Η απόφαση του απερχομένου προέδρου Μπάιντεν να άρει τους περιορισμούς στις επιθέσεις ATACMS, επιτρέποντας στην Ουκρανία να πλήττει στόχους σε ρωσικό έδαφος, φαίνεται να πηγάζει από μια σειρά παραγόντων -όλοι εκ των οποίων μοιάζουν βαθιά προβληματικοί.
Η έγκριση για χρήση ATACMS θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια ενίσχυσης του ηθικού, τόσο των Ουκρανών όσο και της δυτικής κοινής γνώμης. Η Ουκρανία θα ήλπιζε ότι η κατοχή ρωσικού εδάφους στο Κουρσκ θα της δώσει ένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα σε μελλοντικές ειρηνευτικές συνομιλίες, αλλά η πιθανότητα να υπάρχουν Ουκρανοί στο ρωσικό Κουρσκ όταν θα αρχίσουν αυτές οι συνομιλίες δεν φαίνεται και πολύ ρεαλιστική στο πεδίο.
Το σενάριο «βορειοκορεατών στα πεδία της Ουκρανίας, συνεπώς κλιμάκωση» (ποιο είναι το cost-benefit analysis του να φέρεις Βορειοκορεάτες φαντάρους στην Ουκρανία;!;) αποτελεί κωμικό αποκύημα που δε χρήζει συζήτησης -όχι ότι εάν ήταν πραγματικό ή ρεαλιστικό θα άλλαζε κάτι επί της ουσίας. Βέβαια, ακριβώς αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιείται ώστε να εξηγηθεί το ανεξήγητο, δηλαδή το πώς μια πρωτοβουλία που τόσο πρόσφατα, τον Οκτώβριο, απορρίφθηκε από το Πεντάγωνο ως πρόξενος απευθείας σύγκρουσης των ΗΠΑ με τη Ρωσία θεωρήθηκε σήμερα -μετά από μια βαριά εκλογική ήττα των εν ΗΠΑ κυβερνώντων- ως απολύτως εύλογη: Βορειοκορεάτες! Τέλος, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως προσπάθεια υπονόμευσης των πιθανοτήτων του Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο, εάν εκλεγεί, το οποίο είναι και το μόνο σενάριο άξιο συζήτησης. Έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον η διακινδύνευση ενός πυρηνικού Γ΄ΠΠ ως καψόνι στον επόμενο, αν και δεν προοιωνίζει βάθη στρατηγικής σκέψης.
Γιατί όμως θεωρείται η χρήση ATACMS ως ρωσική κόκκινη γραμμή, ενώ έχει ήδη γίνει ουκρανική εισβολή στο καθαυτό έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το προπολεμικό; Είναι «πιο ισχυρά» οπλικά συστήματα και άρα καλούν σε κλιμάκωση, είναι ζήτημα εμβέλειας ή δύναμης πυρός; Όχι, η λογική είναι πολύ διαφορετική -και την έχει διευκρινίσει ο ίδιος ο πρόεδρος της Ρωσίας: πρόκειται για οπλικά συστήματα τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο με απευθείας αμερικανική εντολή και άμεσο χειρισμό (συμπεριλαμβανομένων των κρυπτογραφικών συστημάτων ενεργοποίησης και συντεταγμένων), ο οποίος είναι αντικειμενικά αδύνατον να ανατεθεί σε Ουκρανούς. Συνεπώς, κατά τον πρόεδρο της Ρωσίας, χρήση τους στο καθαυτό/προπολεμικό έδαφος της Ρωσίας συνεπάγεται απευθείας επίθεση των ΗΠΑ στο (εκτός του ουκρανικού πολέμου) έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Και η Ρωσία δύναται να θεωρήσει ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ βρίσκονται επισήμως και απευθείας σε πόλεμο με τη Ρωσία. Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές πυρηνικής αποτροπής προβλέπουν ότι μια επίθεση κατά της Ρωσίας από μια μη πυρηνική χώρα που υποστηρίζεται από μια πυρηνική δύναμη θα θεωρηθεί κοινή επιχείρηση, που ενδεχομένως θα προκαλέσει πυρηνική απάντηση. Σημειωτέον ότι η επικαιροποίηση του πυρηνικού δόγματος συνεπάγεται (νομική) δυνατότητα, όχι (πολιτική) υποχρέωση: πεντέξι ATACMS δεν φέρνουν αυτομάτως τον πυρηνικό χειμώνα, θέτουν όμως οξύτατα, αναπόδραστα ζητήματα σοβαρής κλιμάκωσης (εξ ου και οι αξιωματούχοι της Ρωσίας μίλησαν για «ποιοτική» αλλαγή) και ανάγκης εμπέδωσης αποτροπής.
Και τα ATACMS αξιοποιήθηκαν: η Ουκρανία χρησιμοποίησε τους πυραύλους για να πλήξει μια ρωσική αποθήκη πυρομαχικών στην περιοχή Μπριάνσκ. Η ρωσική πλευρά αναφέρει ότι κατέρριψε 5 από τους 6 πυραύλους, με τον έκτο να ζημιώνεται. Το ότι η αποθήκη φιλοξενούσε απαρχαιωμένα σοβιετικά πυρομαχικά και δεν είχε άμεση σχέση με τις τρέχουσες στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία μοιάζει να υπογραμμίζει το επικοινωνιακό του πράγματος. Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί η υπέρβαση των ρητών κόκκινων γραμμών δε συναρτάται καθαυτήν με το κατά πόσον η υπέρβαση ήταν καταστροφική ή ζημιογόνα.
Η χρήση των ATACMS δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως παραβίαση ακριβώς αυτών των κόκκινων γραμμών. (Σημειωτέον ότι εδώ δε μπαίνουμε στη διαδικασία να αξιολογήσουμε αυτές τις κόκκινες γραμμές. Μπορεί να είναι απολύτως ορθολογικές και στρατηγικά εύλογες, μπορεί να είναι θεόμουρλες ή οτιδήποτε αναμεταξύ των δύο πόλων: εντελώς αδιάφορο για τη συζήτηση. Το μείζον είναι πως αυτές είναι οι επίσημα διακηρυγμένες κόκκινες γραμμές ενός πυρηνικά εξοπλισμένου κράτους, και όλα τ’ άλλα είναι να’ χαμε να λέγαμε.) Το μόνο βέβαιο, ακόμα κι αν διάφοροι σχολιαστές και αξιωματούχοι δυτικών κρατών βαυκαλίζονται περί του αντιθέτου, είναι ότι εδώ δεν έχουμε καμία «μπλόφα» -και, γενικά, καλό θα ήταν τα πυρηνικά ζητήματα να μην προσεγγίζονται με θεωρίες παιγνίων. Από ‘κει και πέρα όμως, η ακριβής διαχείριση της υπέρβασης των κόκκινων γραμμών διαρκούντος ενός σύντομου interregnum δεν είναι απλή υπόθεση.
Και το ζήτημα αποτελεί δύσκολη εξίσωση για τη Ρωσία. Από τη μία, οι ΗΠΑ με την Ουκρανική ηγεσία υπερέβησαν τις κόκκινες γραμμές. Από την άλλη, αυτή η κίνηση απελπισίας λαμβάνει χώρα στο interregnum μεταξύ απερχομένου Μπάιντεν και προσεχούς Τραμπ. Η Ρωσία έχει προφανείς λόγους να αναμένει την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, καθώς οτιδήποτε πριν από αυτό δεν έχει και πολύ νόημα πλέον. Το να δράσει η Ρωσική Ομοσπονδία όπως έχει προαναγγείλει σε περίπτωση υπέρβασης των κόκκινων γραμμών στο ενενηκοστό λεπτό μιας αμερικανικής διακυβέρνησης σε αποδρομή, ακριβώς δυο μήνες πριν συνταξιοδοτηθούν όλοι τους και το πεδίο της συζήτησης και της δράσης τεθεί εκ νέου με άλλους όρους, σίγουρα δεν είναι εύλογο. Ταυτόχρονα όμως, η Ρωσία προκαλείται να μην δράσει όπως έχει προαναγγείλει ακριβώς όταν υπερβαίνονται οι ρητές κόκκινες γραμμές της, όπερ αμήχανον -όχι για λόγους γοήτρου ή αξιοπρεπείας, αλλά στο στοιχειώδες πλαίσιο της αποτροπής και της επανεπιβεβαίωσής της. Εκ των πραγμάτων, η αναμονή στο interregnum δεν μπορεί να συνεπάγεται προσωρινό ξεθώριασμα κάθε κόκκινης γραμμής, ακριβώς όταν αυτή υπερβαίνεται. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς συμβούλους της ρωσικής ηγεσίας να προτείνουν πολύ διαφορετικές ρότες μεταξύ τους: από μια ιδιαίτερα δυναμική (αλλά μη πυρηνική) επανεμπέδωση της αποτροπής μέχρι την υπομονή ώστε να τελειώσουν τα καραγκιοζιλίκια του interregnum.
Υπάρχουν όμως και μέσες λύσεις. Αρκετοί θεωρούν ότι η Ρωσία θα μπορούσε να προβεί άμεσα σε τεχνολογικά πρωτοφανή εξοπλισμό ανταγωνιστών των ΗΠΑ σε άλλα θέατρα πολέμων και έντασης, ή ότι επαρκεί η ριζική εντατικοποίηση των επιθέσεων σε ουκρανικούς στόχους (π.χ. Κίεβο), χωρίς χρεία επέκτασης σε βάσεις του ΝΑΤΟ -δηλαδή των άμεσων εντολοδοτών και χειριστών, κατά τη ρωσική λογική- εκτός ουκρανικού εδάφους. Αλλά η κατάσταση είναι ρευστή και οι αντιδράσεις της Ρωσίας θα εξαρτηθούν από πολλούς παράγοντες. Ενδεικτική είναι η δήλωση του διευθυντή της SVR Ναρίσκιν σε συνέντευξή του σε ρωσικό περιοδικό που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, ότι «οι απόπειρες ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ να συμμετάσχουν στη διευκόλυνση πιθανών μακροχρόνιων χτυπημάτων από δυτικά όπλα βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος δεν θα μείνουν ατιμώρητες».
Πέρα από το ακριβές χρώμα που θα πάρουν οι κόκκινες γραμμές, αξίζει να διατηρούμε κατά νου τη μεγάλη εικόνα. Οι σοβαρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας παραμένουν ακόμα ασύλληπτες ως ενδεχόμενο, αν και οι πρόσφατες διπλωματικές κινήσεις υποδηλώνουν μια αλλαγή στάσης ως προς την πίεση της δυτικής πλευράς. Μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, μια πρωτοφανής εδώ και χρόνια τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς ανέδειξε μια πιθανή στροφή προς τις διαπραγματεύσεις. Ενώ ο Σολτς φαίνεται να έχει κίνητρο να αυτοτοποθετηθεί ως μεσολαβητής, αντανακλώντας την αναγνώριση από τη Γερμανία της ανάγκης για διπλωματική επίλυση, οι θεμελιώδεις διαφωνίες εξακολουθούν να υφίστανται. Αυτό θέτει το ενδεχόμενο των διαπραγματεύσεων στο μόνο πλαίσιο το οποίο ήταν εξ αρχής ρεαλιστικό μετά τον Απρίλιο του 2022: όχι ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία, αλλά ανάμεσα στη Ρωσία και στις ΗΠΑ.
Οι απαιτήσεις της Ρωσίας, που έχουν τις ρίζες τους στις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης το 2022 οι οποίες όδευαν προς ευόδωση πριν την αμερικανοβρετανική παρέμβαση, παραμένουν αμετάβλητες: η Ουκρανία καλείται να δεσμευτεί σε ουδετερότητα, να απέχει από την ένταξη στο ΝΑΤΟ και να αποφύγει την ανάπτυξη ξένων όπλων στο έδαφός της. Ταυτόχρονα, οι τέσσερις περιφέρειες που η Ρωσία ενσωμάτωσε συνταγματικά στο έδαφός της θεωρούνται αδιαπραγμάτευτες (και πόσω δε μάλλον η Κριμαία). Αυτοί οι όροι έρχονται σε έντονη αντίθεση με όσα διαφαίνονται σήμερα ως δυνητικώς αποδεκτά από τη δυτική πλευρά, περιπλέκοντας οποιαδήποτε πορεία προς την ειρήνη. Προς το παρόν, και οι δύο πλευρές -ήτοι Ρωσία και Δύση υπό τις ΗΠΑ- φαίνεται να έχουν οχυρωθεί στις θέσεις τους, χωρίς να διαφαίνεται άμεση αντιστροφή.
Φυσικά, οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου εκτείνονται πολύ πέρα από το πεδίο της μάχης, ιδίως στον τομέα της ενέργειας. Η Ρωσία ανακοίνωσε πρόσφατα προσωρινούς περιορισμούς στις εξαγωγές εμπλουτισμένου ουρανίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως άμεση απάντηση στις κυρώσεις των ΗΠΑ για τα ρωσικά προϊόντα ουρανίου. Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να διαταράξει σημαντικά το ενεργειακό μείγμα των ΗΠΑ, δεδομένης της εξάρτησής τους από το εισαγόμενο ουράνιο για πυρηνική ενέργεια. Στην Ευρώπη, οι ενεργειακές προκλήσεις συνεχίζουν να αυξάνονται. Η αυστριακή OMV ανέφερε διακοπή των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου μετά από διαφωνία πληρωμών, σηματοδοτώντας άλλη μια πίεση στην ήδη εύθραυστη ενεργειακή αγορά της Ευρώπης. Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν υιοθετήσει μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση του ενεργειακού κόστους, αλλά οι λύσεις παραμένουν εκτός συζήτησης. Η αποκατάσταση των ροών ρωσικού φυσικού αερίου ή η άρση των κυρώσεων θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν τις τιμές, αλλά τέτοιες ενέργειες έχουν σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις, ιδίως για τα έθνη που υποστηρίζουν την Ουκρανία.
Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, η Ουκρανία αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις σε πολλαπλά μέτωπα. Ο -στο πλαίσιο του πολέμου κυβερνών επέκεινα της συνταγματικά οριζόμενης θητείας του- πρόεδρος Ζελένσκι παρουσίασε πρόσφατα ένα «Σχέδιο Ανθεκτικότητας», το οποίο εστιάζει στη μεταπολεμική ανάκαμψη και τη διεθνή συνεργασία. Σε αντίθεση με το προηγούμενο «Σχέδιο Νίκης» του, το οποίο έδινε έμφαση στη στρατιωτική επιτυχία, η νέα αυτή στρατηγική στοχεύει στην ενίσχυση των εταιρικών σχέσεων και στην προετοιμασία για μακροπρόθεσμες προκλήσεις. Ιδίως μετά τη νίκη Τραμπ, κανείς δε φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Την ίδια ώρα, η οικονομία της Ουκρανίας βρίσκεται αυτονόητα υπό τεράστια πίεση. Με υψηλή ανεργία, φθίνοντα πληθυσμό και συρρικνούμενη φορολογική βάση, η διατήρηση της πολεμικής προσπάθειας γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Τα εγχειρήματα επιστράτευσης με κάθε κόστος έχουν διευρυνθεί, με τη μείωση της ηλικίας επιστράτευσης για την αντιμετώπιση των σοβαρών ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό, αντανακλώντας το τίμημα του πολέμου στην ουκρανική κοινωνία.
Εν μέσω της εντεινόμενης σύγκρουσης, η διπλωματική δραστηριότητα έχει αυξηθεί. Ηγέτες όπως ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έχουν εμπλακεί σε συζητήσεις με τον Πούτιν, πιθανώς με εντολή των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και οι λεπτομέρειες αυτών των συνομιλιών παραμένουν απόκρημνες, αντανακλούν μια αυξανόμενη συναίνεση ότι ο πόλεμος πρέπει να τερματιστεί. Η πρόκληση έγκειται στην εξεύρεση μιας λύσης αποδεκτής από όλα τα μέρη, η οποία όμως δε διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Ο πρώην, νεοεκλεγείς και οσονούπω εκ νέου πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να έχει προωθήσει ένα σχέδιο για το πάγωμα της σύγκρουσης και τη δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν συνδιαλέγεται με ό,τι θεωρεί διαπραγματεύσιμο και ό,τι αδιαπραγμάτευτο η άλλη πλευρά. Η Ρωσία θεωρεί τα δορυάλωτα εδάφη ως αναπόσπαστα μέρη της ομοσπονδίας της, καθιστώντας την ιδέα μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης σε αυτά τα εδάφη αβάσιμη. Επιπλέον, η πρόταση για αναβολή της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι απίθανο να ικανοποιήσει τις ρωσικές απαιτήσεις, καθώς η θέση της Ρωσίας απαιτεί μόνιμη ουδετερότητα: ένα ενδεχόμενο διατήρησης των εδαφών, αλλά με περίπου ή οιονεί ή μελλοντικό ΝΑΤΟϊκό έδαφος λίγα μέτρα παραπέρα, δεν αποτελεί βάση διαπραγμάτευσης για τους Ρώσους.
Εν τέλει, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι εμβληματικό παράδειγμα ευρύτερων γεωπολιτικών μετατοπίσεων. Για τη Ρωσία, η σύγκρουση αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη προσπάθεια να αναδιαμορφώσει την περιφερειακή δυναμική σε μια αρχιτεκτονική συλλογικής ασφαλείας που να την καλύπτει. Για τη Δύση, η υποστήριξη της Ουκρανίας αποτελεί εγχείρημα επανεπιβεβαίωσης της κάποτε μονοπολικής ηγεμονίας. Δεν πήγε καλά αυτό. Ο πειρασμός να παίξει κανείς με δυνητικά πυρηνικές κόκκινες γραμμές εν όψει της ήττας του δυτικού σχεδιασμού στο στρατιωτικό πεδίο δε μοιάζει να φανερώνει κάποια ιδιαίτερη στρατηγική ευφυία πίσω από τις κουρτίνες του αμερικανικού interregnum: μάλλον φανερώνει χάος, σύγχυση, και πάνω απ’ όλα, άγνοια κινδύνου για όλους μας.