Η «συλλογική Δύση» έχει μία αμφίθυμη στάση προς την κυβέρνηση του Αλεξάνταρ Βούτσιτς στη Σερβία, η οποία οφείλεται σε δύο βασικά γεγονότα: Αφενός στην εξωτερική πολιτική, η Σερβία δεν ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Ρωσία, ενώ αποτελεί και μία βασική πύλη εισόδου της Κίνας στα Βαλκάνια. Αφετέρου, ως προς το θέμα του Κοσόβου, η κυβέρνηση Βούτσιτς είναι αρκετά χρήσιμη προς τη Δύση, για τον λόγο ότι το Κόσοβο εγκαταλείπεται σιωπηρά και σταδιακά από την κεντρική πολιτική της Σερβίας με τρόπο, ώστε να μην υπάρχουν μείζονες αντιδράσεις. Είναι γνωστός ο κοινός τόπος ότι «οι εθνικές παραχωρήσεις γίνονται από δεξιές κυβερνήσεις, ενώ οι κοινωνικές από αριστερές».
Το πρώτο μισό φαίνεται να ισχύει για τη σύγχρονη Σερβία, καθώς το πατριωτικό κόμμα του Αλεξάνταρ Βούτσιτς πλειοδοτεί σε εθνικιστική ρητορεία, η οποία υπεραναπληρώνει το γεγονός ότι σιωπηρά αλλά αποτελεσματικά το Βόρειο Κόσοβο με σερβική πλειονότητα απογυμνώνεται από σερβικούς θεσμούς, με τρόπο ώστε να καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η παραμονή των Σέρβων σε αυτό. Αν αυτό είχε συμβεί επί των ημερών μιας δυτικόφιλης ή φιλελεύθερης κυβέρνησης, η αντίδραση του σερβικού λαού θα ήταν μεγάλη και θα εκδηλωνόταν με μαζικές διαδηλώσεις, αλλά και με δυναμική παρεμβατικότητα πατριωτικών ομάδων. Το γεγονός, όμως, ότι είναι μία κατ’ όνομα εθνικιστική κυβέρνηση αυτή η οποία ακολουθεί την πολιτική εγκατάλειψης του Κοσόβου μειώνει τις αντιδράσεις, ενώ σε βάθος χρόνου θεωρείται ότι μόνο μια παρόμοια κυβέρνηση θα είχε τη δυνατότητα να φέρει τον σερβικό λαό προ τετελεσμένων.
Υπάρχουν, βεβαίως, στη Σερβία έντονες διαμαρτυρίες για πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής, όπως η διαφθορά ή ο προσωποπαγής χαρακτήρας της, αλλά η εγκατάλειψη του Κοσόβου προχωρά χωρίς μείζονες ανατροπές. Το γεγονός αυτό εξηγεί και την αμφιθυμία της Δύσης έναντι της κυβέρνησης Βούτσιτς. Από τη μια θα επιθυμούσε μία κυβέρνηση πιο ευθυγραμμισμένη με την εξωτερική πολιτική των Βρυξελλών, η οποία θα έκοβε τους παραδοσιακούς δεσμούς της Σερβίας με τη Ρωσία. Από την άλλη, υπάρχει μία σιωπηρή κατανόηση ότι η πατριωτική κυβέρνηση Βούτσιτς «επιτυγχάνει» μια σταδιακή απόσυρση των Σέρβων από το Κόσοβο με τρόπο που μια φιλοδυτική ή φιλελεύθερη κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να «επιτύχει» χωρίς διαμαρτυρίες. Για τον λόγο αυτό, ενώ καλλιεργείται ένα κλίμα «Μαϊντάν» στο Βελιγράδι εναντίον της κυβέρνησης, δεν υπάρχει «πρόοδος» προς μια ανατροπή της κυβέρνησης, αφενός επειδή η σερβική κυβέρνηση ελέγχει κρίσιμους τομείς του κράτους, και αφετέρου επειδή ντε φάκτο εξυπηρετεί εν μέρει και προς το παρόν τη δυτική πολιτική, κυρίως σε ό,τι αφορά μια σταδιακή μείωση της σερβικής παρουσίας στο Κόσοβο, χωρίς δυναμικές αντιδράσεις από την πλευρά της Σερβίας.
Όταν κάνουμε λόγο για «σερβικό Μαϊντάν» εννοούμε σχέδια «πειράτευσης» κατ’ αρχήν θεμιτών διαδηλώσεων εναντίον της σερβικής κυβέρνησης για λόγους οικολογικής καταστροφής από εξορύξεις και στροφής τους σε μια κατεύθυνση δυναμικής ανατροπής της κυβέρνησης σύμφωνα με μια πολυδοκιμασμένη δυτική συνταγή πειρατείας του λαϊκού αισθήματος που έχουμε δει και στην Ουκρανία και κατά την Αραβική Άνοιξη και σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, μόνο που τα τελευταία χρόνια πρόκειται για μια συνταγή που πετυχαίνει όλο και πιο σπάνια. Εν προκειμένω, είναι χαρακτηριστικά ειρωνικό ότι διαδηλώσεις, οι οποίες αφορούν σε διαμαρτυρία για το ότι δυτικές και ευρωπαϊκές εταιρείες προκαλούν οικολογική καταστροφή με τις εξορύξεις τους, θα μπορούσαν να εργαλειοποιηθούν κατά τη δυτική συνήθεια, ώστε να ανατραπεί μια κυβέρνηση, στην κατεύθυνση επικράτησης ενός περισσότερου φιλοδυτικού συνασπισμού κομμάτων. Ο ίδιος ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς έχει επανειλημμένως διατυπώσει ότι υπάρχει δυτικό σχέδιο για την ανατροπή του, το οποίο εν πολλοίς μπορεί να ισχύει, κυρίως, όμως, ως μοχλός πίεσης, ώστε να είναι ακόμη πιο ενδοτικός, καθώς η κυβέρνησή του παραμένει σε αυτό το στάδιο χρήσιμη.
Η εγκατάλειψη των Σέρβων του Βορείου Κοσόβου
Είναι λ.χ. χαρακτηριστικό ότι τον Σεπτέμβριο το Κόσοβο έκλεισε τους συνοριακούς σταθμούς στο Μέρνταρε και το Μπίρνιακ λόγω θεωρούμενης μη ασφάλειας διάβασης. Έχουν επίσης ουσιαστικά καταργηθεί οι παράλληλοι θεσμοί για τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου, οι οποίοι ίσχυαν από το 1999. Το Κόσοβο έχει σκληρύνει τη στάση του προς τους Σέρβους με αναίρεση των επιγραφών που έχουν μείνει σε κυριλλική γραφή. Οι Σέρβοι διεκδικούν να αποχωρήσει η αστυνομία του Κοσόβου από τους σερβικούς δήμους στο βόρειο Κόσοβο και να είναι δυνατή η χρήση του σερβικού νομίσματος, αλλά και των σερβικών ταυτοποιητικών εντύπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ένωση Σερβικών Δήμων στο Βόρειο Κόσοβο υπήρξε για πάνω από μία δεκαετία ουσιαστικά το μοναδικό αντάλλαγμα που θα δινόταν ως εγγύηση στους Σέρβους στην προοπτική μιας αναγνώρισης του Κοσόβου. Κατά το τελευταίο έτος, ακόμη και αυτή η έσχατη δικλείδα ασφαλείας για την επιβίωση των Σέρβων στο Κόσοβο έχει πρακτικά καταστεί αδύνατη με ευθύνη της κυβέρνησης Βούτσιτς.
Ένα από τα διακυβεύματα είναι ο έλεγχος του ποταμού Ίμπαρ στη Μιτρόβιτσα, η οποία ανήκει στους σερβικούς δήμους. Η γέφυρα στον ποταμό Ίμπαρ ελέγχεται αυτή τη στιγμή από την K-FOR, λόγω διενέξεων που είχαν υπάρξει στην περιοχή. Η σερβική πλευρά θεωρεί ότι το Κόσσοβο ακολουθεί μία τακτική παρόμοια με αυτή της Ουκρανίας και του Ισραήλ, δηλαδή μία κλιμάκωση αμέσως πριν τις αμερικανικές εκλογές, ώστε να φέρει προ τετελεσμένων την όποια διάδοχη κυβέρνηση στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει θεωρηθεί πολύ συμφέρουσα για τα συμφέροντα του Κοσόβου έναντι της Σερβίας και το εγχείρημα είναι στο διάστημα που μένει μέχρι τις αμερικανικές εκλογές να έλθει ως τετελεσμένος ένας περαιτέρω έλεγχος του ποταμού Ίμπαρ από το Κόσοβο.
Οι Νέοι Δρόμοι του Μεταξιού περνούν από τη Σερβία
Στο μεταξύ, είναι σημαντικό ότι οι Νέοι Δρόμοι του Μεταξιού περνούν από τις χώρες της Πρώην Γιουγκοσλαβίας, που ήταν άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε, και ο τόπος καταγωγής του Μάρκο Πόλο. Στο πλαίσιο αυτό η Κίνα φιλοδοξεί να έχει μία ειδική σχέση με το Βελιγράδι, η οποία οικοδομείται, άλλωστε, στο κοινό αίμα που χύθηκε την άνοιξη του 1999, όταν κατά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, εκτός από χιλιάδες Σέρβους, έχασαν τη ζωή τους και τουλάχιστον τρία άτομα του προσωπικού της κινεζικής Πρεσβείας, κάτι που δεν λησμονείται από έναν λαό μακράς μνήμης, όπως οι Κινέζοι.
Στην πόλη Μπορ, τα ορυχεία που άλλοτε ανήκαν σε εταιρεία γαλλικών συμφερόντων και εν συνεχεία εθνικοποιήθηκαν πλέον ανήκουν κατά 63% στην κινεζική εταιρεία Zijin, που έχει οδηγήσει σε μία εντατικοποίηση της εξόρυξης του χαλκού, αλλά και του χρυσού, γεγονός το οποίο οδηγεί σε αναγκαστικές μετατοπίσεις χωριών στην περιοχή. Για το σερβικό κράτος, η συνεργασία με κινεζικές εταιρείες έχει το πλεονέκτημα ότι δεν συνδυάζεται με γεωπολιτικές απαιτήσεις και με θεσμούς ελέγχου, όπως συμβαίνει με το άνοιγμα στο δυτικό κεφάλαιο. Η εταιρεία Zijin έχει επενδύσει 2,89 δισεκατομμύρια Ευρώ στη Σερβία, ενώ οι συνολικές επενδύσεις της Κίνας στη Σερβία μετά το 2014 ανέρχονται σε 5,5 δισεκατομμύρια Ευρώ περίπου. 32 δισεκατομμύρια Ευρώ είναι την ίδια περίοδο οι συνολικές επενδύσεις της Κίνας στα Βαλκάνια με έμφαση επίσης στο Μαυροβούνιο, αλλά και στα λιμάνια της Αλβανίας και της Σλοβενίας.
Οι αποφάσεις σχετικά με τη δραστηριότητα των κινεζικών εταιρειών λαμβάνονται στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, καθώς αποτελούν πυλώνα της πολιτικής του Προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς. Οι κινεζικές εταιρείες συχνά δεν σέβονται το σερβικό εργασιακό δίκαιο, όμως οι επενδύσεις τους κρίνονται ως ζωτικές για τη σερβική οικονομία. Εξάλλου συχνά έρχονται εργάτες από την Ασία για να δουλέψουν στη δραστηριοποίηση των κινεζικών εταιρειών (λ.χ. Βιετνάμ, Ινδία, Κίνα), με αποτέλεσμα να προκύπτουν λιγότερες θέσεις εργασίας για τους Σέρβους από ό,τι θα ήταν δυνατόν, δεδομένου ότι στη Σερβία υπάρχει καλά εκπαιδευμένο εργατικό προσωπικό, το οποίο κατά τα άλλα εκτιμάται από τις κινεζικές εταιρείες.
Ωστόσο, η προτίμηση των κινεζικών εταιρειών από τη σερβική κυβέρνηση έχει και πολιτικά κίνητρα, καθώς η Κίνα από κοινού με τη Ρωσία αποτελούν σθεναρούς υποστηρικτές της εδαφικής ακεραιότητας της Σερβίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ως προς το ζήτημα του Κοσόβου. Η υποστήριξη δεν είναι μόνο ρητορική, καθώς στην ασιατική ζώνη επιρροής της, καθώς και στον Ειρηνικό ωκεανό, η Κίνα μπορεί να ασκήσει πίεση για τη μη αναγνώριση του Κοσόβου, όπως συνέβη λ.χ. με το Ναουρού, που ήρε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου.
Η Κίνα υποστηρίζει, εξάλλου, τη Σερβική Δημοκρατία στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη τόσο πολιτικά όσο και με επενδύσεις και αναπτυξιακά δάνεια. Η διπλωματική, γεωπολιτική και οικονομική σχέση ανάμεσα στη Σερβία και την Κίνα έχει αυξηθεί μετά την πανδημία του κορονοϊού Covid-19 και την κρίση στην Ουκρανία. Παρόλο που η Σερβία δεν έχει ακολουθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε πλήρη διακοπή των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, οι εμπορικές συναλλαγές έχουν μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν και το κενό αυτό καλύπτεται εν πολλοίς από την Κίνα, η οποία δεν ταπεινώνει τη Σερβία με δυσβάστακτες απαιτήσεις, όπως συμβαίνει από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την Κίνα, από την άλλη πλευρά, είναι σημαντική και η πολιτική διείσδυση στην Ανατολική Ευρώπη με κύριο άξονα χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά και την Ουγγαρία, που δεν ευθυγραμμίζονται με την εξωτερική πολιτική των Βρυξελλών. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές και στα διπλωματικά ταξίδια του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.
Αυτό που κυρίως ενώνει κατά τρόπο μόνιμο και πάγιο την κινεζική διπλωματία με αυτήν χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Σερβία, η Ουγγαρία και όχι μόνο, είναι ο κυριαρχισμός, δηλαδή η δέσμευση στην εδαφική ακεραιότητα των κρατών σε αντίθετη με τον νεοφιλελεύθερο αναθεωρητισμό. Για τον λόγο αυτό, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Βούτσιτς δεν μπορεί παρά να στρέφεται μακροπρόθεσμα προς την Κίνα, παρόλο που την ίδια στιγμή έχει έντονες οικονομικές συναλλαγές με χώρες του δυτικού μπλοκ, μεταξύ άλλων με το Ισραήλ ή, ενδεχομένως, ακόμη και με την Ουκρανία. Ταυτοχρόνως, υπογράφτηκε αγορά 12 μαχητικών γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Rafale, αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε μια κίνηση που ερμηνεύτηκε ως απεμπλοκή από τη ρωσική εξάρτηση και ως στροφή σε δυτικο-ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γαλλία.
Γενικότερα, η πολιτική της κυβέρνησης Βούτσιτς βασίζεται σε μία πραγματιστική πολυπολικότητα χωρίς θεωρητικές αρχές και, ως προς αυτό, το γεγονός ότι η Κίνα είναι κατ’ εξοχήν η παγκόσμια δύναμη που δεν θέτει προαπαιτούμενα στους εταίρους της, έχοντας ως μόνη αρχή την ειρήνη και την εδαφική ακεραιότητα των ανεξάρτητων κρατών, παρουσιάζει εμφανή πλεονεκτήματα.
Ως προς τον πραγματισμό της κυβέρνησης Βούτσιτς είναι λ.χ. χαρακτηριστικό ότι τον Σεπτέμβριο ο αντιπρόεδρος της σερβικής κυβέρνησης Αλεξάνταρ Βουλίν τόνισε ότι η Σερβία δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ ως έδαφος για επίθεση εναντίον της Ρωσίας, το οποίο σημαίνει ότι δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αλλά και ότι δεν θα ακολουθηθεί πολιτική κυρώσεων, καθώς η Ρωσία είναι βασικός υποστηρικτής της Σερβίας ως προς το θέμα του Κοσόβου. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του εκπροσώπου Τύπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας Πίτερ Στάνο ότι δεν είναι συμβατές με την προοπτική της Σερβίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία η κυβέρνηση Βούτσιτς κατά τα άλλα δηλώνει ότι επιθυμεί. Με άλλα λόγια, ο Πίτερ Στάνο υπαινίχθηκε ότι Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ είναι ουσιαστικά συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν μπορεί να υπάρξει ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν δεν υπάρξει σύμπλευση με το ΝΑΤΟ και τον οποιοδήποτε ιμπεριαλιστικό του επεκτατισμό σε βάρος ιστορικών παραδόσεων.
Η κυβέρνηση Βούτσιτς, έχοντας εξασφαλίσει στο εσωτερικό τον έλεγχο του κράτους και των μίντια, μπορεί να πειραματίζεται στο εξωτερικό με μια πολυπολική πολιτική, η οποία δεν είναι σαφές για πόσο ακόμη θα είναι βιώσιμη. Το πρόβλημα βεβαίως για τη Σερβία είναι ότι η Δύση έχει στο μεταξύ την ευχέρεια να περιμένει μία σημαντική μείωση των σερβικών θεσμών στο Βόρειο Κόσοβο, η οποία ντε φάκτο γίνεται ανεκτή από τη σερβική κυβέρνηση.