Λιγότερο από δυο μήνες πριν τις εκλογές, η ζωή στις μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ συνεχίζεται, με τα μεγάλα επίδικα να μένουν ανοιχτά και με μια στάση αναμονής στον αέρα, ενώ πλανιέται η εντύπωση πως και την επομένη των εκλογών οι άνθρωποι θα έχουν να παλέψουν με τα ίδια τέρατα.
Οι New York Times ανεβάζουν τη μια ανάλυση μετά την άλλη, προσπαθώντας να καταλάβουν ή μάλλον να προβλέψουν (ή μήπως να επηρεάσουν;) τι θα βγάλει η κάλπη το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου εδώ στο Μίσιγκαν και στις άλλες αμφίρροπες Πολιτείες. Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία (για την Χάρις, εννοείται!), όπως λέγεται συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει όμως και αγωνία, η οποία εκφράζεται με διάφορους, ενίοτε αναπάντεχους, τρόπους. Όπως η αγωνία που αφήνει να φανεί η Γκέιλ Κόλινς, αρθρογράφος της εφημερίδας για θέματα εσωτερικής πολιτικής, που εμφανίζεται κάπως θυμωμένη προς όσους αναζητούν άλλους υποψηφίους για την προεδρία των ΗΠΑ. Η Κόλινς απαξιώνει τέτοιες επιλογές, όπως την «αιώνια υποψήφια» του κόμματος των Πρασίνων, Τζιλ Στάιν. Ειρωνεύεται όσους ζυγίζουν μια τέτοια ψήφο, λέγοντάς τους «get a life!» (κάνε κάτι καλύτερο με τη ζωή σου, σε ελεύθερη απόδοση) αντί να χάνουν το χρόνο τους δηλαδή με δίχως νόημα υποψηφιότητες που το μόνο που κάνουν είναι να κλέβουν τη νίκη από την εκάστοτε Δημοκρατική υποψήφια. Και φέρνει παράδειγμα φυσικά την καημένη τη Χίλαρι Κλίντον, που της κλέψανε τη νίκη μέσα από τα χέρια ενώ η ίδια φέρει μηδαμινή ευθύνη για την ήττα της. Θα έλεγε κανείς πως η ειρωνεία και η απαξίωση δε βοήθησε πολύ στο παρελθόν, την Κλίντον συγκεκριμένα.
Μετά το πολυαναμενόμενο ντιμπέιτ των Τραμπ και Χάρις, οι λεγόμενες προοδευτικές εφημερίδες και ειδησεογραφικά σάιτ έγραφαν μεν το προφανές, ότι δηλαδή η υποψήφια των Δημοκρατικών εμφανίστηκε συγκροτημένη, εστιασμένη, ψύχραιμη και κατά κοινή ομολογία ευφραδής, ακόμα και συμπαθητική, κερδίζοντας κατά κράτος τις εντυπώσεις, αλλά μόλις που ψέλλιζαν μια στοιχειώδη κριτική απέναντί της. Όλοι μιλούσαν για τη γλώσσα του σώματος και το λεπτό σαρκασμό με τον οποίο η Χάρις αντιμετώπισε εξωφρενικούς ισχυρισμούς του αντιπάλου της, όπως τη σκυλο-γατοφαγία των Αϊτινών προσφύγων στο Οχάιο αλλά και το απίθανο επιχείρημα ότι η ίδια είναι μαρξίστρια. Όμως δεν φάνηκε άξιο σχολιασμού το γεγονός ότι η Χάρις άφησε επανειλημμένα να μείνει αναπάντητος ο ισχυρισμός του απερίγραπτου Τραμπ ότι το έγκλημα στις ΗΠΑ έχει εκτοξευτεί στα ουράνια ενώ η εγκληματικότητα στις γειτονικές των ΗΠΑ χώρες έχει καταβαραθρωθεί επειδή όλοι οι αλλοδαποί εγκληματίες έχουν περάσει τα νότια σύνορα (ευτυχώς έσωσε τα προσχήματα ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μιούιρ, αντιπαραθέτοντας σε πρώτο χρόνο στοιχεία, τα οποία φυσικά απέρριψε ο εθισμένος στα fake news πρώην Πρόεδρος).
Η δικαιολογία είναι ότι η Χάρις αποφεύγει να ερεθίσει τους κεντροσυντηρητικούς ψηφοφόρους. Πόσο ενθαρρυντικό ή ενδεικτικό είναι αυτό για τον τρόπο με τον οποίο θα κυβερνήσει, είναι ένα θέμα που προς το παρόν κρίνεται μάλλον δευτερεύον. Φυσικά, και χωρίς να αναλύσουμε εδώ όλη τη μονομαχία, ατάκες της Χάρις όπως «θα εξασφαλίσω ότι ο αμερικανικός στρατός θα παραμένει πάντα ο φονικότερος του κόσμου» (που την ξεστόμισε και στο Συνέδριο των Δημοκρατικών) ούτε καν προκάλεσαν κάποια αντίδραση, μάλλον επειδή αυτό θεωρείται κεκτημένο και αναφαίρετο δικαίωμα της Αυτοκρατορίας από όλο το πολιτικό φάσμα.
Την ίδια ώρα, απολύτως απών από τη διαμάχη για την Προεδρία είναι το θέμα της θανατικής ποινής, παρά το γεγονός ότι μόλις προχθές (20 Σεπτεμβρίου) εκτελέστηκε στη Νότια Καρολίνα ένας θανατοποινίτης, ο Φρέντι Όουενς, μαύρος και φτωχός, όπως τόσοι άλλοι, δυσανάλογα πολλοί, καταδικασμένοι για φόνο. Ο Όουενς εκτελέστηκε με θανατηφόρα ένεση, αφότου ο βασικός μάρτυρας ανακάλεσε την κατάθεση με βάση την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο ο εκτελεσθείς. Ο κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας αρνήθηκε να δώσει χάρη και να μετατρέψει την ποινή σε ισόβια. Η θανατική ποινή στις ΗΠΑ διατηρείται σε ορισμένες Πολιτείες, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κρατά επαμφοτερίζουσα στάση, ξανάρχισε να εκτελεί κρατούμενους που τελούν υπό τη δικαιοδοσία της (ομοσπονδιακά εγκλήματα) επί κυβερνήσεων Τραμπ, και το θέμα παραμένει ανοιχτό -μάλλον όχι αρκετά ενδιαφέρον για τη δημόσια συζήτηση εν όψει εκλογών, όμως.
Κι ενώ στην Παλαιστίνη η ισραηλινή θηριωδία συνεχίζεται, είναι αποδεκτά τα ευχολόγια της Δημοκρατικής υποψήφιας και του ένοχου κόμματός της συνολικά (τα λέει πολύ καλύτερα ο Άρης Χατζηστεφάνου). Στα πανεπιστήμια γίνεται προσπάθεια να κρατηθεί το καπάκι σφιχτά πάνω από το νερό που βράζει και να στραγγαλιστούν όσες διαμαρτυρίες επιμένουν. Έτσι, στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπως και σε πολλά άλλα, πέρασαν νύχτα ή αυγουστιάτικα (σας θυμίζει κάτι;) αλλαγές στους εσωτερικούς κανονισμούς που απαγορεύουν, συχνά με τρόπο παράλογο, δημόσιες εκδηλώσεις, με τον υφέρποντα φόβο φιλοπαλαιστινιακών διαμαρτυριών. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν τέσσερις διαδηλωτές έξω από την κεντρική βιβλιοθήκη στις αρχές Σεπτεμβρίου, δήθεν για παράβαση αυτών των αυταρχικών κανονισμών. Ευτυχώς, κάποιοι καθηγητές δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια και έγραψαν πύρινα άρθρα, περιγράφοντας γλαφυρά πώς η διοίκηση του Πανεπιστημίου, που φημιζόταν κάποτε για τον προοδευτικό και ενίοτε εξεγερσιακό του χαρακτήρα, δολοφονεί την αλήθεια και παίζει ανερυθρίαστα με τις λέξεις για να καλύψει την αυταρχικότητα των νέων κανονισμών. Λίγα μίλια μακριά πάντως, στο Ντιτρόιτ, στο κεντρικό κάμπους ενός άλλου πολυπληθούς δημόσιου πανεπιστημίου, του Γουέιν Στέιτ, που έχει πολλαπλάσιο ποσοστό μαύρων και αράβων φοιτητριών και φοιτητών, δεσπόζει ο βράχος, μια κοτρώνα πάνω στην οποία οι φοιτητές ζωγραφίζουν ό,τι τους εκφράζει κάθε φορά. Αυτές τις μέρες, ο βράχος είναι βαμμένος στα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας, και γράφει με μεγάλα γράμματα «Divest!» (Αποεπένδυση!), χωρίς κανείς να κυνηγήσει τους δράστες. Κι ας μην είχε συμβεί το ίδιο την περασμένη άνοιξη.
Ένα χρόνο πριν, η μεγάλη απεργία του Συνδικάτου των Εργατών στην Αυτοκινητοβιομηχανία (UAW, United Auto Workers), συγκλόνιζε το Μίσιγκαν και ενέπνεε τους εργάτες σε ολόκληρη τη χώρα. Σήμερα, με πολλά από τα αιτήματά τους να έχουν ικανοποιηθεί αλλά με τα προβλήματα να συνεχίζονται, οι ηγέτες του συνδικάτου δεν πείθονται από τις εξαγγελίες του Τραμπ για προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας. Πείθονται όμως από ό,τι φαίνεται από το πρόγραμμα και τα πεπραγμένα της Χάρις, και μάλιστα παίρνουν καθαρά θέση υπέρ της. Ο πρόεδρος του Συνδικάτου, ο τρομερός Σον Φέιν, μίλησε μάλιστα στο συνέδριο των Δημοκρατικών στηρίζοντας της υποψηφιότητά της, ενώ ταυτόχρονα κατήγγειλε με λάβρο τρόπο την απληστία των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών. Ο Φέιν συνάντησε τη Χάρις και στις αρχές του μήνα, όταν εκείνη επισκέφτηκε το Ντιτρόιτ για τον εορτασμό της Ημέρας της Εργασίας (Labor Day), τη μεταφερμένη το Σεπτέμβρη αμερικάνικη αργία της εργατικής Πρωτομαγιάς. Το Μίσιγκαν είναι πολύ κρίσιμο για τις εκλογές του Νοεμβρίου, και αν οι πολίτες αραβικής καταγωγής είναι επιφυλακτικοί ή και εχθρικοί απέναντι στους Δημοκρατικούς, η Χάρις εκτιμά ότι μπορεί να κερδίσει τους λευκούς και μαύρους βιομηχανικούς εργάτες.
Αυτή τη στιγμή είναι αδύνατη κάθε ασφαλής πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των εκλογών, και είναι αμφίβολο αν αυτό θα αλλάξει ως την τελευταία στιγμή. Φαίνεται πάντως πως μάλλον δεύτερο ντιμπέιτ δεν θα έχουμε, αφού ο Τραμπ δεν έδρεψε από το πρώτο τους αναμενόμενους καρπούς. Και αν δε μας έκανε σοφότερες εκείνη η τηλεμαχία, πάντως μελαγχολήσαμε διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά τη χαώδη απόσταση μεταξύ των -μέινστριμ- δημοσιογράφων του καναλιού ABC Ντέιβιντ Μιούιρ και Λίντσεϊ Ντέιβις, που στρίμωξαν αμφότερους τους υποψηφίους, και των ελλαδιτών συναδέλφων τους, που ούτε διανοούνται να διεκδικήσουν μια πραγματική απάντηση όταν οι επίδοξοι πρωθυπουργοί προσπαθούν να ξεγλιστρήσουν.
Προς το παρόν, ακούμε εκατέρωθεν συνθήματα για τη μεγάλη ή εξαιρετική Αμερική, και σκέφτομαι εκείνους που αρνούνται να ονοματίσουν Αμερική αυτή τη χώρα, και την αποκαλούν απλά Ηνωμένες Πολιτείες ή σκέτα ΗΠΑ, παίρνοντας αποστάσεις από μια εύκολη συντόμευση που προσεταιρίζεται αυθαίρετα μια ολόκληρη ήπειρο.