Οι κοινωνίες της Δύσης εισήλθαν στη νέα χιλιετία υπό το καθεστώς του φόβου. Δεν επρόκειτο όμως ακριβώς για εκείνο το αίσθημα «παρακμής» ή για τη διαπίστωση από τους διανοουμένους ενός κάποιου «κοινωνικού εκφυλισμού», τα οποία σημάδεψαν την πολιτισμική ατμόσφαιρα της δυτικής Ευρώπης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Αν στην περίοδο του λεγόμενου «fin de siècle» (τέλος του αιώνα) η καλλιτεχνική μελαγχολία και οι υποκειμενιστικές/ ανορθολογικές τάσεις ανταποκρίνονταν στην ανασφάλεια και τις κρισιακές τάσεις του καπιταλισμού στην πορεία προς το μονοπωλιακό του στάδιο, στις αρχές του 2000 το αίσθημα μια γενικευμένης κρίσης, «συντέλειας», είχε γιγαντωθεί, μεταξύ άλλων και λόγω της παγκόσμιας μιντιακής διασύνδεσης όλου του πλανήτη –πάντοτε υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ.
Είχαν προηγηθεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι δυσοίωνες –απ’ ότι φάνηκε καθαρά μια δεκαετία αργότερα- χρηματιστηριακές καταρρεύσεις των νέων πρωτοποριακών start-up εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Το σπάσιμο της «φούσκας των Dotcom» προμήνυε ότι έρχονται δύσκολα χρόνια για τον –σε διαρκή κρίση άλλωστε, ουσιαστικά, από το 1973- δυτικό καπιταλισμό. H αμερικανική «αυτοκρατορία» έπρεπε να μεριμνήσει για την ασφάλειά της.
Οι επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο το 2001 ήταν η αφετηρία της νέας εποχής. Μιας εποχής όπου η παρανοϊκή «φυγή προς τα μπρος» του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος θα συνοδευόταν από την προϊούσα συνολική κρίση και παρακμή του παγκόσμιου ηγεμόνα.
Εντός αυτού του αντιφατικού πεδίου ανάπτυξης και κρίσης της αμερικανικής κοινωνίας έδρασε και πέθανε με τραγικό τρόπο ο Ίαν Φίσμπακ (Ian Fishback), ταγματάρχης των Ειδικών Δυνάμεων του Αμερικανικού Στρατού, πολιτικός επιστήμονας και διδάκτορας φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Στην τρίτη σελίδα της διδακτορικής του διατριβής, ο αναγνώστης διαβάζει μια ασυνήθιστη αφιέρωση: «Αυτή η εργασία αφιερώνεται σε όλα τα αθώα θύματα της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA)».
Γεννημένος στο Ντιτρόιτ το 1979, αποφοίτησε από την στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ με τον βαθμό του Ταγματάρχη και υπηρέτησε στην 82η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία και την 5η Ομάδα Ειδικών Δυνάμεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο «καιρός του αλλόκοτου φόβου», τα χρόνια του παγκόσμιου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» υπήρξαν η εποχή που ανδρώθηκε. Το 2012 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό (master) του με μια εργασία για τη «θεωρία του δίκαιου πολέμου», ενώ το 2021 δημοσίευσε τη διατριβή του στη φιλοσοφία με τίτλο «Ηθική και μέθοδος στον πόλεμο». Στις 19 Νοεμβρίου ο Ian Fishback πεθαίνει σε κέντρο περίθαλψης ψυχικά νοσούντων στο Μίσιγκαν. Βρισκόταν σε υποχρεωτική φαρμακευτική αγωγή με βαριά αντιψυχωσικά φάρμακα.
Η πορεία του προς τον κοινωνικό αποκλεισμό και εντέλει τον θάνατο στα 42 του χρόνια ξεκινάει το 2004. Ο Fishback υπηρετεί στο Ιράκ ενώ προηγουμένως έχει συμμετάσχει σε επιχειρήσεις του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν. Τον Απρίλιο, η παγκόσμια κοινή γνώμη συγκλονίζεται από τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών που μαρτυρούν για τα τρομερά βασανιστήρια που λαμβάνουν χώρα από Αμερικανούς στρατιώτες στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ, στο Ιράκ. Ήταν οι αδιάντροπες δηλώσεις του τότε Υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, στις 7 Μαΐου 2004, πως οι ΗΠΑ ακολουθούν κατά γράμμα της Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με τους αιχμαλώτους πολέμου στο Αφγανιστάν και το Ιράκ που έκαναν τον Fishback να αποφασίσει να μιλήσει. Καθώς ο ίδιος είχε αντιληφθεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του περιπτώσεις ανάλογης εγκληματικής συμπεριφοράς προς αιχμαλώτους, προσπάθησε αρχικά να καταγγείλει τα περιστατικά στους ανωτέρους του. Η αντιμετώπιση που είχε και οι απειλές που δέχθηκε για να «ξεχάσει» το θέμα δεν κατάφεραν να τον φιμώσουν.
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 2005 θα στείλει επιστολή σε δύο Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές που μετέχουν της Επιτροπής για τις Ένοπλες Δυνάμεις της Γερουσίας, τον Τζον Μακέιν της Αριζόνα και τον Τζον Γουόρεν της Βιρτζίνια (ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της Επιτροπής). Στο γράμμα του καταγγέλλει πως η στρατιωτική διοίκηση δεν παρέχει συνεπείς απαντήσεις προς τους υφισταμένους της σχετικά με το «τι συνιστά νόμιμη και ανθρώπινη μεταχείριση των κρατουμένων». Προσθέτει δε πως αυτή η εντέχνως δημιουργούμενη σύγχυση συμβάλλει «σε ένα ευρύ φάσμα καταχρήσεων, συμπεριλαμβανομένων απειλών για θάνατο, ξυλοδαρμών, σπασμένων οστών, δολοφονίας, έκθεσης σε στοιχεία, ακραίας καταναγκαστικής σωματικής άσκησης, ομηρίας, απογύμνωσης, στέρησης ύπνου και εξευτελιστικής μεταχείρισης», στις οποίες ο ίδιος, έχει γίνει μάρτυρας.
Στην ιστορική αυτή επιστολή ο Fishback δεν περιορίζεται στις καταγγελίες και προβαίνει στην ανάπτυξη ορισμένων πολιτικών θέσεων τοποθετώντας το πρόβλημα με έναν τρόπο που υπερβαίνει τον ορίζοντα προσδοκιών και των φίλων αλλά και των εχθρών της αυτοκρατορίας. Για αυτό άλλωστε η δημοσιοποίησή της είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο. Η ιδεολογική αφετηρία του Αμερικανού αξιωματικού δεν είναι ακριβώς η συνηθισμένη, καθώς βασίζεται σε έναν καλώς εννοούμενο «αμερικανικό πατριωτισμό», λαμβάνοντας ως δεδομένο πως υφίσταται η δυνατότητα ύπαρξης ηθικών κανόνων σε έναν πόλεμο. Είναι χαρακτηριστική η κατακλείδα της επιστολής του: «Αν εγκαταλείψουμε τα ιδανικά μας μπροστά στις αντιξοότητες και την επιθετικότητα των άλλων, αυτό σημαίνει πως αυτά τα ιδανικά δεν τα είχαμε ποτέ. Προτιμώ να πεθάνω πολεμώντας, παρά να παραδώσω έστω και ένα κομμάτι αυτής της ιδέας που λέγεται ‘Αμερική’». Επιπλέον, ο Fishback, όπως δήλωσε πολύ αργότερα, δεν ενδιαφερόταν μόνο για την τύχη των βασανιζόμενων. Ως αξιωματικός, αλλά και ως πολιτικός επιστήμονας, ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον «ηθικό τραυματισμό» στον οποίο υπόκειντο οι ίδιοι οι στρατιώτες του «συμμετέχοντας ενεργά στον βασανισμό ενός ανθρώπινου πλάσματος».
Το γράμμα του Fishback, και οι αντιδράσεις που προκάλεσε στο εσωτερικό των ΗΠΑ, θα οδηγήσει τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στην ψήφιση από το Κογκρέσο του Νόμου περί Μεταχείρισης Κρατουμένων, ο οποίος απαγορεύει την «σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία» κάθε ατόμου που κρατείται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Τον Ιανουάριο, ο Τζορτζ Μπους Τζρ. θα υπογράψει, με βαριά καρδιά, αντίστοιχο νόμο στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το 2006 το περιοδικό Time θα συμπεριλάβει τον Ταγματάρχη στους 100 σημαίνοντες Αμερικανούς της χρονιάς, τονίζοντας πως πρόκειται για έναν «από τους άνδρες και τις γυναίκες που η δύναμη, το ταλέντο και το ηθικό τους παράδειγμα μεταμορφώνουν τον κόσμο μας.»
Ικανοποιημένος από την ψήφιση του Νόμου για τους κρατουμένους, ο Fishback επιστρέφει στις Ειδικές Δυνάμεις και στο πεδίο του πολέμου, αλλά γρήγορα αρχίζει να καταλαβαίνει πως το αμερικανικό κράτος δεν έχει σκοπό την «ανοικοδόμηση» του Ιράκ, καθώς η κύρια εστίαση των επιχειρήσεων είναι στην άμεση δράση και όχι στη δημιουργία νέου ιρακινού στρατού. Θα επιστρέψει στις ΗΠΑ το 2010, ολοκληρώνοντας τις μεταπτυχιακές του σπουδές και διδάσκοντας για λίγο καιρό στη σχολή του Γουέστ Πόιντ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του φαίνεται πως υπέφερε από οξύ μετατραυματικό στρες (κάτι που ο ίδιος αρνούνταν κατηγορηματικά), ενώ ορισμένες δημόσιες επιθετικές νευρικές κρίσεις οδήγησαν στη νοσηλεία του στην ψυχιατρική κλινική όπου και τελικά κατέληξε τον περασμένο Νοέμβρη, χωρίς ακόμη να έχει καταγραφεί η αιτία θανάτου του.
«Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», όπως έλεγε ο νομπελίστας. Όμως στη σύγχρονη Δύση της κατάρρευσης και της παρακμής πεθαίνουν άδοξα στα σκοτεινά, αναλαμβάνοντας το βάρος των αντιφάσεων ενός συστήματος που δεν έχει πλέον να προσφέρει τίποτα παρά φόβο και θάνατο.