Στις αμερικανικές εκλογές το 2016, οι ψηφοφόροι με τα χαμηλότερα εισοδήματα ψήφισαν υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, ενώ μεταξύ όσων είχαν ετήσια εισοδήματα πάνω από 100.000 δολάρια Τραμπ και Κλίντον ήρθαν ουσιαστικά ισόπαλοι. Στους ψηφοφόρους που δήλωναν ότι η οικονομία ήταν το σημαντικότερο ζήτημα, η Κλίντον επικράτησε με σχετική άνεση, ενώ σε αυτούς που δήλωναν ότι η μετανάστευση ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε με μεγάλη διαφορά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και μια πλειοψηφία ψηφοφόρων ενός κόμματος ιεράρχησαν τη μετανάστευση ως σημαντικότερο ζήτημα από την οικονομία.
Μέσα σε μια πενταετία από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, το μεταναστευτικό ζήτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε να κατατάσσεται ως κορυφαία προτεραιότητα, αρχικά, για ένα ποσοστό περίπου 15-20% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, διαμορφώνοντας τη βάση για την επιτυχημένη προκριματική υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανών το 2015. Στη συνέχεια, η διεύρυνση αυτής της βάσης οδήγησε στο να ιεραρχείται το μεταναστευτικό ως σημαντικότερο ζήτημα από την οικονομία για την πλειοψηφία όσων ψήφιζαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Το γεγονός ότι ένας υποψήφιος που ήρθε εκτός του ρεπουμπλικανικού κομματικού κατεστημένου, ο Ντόναλτ Τραμπ, μετετράπη αρχικά σε de facto και στη συνέχεια σε de jure ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μετανάστευση ιεραρχήθηκε ως κορυφαία προτεραιότητα μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, αυτός ο συνδυασμός σε επίπεδο ηγεσίας και βάσης, αποτέλεσε καταλύτη για τον μετασχηματισμό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Ένα στοιχείο που φανερώνει την πορεία μετασχηματισμού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, συγκριτικά με το παρελθόν του, είναι ότι σχεδόν όλες οι κατηγορίες λευκών Αμερικανών ψήφισαν σε μεγαλύτερο αριθμό υπέρ του Τραμπ το 2016 από ό,τι υπέρ του Μπους το 2000: όχι απλώς η λευκή εργατική τάξη, οι λευκοί ψηφοφόροι χωρίς κολεγιακή μόρφωση και οι λευκοί χριστιανοί (τόσο καθολικοί όσο και ευαγγελικοί και προτεστάντες), αλλά τόσο οι λευκοί άνδρες όσο και οι λευκές γυναίκες. Από την άλλη, οι μη λευκοί ψηφοφόροι (Αφροαμερικανοί, Ισπανόφωνοι ή Λατινοαμερικανοί και Ασιάτες Αμερικανοί) χωρίς κολεγιακή μόρφωση ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της Κλίντον.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η φυλή και όχι η μόρφωση αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα στο σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας, και ότι ο μορφωτικός παράγοντας υπήρξε καθοριστικός μόνο σε ένα μέρος της, μεταξύ λευκών Αμερικανών.
Η επιτυχία του Τραμπ μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων, σχεδόν όλων των κατηγοριών, υπήρξε το πολιτικό αποκορύφωμα μιας μακροπρόθεσμης δημογραφικής τάσης (αν αυτό το αποτέλεσμα σε επίπεδο ψήφων ήταν παροδικό και άρα αναστρέψιμο ή όχι, θα το φανερώσουν οι επερχόμενες εκλογές. Πάντως η δημογραφική τάση είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη). Η τάση αυτή εκβάλλει σε δύο καθοριστικές μεταβολές:
Πρώτον, στην αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ μιας λευκής πλειοψηφίας και μιας μη λευκής μειοψηφίας: το 2012 το Αμερικανικό Γραφείο Απογραφής προέβλεψε ότι το 2043 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα αποτελούν χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό (minority-majority population), για πρώτη φορά στην ιστορία τους, διακόσια εξήντα επτά (267) χρόνια μετά από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αυτή η μεταβολή θα έρθει σε συνέχεια της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα, στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 2008, ως του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου μετά από διακόσια τριάντα δύο (232) χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (1776) (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 165-166).
Είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά από την οκταετή θητεία του Ομπάμα, ακολούθησε ο Τραμπ; Στην αλλαγή σκυτάλης μεταξύ αυτών των δύο προσώπων, έπαιξε μεγαλύτερη σημασία και είχε μεγαλύτερη βαρύτητα ο οικονομικός και ο μορφωτικός ή ο δημογραφικός και ο φυλετικός παράγοντας; Την απάντηση θα την δώσει η ιστορία. Πάντως μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα ως προέδρου επανεμφανίστηκε ένας ανοιχτός ρατσισμός που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν να δουν δεκαετίες.
Η δεύτερη μεγάλη μεταβολή είναι το συνεχώς μειούμενο ποσοστό των λευκών ψηφοφόρων επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (πλην ίσως του ανώτατου επιπέδου πλούτου και μόρφωσης), ταυτίζονται ολοένα και εντονότερα με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Στις εκλογές του 2000, ο Μπους κέρδισε τον Αλ Γκορ με περίπου 13 μονάδες στο σύνολο των λευκών ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 ο Ρόμνεϊ κέρδισε τον Ομπάμα με περίπου 20 μονάδες στο σύνολο της λευκής ψήφου, ενώ με την ίδια σχεδόν διαφορά κέρδισε ο Τραμπ την Κλίντον το 2016. Στις εκλογές του 2020, ο Τραμπ επικράτησε επί του Μπάιντεν με 17 μονάδες στη λευκή ψήφο, δηλαδή σε ένα μέρος των ψηφοφόρων, παρόλο που στο σύνολοόσων ψήφισαν ηττήθηκε με περίπου 4,5 μονάδες.
Στις εκλογές του 2000, οι λευκοί ψηφοφόροι αποτελούσαν το 81% του συνόλου των ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 το ποσοστό επί του συνόλου είχε μειωθεί στο 72%, ενώ στις εκλογές του 2020 η λευκή ψήφος μειώθηκε στο 67%, σηματοδοτώντας μια πτώση 14% (από το 81% στο 67%), μέσα σε δύο δεκαετίες, και μια άνοδο 11% (από το 19% στο 30%) της μη λευκής ψήφου.
Όσο μειώνεται το πληθυσμιακό μερίδιο των λευκών Αμερικανών στο σύνολο του εκλογικού και κοινωνικού σώματος, τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα αποκτά το ταυτοτικό ζήτημα σε ένα μέρος της αμερικανικής κοινωνίας και το φυλετικό ζήτημα στο σύνολο της αμερικανικής πολιτικής.
Με διαφορετικά λόγια, η κρίση και η πολιτικοποίηση της λευκής ταυτότητας (White identity politics), του ζητήματος της φυλής (Critical race theory), αλλά και της σεξουαλικότητας (LGBTQ politics), αποτελούν συμπτώματα της μακροπρόθεσμης και μη αναστρέψιμης δημογραφικής τάσης που εκβάλλει στην αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ της λευκής πλειοψηφίας και της μη λευκής μειοψηφίας, καθώς και στο μειούμενο ποσοστό της λευκής και στο αυξανόμενο ποσοστό της μη λευκής ψήφου επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν.
Η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης συμπυκνώνει τόσο ηθικά όσο και υλικά, το δημογραφικό με το οικονομικό και το ταυτοτικό/φυλετικό ζήτημα. Η δημογραφική και μη αναστρέψιμη τάση αποτελεί την μακροπρόθεσμη βάση του φυλετικού/ταυτοτικού ζητήματος, ενσωματώνοντας και την ιστορική διάσταση, ενώ η οικονομική εκπτώχευση/φτωχοποίηση αποτελεί τη βραχυπρόθεσμη και καταλυτική αλλά πολιτικά αναστρέψιμη βάση, περιλαμβάνοντας την κοινωνική διάσταση.
Ωστόσο, η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (1776-2008), αποτελεί ασύγκριτα σημαντικότερο, καθοριστικότερο και πιο φορτισμένο συμβολικά ιστορικό γεγονός σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2008, τα αποτελέσματα της οποίας όμως λειτουργούν ως καταλύτης. Και αυτό, μάλιστα, ιδίως αν σταθμιστεί ο ιστορικός ορίζοντας της μετατροπής των ΗΠΑ σε μια χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό σε μόλις 19 χρόνια από φέτος.
Σε ένα τέτοιο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, η εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 οπαδών του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία, καθώς και η δολοφονική απόπειρα εις βάρος του, λίγους μήνες πριν από τις επερχόμενες εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024, φαντάζουν ως σημεία καμπής που παραπέμπουν σε προ και μετά-Ομπάμα και Τραμπ εποχή για τη Δημοκρατία στην Αμερική.