Καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται σε κανονικό διακρατικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή με την ισραηλινή εισβολή σε κυρίαρχο κράτος και μέλος του ΟΗΕ, οι ισραηλινοί στρατιωτικοί ελιγμοί στον Λίβανο αλλάζουν σελίδα στα διεθνή τεκταινόμενα. Η ουσία του θέματος δεν έγκειται απλώς στις ίδιες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (εισβολή), αλλά στις επιπτώσεις τους για την κυριαρχία κλιμάκωσης (escalation dominance), την περιφερειακή σταθερότητα και την περίπλοκη διπλωματία στον οποίο εμπλέκονται οι παγκόσμιες δυνάμεις, ιδίως το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη Ρωσία και την Κίνα στο υπόβαθρο.
Οι πρόσφατες ενέργειες του Ισραήλ κατά του Λιβάνου και της Χεζμπολάχ καταδεικνύουν τα όρια της δύναμής του: η εξάρτηση από τις ΗΠΑ καθιστά τις ενέργειες αυτές στρατηγικά μη συνετές μακροπρόθεσμα, ακόμη και αν είναι τακτικά επιτυχείς βραχυπρόθεσμα. Η έναρξη της στρατιωτικής εισβολής του Ισραήλ στον Λίβανο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που εκ πρώτης όψεως αποσκοπεί στην υποβάθμιση των δυνατοτήτων της Χεζμπολάχ. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, αποκαλύπτει κάτι περισσότερο από έναν απλό τακτικό στρατιωτικό στόχο: είναι μια δοκιμασία για τη μακροχρόνια αρχή του Ισραήλ για την κυριαρχία κλιμάκωσης (escalation dominance). Ιστορικά, το Ισραήλ επιδιώκει να διατηρεί μια ισχυρότερη των αντιπάλων του στρατηγική στάση που του επιτρέπει να διαχειρίζεται και να κλιμακώνει τις συγκρούσεις κατά βούληση, αποτρέποντας έτσι τους αντιπάλους μέσω της καθαρής στρατιωτικής υπεροχής.
Οι πρόσφατες επιχειρήσεις, ωστόσο, θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα αυτής της στρατηγικής. Το Ισραήλ δεν έχει κυριαρχία κλιμάκωσης επί της Χεζμπολάχ, επειδή δεν μπορεί να εμποδίσει τη Χεζμπολάχ από το να περιστέλλει την κυριαρχία του Ισραήλ στα βόρεια εδάφη του. Η πρόσφατη επιτυχία του Ισραήλ να δολοφονήσει την ηγεσία της Χεζμπολάχ, αν και αποτελεί μια τακτική νίκη, δεν θα αλλάξει ριζικά τη μακροπρόθεσμη δυναμική της σύγκρουσης. Και εξηγούμεθα: παρά τις σημαντικές επενδύσεις στη στρατιωτική υπεροχή, η Χεζμπολάχ συνεχίζει να αμφισβητεί την κυριαρχία του Ισραήλ διατηρώντας την ικανότητά της να εκτοξεύει πυραύλους στο Βόρειο Ισραήλ, χωρίς πιθανότητα επιστροφής των εποίκων. Αυτή η επίμονη και αποτελεσματική απειλή υποδηλώνει ότι η ικανότητα του Ισραήλ να επιτύχει αποφασιστικό και αποτρεπτικό αποτέλεσμα μόνο μέσω της εναέριας ισχύος φθίνει.
Προφανώς, το κύρος και το εκτόπισμα του Χασάν Νασράλα τόσο για τη Χεζμπολάχ όσο και για τον Λίβανο εν συνόλω δεν μπορεί να περιγραφεί επαρκώς. Η Χεζμπολάχ όμως δεν είναι ενός ανδρός αρχή, και δομήθηκε με δεδομένο το ενδεχόμενο απωλειών σε όλη την κλίμακά της. Η Χεζμπολάχ είναι «ακέφαλη» όχι με την έννοια ότι τώρα βρίσκεται χωρίς ηγεσία, αλλά ότι ως προς τον συνολικό της στόχο εκ σχεδιασμού δεν εξαρτάται από μία συγκεκριμένη «κεφαλή». Ακόμα και χωρίς τον Χασάν Νασράλα η σημερινή Χεζμπολάχ, μια έμπειρη και καλά εδραιωμένη στρατιωτική δύναμη, αντιπροσωπεύει μια πρωτοφανή πρόκληση για τις ισραηλινές φιλοδοξίες. Η ισραηλινή χερσαία εισβολή πιο εύκολα λέγεται παρά γίνεται. Το ορεινό έδαφος, βαριά οχυρωμένο από τη Χεζμπολάχ, σε συνδυασμό με το δεδοκιμασμένο των μαχητών της Χεζμπολάχ, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια δυνητικά παρατεταμένη και αιματηρή σύγκρουση που θα θυμίζει προηγούμενες εμπλοκές που δεν προσέφεραν κανέναν χρήσιμο στρατηγικό επίλογο για το Ισραήλ.
Η επιτυχία οποιασδήποτε ισραηλινής στρατιωτικής εισβολής στον Λίβανο δεν είναι απλώς συνάρτηση της στρατιωτικής τακτικής αλλά και της πολιτικής αντοχής και της στρατηγικής ευθυγράμμισης των ευρύτερων περιφερειακών στόχων, ιδίως έναντι του Ιράν. Η ανθεκτικότητα και η σημερινή δύναμη πυρός της Χεζμπολάχ εξακολουθεί να αποτελεί αγκάθι για την ισραηλινή στρατιωτική στρατηγική, υπονομεύοντας την αφήγηση μιας γρήγορης και αποφασιστικής νίκης που θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τις περιφερειακές ευθυγραμμίσεις και να καταστήσει το Ισραήλ περιφερειακή υπερδύναμη. Τουλάχιστον όσο δεν παίζουν οι ΗΠΑ τα ρέστα τους με πλήρη πολεμική συνδρομή -μόλις ένα μήνα πριν τις εκλογές τους…
Παράλληλα, ενώ ενδεχομένως αποδυναμώνουν βραχυπρόθεσμα τη Χεζμπολάχ, οι ενέργειες του Ισραήλ πιθανότατα θα ωθήσουν το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ταχύτερα. Ο ρόλος του Ιράν στη σκιά αυτών των εξελίξεων είναι τόσο κομβικός όσο και πολύπλοκος. Ενώ η άμεση στρατιωτική υποστήριξη προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν μπορεί να είναι περιορισμένη, προφανώς σε μια συνεννόηση με Μόσχα και Πεκίνο, η ιδεολογική και δευτερεύουσα υλικοτεχνική υποστήριξη συνεχίζει να ενθαρρύνει τη Χεζμπολάχ. Η ειδοποιός διαφορά όμως έγκειται στο ότι η κατάσταση που εκτυλίσσεται εκ των πραγμάτων επιταχύνει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν. Το Ιράν αντιλαμβάνεται πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας την πυρηνική ικανότητα αποτροπής ως στρατηγική αναγκαιότητα και όχι ως απλό παιχνίδι ισχύος. Προφανώς, ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν δεν είναι προς το συμφέρον του Ισραήλ, ακόμη και αν σήμερα το Ισραήλ αφρόνως πιστεύει ότι μπορεί να καταστρέψει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Επίσης και συμμετρικά, η άνευ όρων υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, ενώ είναι επωφελής για το τελευταίο βραχυπρόθεσμα, τελικά ενθαρρύνει το Ισραήλ να λάβει στρατηγικά μη συνετές αποφάσεις.
Οι επιπτώσεις ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν ισούνται με πλήρη αλλαγή του πλαισίου. Μετατοπίζει το στρατηγικό υπολογισμό όχι μόνο για το Ισραήλ, αλλά για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τις μεγάλες δυνάμεις που επιθυμούν τη σταθερότητά της (όσες, τέλος πάντων). Η πιθανή πυρηνικοποίηση του Ιράν θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια περιφερειακή κούρσα εξοπλισμών, με τη Σαουδική Αραβία και ενδεχομένως άλλα κράτη να επιδιώκουν παρόμοιες δυνατότητες, εγκαινιάζοντας έτσι μια εποχή πρωτοφανούς περιφερειακής διάδοσης των πυρηνικών όπλων ως γραμμικό αποτέλεσμα του ισραηλινού μεγαλοϊδεατισμού.
Θυμίζουμε την ασύμμετρη σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ, όπου οι ΗΠΑ παρέχουν άνευ όρων υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού εξοπλισμού, της οικονομικής βοήθειας και της διπλωματικής κάλυψης, στο Ισραήλ. Αυτό επιτρέπει στο Ισραήλ να ενεργεί επιθετικά, γνωρίζοντας ότι δεν θα αντιμετωπίσει συνέπειες από τον κύριο ευεργέτη του, ακόμη και αν οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι ιδιωτικά εξοργισμένοι από τις ισραηλινές ενέργειες. Διότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε δεινή θέση. Η στρατηγική τους συμμαχία με το Ισραήλ είναι ισχυρή, αλλά δεν στερείται τριβών, ιδίως όταν μονομερείς ενέργειες του Ισραήλ (όπως σημαντικά πλήγματα χωρίς προηγούμενη και έγκαιρη ειδοποίηση των ΗΠΑ) επιβαρύνουν τη δυναμική των σχέσεών τους. Οι στρατηγικοί στόχοι ευθυγραμμίζονται, αλλά οι τακτικές αποφάσεις μπορεί να αποκλίνουν σε βαθμό που εν τέλει να αποκλίνουν και οι στρατηγικοί στόχοι.
Το πολεμικό σενάριο που εκτυλίσσεται στη Μέση Ανατολή είναι ένας μικρόκοσμος των ευρύτερων αλλαγών στη δυναμική της παγκόσμιας ισχύος. Με τη Ρωσία και την Κίνα να παρακολουθούν στενά, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εγκαινιάζουν ένα σύνολο στρατιωτικών προκλήσεων όπου δύσκολα θα βγουν κερδισμένες. Οποιαδήποτε σημαντική κλιμάκωση θα μπορούσε δυνητικά να μετατραπεί σε άμεσο πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων, ειδικά εάν θιγεί περαιτέρω η Συρία ή η ίδια η φυσική επιβίωση του προέδρου της, διευρύνοντας έτσι το πεδίο της σύγκρουσης με πρωτοφανή ταχύτητα.
Παρά τη βραχυπρόθεσμη επιτυχή επίδειξη ισχύος λοιπόν, ο Ισραήλ βρίσκεται σε μια στρατηγικά επισφαλή θέση. Εγκλωβισμένο σε μια μακροχρόνια σύγκρουση που δεν μπορεί να κερδίσει, αντιμετωπίζει εσωτερικές διαιρέσεις και οικονομική αστάθεια και εξαρτάται υπερβολικά από τις ΗΠΑ, οι οποίες μπορεί να το ενθαρρύνουν εμμέσως να λάβει κοντόφθαλμες αποφάσεις. Εκτός εάν ο μόνος, ο κεντρικός, ο τελικός στόχος είναι η εξώθηση των ίδιων των ΗΠΑ από το Ισραήλ σε εξόχως κοντόφθαλμες αποφάσεις άμεσης εμπλοκής. Έναν μήνα πριν τις εκλογές…