ΑΘΗΝΑ
12:59
|
22.11.2024
Η παραχάραξη της ιστορίας και η αντικομμουνιστική υστερία.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Μία από τις βασικές λειτουργίες της Ιστορίας είναι να επεμβαίνει υπομνηστικά και διδακτικά στις εποχές που αδυνατίζει η συλλογική μνήμη. Μολαταύτα, τούτη η δυνατότητά της, όποτε ανασύρεται για να εξυπηρετήσει τις αντιλήψεις και τις προθέσεις των παροντικών συνθηκών κι όχι για να υπογραμμίσει και να διασαφηνίσει την εγκυρότητα των πραγματικών γεγονότων, ιδίως όταν αυτά είναι αμφιλεγόμενα και να τα φέρει στην ορθή προοπτική τους, τότε η Ιστορία γίνεται η «μαμμή» της αντίδρασης και διαστρέφει την εικόνα και το περιεχόμενο του παρελθόντος.

Η επέτειος  που σηματοδοτεί την «Ημέρα της Μνήμης» για τα θλιβερά γεγονότα στη Δαλματία και την Ίστρια,  κι από το 2004 γιορτάζεται στις 10 Φεβρουαρίου επίσημα στην Ιταλία, έχει καταλήξει σε ένα τέτοιο παράδειγμα σφετερισμού και διαστροφής της πλήρους ιστορικής αλήθειας. Η απόφαση να τιμηθεί ένα ούτως ή άλλως επονείδιστο πολεμικό έγκλημα (να ριφθούν περί τις 10.000 άνθρωποι σε βαθιές καρστικές τάφρους κι ο εκπατρισμός άλλων 250.000 από τα εφέστια εδάφη, έχει μετατραπεί από μάθημα ιστορικό για τον παραλογισμό του πολέμου και της εθνικιστικής μανίας, να μετατραπούν σε αφορμή για όψιμη  εθνοπατριωτική προπαγάνδα και ως «Κολυμπήθρα του Σιλωάμ» για τον φασισμό και τα εγκλήματά του.

Αυτή η εργαλειοποίηση μίας αναντίρρητης ιστορικής τραγωδίας για να αποσιωπηθούν και αποκαθαρθούν ακόμη-ακόμη, αδιαμφισβήτητες μελανές σελίδες στην ιταλική Ιστορία, πχ τα φρικώδη εγκλήματα κι οι γενοκτονίες στην Αβυσσηνία ή τη Λιβύη,  ήλθε στην επιφάνεια με την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας στην οποία εξίσωνε τις αδριατικές «τάφρους» με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ξεσηκώνοντας πλήθος αντιδράσεις. «Η μέρα της Μνήμης και η γνώση των όσων συνέβησαν μπορούν να βοηθήσουν στο να κατανοήσουμε πως η κατηγορία των ανθρώπων που θέλησαν να λυγίσουν και πολιτιστικά να εκμηδενίσουν ήταν εκείνη των Ιταλών. Λίγο καιρό πρωτύτερα το ίδιο είχε συμβεί, και σε ευρωπαϊκή κλίμακα με την κατηγορία των Εβραίων».  Η επίμαχη τούτη φράση αμέσως προκάλεσε έναν πλατύ αποτροπιασμό, όχι μόνον από τον πολιτικό κόσμο, αλλά κι από γνωστούς ιστορικούς, που ασχολούνται με το θέμα και τις πολιτικές προεκτάσεις του, συνδικάτα και βεβαίως τις αντιστασιακές οργανώσεις. Όλοι τους κατήγγειλαν ομοθυμαδόν τούτην την μονομερή ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, που συσκοτίζει την πραγματικότητα και επιρρίπτει μονόπλευρα ευθύνες.

Η ιστορία των «Αδριατικών Τάφρων», όσο χρονικά η Ιταλία απομακρύνεται από την αλγεινή και τραυματική μνήμη του Φασισμού και των εγκλημάτων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνδυασμό με την αποκαθαρτική μυθοπλασία του «καλού  Ιταλού στρατιώτη» (του καλοκάγαθου καθημερινού ανθρώπου, που σε αντίθεση με τον ιδεολογικά πορωμένο Γερμανό, σύρθηκε έκων -άκων στον πόλεμο κι ήταν συμπαθής στους κατεχόμενους πληθυσμούς), δημιουργεί έναν μύθο και μία στρεβλή αντίληψη για τις  ευθύνες της χώρας για τις ωμότητες που διέπραξαν το καθεστώς και τα στρατεύματά του εκείνην την περίοδο. Το δράμα των εκτοπισμένων Ιταλών από τα ιστορικά εδάφη της Ίστριας και της Δαλματίας κι ο διωγμός από τους γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους του Τίτο, έχουν προσλάβει ανιστόρητες διαστάσεις «αντικομμουνισμού», ανάλογες με εκείνες που σε ευρωπαϊκό επίπεδο πασχίζουν να εξισώσουν τον Ναζισμό με τον Σταλινισμό κι ακόμη παραπέρα, όλο το κομμουνιστικό κίνημα.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Ρομπέρτο Μένια, που πρωτοστάστησε στην θέσπιση του εορτασμού της Ημέρας, ήταν στέλεχος του νεοφασιστικού κόμματος Εθνική Συμμαχία (An), που το 2004 συμμετείχε στην κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι -επίσης γνωστού αντικομμουνιστή. Ο Μένια τότε και σήμερα εξακολουθεί να επιρρίπτει ευθύνες στο Κομμουνιστικό Κόμμα (που είχε σηκώσει το βάρος της Αντίστασης κατά της γερμανικής Κατοχής και του καθεστώτος του Σαλό, μετά το 1943) για τα γεγονότα εκείνης της εποχής.

Εκείνο που τονίζουν όλοι όσοι αντέδρασαν στην αντιεπιστημονική και παράφορα υποκειμενική εξίσωση Σοά και Αδριατικών Τάφρων, είναι πως η απόφαση να τιμηθεί το δράμα μόνο τις μίας πλευράς έχει καθαρά πολιτικά κίνητρα. Ακόμη κι η υπεραπλουστευτική γενίκευση του αναφορικού χαρακτηρισμού Foibe (Τάφροι) για όλη την ιστορική τούτη διαδικασία είναι αυθαίρετη:  δεν ρίφθηκαν όλα τα θύματα σε τάφρους, η πλειονότητά τους πέθανε από κακουχίες, σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, στην πορεία εκπατρισμού κι εξορίας κλπ. Ακόμη κι η επιλογή  του Μνημείου δεν έχει σχέση με τις τάφρους: είναι το παλιό ορυχείο στο Μπασοβίτσε, όπου εκεί οδηγούντο και κλείνονταν στις στοές του οι προς εκτέλεση συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων. Η διόγκωση των αριθμών της εξόδου και των δολοφονιών που συνόδευσαν την απελευθέρωση των εδαφών της Αδριατικής από την Γερμανο-ιταλική κατοχή, η σκόπιμη τούτη θυματοποίηση μόνον της ιταλικής πλευράς,  συσκοτίζει τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν, τεκμηριωμένα και με ιδιαίτερο μένος  από τα ναζιφαστιστικά στρατεύματα και τεχνηέντως απαλλάσσει την ιστορική μνήμη της χώρας από προηγούμενες ευθύνες στην περιοχή. Ενδεικτικό είναι πως με πρόσχημα την Ημέρα της Μνήμης για τις «Τάφρους» από το 2004 έχουν τιμηθεί με μετάλλιο ανδρείας 300 βετεράνοι των δυνάμεων της φασιστικής Δημοκρατίας του Σαλό, εγνωσμένοι εγκληματίες πολέμου κι αμετανόητοι Φασίστες. Οι περιπτώσεις των Τζάκομο Μπργκονίνι και Πάριντε Μόρι, υπεύθυνους για μαζικές εκτελέσεις και βασανισμούς αμάχων είχαν προκαλέσει αίσθηση και απασχόλησαν κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Η ανιστόρητη εξίσωση τούτη παραποιεί την ιστορική αλήθεια ακόμη και για την ευθύνη των Ιταλών στο Ολοκαύτωμα: Η Ημέρα Μνήμης για τη Σοά,  στις 27 Ιανουαρίου, υπενθυμίζει και στην Ιταλία το δράμα των Εβραίων της χώρας, που προγράφηκαν από το φασιστικό καθεστώς κι εξολοθρεύθηκαν μαζικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όμως από τον δημόσιο διάλογο για τη μέρα τούτη απουσιάζει και η  ωμή ιστορική πραγματικότητα για τα ιταλικά εγκλήματα στην περιοχή, που αφορά κυρίως τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Κι ένα από τα πιο αιμασταγή από τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης  ήταν αυτό που είχαν εγκαταστήσει οι δυνάμεις κατοχής στην Campora d’Arbe (Δαλματία) το 1942. Το στρατόπεδο, τούτο διοικούνταν αποκλειστικά από Ιταλούς και χιλιάδες Σλάβοι πολίτες φυλακίσθηκαν σε αυτό κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Στους κρατουμένους συμπεριλαμβανόταν ακόμη και γυναικόπαιδα από τις  κατεχόμενες περιοχές της Σλοβενίας και επίσης ορισμένοι πολίτες από την  Venezia Giulia. Μεταξύ των κρατουμένων υπήρχαν επίσης περίπου 3.500 Εβραίοι πολίτες, εκτοπισμένοι από τα εδάφη της Κροατίας. Το στρατόπεδο αργότερα καταλήφθηκε από τις αντάρτικες δυνάμεις του Τίτο, μετά την ανακωχή της 8ης Σεπτεμβρίου 1943, και πολλοί από τους απελευθερωμένους Εβραίους πολέμησαν στο Eplj, τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Γιουγκοσλαβίας, ενάντια στον Άξονα.

 Αλλά κι η  έννοια της Γενοκτονίας είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη. Στον σχηματικό τούτον προσδιορισμό δεν λαμβάνονται, εκ των υστέρων, υπ’όψη οι επιμέρους αποχρώσεις (ψυχολογικές, πολιτικές, στρατιωτικές) εκείνων των χρόνων, που μέσα στην εν θερμώ εκτέλεσή τους  Οι πρώτες εκτελέσεις αφορούσαν άνδρες των στυγερών ταγμάτων θανάτου των Κροατών ναζιστών (ούστασι) που είχαν αιματοκυλίσει και κατατρομοκρατήσει την περιοχή της Γιουγκοσλαβίας. Κατόπιν ακολούθησαν στελέχη του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος κατοχής και συνεργάτες τους.

Αυτή καθαυτή η υπόνοια μίας εθνοκάθαρσης, αποσιωπά τους διωγμούς και την συστηματική τρομοκρατία, διακρίσεις και πραγματική εθνοκάθαρση που εφάρμοζαν οι Ιταλοί για πολλά χρόνια στις κατεχόμενες περιοχές της Αδριατικής, στην Ίστρια και Δαλματία: απαγόρευση να μιλούν σλοβένικα ή κροατικά, παρά μόνο Ιταλικά, πολυάριθμα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι εργασίας, εκτοπίσεις πληθυσμών κι εκτελέσεις για την «ιταλοποίηση» περιοχών. Η νεώτερη ιστορική έρευνα (βλέπε πχ Eric Gobetti, E allora le foibe?(Λοιπόν, τι ήσαν οι ‘τάφροι’;), εκδ. Laterza) διαλύει πολλούς από τους μύθους  γύρω από το θέμα της «εθνοκάθαρσης». Η βία των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων δεν είναι «εθνική» λογική, αλλά καθαρά πολιτική βάση. Ο καταστατικός μύθος της «γενοκτονίας» ο καταστατικός μύθος της «γενοκτονίας» ,της τυφλής εκδίκησης και του διωγμού, μόνο μίας εθνικής κοινότητας καταρρίπτεται από τα ίδια τα στοιχεία, καθώς εάν κάποιος τα αναγνώσει ορθά τεκμαίρεται ότι οι Ιταλοί της περιοχής ήσαν μοιρασμένοι σε δυο στρατόπεδα. Πολλοί από τους Ιταλούς αντιστασιακούς πολέμησαν στο πλευρό των δυνάμεων της Γιουγκοσλαβικής αντίστασης(την άνοιξη του 1944 υπολογίζεται ότι ήταν μεταξύ 20 χιλιάδες 30 χιλιάδες οι ιταλοί παρτιζάνοι που ενσωματώθηκαν στον γιουγκοσλαβικό στρατό). Επιπλέον, τα θύματα της βίας που σημειώθηκαν μετά τη συνθηκολόγηση στις 8 Σεπτεμβρίου ‘43  ήσαν κυρίως εκπρόσωποι του ιταλικού κράτους, των θεσμών της φασιστικής κυβέρνησης, που βρέθηκαν στο στόχαστρο όχι επειδή ήσαν  Ιταλοί αλλά επειδή ήσαν φασίστες. Ήδη αναφερθήκαμε και στην συμβολή των ιταλικών στρατοπέδων στον όλεθρο των διάφορων εθνικών και θρησκευτικών πληθυσμών στην περιοχή. Όμως τα στρατόπεδα τούτα χρησιμοποιήθηκαν και ως φυλακές γι’ αντάρτες και αμάχους, ενώ ο ιταλικός στρατός συνέδραμε ενεργά  τα τάγματα συνεργασίας με τους Γερμανούς( Κροάτες Ουστάσι και  Σέρβοι Τσέτνικ).

Και τέλος η έξοδος. Η αφήγηση που συνοδεύει την ημέρα μνήμης, αναφέρει 300 χιλιάδες Ιταλούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να φύγουν πέρα ​​από τα σύνορα. Όμως μια εις βάθος αι ψύχραιμα αμερόληπτη  εξέταση των πηγών (βλέπε Gobetti) αποδεικνύει πως ο “διωγμός” ήταν στην ουσία μία μακρόχρονη έξοδος, που καλύπτει μια περίοδο 15 ετών, από το 1941 έως το 1956 και σχετίζεται με την διαδικασία της οριστικής επίλυσης του ζητήματος των συνόρων και της προσχώρησης περιοχών σε αμφότερα τα κράτη (Ιταλία και Γιουγκοσλαβία). Συγκεκριμένα, το 1954 υπογράφηκε το Μνημόνιο που προβλέπει την οριστική μεταβίβαση της Τεργέστης στην Ιταλία και είναι ακριβώς μέσα στο διάστημα τούτο, από το 1954 έως το 1956 που  μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκατέλειψε αυτές τις περιοχές. Αυτά τα δεδομένα διαψεύδουν την αφήγηση της «αιφνίδιας» κι «εξαναγκασμένης» εξόδου.

Όπως συμβαίνει συχνά στα ιστορικά γεγονότα, η πραγματικότητα έχει παραπάνω από μία πτυχές. Κι οι συσχετισμοί τους επηρεάζουν και καθορίζουν τις εξελίξεις και τις συνέπειές τους. Συνεπώς είναι απαραίτητο να φωτίζονται όλες τούτες οι πλευρές που η σύναψή τους ορίζει το σχήμα και τη μορφή του ιστορικού αυτού πολύεδρου. Η μονόπλευρη εργαλειοποίηση του συγκεκριμένου γεγονότος από τη δεξιά για να επικαλύψει και να αποκαθάρει το φασιστικό καθεστώς , σε μία προσπάθεια για την αλλοίωση της νεώτερης εθνικής ταυτότητας της χώρας, που βασίσθηκε στην εποποιΐα της Αντίστασης (1943-45), η παράλληλη θυματοποίηση των φασιστών, οδηγεί  εν τέλει σε παραμορφωμένες αντιλήψεις και σε ουσιαστική νομιμοποίηση και βαθμιαία την αποδοχή των φασιστικών αξιών. 

Σε μία χώρα που ποτέ δεν καταδίωξε, τιμώρησε και απέκλεισε τον φασισμό και τους διάφορους πρωτεργάτες του μετά τον πόλεμο (απεναντίας την επαύριο της αποκατάστασης της δημοκρατίας επέτρεψε την ίδρυση και λειτουργήσει το νεοφασιστικό κόμμα MSI (μετέπειτα μετονομάσθηκε «Εθνική Συμμαχία AN» και τώρα «Αδέλφια της Ιταλίας» FdI) το παρελθόν συστηματικά αγνοείται και «παραχώνεται». Στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια (με πρωτεργάτες  τον Ματέο Σαλβίνι και την ακροδεξιά Τζόρτζα Μελόνι) αμφισβητείται η εγκυρότητα κι η χρησιμότητα να εορτάζεται η 25η Απριλίου 1945 ως εθνική επέτειος. Επειδή η απελευθέρωση της χώρας από τον Φασισμό και τον Ναζισμό κατά κύριο λόγο συνδέεται με την αριστερή αντίσταση, το κύριο επιχείρημα εναντίον της είναι ότι καλλιεργεί τον διχασμό και την μονόπλευρη ερμηνεία της Ιστορίας. Σάμπως η θεωρούμενη  «γενοκτονία» των Ιταλών στις Αδριατικές Τάφρους με την αντικομμουνιστική υστερία της κηρύττει την “αποστασιοποίηση” και την «ενότητα». Τα  άκρως μεροληπτικά και διχαστικά μηνύματα για την επέτειο των Μελόνι και Σαλβίνι (ο οποίος πρότεινε να ανακληθεί το ανώτατο παράσημο που είχε απονείμει το 1969 ο τότε πρόεδρος Σάραγκατ στον Στρατάρχη Τίτο) αποδεικνύουν το αντίθετο. Η δεξιά ουδέποτε τόλμησε να αποκηρύξει ανοικτά  πολλά από τα εγκλήματα. που διαπράχθηκε από τους φασίστες στη Γιουγκοσλαβία, στην Αιθιοπία, στη Λιβύη. Αλλά και τα εγκλήματα στην ίδια την Ιταλία, όπου τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρείται ένας αναθεωρητικός εξωραϊσμός της φασιστικής περιόδου -τα δημόσια έργα του Μουσολίνι, η κοινωνική πολιτική του, η καταπολέμηση της Μάφιας (που βεβαίως είχε αντικατασταθεί από την διαφθορά και τον πλουτισμό των δικών του «gerarchi».

Σε μία χώρα που η εθνική ενότητα πάντοτε ήταν ζητούμενο, η Δεξιά πασχίζει να παραφράσει ριζικά τη ρήση του Ντ’ αζέλιο «φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα ας φτιάξουμε και τους Ιταλούς», προσθέτοντας “σαν καλούς φασίστες”, όπως δεν πρόλαβε να το πράξει ο Μουσολίνι (που φέτος στις 28 Οκτωβρίου κλείνουν 100 χρόνια από την πορεία του στη Ρώμη). Κι η αποθέωση μίας επετείου, που έως το 2004 οι μόνοι που τιμούσαν ήταν οι βετεράνοι του Φασισμού, σαφώς οδηγεί την συλλογική συνείδηση (αποσιωπώντας την Ιστορία) προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Τραμπ επιταχύνει τη λύση Ντράγκι κατά του «αργού θανάτου» της Ε.Ε.

H εκλογή Τραμπ αναγκάζει τους «27» να επισπεύσουν τις κινήσεις αφύπνισης από τον «δογματικό ύπνο» της πλήρους υποταγής της οικονομίας τους στις αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες.
ΣΥΝΑΦΗ

Σεισμός 4,2 Ρίχτερ στην Κω

Μήνυση Λινού κατά Πολάκη εν μέσω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Το BDS Greece καλεί την Ελλάδα να μην αγοράσει το Iron Dome από το Ισραήλ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα