Είναι ένα απ’ τα πιο ζεστά βράδια του φετινού καλοκαιριού και στον εντελώς αποικιοκρατικό κήπο της Γαλλικής Ακαδημίας πραγματοποιείται μια σειρά κινηματογραφικών προβολών. Λίγο πέρα από την είσοδο, στο γρασίδι του κήπου βρίσκονται καθισμένα δύο ζευγάρια κουήρ παιδιών. Δεν είναι πάνω από 18 ετών. Ανάμεσά τους ακουμπισμένη στο έδαφος φωτίζει η οθόνη ενός κινητού. Έχουν τα χέρια περασμένα στους ώμους και σιγομουρμουρίζουν: «Χρυσοπράσινο γλίτερ, φασίστες στα μούτρα σας», πηγαίνοντας πέρα-δώθε. Δεν έχει ούτε βδομάδα απ’ την κυκλοφορία του τραγούδι του Σταύρου Τσαντέ, το οποίο μεταξύ άλλων ερμηνεύει και η Νεφέλη Φασούλη. Την εικόνα αυτή επανέφερα στο μυαλό μου λίγο πριν την συναντήσω με αφορμή τη συναυλία στον Βοτανικό.
Συγκινήσου ρε, τι σου ζητάνε;
Όταν της μετέφερα την εικόνα, μου είπε: «Ξέρεις παρεξηγήθηκε πάρα πολύ αυτό το τραγούδι, απλά επειδή μέσα του είχε λέξεις όπως πουτανιά και πουστιά. Οι περισσότεροι έμειναν στην αρνητική χροιά των λέξεων, ενώ ο πραγματικός σκοπός ήταν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η αποποινικοποίηση των λέξεων. Μέσα σε όλο το σκατό του rainbow καπιταλισμού το δικό μας αντι-αφήγημα είναι ένα και κοινό. Είναι ο αντιφασιστικός λόγος».
Για τη Νεφέλη η επαναφορά της συγκίνησης αποτελεί πολιτική πράξη, για την ακρίβεια υποστηρίζει πως η συγκίνηση αποτελεί το ανατρεπικότερο των συναισθημάτων. Στο μυαλό μου τα τέσσερα αγκαλιασμένα κουηρόπουλα που κουνιόταν στον ρυθμό της μουσικής εικονοποίησαν ακριβώς αυτό το συναίσθημα. Ο ρυθμός μιας άλλης αδικημένης γενιάς έγινε δικός τους με άλλο νόημα κι άλλες λέξεις. «Λείπει η αλήθεια από την εποχή μας, μα πιο πολύ πιστεύω πως λείπει η συγκίνηση. Οι άνθρωποι έχουν σταματήσει να συγκινούνται. Έχουμε αποκτηνωθεί σε σχέση με το συναίσθημά μας. Δεν μας συγκινεί που πέθαναν 100 παιδιά στα Τέμπη, ούτε οι 600 πρόσφυγες στην Πύλο, ούτε οι γυναικοκτονίες, η διαφθορά, τα τόσα σκάνδαλα μας συγκινούν. Είναι λες και απενεργοποιήσαμε μαζικά τους αισθητήρες μας. Στενέψαμε το μυαλό μας. Κατά τη γνώμη μου η συγκίνηση και η καύλα είναι συγγενικές καταστάσεις. Βρίσκονται και οι δύο σε έλλειψη», σημειώνει η Νεφέλη.
Η έννοια της συγκίνησης στο μυαλό της Νεφέλης εντοπίζεται περισσότερο στο νόημα των πραγμάτων, κατά συνέπεια των καλλιτεχνικών προϊόντων και επομένως των τραγουδιών και όχι στον ρυθμό τους. Σκοπός της όταν τραγουδάει είναι να καταφέρει να συγκινήσει έστω και ένα άτομο.
«Αν το καλοσκεφτείς ένα πετυχημένο live είναι εκείνο που ο κόσμος τραγουδάει από κάτω. Αυτό είναι στοιχείο μεσογειακό. Δεν θα πας σε κάποια χώρα της κεντρικής Ευρώπης περιμένοντας ο κόσμος να τραγουδάει από κάτω. Σ’ εκείνες τις χώρες, δεν υπάρχει σύνδεση με τον στίχο. Εκεί η συγκίνηση που προκαλείς μετριέται με το κατά πόσο ο κόσμος χορεύει στις συναυλίες σου. Εδώ μετράει περισσότερο ο λόγος. Αν μπορεί ο άλλος να ουρλιάξει το τραγούδι σου, έχεις κάνει σωστή δουλειά. Η σύνδεση ανάμεσα στον δημιουργό και στον ακροατή αφορά το θέμα του τραγουδιού, την εμπειρία που περιγράφει ο στίχος. Στον δίσκο μου υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο: Δεν ξέρω με τι μοιάζει. Το τραγούδι μιλά για το συναίσθμα. Υπάρχει ένας στίχος: Αυτό που θέλω να σου πω, δεν ξέρω με τι μοιάζει, μπροστά σου γίνεται σιωπή, μα φεύγεις και ουρλιάζει. Λοιπόν με αυτόν τον στίχο δεν ξέρεις πόσος κόσμος ταυτίστηκε. Η επιτυχία κατά την γνώμη μου ακριβώς εκεί εντοπίζεται, στην ικανότητα του δημιουργού να μιλήσει απλά και συμπυκνωμένα και να περιγράψει ένα συλλογικό συναίσθημα. Κι ο Φοίβος αυτό το κατάφερε. Έχω δει ανθρώπους να ξελαρυγγιάζονται με αυτούς τους στίχους», παρατηρεί.
Εν αρχή η καύλα
Η Νεφέλη αποδίδει πολιτικό χαρακτήρα και στην καύλα. Υποστηρίζει μάλιστα πως το «Χρυσοπράσινο γκλίτερ» αποτελεί προσπάθεια για την αποποινικοποίησή της. «Νομίζω πως την καύλα μας την έχει καταπιεί αυτή η διάχυτη συλλογική θλίψη. Αν εξαιρέσεις τον Αύγουστο που αισθάνομαι ότι όντως οι άνθρωποι θυμούνται λίγο πώς είναι να ζεις, θεωρώ ότι τον χειμώνα η καύλα εκλείπει απ’ την Ελλάδα. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας», σημειώνει.
Μια ενδιαφέρουσα θεωρία της ακουμπά στην εξής παραδοχή: καμιά φορά αρκεί να επανακοιοποιηθούμε μια λέξη προκειμένου να επανοικειοποιηθούμε την καύλα και τα σώματά μας. «Θα σε ξαναγυρίσω στο Χρυσοπράσινο Γκλίτερ τώρα. Τα περισσότερα αρνητικά σχόλια που ακούσαμε, ήρθαν κατά βάση από άτομα προηγούμενων γενιών. Στάθηκαν στην αρνητική χροιά των λέξεων και σκέφτηκα. Αν οι γυναίκες επανοικειούνταν τη λέξη πουτανιά θα ζούσαν χωρίς ενοχές, θα ήταν ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν. Με την έννοια ότι η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί για να ελέγξει το τι θα κάνουμε με το σώμα μας, τι θα φοράμε, πώς θα κινούμαστε, ποια θα είναι η εικόνα μας, πώς θα εκφράζουμε τη σεξουαλικότητά μας», αναφέρει.
Λίγο αργότερα συμπληρώνει: «Δεν θέλω να βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω. Θεωρώ πως αν δεν ήμουν γυναίκα δεν θα αγωνιζόμουν με τόση λύσσα να διεκδικήσω τον χώρο μου.Το μεγαλύτερό μου ζόρι υπήρξε ο εσωτερικευμένος μου καθωσπρεπισμός. Στην αρχή είχα τρομερό άγχος με την εικόνα μου, σκεφτόμουν πόσο κοντό είναι αυτό που θα φορέσω, αν έχω βαμμένα νύχια, τέτοιες σάχλες, που τις σκέφτομαι τώρα και φαντάζουν σαν από άλλη ζωή. Ήθελα να φαίνομαι σοβαρή. Χρόνο με τον χρόνο διαπραγματεύομαι τα όρια της ξετσιπωσιάς μου, όπως όλες».
Η ηθικολογία σκοτώνει τον έρωτα
Η Νεφέλη έχει δίκιο. Τα κορίτσια προσπαθούμε μόνιμα να βρούμε μια χρυσή τομή ανάμεσα σε όσα μας χρεώνει η κοινωνία ως καθωσπρέπει και στα όρια της προσωπικής μας ξετσιπωσιάς. Συχνά εγκλωβιζόμαστε πίσω από φράσεις όπως «τα εν οίκω, μη εν δήμω» και «τι θα πει ο κόσμος». Πρόκειται για μια διαρκή διαπραγμάτευση με στόχο την έμφυλη απελευθέρωσή μας. Η Νεφέλη προτείνει να αγκαλιάσουμε τις εσωτερικές μας σλατίνες και να δραπετεύσουμε ταχέως απ’ τον καθωσπρεπισμό.
«Με τη δηθενιά μου παλεύω κάθε μέρα και καλλιτεχνικά και σαν σκηνική παρουσία και ως προσωπικότητα. Αναρωτιέμαι καθημερινά πώς θα μπορέσω να απελευθερωθώ από τον καθωσπρεπισμό και πώς θα καταφέρω να ηθικολογώ λιγότερο. Το τι θα πει ο κόσμος θα πρέπει αφορά τον κόσμο, όχι εμάς. Απ’ την άλλη το τι θα φοράμε ή πώς θα φερόμαστε είναι δικιά μας δουλειά και όχι του κόσμου. Κάθε χρόνο εξετάζω αν έχω ξεπεράσει τα όρια μου. Σκέφτομαι: τώρα, αυτή θα είναι η ζωή μου ή μπορώ να πάω πιο πέρα; Προσπαθώ να πάω ακόμα μακρύτερα από εκεί που είχα φανταστεί. Ξέρεις, πολλοί πιστεύουν πως η φυγή είναι ένδειξη αδυναμίας. Γνώμη μου είναι, πως η φυγή είναι η κατάλληλη αντίδραση μπροστά σε οτιδήποτε μας περιορίζει και μας κόβει τα φτερά. Προσωπικά τα μεγαλύτερά μου μαθήματα τα πήρα φεύγοντας. Όσες φορές έχω φύγει, έχω γυρίσει καλύτερος άνθρωπος», υπογραμμίζει.
Για τη Νεφέλη ο μεγαλύτερος εχθρός της καύλας είναι η ηθικολογία. Θεωρώ ότι η μεγαλύτερη πληγή που έχουμε σαν λαός και σαν γενιά είναι η ηθικολογία. Έχουμε την ανάγκη να είμαστε τρομερά σωστοί, καθωσπρέπει και τέλειοι και νομίζω πως εξαιτίας αυτής της ανάγκης έχουμε καταπιέσει πολύ τους εαυτούς μας. Είμαστε πολύ τραυματισμένη γενιά. Νομίζω πως αυτή η έντονα χριστιανική καταπίεση των γονιών μας, μας έχει κάνει πλέον να φοβόμαστε την καύλα, να φοβόμαστε να μιλήσουμε γι αυτή δημόσια, να την εκφράσουμε», αναφέρει κλείνοντας.
Η Νεφέλη βλέπει κόσμους ολόκληρους κρυμμένους πίσω από τις λέξεις. Βρίσκει ομορφιά στην Αθήνα. Πιστεύει πως δεν χάσαμε το παιχνίδι ακόμα. Αποδίδει μυθικές διαστάσεις στην έννοια της συγκίνησης. Σιχαίνεται την ηθικολογία.
– – – –
Τραγουδά σήμερα Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου το βράδυ στις 21.00, στο ΠΛΥΦΑ (Κορυτσάς 39).