και μητέρα νοσοκόμα. Μικρός έδειξε ταλέντο στις θετικές επιστήμες και πήρε μια υποτροφία για το Κέιμπριτζ όπου σπούδασε την δεκαετία ‘80 εφαρμοσμένα μαθηματικά και υπολογιστές. Το διδακτορικό του είχε θέμα (πάρτε βαθιά ανάσα) «Προσαρμοστικές τεχνικές και επεξεργασία σήματος σε διασυνδετιστικούς (connectionist) κόμβους». Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιεί περίεργες λέξεις που χτυπάνε όμως ένα καμπανάκι στα αυτιά των επιστημόνων που δουλεύουν σε νευρωνικά δίκτυα, αυτό δηλαδή που σήμερα ονομάζεται «τεχνητή νοημοσύνη»: με αυτό θέλουμε να πούμε ότι ο νεαρός Λιντς είχε την τύχη να δουλέψει ερευνητικά σε έναν τομέα που θα απογειωνόταν τα επόμενα είκοσι χρόνια.

Γρήγορα ίδρυσε την πρώτη του εταιρία στο Silicon Fen, τον πρώην βάλτο κοντά στο Κέιμπριτζ που έχει αποδοθεί σε τεχνοβλαστούς, νέες εταιρείες, σύνδεση παραγωγής και τεχνολογίας κλπ κλπ. Ας μην ξεχνάμε για ποια περίοδο μιλάμε: τέλη δεκαετίας ‘80 αρχές ‘90, όταν η Βρετανία, καθισμένη κατάχαμα πάνω στα αχνιστά ακόμα κοινωνικά αποκαΐδια που  είχε αφήσει πίσω του ο θατσερισμός, πίστευε με πάθος την νέα κρατική θρησκεία της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας, του λιγότερου κράτους, του καλύτερου πλιάτσικου και όλων αυτών των κουρασμένων πια ιδεολογημάτων που έχουν φτάσει στο τέλος της χρήσιμης ζωής τους, αν και εξακολουθούν να τα πιστεύουν κάποιοι εύπιστοι -και οι κυβερνήσεις μας. Ο νεαρός και ταλαντούχος Λιντς έπιασε γρήγορα το υπονοούμενο. Όταν κατάλαβε πόσο δύσκολο θα ήταν να ακολουθήσει την ακαδημαϊκή καριέρα που σκόπευε αρχικά (αφού εκτός των άλλων είχε τελειώσει και η εποχή που τα πανεπιστήμια ήταν πανεπιστήμια και μετατρέπονταν σταδιακά σε εμπορικές επιχειρήσεις), αποφάσισε ότι καλύτερα θα ήταν να γίνει επιχειρηματίας σε ένα περιβάλλον που επιδοτούσε την επιχειρηματικότητα. Έχοντας στα χέρια του μερικές πραγματικά καλές ιδέες λογισμικού, γρήγορα κατάλαβε ότι μπορούσε να τις πουλάει ως φούμαρα στους επενδυτές: η φούσκα του dot com ήταν τότε ακόμα στο φούσκωμα.

Το 1996, λίγο πριν την άνοδο του Τόνι «χασάπη του Ιράκ» Μπλερ στην εξουσία, ίδρυσε μία ακόμα εταιρεία με δύο συνεταίρους, την Autonomy. Η εταιρεία αρχικά ήταν ένα ψαχτήρι· τότε ακόμα τα ψαχτήρια ήταν ένας χώρος που παρουσίαζε επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Η Google δεν υπήρχε ακόμα, αφού θα ιδρυόταν και θα σάρωνε όλο το χαρτί δύο χρόνια αργότερα. Επιπλέον η Autonomy είχε στόχο κυρίως εταιρικούς πελάτες, όχι ιδιώτες. Χρησιμοποιώντας αλγόριθμους που ο Λιντς και οι συνεταίροι του είχαν αναπτύξει στο πανεπιστήμιο, πρόσφερε υπηρεσίες αναζήτησης, λόγου, αναγνώρισης μοτίβων κλπ, για να επεκταθεί αργότερα με χαρά σε κάθε νέα μόδα που θα προέκυπτε (big data, τεχνητή νοημοσύνη…). Το ενδιαφέρον με αυτήν την εταιρεία είναι το πόσο επιθετικό μάρκετινγκ ακολουθούσε και πόσο δομημένη σαν «αεροπλανάκι» ήταν: ο Λίντς κάθε μήνα απέλυε το 5% των πωλητών του -αυτούς με τις χειρότερες επιδόσεις. Η εταιρεία, που ήταν θυμίζουμε μια εταιρεία λογισμικού, είχε μεγαλύτερο εμπορικό τμήμα από το ερευνητικό και από αυτό το εμπορικό τμήμα, ο Λιντς απέλυε 1/20 του προσωπικού κάθε μήνα! Αντίθετα, οι κορυφαίοι πωλητές είχαν ένα καθεστώς ροκ σταρ μέσα στην εταιρεία, με προνόμια, μπόνους, ακριβά αυτοκίνητα κλπ. Το μοντέλο αυτό είχε μεγάλη επιτυχία, το ακολουθούσε άλλωστε φανατικά και η Μέκκα της βιομηχανίας λογισμικού, η Silicon Valley.

Γρήγορα η Autonomy έγινε ένα μεγαθήριο της Βρετανικής αγοράς, ειδικά κατά τη διάρκεια της dot com φούσκας, όταν η χρηματιστηριακή της αξία εκατονταπλασιάστηκε(!) μέσα σε λίγους μήνες. Τα τζάμπα κεφάλαια που άντλησε της επέτρεψαν να επεκταθεί σε έναν βαθμό, αν και (όπως ξέρουμε εκ των υστέρων) η επέκταση δεν αύξησε ανάλογα και την κερδοφορία της.

Ως προς την ανάπτυξη βέβαια, η εταιρία είχε αναμφισβήτητα την υποστήριξη του κράτους. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια περίοδος που το κύριο προϊόν προς πώληση είναι η ιδεολογία. Το «φτιάξε μια επιχείρηση, γίνε πλούσιος με χρήση νέων τεχνολογιών» στην πραγματικότητα καθιζάνει στο «τα λεφτά είναι στην διαφήμιση, τα μίντια, το real estate, τις τράπεζες και το χρηματιστήριο», δηλαδή σε κατά βάση παρασιτικές κοινωνικά δραστηριότητες. Εξ ου και η γενική τάση για την επέκταση της αγοράς και τη διάδοση του χρηματιστηρίου στον ευρύτερο πληθυσμό. Το εμπόριο ιδεολογίας σημαίνει «σου δίνω ιδεολογία και μετοχές, μου δίνεις τα λεφτά σου».

Η Autonomy ήταν κατασκευασμένη για αυτήν την εμπορική δραστηριότητα, μπορούσε δηλαδή να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Όντας στην πρωτοπορία της σύνδεσης του διαδικτύου με το εμπόριο προσωπικών δεδομένων και τη στοχευμένη διαφήμιση, έχοντας επίσης χωθεί για τα καλά στις χρηματιστηριακές υπηρεσίες ήταν ένας «εθνικός πρωταθλητής», η μοναδική βρετανική εταιρία λογισμικού που φαινόταν ότι μπορεί να σταθεί ως ίση προς ίσο απέναντι στα αμερικάνικα μεγαθήρια. Ο Λιντς, ο «Βρετανός Μπιλ Γκέιτς», γρήγορα έγινε μια εμβληματική προσωπικότητα, ένα σύμβολο επιτυχίας του θατσερισμού, ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους από μόνος του. Υπήρξε σύμβουλος τεχνολογίας δύο πρωθυπουργών, μέλος πολλών ακαδημαϊκών επιστημονικών εταιρειών (μεταξύ των οποίων και η Βαλικική Εταιρεία), δημοτικός σύμβουλος κλπ. Είχε την ευχέρεια να είναι σπόνσορας στην ομάδα φόρμουλα 1 της Mercedes (χωρίς τα προϊόντα του να χρησιμοποιούνται από αυτήν) και να διαφημίζεται στις φανέλες της Τότεναμ με ένα συμβόλαιο που απέφερε στην ομάδα 20 εκ. λίρες.

Προφανώς, όλα αυτά είναι διασυνδέσεις και γνωριμίες που δεν κάνει να τις αφήσει κανείς να πάνε χαμένες. Και δεν τις άφησε.

Και η Πτώση

Το 2011, η μεγάλη πολυεθνική Hewlett Packard βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο. Οι παλιές καλές εποχές βάδιζαν προς το τέλος τους και η παραγωγή υπολογιστών και περιφερειακών στην οποία διέπρεπε δεν ήταν πια κερδοφόρα. Η εταιρεία έψαχνε (κάπως σπασμωδικά) όμορους χώρους για να αναπτυχθεί, και ένας από αυτούς τους χώρους ήταν αυτό που τότε το έλεγαν “big data”. Τώρα, όλες οι τεχνικές ορολογίες αυτού του τύπου ξεκινούν από την ακαδημία και φτάνουν στις επιχειρήσεις που τις χρησιμοποιούν ως συρμό, ως μόδα, ως μια κενή μπαλαφάρα, αδειάζοντάς τες γενικά από το όποιο περιεχόμενο είχαν, αντίστοιχα με αυτό που σήμερα το λέμε τεχνητή νοημοσύνη. Το πραγματικό περιεχόμενο ήταν και είναι βασικά η προσφορά υπηρεσιών λογισμικού σε εταιρικό επίπεδο. Η Autonomy, που έπαιζε σε αυτόν τον τομέα της μπαλαφάρας, φάνηκε στην HP, για άγνωστους λόγους, μεγάλη ευκαιρία. Έχοντας μια μεγάλη δεξαμενή ρευστότητας,  η πολυεθνική πλήρωσε για να την εξαγοράσει περί τα 11 δισ. δολάρια, 79% πάνω από την τότε τρέχουσα τιμή μετοχής της. Το ένα από τα δις αυτά το παντελόνιασε ο Λιντς. Όλοι ήξεραν ότι το ποσό ήταν εξωφρενικά φουσκωμένο (absurdly high). Ακόμα κι αν η τιμή μιας εξαγοράς πρέπει να είναι «τσιμπημένη» για να πειστεί ο πωλητής, ενώ και η HP ήταν γνωστή για τις κιμπάρικες τιμές που έδινε (ώστε να ενθουσιαστεί και η αγορά και να τσιμπήσει η τιμή της μετοχής της), και παρά το σπρώξιμο από την βρετανική κυβέρνηση και όλον τον ντόρο που είχε δημιουργηθεί, όλοι ήξεραν ότι σε καμιά περίπτωση η Aytonomy δεν άξιζε τόσο -κάτι που θα αποδεικνυόταν σύντομα.

Ο Λιντς πάντως δεν έχασε καιρό. Χρησιμοποίησε το ζεστό παραδάκι που είχε κονομήσει για να ιδρύσει μια ακόμα εταιρεία στον χώρο που ήξερε πολύ καλά. Αυτός δεν ήταν πια η τεχνολογία αλλά το χρήμα, άνοιξε δηλαδή ένα venture capital, το πιο μοδάτο (και τζογαδόρικο) είδος χρηματοδοτήσεων που υπάρχει: μην ξεχνάμε ότι η δουλειά που έχει κάνει ο αυτοδημιούργητος πρωθυπουργός μας, ο Μωυσής, δουλειά για την οποία μας γανώνει τα αυτιά σε κάθε ευκαιρία που χρειάζεται να πει ότι αυτός έχει δουλέψει βαριά στη ζωή του, είναι διευθυντής των venture capital της Εθνικής και της Alpha. Τουλάχιστον ο Λιντς έπαιζε με τα δικά του λεφτά.

Λίγο μετά, το 2013 συμμετείχε και στο άνοιγμα μιας εταιρίας ασφάλειας λογισμικού πάντα στο Κέιμπριτζ, της Darktrace, στην οποία είχε βάλει συνεταίρους εκτός από μαθηματικούς και κομπιουτεράδες και πράκτορες της MI6. Η εταιρεία ακολούθησε τα βήματα της Autonomy: το 60% του προσωπικού ήταν στο τμήμα πωλήσεων, είχε ένα πολύ έντονο προφίλ προς τα έξω με χορηγίες (αυτή τη φορά στη McLaren) και επιθετικό μάρκετινγκ προς εταιρείες. Μόνο που αυτήν τη φορά, αν και η επιτυχία στο χρηματιστήριο ήταν άμεση, από την άλλη μεριά οι πιο ειδικοί δεν «τσίμπησαν». Δεν είναι μόνο ο τύπος που αυτή τη φορά έδειξε έναν κάποιο σκεπτικισμό. Η εταιρεία αναλυτών Peel Hunt δημοσίευσε τον Οκτώβρη του 2021 μια έρευνα που σύγκρινε τη χρηματιστηριακή αποτίμηση με το μέγεθος της δυνάμει πελατείας, λέγοντας ότι το μέγεθος της αγοράς ήταν μικροσκοπικό και δεν δικαιολογούσε επ’ ουδενί την υπερβολική αποτίμησης των 7 δισ. που είχε η Darktrace. Σα να μην έφτανε αυτό, οι ερευνητές της είχαν επίσης το θράσος να ζητήσουν και την γνώμη των πελατών της. Αυτοί δεν έχασαν την ευκαιρία να σημειώσουν ευγενικά ότι η Darktrace ήταν κομπογιαννίτες που πούλαγαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες (“snake oil”), ότι η τεχνητή νοημοσύνη τους ήταν φούμαρα, ότι το λογισμικό ήταν άχρηστο και άλλα τέτοια κολακευτικά, με αποτέλεσμα η μετοχή να καταρρεύσει.

Αυτό έγινε σε μια άσχημη για τον Λιντς στιγμή. Και αυτό γιατί τότε διεξαγόταν μια δίκη εναντίον του, δίκη με προϊστορία.  Ήδη το 2012, έναν χρόνο μετά την εξαγορά της Autonomy για 11 δισ., η Hewlett Packard αποφάσισε να ρίξει μια δεύτερη ματιά στο κελεπούρι που είχε αγοράσει. Το αποτέλεσμα του ελέγχου ήταν να διαγράψει από τα στοιχεία της ένα μεγάλο μέρος της εταιρίας. Η HP δήλωσε ότι 9 από τα 11 δισ. ήταν ψεύτικα, λογιστικά, φτιαχτά και ότι θα τα διέγραφε από τα στοιχεία ενεργητικού της. Με άλλα λόγια ο έλεγχος αποκάλυπτε ότι έπρεπε να είχε δώσει 2 δισ. για την αγορά (αργότερα το ποσό θα μίκραινε κι άλλο). Η HP πήγε την πρώην ηγεσία της Autonomy στα δικαστήρια με την κατηγορία της απάτης και της παραποίησης των βιβλίων. Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή (όπως εμείς εδώ στο  «Κ») η κατηγορία αυτή είναι εξωφρενική. Όλοι όσοι είναι στην πιάτσα, ακόμα κι εμείς που δεν είμαστε, ξέραμε όταν έγινε η εξαγορά ότι το τίμημα ήταν πεταμένα λεφτά. Γενικά οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των εταιρειών προσφοράς υπηρεσιών λογισμικού είναι σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό αέρας κοπανιστός, ενώ σε μερικές είναι μόνο αέρας κοπανιστός. Προφανώς αυτό το ήξερε και η HP, άρα γιατί οι μηνύσεις; Παρόλα αυτά, το βρετανικό δικαστήριο δέχτηκε να εκδώσει τα στελέχη της Autonomy στις ΗΠΑ για να δικαστούν εκεί.

Πρώτος δικάστηκε και καταδικάστηκε σε πέντε χρονάκια ο πρώην οικονομικός υπεύθυνος της Autonomy. Και εδώ είναι ένα ακόμα περίεργο της υπόθεσης: λίγους μήνες μετά δικάστηκε και ο Λιντς. Ύστερα από μια τραβηγμένη ακροαματική διαδικασία, τον Ιούνιο που πέρασε, ο Λιντς αθωώθηκε -ενώ αντιμετώπιζε τις ίδιες κατηγορίες με τον οικονομικό υπεύθυνο που έφαγε πέντε χρόνια. Ο ίδιος ο Λιντς είπε ότι την υπερασπιστική του ομάδα (από ένα από τα κορυφαία νομικά γραφεία του κόσμου φυσικά) τη βοήθησε πολύ η πρώτη δίκη: ήξεραν ποια ακριβώς θα ήταν η γραμμή της ΗΡ και άρα ήταν ήδη έτοιμοι για αυτήν. Επίσης ο Λιντς κάθισε ο ίδιος στη θέση του μάρτυρα, κάτι που δεν συνηθίζεται, παλεύοντας για μέρες να πείσει τους ενόρκους ότι είναι ένας κοινός θνητός σαν όλους μας. Ότι αγαπά τα ζώα και έχει σαν χόμπι να εκτρέφει σπάνια είδη στο σπιτάκι του (μια έπαυλη μισού δισεκατομμυρίου). Ότι είναι απλός, παιδί εργατικής τάξης και έχει γούστα σαν όλους εμάς εδώ έξω: είναι λχ παθιασμένος με τον Τζέιμς Μποντ (σε σημείο που αγόρασε ένα μοντέλο Aston Martin σαν αυτό που οδηγούσε ο υπερκατάσκοπος σε μια ταινία του, κάτι που εξάλλου σε όλους μας μπορεί να συμβεί αν μας πιάσουν τα μεράκια με τους αγαπημένους κινηματογραφικούς μας ήρωες). Με αυτά και αυτά και αφού ο δικαστής διέκοψε τη γλυκιά αυτή διήγηση λέγοντας «αρκετά με τις ιστορίες από τη φάρμα», τελικά οι ένορκοι αθώωσαν τον λαϊκό Μάικ με την εργατική καταγωγή, το ακαδημαϊκό υπόβαθρο και τα απλά και καθημερινά γούστα.

Κάπως έτσι, γιορτάζοντας με τον κολλητό του τραπεζίτη, τους δικηγόρους του και την οικογένειά του στο βαρκάκι του, τον βρήκε ο μοιραίος υδροστρόβιλος…

Είχε βάλει η μαφία το χεράκι της; Εμείς εδώ στο «Κ» θα λέγαμε μάλλον όχι, αλλά πάντως σίγουρα ο ίδιος ήταν μεγάλη μαφία.

Άνοδος και Πτώση του Θατσερισμού

Ο Λιντς ήταν η επιτομή της λαμπερής, φιλικής στα μίντια πλευράς του θατσερισμού. Χρησιμοποίησε ένα κάποιο επιστημονικό υπόβαθρο σε «νέες τεχνολογίες» για να καβαλήσει το κύμα του χρηματιστηρίου στο τέλος της δεκαετίας του ‘90. Δεν δίστασε να πατήσει πάνω στους εργαζόμενούς του (που πολλοί από αυτούς δεν ήταν διαφορετικής ταξικής καταγωγής από τον ίδιο), χαρακτηριστικό επίσης των μαφιών που είναι στην ουσία τους μηχανισμοί ταξικής ανόδου μέσω άνευ ορίων εκμετάλλευσης της εργασίας και της ίδιας της ζωής των άλλων. Χρησιμοποίησε όσο μπορούσε διασυνδέσεις με το κράτος και τους μηχανισμούς του, δικτυώθηκε στο εύκολο χρήμα, πουλώντας ένα προφίλ καινοτόμου μαικήνα, κράτησε σχέσεις με το μεγάλο τραπεζικό κεφάλαιο και έκανε ό,τι μπορούσε να πουλήσει ακριβά το τομάρι του, ακόμα κι αν αυτό ήταν, όπως έδειξε η μακροχρόνια δικαστική του περιπέτεια, οριακά παράνομο. Μαζί με όλα αυτά τον διέκρινε κι ένας τεχνολογικός ελιτισμός, η αίσθηση ότι αυτός ήταν «επιστήμονας» όχι πλέμπα. Ακόμα και το βαρκάκι του το είχε ονομάσει Bayesian (προφέρεται Μπέιζιαν) από τις στατιστικές μεθόδους που είναι τα τελευταία χρόνια της μόδας στους χώρους των «μεγάλων δεδομένων», της «τεχνητής νοημοσύνης», της τεχνομπαλαφάρας εν γένει.

Το πρότυπο αυτό εκμετάλλευσης της εργασίας στην Δύση έχει φτάσει στα όριά του. Ο Τραμπ, οι ακροδεξιοί Ευρωπαίοι πολιτικοί, δεν είναι πια θατσερικοί ή Ρηγκανικοί -δεν ξέρουν ακόμα τι είναι αλλά σίγουρα όχι θατσερικοί. Οι μεγάλες εταιρείες που ήταν οι οδηγοί, τα ορόσημα της προπερασμένης δεκαετίας αντιμετωπίζουν προβλήματα, ψάχνουν να βρουν τρόπους να ξεφύγουν από τα διαφαινόμενα αδιέξοδά τους. Η Intel, η μόνη που έχει κρατήσει παραγωγικό δυναμικό στις ΗΠΑ, παραπατάει. Οι υπόλοιπες τεχνοεταιρείες είτε έχουν μεταφέρει την παραγωγή τους στην άπω Ανατολή (Nvidia, AMD, HP, Apple, Amazon), ή είναι εταιρείες παροχής υπηρεσιών, όπως είναι η Google και η Facebook. Η HP προσπάθησε και δεν τα κατάφερε να μεταπηδήσει στις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα η μετοχή της να έχει λίγο χειρότερη απόδοση από τον δείκτη S&P (μια φρικτή επίδοση για τεχνολογική εταιρεία). Αλλά ακόμα και οι εταιρείες υπηρεσιών και αυτές δεν είναι σε θέση να κάνουν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, αναγκάζονται να αρχίσουν να κλείνουν  τους ορίζοντές τους, να μην θέλουν άλλη «παγκοσμιοποίηση» αφού είναι καθαρό ότι ο ανταγωνισμός τους έχει ήδη ξεπεράσει. Τι θα τους αντικαταστήσει; Η ιστορία λέει ότι σε τέτοιες ιστορικές καμπές, αν οι αποκάτω δεν έχουν γνώμη που να ακούγεται, τότε η διάδοχη κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη.

Το τέλος εποχής για τους διάφορους Λιντς κοντεύει να φτάσει. Ακόμα κι αν τελικά αποδειχτεί ότι ήταν θύμα συνωμοσίας, ο θάνατός του είναι κάτι σαν προφητεία για ένα μέλλον άστατο και σκοτεινό. Σαν τον υδροστρόβιλο που έστειλε το Bayesian στον βυθό.

Ή σαν το επίσημο μότο της Morgan Stanley:

«Ό,τι κάνουμε στη Morgan Stanley καθοδηγείται από τις πέντε βασικές μας αρχές:

  • Κάνε το σωστό.
  • Οι πελάτες πρώτα!
  • Καθοδήγησε με εξαιρετικές ιδέες.
  • Δεσμεύσου στην διαφορετικότητα και την συμπεριληπτικότητα.
  • Πρόσφερε (Give back).»

Εμάς αυτό μας φαίνεται κάπως σαν προσφορά. Ή σαν απειλή. Ή σαν μια απειλητική προσφορά που δεν γίνεται να την αρνηθείς

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Βραζιλία: Κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Λούλα στον προκάτοχό του Ζαΐρ Μπολσονάρου

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σε αποχώρηση αναγκάστηκε ο Ματ Γκάετς-Δεν θα γίνει υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα