Την 11η Σεπτεμβρίου συνηθίζουμε να θυμόμαστε τις μεγάλες ιστορικές επετείους που σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία ή στην περίπτωση της εθνικής γιορτής των Καταλανών, ένα συγκεκριμένο έθνος. Όμως σας καλώ να θυμηθούμε πως πάνε μία μέρα σαν και τούτη τριάντα χρόνια αφότου το Ελληνικό Θέατρο θρήνησε τον Σεπτέμβριο του 1994 για μία από τις πιο διαλεκτές εκπροσώπους του, ένα σύμβολο της μεγάλης εποχής της Αναγέννησής και της άνδρωσής του. Την Αλέκα Κατσέλη. Μία προσωπικότητα, όχι απλώς μία ηθοποιό, που λάμπρυνε όχι μονάχα τη σκηνή του θεάτρου, αλλά και σα δασκάλα χάρισε στον χώρο μία μεγάλη χορεία άρτιων και ταλαντούχων ηθοποιών. Ενώ και σαν ελεύθερο πνεύμα στρατεύθηκε, συμπορεύτηκε πάντοτε και ταυτίσθηκε με όλες τις προοδευτικές μάχες που δόθηκαν στον τόπο μας -ας μη λησμονούμε πως ήταν εκείνη που πρωτοστατούσε στις διαδηλώσεις ενάντια στην εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη.
Η Αλέκα Κατσέλη ανήκε σ’ εκείνην την «ηρωική» γενιά του Ελληνικού Θεάτρου. Αντάμα με ογκόλιθους του χώρου, σαν τον Βεάκη, την Παξινού, τον Κωτσόπουλο, τον Κατράκη, την Αρώνη (για ν’ αναφέρω μερικούς μόνον) και μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Ροντήρης, ο Κουν, ο σύζυγός της Πέλος Κατσέλης κι άλλες μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης, αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη για την αναμόρφωση, την «εξύψωση» εάν θέλετε στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού, του θεάτρου, ως παράδοση αφ’ ενός κι ως καινοτόμο ρεύμα και «ζωτική δύναμη» της κοινωνικής και πνευματικής ζωής αφ’ ετέρου.
Και μάλιστα, η αφοσίωση όλης εκείνης της γενιάς στη δημιουργική και αναζωογόνο δύναμη του θεάτρου ήταν τέτοια, που για λίγους από τους εκπροσώπους της θα μπορούσε κανείς να πει ότι ξεχώριζε τη ζωή του από το θέατρο. Όσοι έχουν γνωρίσει τέτοιους διανοητικούς ογκόλιθους, γνωρίζουν πως κάθε ικμάδα του «είναι τους», κάθε χειρονομία τους, απέπνεε εκείνη τη μεθεκτική δύναμη που έχει η σκηνική παρουσία, σάμπως να είναι η ζωή ένα υψηλών προδιαγραφών teatrum mundis, που έπρεπε να ερμηνευθεί και βιωθεί στον έσχατο εκείνο βαθμό που απαιτεί η προσήλωση του ανθρώπου στο ηθικό και κοινωνικό ιδεώδες, που η τέχνη του εμπνέει. Χωρίς τούτο να σημαίνει μία ταύτιση εξωπραγματική. Απεναντίας και αυτό φανερώνει τη δύναμη και την αδρομέρεια της τέχνης τους, που βοηθά τέτοιους ανθρώπους να κατορθώνουν να εν-τυπώσουν (με την πλήρη έννοα του όρου) τόσο βαθιά τον χαρακτήρα που υποδύονται στη σκηνή στην προσωπικότητά τους, να τον κάνουν ένα με το Είναι τους, που στο μυαλό του θεατή, ο ήρωας να ταυτίζεται με το πραγματικό πρόσωπο.
Και η Αλέκα Κατσέλη ήταν ηθοποιός τέτοιου βεληνεκούς και αξίας. Λίγοι είναι οι ρόλοι που υποδύθηκε και δεν ταυτίσθηκαν με εκείνην: η άφθαστη ερμηνεία της σαν Μήδεια, σαν Κλυταιμνήστρα, η ασύγκριτη Φιλουμένα Μαρτουράνο, η συνταρακτική μάνα στον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας (έργο που αποκατέστησε στη συνείδηση του κοινού, που μέχρι τότε το θεωρούσε «μπουλουκτσίδικο’» ο ασύφταστος δάσκαλος Πέλος Κατσέλης). Γιατί η Κατσέλη μπορούσε κι ΕΝΣΑΡΚΩΝΕ πραγματικά τον ρόλο της και η ερμηνεία του έφθανε στον θεατή σα βιωμένο και ζωντανό γεγονός, σαν πραγματικότητα πάλλουσα και συνταρακτική. Ποιος, έχοντάς την ακούσει, μπορεί να λησμονήσει τη χαρακτηριστική φωνή της, που χωρίς υπερβολή υποστασίωνε τις λέξεις, προβάλλοντάς τες σ’ όλη τους την υλικότητα, που έφερνε ανάγλυφη την εικόνα που περιέγραφε. Κατ’ άλλους, η Κατσέλη ανεξάλειπτα έχει μείνει σαν η «Ιέρεια της Ολυμπιακής Φλόγας», που δονούσε την Ολυμπία με τη φωνή της και που κανείς, μεταρσιωτικά ριγώντας, θαρρούσε πως όντως μεταλαμπάδευε την ιερή κι άσβεστη φλόγα στον κόσμο. Ένα πάθος που με τρόπο καίριο και καταλυτικό μετέδιδε και στους μαθητές της, κάποιοι εκ των οποίων είναι σήμερα κάποια από τους πιο σημαντικούς θεράποντες της θεατρικής τέχνης και σαν κύριο χαρακτηριστικό τους έχουν ακριβώς το πάθος εκείνο και τον βαθύ σεβασμό στην άσκηση του λειτουργήματός τους -γιατί έτσι το συναισθανότανε η Κατσέλη το θέατρο, λειτούργημα και διδασκαλία του πολίτη, παράδειγμα ζωής και ηθικής στάσης, πρώτιστα κι όχι διασκέδαση. Εάν κάποιος αναρωτήθηκε ποτέ πώς γίνεται πραγματικότητα η ρήση των Γραφών «να κάνει σάρκα τις λέξεις», κατά την ταπεινή μου άποψη, η εμπειρία μίας ερμηνείας από την Αλέκα Κατσέλη το αποδεικνύει έμπρακτα….
Κι έτσι ήταν και στην πραγματική ζωή της, η Αλέκα Κατσέλη. Ένας άνθρωπος που έδινε ζωή στο περιβάλλον της, ακαταδάμαστη από τις περιπέτειες και τις ασθένειες, δυναμική κι αλύγιστη στην υποστήριξη των απόψεών της και ασυμβίβαστη στην ηθική πλευρά της Τέχνης της και της ζωής. Πάντοτε στρατευμένη στα μεγάλα συμβάντα του τόπου, από την κοινωνική προσφορά της στον Πόλεμο, στη γενναιότητα κι αυταπάρνηση που έδειξε στην υπόθεση Μπελογιάννη, στη συνδικαλιστική της δράση, στην υψηλόφρονα στάση της απέναντι στη Δικτατορία, που της στοίχισε τη θέση της ιέρειας της Ολυμπιακής φλόγας, που μέχρι τότε και για τρεις συνεχόμενες διοργανώσεις παρέδιδε από την Ιερά Άλτη με απαράμιλλο τρόπο… Η ίδια της η ζωή στάθηκε ένα μάθημα για όσους είχαν την τύχη να τους περιβάλλει η παρουσία της. Μία πλήρης ταύτιση της vita activa με τη vita contemplativa, το ιδανικό που κάθε μεγάλος φιλόσοφος κηρύττει για την ανθρώπινη ζωή.
Ακόμη και στα δεινά και τους κατατρεγμούς της μοίρας, στα μεγάλα πλήγματα της ασθένειας, η Αλέκα Κατσέλη αντιστάθηκε, πληθωρική όπως πάντα να σφύζει από ζωντάνια. Ποιός θα μπορέσει άραγε να λησμονήσει την συνταρακτική τελευταία της ερμηνεία, στο «Μήδειας Υλικό», «διδάσκοντας» (όπως θα έλεγαν οι Αρχαίοι) έναν ρόλο που η γυναικεία τραγικότητα τον κάνει τόσο ιδιαίτερο και με τον οποίο είχε ερμηνευτικά ταυτισθεί όσο με κανέναν άλλο.
Τριάντα χρόνια μετά, η αναγκαία σύγκριση του τότε με το τώρα, που αναπόφευκτα η ανάμνηση μας προκαλεί, μας κάνει ν’ αναπολούμε τις αρχές που το ίδιο το πρόσωπο της Αλέκας Κατσέλη ενσάρκωνε σε κάθε πτυχή της ζωής, αποδεικνύοντας ότι το θέατρο δεν είναι μία Καλδερονική «ζωή σαν όνειρο» απλώς, αλλά πως είναι η αφορμή για να παρασταθούν και να εξυψωθούν τα παθήματα, οι καταδρομές και οι αρετές αυτής καθαυτής της ζήσης μας, αλλά κι ο τρόπος της κάθαρσης που περνά μέσα από το πάθος για τη ζωή. Και το θέατρο για την Αλέκα Κατσέλη ήταν το alter ego του ασύγκριτου και ολοκληρωτικού πάθους της για τη ζωή, που αντανακλούσε τόσο γλαφυρά στην ίδια της την τέχνη, κάνοντας τα δύο πράγματα -ζωή και θέατρο- ευεργετικά αξεχώριστα.