Στους αρχικούς τίτλους του «High and Low» («Τα ψηλά και τα Χαμηλά») του Ακίρα Κουροσάβα, που προβάλλεται αυτήν την εβδομάδα στις Νύχτες Πρεμιέρας, ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης μας δείχνει πανοραμικές εικόνες από το βιομηχανοποιημένο Τόκιο της δεκαετίας του ‘60. Η ταινία διαδραματίζεται στη μοντέρνα Ιαπωνία λοιπόν, της οικονομικής ανάπτυξης και ακατάπαυστης αστικής δόμησης, με τις καμινάδες και την ατμοσφαιρική ρύπανση να προϊδεάζουν για έναν επερχόμενο εφιάλτη, σαν αυτόν που θα ζήσει ο πρωταγωνιστής.
Πρωταγωνιστής είναι ο θρυλικός Τοσίρο Μιφούνε, που παίζει εδώ έναν διευθυντή εργοστασίου μοντέρνων γυναικείων παπουτσιών. Στα πρώτα πλάνα, τον βλέπουμε στην βίλα του πάνω σε έναν λόφο με θέα το Τόκιο να αντιστέκεται στις πιέσεις των εταιρικών συμβούλων να ρίξει το κόστος, και άρα την ποιότητα του εμπορεύματος. Όταν εκείνοι τελικά φεύγουν απειλώντας τον με καθαίρεση από το διοικητικό συμβούλιο, μαθαίνουμε ότι ο Μιφούνε έχει ήδη προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο αγοράζοντας κρυφά μεγάλο ποσοστό μετοχών με στόχο τον έλεγχο της εταιρείας. Με αυτόν τον τρόπο όμως έχει υποθηκεύσει τα πάντα, μαζί και την βίλα του. Ενώ λοιπόν θέλει να διατηρήσει τον πλούτο και την εξουσία σε μια πιο ανταγωνιστική εποχή, ρισκάρει τα πάντα γιατί δεν αντέχει να ευτελίσει το έργο του παρελθόντος του. Η ύβρις του Μιφούνε είναι διττή -είναι ένας παραδοσιακός Ιάπωνας (η σύζυγός του κυκλοφορεί στην μοντέρνα βίλα με το κιμονό της) που αποζητά κέρδος χωρίς συμβιβασμό, που θέλει το χρήμα χωρίς να θυσιάσει την τιμή του.
Η τιμωρία για την ύβρη του ξεκινά μέσα σε λίγα λεπτά όταν χτυπά το τηλέφωνο και ένας άγνωστος του ανακοινώνει πως έχει απαγάγει τον μοναχογιό του. Όταν το αγοράκι όμως εμφανίζεται ξαφνικά άθικτο, η τιμωρία δεν τελειώνει αλλά κλιμακώνεται. Ο απαγωγέας έχει αρπάξει κατά λάθος τον μοναχογιό του σοφέρ. Ο χρεοκοπημένος ουσιαστικά έμπορας πρέπει τώρα να δανειστεί δεκάδες ακόμα εκατομμύρια, για να σώσει το παιδί του φτωχού άνδρα που οδηγεί την λιμουζίνα του. Μια ιστορία της μοντέρνας Ιαπωνίας γίνεται έτσι η ιστορία ενός ανθρώπου στα «ψηλά» που πρέπει να αποφασίσει αν έχει ακόμα συνείδηση.
Αυτή η τιμωρία δεν μπορεί να έρχεται από έναν απαγωγέα, αλλά από τους θεούς. Ο Κουροσάβα προσδίδει έτσι στην αστυνομική πλοκή διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Σε ένα σημείο, ο απαγωγέας χορεύει στη σκηνή ενός κλαμπ, πριν πάει στην πιάτσα ναρκωτικών, μια άλλη όψη της καλπάζουσας δυτικοποίησης του Τόκιο. Καθώς πλησιάζει μια γυναίκα σε ένα γιαπί, ο Κουροσάβα ρίχνει πάνω στα μαύρα γυαλιά του δυο προβολείς, μεταμορφώνοντάς τον σε άγγελο του θανάτου που κατεβαίνει στην κόλαση. Σε άλλη κομβική στιγμή, βγαίνει ροζ καπνός από μια καμινάδα, μια πινελιά ειρωνείας στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τόκιο που το κάνει να μοιάζει ακόμα πιο απόκοσμο. Στη συγκλονιστική σεκάνς δράσης, σε ένα τρένο, ο Κουροσάβα δεν κορυφώνει μόνο το σασπένς, αλλά και το δίλημμα του Μιφούνε, που πλέον καταλαβαίνει ότι σώζοντας ένα παιδί ίσως καταφέρει να σώσει τον εαυτό του.
Σκέφτομαι συχνά «Τα Ψηλά και τα Χαμηλά», όταν ακούω κάποιους να προσπαθούν να διακρίνουν ενοχές στην εξουσία και τα φερέφωνά της. Δεν τις βρίσκουν, ακόμα και για τα πιο προφανή εγκλήματα, όταν δηλαδή άνθρωποι σκοτώνονται, παιδιά χάνονται και δεν ξαναγυρνάνε. Θέλουμε όλοι να πιστεύουμε όμως πως στα «ψηλά» ζουν και ήρωες τραγωδίας, άνθρωποι με ψήγματα συνείδησης που τους καταδιώκει, λες και αν υπάρχουν αυτό από μόνο του θα άλλαζε τα πάντα. Βλέποντας την ταινία νιώθει κανείς πως από το 1963 -χρονιά κυκλοφορίας της- δεν έχουν αλλάξει πολλά. Ζούμε σε ένα παρόμοιο ίσως ακόμα πιο τεταμένο σκηνικό ταξικής ανισότητας, αλαζονείας των πλουσίων, και απελπισίας των μη προνομιούχων. Υπάρχει διέξοδος άραγε από την συνεχιζόμενη δυστοπία; Στην τελευταία σκηνή, οι δυο παίκτες του δράματος κάθονται για πρώτη φορά αντικριστά. Ένα σιδερένιο παραπέτασμα κατεβαίνει ανάμεσά τους σαν αυλαία, και ο Μιφούνε έχει την πλάτη στην κάμερα. Νομίζω πως ο Κουροσάβα μας προειδοποιούσε με αυτόν τον τρόπο πως στην νέα εποχή κάθε ελπίδα ισότητας και δικαιοσύνης θα βυθιζόταν ακόμα περισσότερο στο ασυνείδητο. Τα Ψηλά και τα Χαμηλά όμως είναι ένα αριστούργημα που διαφεύγει από κάθε ερμηνεία.
– – – – –
Σημείωση: Η ταινία προβάλλεται στις 9 Οκτώβρη στις Νύχτες Πρεμιέρας ως «Ο δολοφόνος του Τόκιο» (ο κάπως πεζός τίτλος που έχει επικρατήσει) στο πλαίσιο της ρετροσπεκτίβας Κουροσάβα. Φαίνεται όμως πως οι Νύχτες Πρεμιέρας δεν προβάλλουν ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο στην Ουκρανία όταν τα έχουν γυρίσει σκηνοθέτες ρωσικής καταγωγής από την πλευρά του ρωσικού μετώπου.