Ήταν πριν από κάμποσα χρόνια όταν είχα πετύχει στο chess.com μια συνέντευξη του Άγγλου γκραν μετρ Ντάνιελ Κινγκ. Σε κάποιο σημείο η κουβέντα πήγε στην επιλογή του σκακιού ως επαγγελματικής ενασχόλησης. Τι ήταν αυτό που ώθησε τον νεαρό μετρ να γίνει ένας επαγγελματίας σκακιστής; Θυμίζουμε ότι βρισκόμαστε στα λέιτ σέβεντις, μια εποχή που η Αγγλία άρχισε να «παράγει» μαζικά επαγγελματίες σκακιστές. Η εξήγηση που έδωσε ο Κινγκ εστίαζε σε δύο παραμέτρους. Η πρώτη ήταν το ματς Φίσερ-Σπάσκι στο Ρέικιαβικ, το οποίο και έκανε για πρώτη φορά τόσο δημοφιλές το σκάκι στην Ευρώπη. Η δεύτερη, το αγγλικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Η άνοδος της Θάτσερ στην εξουσία και η συντηρητικοποίηση της κοινωνικής ζωής καθιστούσε σε τμήμα της νεολαίας εξόχως πληκτική την ιδέα μιας μεσοαστικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Το σκάκι, αντιθέτως, πρόσφερε την αίσθηση του μποέμ, με τα ταξίδια, τα μη συμβατικά ωράρια και τις -έστω και πενιχρές- χρηματικές απολαβές.
Αυτή είναι μια βασική διαφορά του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού σκακιού από το σοβιετικό, όπου η σκακιστική σταδιοδρομία αποτελούσε ένα κρατικό λειτούργημα και ο σκακιστής εγγραφόταν στις τάξεις των οιονεί δημοσίων υπαλλήλων. Αρκεί να θυμηθούμε πώς το σοβιετικό κράτος προστάτευσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το ανθρώπινο σκακιστικό δυναμικό του στέλνοντας τους μετρ στα μετόπισθεν ή πώς μια σκακιστική επιτυχία μπορούσε να σου αποφέρει ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα.
Αν στη Σοβιετική Ένωση το σκάκι αποτελεί πολιτική από τα πάνω, στη μεταπολεμική Ευρώπη οι σκακιστές κάνουν τη δική τους πολιτική από τα κάτω -ή μάλλον την αντι-πολιτική τους απόσυρση σ’ ένα πεδίο μακριά τόσο από τον μόχθο όσο και από την πολιτική πράξη. Το μεταπολεμικό consensus που χαιρετίστηκε ευρέως γέννησε ταυτόχρονα και το κίνημα αμφισβήτησης μιας γενιάς που δεν έζησε την ίδια τη βαρβαρότητα αλλά τον απόηχό της και μια προσπάθεια λήθης που, κάτω από τον καταναλωτικό μανδύα της ευημερίας, δεν έπειθε υπαρξιακά.
Η Γερμανία είναι ένα ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για όλα αυτά. Η μετά τον πόλεμο γενιά είχε να διαχειριστεί μια προγονική ενοχή μέσα σε ένα παρόν που έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποσιωπήσει. Η ανοικοδόμηση σημαδεύτηκε από τα αφανή δράματα ανθρώπων που θυσιάστηκαν σιωπηλά μπροστά σε ένα κράτος που δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω, υπό τον φόβο ότι θα έμενε στήλη άλατος. Ο κινηματογράφος του Φασμπίντερ, η γερμανική αυτοσχεδιαστική μουσική κ.λπ. είναι μόνο μερικές από τις εκφάνσεις αυτής της βιωματικής αντίδρασης απέναντι στο κενό μεταξύ βιόκοσμου και πολιτικού συστήματος. Το σκάκι έχει και σ’ αυτό τους δικούς του αφανείς ήρωες.
Γεννημένος το 1953 στο Άαχεν, o μπερντ ελινγκχόφεν (που αρεσκόταν να γράφει το ονοματεπώνυμό του όπως ο ε.ε. κάμινγκς με πεζά γράμματα) αποτελεί έναν κλασικό νέο στην μεταπολεμική Γερμανία. Όπως ο ίδιος περιγράφει σε μια συνέντευξή του:
Έζησα τη ριζική αλλαγή μετά το 1968: η εποχή των χίπις, οι φοιτητικές εξεγέρσεις, οι διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ο επανεξοπλισμός και οι πυρηνικοί σταθμοί – ήμουν εκεί. Αλλά απέρριψα τη ριζοσπαστικοποίηση που οδήγησε στην τρομοκρατία και αποφάσισα κρυφά να ασχοληθώ με την τέχνη της σκακιστικής σύνθεσης. Αυτή σχετίζεται με τη ζωή, γιατί μαθαίνεις από νωρίς να σκέφτεσαι δυαδικά: διαλεκτική αντί για μονοκατευθυντήριες σχέσεις -αν ο Μαύρος κινείται έτσι, ο Λευκός απαντάει έτσι… Οι παίκτες και οι συνθέτες του σκακιού έχουν αυτό το κοινό, μόνο που οι δεύτεροι είναι μάλλον πιο ειρηνιστές. Εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία.
Η επιλογή του σκακιού ως πεδίου αισθητικής και διανοητικής απασχόλησης επιλέγεται από τον ελινγκχόφεν ως αποτέλεσμα πολιτικής πράξης αλλά και συνάμα ως απόσυρση από αυτή. Αν ωστόσο το σκάκι τον «έσωσε» από μια ριζοσπαστικότητα που θεωρούσε ακραία, θα τον «έριχνε» σε μια επίσης όχι τόσο τετριμμένη επικράτεια: ο ελινγκχόφεν θα απέρριπτε το αγωνιστικό σκάκι, επειδή όπως χαριτολογώντας έλεγε «συνήθως έχανα και επομένως έβρισκα το να παίζω σκάκι ηλίθιο». Όπως ανόητο εύρισκε το να προσαρμόζεται για να μη χάνει. Μοναδικό καταφύγιο έτσι έγινε το καλλιτεχνικό σκάκι.
Μέχρι τον θάνατό του πέρυσι τον Νοέμβριο, στα εβδομήντα του, ο ελινγκχόφεν υπηρέτησε το καλλιτεχνικό σκάκι από κάθε μετερίζι: ήταν συνθέτης, κριτής, εκδότης, τυπογράφος, επιμελητής, μέλος ομάδων και ομοσπονδιών. Μια προσωπικότητα που συνδύαζε την αφηρημένη σκέψη της δημιουργίας με την πρακτική προσαρμογή στις καθημερινές απαιτήσεις της υλοποίησής της. Διότι το εύκολο είναι να φτιάχνεις προβλήματα (ακόμα και το να τα λύνεις). Το δίκτυο όμως του ανοίγματός τους στη δημοσιότητα, το στήσιμο και η έκδοση και η διανομή περιοδικών, φυλλαδίων και βιβλίων απαιτεί ένα δόσιμο ψυχή τε και σώματι, κι ειδικά σε ένα πεδίο όπου δεν μπορείς να ζήσεις διακονώντας το.
Ήδη από το 1973 ο ελινγκχόφεν ήταν συντάκτης στο περιοδικό DieSchwalbe, το διάσημο ήδη περιοδικό της ομώνυμης γερμανικής ένωσης σκακιστικής σύνθεσης που δημιουργήθηκε το 1924 στο Έσεν. Το «χελιδόνι», οφείλει το όνομά του σε μια σύνθεση των Johannes Kohtz και Carl Kockelkorn, στην οποία η λευκή βασίλισσα κινείται στη σκακιέρα όπως το πτηνό στον ουρανό. «Eine Schwal bemachtnoch keinen Sommer», ήτοι, ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη (στα καθ’ ημάς), η παρουσία του ελινγκχόφεν ωστόσο στο DieSchwalbe υπήρξε ανοιξιάτικη γι’ αυτόν: δύο χρόνια αργότερα, το 1975, θα γίνει μέλος της συντακτικής ομάδας του feenschach (έτσι, με πεζά και αυτό), του μοναδικού τότε περιοδικού που εξειδικευόταν στο μυθικό σκάκι, του οποίου, προϊόντος του χρόνου, θα αναλάβει πλήρως και την έκδοση. Αργότερα, θα αναλάβει και την έκδοση επί σειρά ετών των περιβόητων άλμπουμ της FIDE, των συλλογών δηλαδή προβλημάτων που καθορίζουν τους τίτλους στη σκακιστική σύνθεση. Η δημοσίευση ενός προβλήματος σε ένα άλμπουμ δίνει βαθμούς, η σώρευση βαθμών τίτλους, οι οποίοι είναι ίδιοι όπως στο αγωνιστικό σκάκι. Φερ’ ειπείν ο ελινγκχόφεν έγινε το 2005 διεθνής μετρ στη σύνθεση. Η συνήθειά του να συνθέτει μαζί με φίλους, συνυπογράφοντας προβλήματα, σίγουρα του στέρησε πόντους, όπως και το βαρύ πρόγραμμα που έχει κάποιος που πρέπει να μεριμνήσει για έναν εκτυπωτικό όγκο εργασίας.
Ως συνθέτης ο μπερντ ελινγκχόφεν πέρασε από σχεδόν όλες τις μορφές προβλημάτων. Το μεγάλο αποτύπωμά του βρίσκεται ωστόσο στα «βοηθητικά» και στα «μυθικά» προβλήματα, δύο μορφές του καλλιτεχνικού σκακιού που μοιάζουν καταρχάς «απειλητικές» στον παίκτη του αγωνιστικού σκακιού όταν τις συναντά. Ας θυμηθούμε πώς ο μικρός μπερντ δυσανασχετούσε όταν έχανε, χωρίς ωστόσο να θέλει και να περιορίσει τον εαυτό του σε μια πειθαρχία, ώστε να μάθει να κερδίζει. Τι καλύτερο λοιπόν από εκείνα τα προβλήματα όπου λευκά και μαύρα δεν παίζουν ανταγωνιστικά (με τα λευκά να προσπαθούν να κάνουν ματ τα μαύρα και εκείνα να αντιστέκονται), αλλά συνεργάζονται από κοινού στην επίτευξη του στόχου: τα λευκά θέλουν να κάνουν ματ τα μαύρα και αυτά παίζουν έτσι ώστε να γίνουν. Μοιάζει σίγουρα τρελό σε όποιον και όποια το πρωτοβλέπει, αλλά εντρυφώντας σ’ αυτά κανείς καταλαβαίνει τις δυνατότητες κάθε θέσης διαφορετικά. Ομοίως και στα «μυθικά» προβλήματα η επινόηση κομματιών και θέσεων που δεν υπάρχουν στο αγωνιστικό σκάκι, με ονόματα όπως «ακρίδα», «καβαλάρης της νύχτας», «σιρίνα» κ.λπ. ή θέσεων όπως «Κίρκη» ή «Μαντράσι», ο κόσμος του μυθικού σκακιού ανοίγεται στη δημιουργικότητα όπως η Άγρια Δύση στον άποικο του 1800: μια παρθένα επικράτεια προς κατάκτηση.
Ως Γερμανός ο ελινγκχόφεν επηρεάστηκε από τη λεγόμενη «λογική σχολή». Με οδηγητικό μίτο την επιθυμία κατάδειξης μιας λογικής ιδέας με σαφήνεια, παρά με τακτικά πυροτεχνήματα εντυπωσιακών κινήσεων η σχολή εστιάζει στο πλούσιο θεματικό περιεχόμενο η κατάδειξη του οποίου διευκολύνεται συνήθως από πολυκίνητα προβλήματα. Διόλου τυχαία οελινγκχόφεν συμπορεύτηκε με τον Βόσνιο Φαντίλ Αμπντουραχμάνοβιτς στην επανάσταση των βοηθητικών προβλημάτων. Το δίδυμο εστίασε στην κατασκευή πολυκίνητων βοηθητικών προβλημάτων, τα οποία δεν ήταν καθόλου στη μόδα τότε, με «λογικό» θεματικό περιεχόμενο. Η συνήθης μομφή που απευθύνεται στα βοηθητικά προβλήματα πολλών κινήσεων είναι ότι ο συνθέτης θεματοποιεί εντέλει την ίδια την έκταση του προβλήματος, με τα λευκά και τα μαύρα να κάνουν κινήσεις που δεν διαπλέκονται μεταξύ τους. Η περίπτωση των Αμπντουραχμάνοβιτς και ελινγκχόφεν δείχνει με τον πλέον σαφή τρόπο πόσο αυτό δεν ισχύει σήμερα. Οι κινήσεις δείχνουν εξωπραγματικές, συντελούν ωστόσο με λογική ακρίβεια στην κατάδειξη του εκάστοτε θέματος με τρόπο ζηλευτό. Ο ελινγκχόφεν υπηρέτησε ως το τέλος της ζωής του αυτή την ιδιότυπα ανθρώπινη ιδιότητα της κατασκευής πραγμάτων που δεν έχουν καμιά σημασία για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών, αλλά τέρπουν: «Το μεγαλύτερο συναίσθημα ευτυχίας έρχεται όταν, μετά από μακροχρόνιa μάχη, μια σωστή και αισθητικά ικανοποιητική σύνθεση βρίσκεται επιτέλους στη σκακιέρα», όπως συνόψισε.
Στην Ανθρώπινη κατάσταση, το magnumopus της, η Χάνα Άρεντ αφιερώνει μερικές όμορφες σελίδες στο θέμα της ιδιοφυΐας. Επινόηση των νεότερων χρόνων, η ιδιοφυΐα αποτελεί τη μορφή που έλαβε η προσπάθεια διάσωσης του ανθρώπινου προσώπου από την ταύτιση με το έργο των χεριών του. Τη στιγμή που ο τεχνίτης απορροφάται από το προϊόν του, ο ιδιοφυής καλλιτέχνης δείχνει να διασώζεται από αυτήν την έκπτωση. Η δημιουργικότητά του είναι πιο μεγάλη από το τι όντως δημιουργεί, η πνοή που τον κινητοποιεί υπερβαίνει τα τέλεια έργα του. Μέσα ωστόσο στην εντεινόμενη κυριαρχία των πραγμάτων επί των προσώπων, ακόμα κι αυτό καταλήγει σε μια αντινομική κορύφωση, με τον δημιουργό να βλέπει τα έργα του να αυτονομούνται και να διατηρούν από αυτόν μόνο την υπογραφή του. Στην περίπτωση ανθρώπων όπως ο ελινγκχόφεν βλέπουμε ίσως τις τελευταίες αναλαμπές της ιδιοφυΐας ενάντια στο έργο. Η πολυδιάσπαση της δημιουργικής προσωπικότητας ανάμεσα στη σκακιστική σύνθεση, τη δημοσιογραφία και την εκδοτική δραστηριότητα θα μπορούσε τότε να διαβαστεί ως την αντίσταση απέναντι στην ολοκληρωτική απορρόφηση από ένα έργο -όσο σημαντικό και αν είναι αυτό. Αντί να παράγει απλώς και μόνον τα δικά του αριστουργήματα ο ελινγκχόφεν εφάρμοσε ένα συλλογικό μοντέλο σύνθεσης, με τις ιδέες και τη δημιουργική, γεωμετρική απεικόνισή τους στη σκακιέρα να μερίζονται. Βρίσκω αυτή την απόφαση ενδεικτική μιας ακόμα ιδιαιτερότητας που έχει ο κόσμος του καλλιτεχνικού σκακιού: την αντίληψη της κοινοτικής συνύπαρξης και τη ρητή δήλωσή της σε μια ευρεία δημοσιότητα -που εντούτοις σπάνια την ακούει. Δεν πειράζει.