Σε ηλικία 91 ετών, έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Κυριακής στο σπίτι του στην Καλιφόρνια, ο Κουίνσι Τζόουνς, ο οποίος διακρίθηκε κατά τη διάρκεια μιας 70χρονης καριέρας στη μουσική ως καλλιτέχνης, επικεφαλής συγκροτήματος, συνθέτης, διασκευαστής και παραγωγός.
«Απόψε, με γεμάτες αλλά ραγισμένες καρδιές, πρέπει να μοιραστούμε την είδηση του θανάτου του πατέρα και αδελφού μας Κουίνσι Τζόουνς. Και παρόλο που αυτή είναι μια απίστευτη απώλεια για την οικογένειά μας, γιορτάζουμε τη σπουδαία ζωή που έζησε και γνωρίζουμε ότι δεν θα υπάρξει ποτέ άλλος σαν αυτόν», ανέφερε η οικογένεια Τζόουνς σε ανακοίνωσή της.
«Ήταν πραγματικά μοναδικός στο είδος του και θα μας λείψει πολύ. Παρηγορούμαστε και είμαστε πολύ περήφανοι που γνωρίζουμε ότι η αγάπη και η χαρά, που ήταν η ουσία της ύπαρξής του, μοιράστηκαν στον κόσμο μέσα από όλα όσα δημιούργησε. Μέσα από τη μουσική του και την απέραντη αγάπη του, η καρδιά του Κουίνσι Τζόουνς θα χτυπά στην αιωνιότητα», τονίζουν.
Μεγαλωμένος στον κόσμο της τζαζ, ο Τζόουνς έγινε μια από τις πιο γνωστές φιγούρες της ποπ μουσικής. Κέρδισε έξι από τα 27 βραβεία Grammy για το άλμπουμ του 1990 «Back on the Block» και ήταν τρεις φορές τιμώμενος παραγωγός της χρονιάς.
Γεννήθηκε στο Σικάγο και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στο Σιάτλ, όπου ως αρχάριος στην τρομπέτα, γνώρισε τον 17χρονο Ρέι Τσαρλς.
Στα 18 του, αφού σπούδασε στο Berklee School of Music στη Βοστώνη, περιόδευε με τη μεγάλη μπάντα του Λαίονελ Χάμπτον, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’50, πέρασε στην ενορχήστρωση. Το 1953 έκανε το ντεμπούτο του ως επικεφαλής συγκροτήματος, ενώ στη συνέχεια πέρασε και στη δισκογραφία όπου το 1964 βρέθηκε αντιπρόεδρος της εταιρείας Mercury.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Jones συνεργάστηκε με τον Φρανκ Σινάτρα στα άλμπουμ «It Might as Well Be Swing» (1964) και «Sinatra at the Sands» (1966).
Το 1969, ο Jones ξεκίνησε μια κερδοφόρα συνεργασία ως καλλιτέχνης με την A&M Records, για την οποία ηχογράφησε εννέα στούντιο άλμπουμ. Κέρδισε τρία Γκράμι για τη τζαζ-ποπ δουλειά του στην εταιρεία.
Σε πολλούς, είναι πιθανώς περισσότερο γνωστός για τη συνεργασία του ως παραγωγός με τον Μάικλ Τζάκσον που ξεκίνησε το 1979 με το πρωτοποριακό σόλο άλμπουμ του τραγουδιστή «Off the Wall» το οποίο έχει πουλήσει περίπου 20 εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς.
Το σίκουελ του «Thriller» (1982) -για το οποίο ο Τζόουνς κέρδισε το βραβείο του άλμπουμ της χρονιάς, συν ένα τρόπαιο ρεκόρ της χρονιάς για το κομμάτι «Billie Jean» – παραμένει το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών, με τις παγκόσμιες πωλήσεις να υπολογίζεται πως υπερβαίνουν τα 110 εκατ. Ο Τζόουνς συνέχισε να δουλεύει με τον Τζάκσον στην Νο. 1 κυκλοφορία του 1987 «Bad».
Το 1985, ο Τζόουνς έγινε διεθνές πρωτοσέλιδο, ως παραγωγός των ΗΠΑ για το «We Are the World», το σινγκλ αφιερωμένο στην προσπάθεια ανακούφισης της Αφρικής από την πείνα, το οποίο συνέγραψε ο Μάικλ Τζάκσον και μαζί με τον Λάιονελ Ρίτσι ηγήθηκαν του all-star καστ που το τραγούδησε.
Ο Τζόουνς ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που έγραψε τη μουσική για μια σημαντική ταινία, το «The Pawnbroker» του 1964, και έλαβε επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης πρωτότυπης μουσικής και τραγουδιού. Το 1995 έλαβε το ανθρωπιστικό βραβείο Jean Hersholt του AMPAS, ένα ακόμη πρώτο για μαύρο καλλιτέχνη.
Άφησε το στίγμα του στην τηλεόραση ως εκτελεστικός παραγωγός της κωμικής σειράς του NBC της δεκαετίας του ’90 «The Fresh Prince of Bel-Air», που έφερε τον ράπερ Will «Fresh Prince» Smith στο προσκήνιο ως ηθοποιό. Αργότερα ήταν παραγωγός στις κωμωδίες «In the House» και «MadTV», το 10ωρο ντοκιμαντέρ του 1995 «The History of Rock ‘N’ Roll», το ντοκιμαντέρ του 2014 «Keep on Keepin’ On» και τη μεταφορά του 2023 του «The Color Purple».
Στον εκδοτικό κόσμο, ίδρυσε το χιπ χοπ περιοδικό «Vibe», το οποίο δημιούργησε ένα τηλεοπτικό spinoff το 1997.