Το Χρήμα της Οργής (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά το The Killing [1956]) ήταν από τις πιο ευχάριστες επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού. Δεν είναι μόνο ότι είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το σκηνοθετικό ντεμπούτο (σε ταινία μεγάλου μήκους) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αλλά και το ότι ένα καλό νουάρ είναι πάντα ταιριαστό με την καυτή πραγματικότητα του ελληνικού καλοκαιριού. Λες και η υποφωτισμένη ατμόσφαιρά του αποτελεί το κατάλληλο αντίδοτο για τον λαμπερό ήλιο. Ή όπως είχε παρατηρήσει ο Ευγένιος Αρανίτσης για τον Γιώργο Σεφέρη, μια υπενθύμιση ότι το να κοιτάζεις κατάματα τον ήλιο είναι συνώνυμο του σκοταδιού -απλά δεν βλέπεις.
Από ένα σκοτάδι, χωρίς πολλές μεταφορές και φιοριτούρες, αυτό της φυλακής, έχει βγει ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, Τζόι Κλέι, τον οποίο υποδύεται το μεγάλο όνομα της εποχής Στέρλινγκ Χέιντεν. Ο Κλέι δεν θέλει, προφανώς, να ξαναγυρίσει στη φυλακή, αλλά δεν έχει και τη διάθεση να ζήσει μια συμβατική, δηλαδή στην περίπτωσή του, φτωχική ζωή. Γι’ αυτό και σχεδιάζει, ευφυής όπως είναι, την ιδανική ληστεία ενός ιππόδρομου την ημέρα της μεγάλης του κούρσας, όταν και στα ταμεία θα συσσωρεύεται άφθονο χρήμα. Το σχέδιο που περιλαμβάνει τη συμμετοχή πολλών και διαφορετικών προσώπων που δεν συνδέονται μεταξύ τους δείχνει να πηγαίνει ιδανικά.
Τίποτα όμως δεν είναι όπως φαίνεται. Μια μοιραία για τη συμμορία γυναίκα, σκληρή σύζυγος ενός μάλλον νωθρού μέλους της συμμορίας και, ταυτόχρονα, πιστή ερωμένη κάποιου σκληρού νεαρού που εποφθαλμιά τη λεία, θα προκαλέσει την αρχή των δεινών που θα κορυφωθούν στην τραγική και συνάμα κωμική σκηνή του τέλους. Παίζοντας με τα όρια του είδους, με πολύ χιούμορ αλλά χωρίς να χάνει και τη βαθιά στοχαστικότητα της αποτυχίας, ο Κιούμπρικ θα σκηνοθετήσει μια πικρή κατάδειξη των ψευδαισθήσεων και των ματαιώσεων του λούμπεν που πιστεύει στην ευτυχία στη μεταπολεμική Αμερική.
Στο γενικότερο σχέδιο του απατεώνα μας, υπάρχουν μερικές λεπτομέρειες που είναι κρίσιμες για την επιτυχία του. Μία από αυτές είναι η ανεύρεση ενός προσώπου που να μπορεί να προκαλέσει και να συντηρήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα φασαρία στον ιππόδρομο, ώστε να μπορέσουν οι υπόλοιποι να προσεγγίσουν ανενόχλητοι το παραδάκι. Κάποιου που να αντέχει το ξύλο και να έχει την ικανότητα να κρατά απασχολημένους τους μπάτσους, να μη φοβάται αλλά και να μην παίρνει περιττά ρίσκα.
Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η μορφή του Μόρις Ομπούκοβ, τον οποίο υποδύεται ο γεωργιανός Κόλα Κβαριάνι, ένας πραγματικός γίγαντας με μνημειώδη δύναμη.Είναι απολαυστική η σκηνή όπου ένα τσούρμο αστυνομικοί προσπαθούν να τον ακινητοποιήσουν, θυμίζοντας μυρμήγκια που μπαίνουν στη διαδικασία να αναχαιτίσουν ελέφαντα. Η σκηνή ανακαλεί στον νου τους περιβόητους ΚΔΩΑ, τους εκπροσώπους της Κτηνώδους Δύναμης και Ογκώδους Άγνοιας, ήρωες του Πητ Κουτρουμπούση, από το En αγκαλιά de Κρισγιαούρτι:
Κουκουλοφόρος I. Υπόκρουση από χτυπήματα στήθους σ’ όλη τη διάρκεια. Μια ομάδα Γορίλλες συζητάνε κάτω από ’να μεγάλο δέντρο σ’ ένα ξέφωτο της ζούγκλας, με σεληνόφως.
Α! Γορίλλας. Η φήμη είναι μαλακτικό της αμφιβολίας.
Οι Άλλοι. Ούγκα-μπούγκα!
Β! Γορίλλας. Η δημιουργία πλούτου είναι πηγή φόβου για κερδισμένους και χαμένους.
Oι Άλλοι. Ούγκα-μπούγκα-μπούγκα!
Γ! Γορίλλας. Ο πολιτισμός αποσκοπει να κάνει όλα τα αγαθά προσιτά ακόμη και στους δειλούς.
Οι Άλλοι. Ούγκα! Ούγκα-μπούγκα-ντούγκα-μούγκα! Ούγκα-μπούγκα-ντούγκα- μούγκα!…
(*) Η οργάνωσις ΚΔΩΑ (Κτηνώδης Δύναμις Ογκώδης Άγνοια) είναι προϊόν του κρανίου του συγγραφέα, που είναι και Ιδρυτής-Οδηγός της. Γεννήθηκε σε τραπέζι του παλιού Βυζάντιου, κάπου 1962-63. Αργότερα με τη διάδοσή της από φανατικούς του θεωρητικού και εφηρμοσμένου Κδωαϊσμού δημιουργήθηκε μια κατάσταση.
Η πρώτη γραφή της ΚΔΩΑ ήταν ΚΔΟΑ με όμικρον για τη λέξη Ογκώδης, αλλά ένεκα ακριβώς δυναμώσεως του όγκου της Αγνοίας στην οργάνωση,καθιερώθηκε το 1970 η τελική μορφή γραφής με ωμέγα (ΚΔΩΑ), δηλαδή ανορθόγραφα.
Προστάτες της ΚΔΩΑ μπαίνουν με το έτσι θέλω ο Σωκράτης επειδή παραδέχτηκε ότι “έν οίδα, ότι ούδέν οίδα” κι ο Ηρακλής ως χαζοδυνατός.
Ούτε ο Ιδρυτής ούτε κανείς ξέρει πόσα μέλη της ΚΔΩΑ υπάρχουν. Μπορεί 2-3, μπορεί μέχρι 30. Πολλοί απ’ αυτούς που είναι αληθινά μέλη δεν ξέρουν καν ότι η ΚΔΩΑ υπάρχει. Συνειδητά πάντως δεν μπορεί να ’ναι πάνω από 30 μέλη.
Αυτή είναι η πρώτη δημοσιευμένη εμφάνισις της ΚΔΩΑ. Κάπου αλλού θα δοθούν οι αρχές (;), το πρόγραμμα (;) και οι στόχοι (;) της. Μανιάνα.
Βέβαια, ο σπινθήρας στην περίπτωση του Κβαριάνι προκύπτει όχι τόσο στο τμήμα της ΚΔ, την οποία διαθέτει προφανώς και η απόδειξή της δεν χρήζει και καμιάς βαθιάς δικαιολόγησης, αλλά στο ζήτημα της άγνοιας. Ο δυνατός εν προκειμένω δεν είναι χαζός, αλλά η «άγνοιά» του είναι σωκρατική, δηλαδή γνώση. Πέρα από κανονικός παλαιστής και στην κανονική ζωή του, ο Κβαριάνι υπήρξε και σκακιστής. Και ο Κιούμπρικ, φανατικός ερασιτέχνης σκακιστής κι αυτός, αξιοποιεί τη διπλή ιδιότητα του ηθοποιού, μεταφέροντάς τη στον χαρακτήρα. Ο Ομπούκοβ είναι και σκακιστής, και είναι αυτή η ιδιότητά του που τον προικίζει με το προσόν της σωστής στάθμισης της κατάστασης. Δεν είναι κακό λίγο σπόιλερ κάπου κάπου, επομένως μπορώ να αποκαλύψω ότι από τους όχι και τόσο λίγους εμπλεκόμενους ο Ομπούκοβ είναι αυτός που δεν έπαθε τίποτα: λίγο πριν αρχίσει το πανηγύρι θα τηλεφωνήσει στον δικηγόρο του για να τον ειδοποιήσει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα τον χρειαστεί το απόγευμα.
Αυτός είναι επίσης που με τον στοχαστικό του λόγο, που θυμίζει τον ιστορικό ηγέτη της ΚΔΩΑ, Σωκράτη, θα φωτίσει και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Όπως υπενθυμίζει και ο Μανώλης Κρανάκης στην κριτική του για την ταινία στο Flix, oγεωργιανός σκακιστής είναι αυτός που προσδιορίζει την ταυτότητα του ήρωα, αλλά και θα αναδείξει έναν από τους βασικούς πυρήνες της ταινίας:
Δεν έμαθες ακόμη ότι πρέπει να είσαι σαν όλους τους άλλους. Η τέλεια μετριότητα. Ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος. Η ατομικότητα είναι ένα τέρας που πρέπει να πνίγεται στην κούνια του για να νιώθουν άνετα οι φίλοι μας. Ξέρεις, σκέφτηκα πολλές φορές πως ο γκάνγκστερ και ο καλλιτέχνης είναι ίδιοι στα μάτια της μάζας. Και τους δύο τους θαυμάζουν και τους θεωρούν ήρωες, όμως, πάντα υποβόσκει η επιθυμία να τους δουν να καταστρέφονται στην κορυφή της δόξας τους.
Ο σκακιστής, ο παλαιστής, ο γκάνγκστερ και ο καλλιτέχνης αντιπροσωπεύουν ατομικότητες που αναμετρώνται διαρκώς με έναν απρόβλεπτο αντίπαλο και καλούνται να σταθμίσουν το υλικό τους, από τους πεσσούς και τα γυμνά χέρια ως το οπλοπολυβόλο και τα χρώματα ή τις νότες, για να το μορφοποιήσουν σ’ αυτό που τους κατατρύχει. Το έργο τους είναι ο θρίαμβος της θέλησης να μεταποιήσει ένα σκληρό αντικειμενικό δεδομένο σ’ αυτό που η ατομικότητα έχει σχεδιάσει. Όταν όλοι οι υπόλοιποι συνεργάτες του άγονται και φέρονται από το θυμικό τους, είτε αυτό αντλεί από την αγάπη είτε από την καθαρή απληστία, ο σκακιστής κακοποιός θα παραμείνει ψύχραιμος κάνοντας απλώς τη δουλειά του.
Δεν είναι μόνο, ωστόσο, ότι υπάρχει ο σκακιστής που συμμετέχει στη ληστεία, αλλά και ο τόπος της συνάντησης και του κανονίσματος: το Chess and Checker Club. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, το Chess and Checker Club της Νέας Υόρκης βρισκόταν στον δεύτερο όροφο ενός ερειπωμένου κτιρίου στο «χειρότερο τετράγωνο της πόλης», στην 42η οδό μεταξύ της έβδομης και της όγδοης λεωφόρου, πάνω από τα sex shop και τους πορνοκινηματογράφους της Times Square. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ονομαζόταν Flea House, πιθανότατα επειδή παλιά βρισκόταν στην περιοχή ένα τσίρκο. Η λειτουργία του κλαμπ ήταν 24ωρη και οι θαμώνες ήταν κυρίως ανατολικοευρωπαίοι εμιγκρέδες. Ήταν το πραγματικό στέκι του Κβαριάνι, που έπαιζε εκεί σχεδόν κάθε μέρα με το παρατσούκλι «Νικ ο παλαιστής». Χαρακτηριστική ήταν η χρήση των γίντις από τους θαμώνες, λόγω προφανώς της καταγωγήςτους. Καθιερωμένοι χαρακτηρισμοί της σκακιστικής αργκό όπως kibitzer (για τον σχολιαστή μιας παρτίδας) ή patzer (γι’ αυτόν που στα ελληνικά αποκαλούμε «μαζέτα», κάποιος που παίζει, διαβάζει σκάκι και προσπαθεί, αλλά ουδέποτε βελτιώνεται) έχουν προέλευση από τα γίντις.
Ο Κιούμπρικ δεν διάλεξε τυχαία τον χώρο, καθώς στο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία ο χαρακτήρας του Μορίς ήταν Εβραίος. Δεν ήταν ωστόσο σκακιστής, κάτι που δείχνει την πινελιά του ίδιου του σκηνοθέτη. Κάνοντας τον Μορίς σκακιστή προσθέτει μια νότα αντίθεσης σε σχέση με τον πρωταγωνιστή, που μπορεί να αναγνωρίζεται από τον σκακιστή ως ευφυής, αλλά του λείπει το στοιχείο της προνοητικότητας. Από την άλλη, σε αντίθεση με το σκάκι που υπόκειται σε πλήρη αναλυτικό έλεγχο, η ζωή παρουσιάζει περιπλοκές που δεν είναι δομικές στο εκτυλισσόμενο σχέδιο. Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει παρόμοιους συλλογισμούς επί ώρες. Αυτό που σπάει την ατέρμονη διαδικασία είναι η κτηνώδης δύναμη του παλαιστή. Η θεωρία έχει ένα τέλος, που δεν είναι άλλο από την καθαρή δράση.Το ίδιο δεν συμβαίνει εξάλλου και στο σκάκι; Από τη στιγμή που οι αντίπαλοι κάνουν την καθιερωμένη χειραψία, μια εξευγενισμένη μορφή του αρχέγονου ανταγωνιστικού μπρα ντε φερ, η θεωρία μπαίνει στην άκρη, το δάσος σκοτεινιάζει και η έξοδος, όπως έλεγε ο Ταλ, χωράει μόνον έναν, αυτόν που θα κάνει το προτελευταίο λάθος.
– – – – – – – –
*Ευχαριστίες στην Μπέσσυ Σταθοπούλου που πρώτη μού επισήμανε την επανέκδοση του The Killing.
**Ο Νίκος Ράμμος, που διαβάζει κάθε κείμενο πριν το ανεβάσουν, μου επισήμανε ότι ο Νίκος Σαραντάκος έχει ασχοληθεί ήδη με την περίπτωση Κβαριάνι -και με μάλλον πιο απολαυστικό τρόπο από τον δικό μου. Διαβάστε το κείμενό του εδώ.