Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εμμέσως απoτέλεσαν τον σπινθήρα για μία μικρή ενδοκυβερνητική κρίση στη νεοφασιστική κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία. Οι καλές επιδόσεις και τα αρκετά μετάλλια που κρέμονταν από τον λαιμό Ιταλών αθλητών με διαφορετική εθνική καταγωγή και χρώμα έφερε μεν κύματα ενθουσιασμού στους φιλάθλους, όμως δημιούργησε και αμηχανία σε κάποιους πολιτικούς. Όπως για παράδειγμα στον ηγέτη της ξενοφοβικής Λέγκας, αλλά και στο εσωτερικό του νεοφασιστικού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» της Μελόνι, που συχνά πυκνά κραυγάζουν για την κακή επιρροή και την εγκληματικότητα που φέρνουν οι μετανάστες στην Ιταλία.
Το εθνικό κλέος των εννέα χρυσών μεταλλίων για πρώτη φορά στην ιστορία της ολυμπιακής συμμετοχής της Ιταλίας, χάρις στη αναντίρρητη συνεισφορά των «ξένων» και κυρίως η αυθεντική συγκίνησή τους όταν έψαλλαν τον εθνικό ύμνο του Μαμέλι κατεδάφισε τα επιχειρήματα για την ανικανότητα των ξένων να ενσωματωθούν στην ιταλική νοοτροπία και να αποκτήσουν εθνική και κοινωνική συνείδηση. Η σιωπή του, λαλίστατου κατά τ’ άλλα για τους μετανάστες, ιδίως όταν αφορά κάποιο έγκλημα, Σαλβίνι στα social media για τους ξένους ήταν ενδεικτική. Όπως ξεχάσθηκαν εν μία νυκτί οι ρατσιστικές επιθέσεις ενάντια στη μαύρη, αρχηγό της εθνικής Ιταλίας στο βόλεϊ Πάολας Εγκόνου μετά τη «χρυσή επιτυχία» της στο Παρίσι (με συμπαίκτριά της την επίσης έγχρωμη Μίριαμ Σίλα).
Μέσα σε τούτο το κλίμα, η πρόταση του επικεφαλής του συγκυβερνώντος Forza Italia Αντόνιο Ταβιάνι για ευνοϊκότερη τροποποίηση της χορήγησης ιθαγένειας, κυρίως σε ανηλίκους, μέσα από την οδό του λεγόμενου ius scholae (της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης για συγκεκριμένα χρόνια και εκπαιδευτικούς κύκλους), δημιούργησε μία ένταση στην τρικομματική συνοχή. Η πρόταση τούτη αφορά όσους έχουν έλθει στη χώρα μέχρι την ηλικία των 12 ετών κι έχουν συμπληρώσει 12ετή κύκλο σπουδών. Ένα μέτρο που θα ευνοούσε περίπου 300.000 από τους 900.000 ξένους μετανάστες, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται σε μία limbo όσον αφορά την ιθαγένεια στην Ιταλία. Παράλληλα, εκτιμάται πως μέσω του μέτρου αυτού άλλοι 500.000 νέοι υπήκοοι θα προστεθούν στο κράτος την ερχόμενη 5ετία.
Ο Σαλβίνι αμέσως, υπονοώντας ότι απηχεί και τη γνώμη της Μελόνι, απέκλεισε το ενδεχόμενο να συζητηθεί σοβαρά στους κόλπους της συμμαχίας το ενδεχόμενο αυτό. Πιστός στη λαϊκιστική του ρητορεία, ο ξενοφοβικός ηγέτης δήλωσε πως το Ius Scholae δεν είναι προτεραιότητα, αλλά εκείνο που επείγει είναι οι μισθοί και η τροποποίηση του συνταξιοδοτικού νόμου Φορνέρο για έξοδο μετά από 41 χρόνια εργασίας. Ο ηγέτης της Λέγκας ήταν σαφής «ιθαγένεια στα 18 κι αφού έχει αποδείξει ο ενδιαφερόμενος ότι αγαπά την Ιταλία».
Η πρόταση του Ταγιάνι, ο οποίος στοχεύει με τη μεταρρυθμιστική του πρωτοβουλία ετούτη να αποκομίσει ακόμη μεγαλύτερα πολιτικά κέρδη, έπειτα από την σημαντική ενίσχυσή του στις πρόσφατες Ευρωεκλογές -εις βάρος της Λέγκας- προσβλέπει επίσης και στην πλαγιοκόπηση των πρωτοβουλιών της αντιπολίτευσης. Το κεντροσοσιαλιστικό PD πρότεινε από τις 22 Ιουλίου (χωρίς ακόμη να έχει προωθηθεί στην αρμόδια επιτροπή) κείμενο νομοσχεδίου για χορήγηση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς που έχουν γεννηθεί στην Ιταλία ή έχουν φθάσει πριν τα 12 χρόνια τους κι ολοκληρώσει πενταετή σχολικό κύκλο. Η τελευταία πρόταση, με χρονολογική σειρά, είναι αυτή που κατέθεσε το «Κίνημα 5 Αστέρων» και του επίσης βουλευτή του PD Μάουρο Μπερούτο που αφορά την ad hoc χορήγηση ιθαγένειας σε μέλη αθλητικών ενώσεων.
Ο ευρωπαϊστής (πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου) Ταγιάνι δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει να χαθεί μία τέτοια πρωτοβουλία ή να καρπωθεί τη δρομολόγησή της η αντιπολίτευση. Επιζητώντας να εδραιώσει μία πιο καθοριστική θέση στην νεοφασιστική κυβέρνηση, ως μετριοπαθέστερος πόλος, ο Ταγιάνι ακολουθεί τις τακτικές μίας «παθητικής επανάστασης», όπως θα έλεγε κι ο Γκράμσι. Θέτοντας δηλαδή τις βάσεις για μία «μεταρρύθμιση εκ των άνω» κι όχι βάσει των πιέσεων και τις ανάγκες της λαϊκής βούλησης, να καταφέρει να προσελκύσει την κοινή γνώμη, που θα επικροτήσει αυτό το άνοιγμα ma non troppo και το οποίο στόχο έχει να διατηρήσει τα πράγματα ως έχουν, με δύο τρία «μερεμέτια». Δίχως να διαχωρίζει τη θέση του για τα σκληρά μέτρα κατά της εισόδου των μεταναστών, τα κλειστά λιμάνια και τις διώξεις ΜΚΟ και την αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα όσον αφορά τους μετανάστες, ο Ταγιάνι «χρυσώνει» το χάπι. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις πιέσεις για την θέσπιση του ius soli, την αυτόματη χορήγηση ιθαγένειας σε όσα παιδιά μεταναστών γεννιούνται στην Ιταλία.
Σε σχέση με τις πάγιες θέσεις του κόμματος της Μελόνι για πάταξη των «πρακτικών δόλιας απόκτησης ιθαγένειας μέσω γάμου» και τις υπάρχουσες τακτικές που επικεντρώνονται στην τροποποίηση του νόμου 91 της 5ης Φεβρουαρίου 1992, για τους ισχύοντες κανόνες βάσει του Ius Sanguinis (εξ αίματος) για την απόκτηση ιθαγένειας επειδή ένας ή και οι δύο γονείς είναι Ιταλοί ή σε περίπτωση υιοθεσίας, οι προτάσεις Ταγιάνι μοιάζουν πιο «προοδευτικές».
Βασίζοντας την πρωτοβουλία του στη νομοτελειακή συντηρητικοποίηση των μεταναστών που καταφέρνουν να ενσωματωθούν στην κοινωνία της χώρας αποδοχής, ο Ταγιάνι αποβλέπει στην προσέλκυση μίας δυνητικής εκλογικής δεξαμενής -τόσο από τους πολιτογραφημένους, όσο και από τους μετριοπαθείς Ιταλούς ψηφοφόρους, που διαφοροποιούνται από τους ξενόφοβους νεοφασίστες και Λεγκίστες. Ένας από τους λόγους είναι και η αδυναμία να διατηρήσουν πολλοί μετανάστες, ιδίως τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στην Ιταλία και την υπηκοότητα της πρώτης τους πατρίδας. Περίπου 40 κράτη από τις οποίες προέρχονται οι ξένοι στην Ιταλία δεν δέχονται τη διπλή υπηκοότητα. Κάτι που γεννά διάφορες επιπλοκές, τόσον όσον αφορά την πολιτιστική ταυτότητα, όσον και τις γραφειοκρατικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των σχέσεων με τους συγγενείς και την χώρα καταγωγής.
Σε έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το Istat, σχετικά με πώς αντιλαμβάνονται οι ανήλικοι αλλοδαποί την ιταλική υπηκοότητα, περίπου το 60% των ανηλίκων που ερωτήθηκαν το θεωρούν σημαντικό για το μέλλον τους. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σημαντικά για τις τρεις κοινότητες καταγωγής (Αλβανία, Μαρόκο, Ρουμανία) που από μόνες τους αντιπροσωπεύουν το 40% των αιτήσεων που γίνονται δεκτές, αλλά μειώνεται σημαντικά για ορισμένες ασιατικές κοινότητες, ξεκινώντας από την κινεζική, και κάποιες αφρικανικές. Περίπου το ένα τέταρτο των αλλοδαπών ανηλίκων που διαμένουν στην Ιταλία και από τις 870 χιλιάδες που φοιτούν σε ιταλικά σχολεία προέρχονται από χώρες της Ε.Ε.. Μια συνθήκη που επιτρέπει την πλήρη πρόσβαση στα δικαιώματα της ελεύθερης κυκλοφορίας και την πρόσβαση σε όλα τα κοινωνικά επιδόματα από άτομα και οικογένειες.
Βέβαια το ius scholae, έτσι όπως το παρουσιάζει ο Ταγιάνι συνιστά μόνον ένα πρόσχημα κι έναν αυτοματισμό, καθώς δεν προβλέπει και ουσιαστικές πρακτικές για την αποτελεσματική ενσωμάτωση και διδασκαλία των παιδιών μεταναστών στα ιταλικά σχολεία. Ιδίως σε εκείνα που δεν έχουν γεννηθεί ή έχουν έλθει σε μεγαλύτερη ηλικία στην Ιταλία ή δεν μιλούν -λόγω των συνθηκών- τη γλώσσα και δεν συμμετέχουν στην κουλτούρα. Η ολοκλήρωση ενός κύκλου σπουδών δεν εξυπακούει αυτόματα ότι τα παιδιά τούτα, των οποίων οι γονείς συχνά ζουν στην εξαθλίωση και υφίστανται εργασιακή καταπίεση και κοινωνική περιθωριοποίηση, θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν σπουδές ή να αποκτήσουν νοοτροπία ιταλική και να ενσωματωθούν, αισθανόμενα την «αγάπη για την πατρίδα» που απαιτεί ο Σαλβίνι.
Ιδίως, όταν το ιταλικό δημόσιο σχολείο διαρκώς απαξιώνεται. Και με βάση όσα έχουμε κι από εδώ εξηγήσει για την προς εισαγωγή «διαφοροποιημένη αυτονομία» των Περιφερειών, που θα εφαρμόζει διαφορετικά μέτρα και σταθμά, στους μισθούς, το πρόγραμμα, τις δυνατότητες σπουδών από περιοχή σε περιοχή, η πρόσβαση στην εκπαίδευση για τα παιδιά μεταναστών δεν θα είναι ομοιογενής, εξασφαλισμένη και ανέφελη.
Ούτως ή άλλως, το θέμα της ενσωμάτωσης στην εκπαίδευση των μεταναστών συναρτάται άμεσα και με την κατάσταση της σχολικής εκπαίδευσης και της επάρκειας χώρων και προσωπικού. Σε μία χώρα που η ραγδαία ιδιωτικοποίηση των πάντων και οι επιθετικές περικοπές στις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος, την υγεία και την εκπαίδευση, η εξασφάλιση μίας επαρκούς παιδείας σε μαθητές που ενδεχομένως δεν μιλούν ιταλικά ή δεν έχουν τα υλικά μέσα για να παρακολουθούν τις σπουδές και να ολοκληρώνουν τους απαιτούμενους κύκλους, είναι μία δύσκολη υπόθεση. Όταν οι δάσκαλοι δεν επαρκούν για τα κανονικά σχολεία, τη στιγμή που οι καθηγητές ουσιαστικά πληρώνουν από την τσέπη τους για να αποκτήσουν την επάρκεια και οι διαγωνισμοί του ιταλικού ΑΣΕΠ δεν εγγυώνται την εργασιακή σταθερότητα (ιδίως εάν εφαρμοσθεί η «διαφοροποιημένη αυτονομία» και τα κριτήριά της).
Τη στιγμή που 1,7 εκατομ. άνθρωποι αλλοδαπής καταγωγής, σε αυτούς ας συμπεριλάβουμε περίπου 600.000 ανηλίκους, περιδινίζονται σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, τα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου, που σχετίζονται με αποτυχία συμμετοχής σε μαθήματα ή τις σοβαρές εκπαιδευτικές καθυστερήσεις, που αφορούν το 25% των ανηλίκων αλλοδαπών σε σύγκριση με 8 % για τους Ιταλούς μαθητές. Για τούτο, πέρα από τις ρητορείες και τις πολιτικές αποβλέψεις, τα πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά κρίσιμα ζητήματα που δημιουργούν ουσιαστικούς φραγμούς στην πρόσβαση στην ιθαγένεια δεν πρέπει να υποτιμηθούν σε καμία περίπτωση.