Οι δυνάμεις ασφαλείας στην Κολομβία ξυλοκόπησαν άγρια τουλάχιστον 17 πολίτες, βίασαν 14 γυναίκες και δολοφόνησαν τουλάχιστον 18 διαδηλωτές κατά τη διάρκεια των μαζικών αντικυβερνητικών διαμαρτυριών από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2021. Αυτό είναι το πόρισμα έκθεσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία παρουσιάστηκε την περασμένη Τρίτη στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών και ανάγκασε τον υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, να παραδεχθεί ότι ο στρατός και η αστυνομία της Κολομβίας έχουν διαπράξει βαρύτατα εγκλήματα και παραβιάσεις από το 2018 που ανήλθε στην προεδρία της χώρας ο Ιβάν Ντούκε.
Καθ’ όλη την περίοδο των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, το Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης του Λαού της Κολομβίας (CINEP) κατέγραψε 85 περιπτώσεις αυθαίρετων κρατήσεων, οι οποίες περιελάμβαναν 394 θύματα, ενώ άλλες ΜΚΟ υπολόγισαν ότι οι αυθαίρετες συλλήψεις διαδηλωτών είναι περισσότερες από 1.000.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2021, το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Κολομβίας κατέγραψε έξι υποθέσεις φερόμενης επιβαρυντικής μορφής ανθρωποκτονίας και 28 ανθρωποκτονίες πολιτών από πρόθεση που διαπράχθηκαν από κρατικούς πράκτορες. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, οι δυνάμεις ασφαλείας φέρονται να ενεπλάκησαν σε 19 ακόμη υποθέσεις βασανιστηρίων, που στοίχισαν τη ζωή 40 ανθρώπων.
Η κυβέρνηση Ντούκε ορκίζεται ότι διεξάγει έρευνες για όλες τις καταγγελίες σε βάρος των αξιωματικών που εμπλέκονται σε αυτές τις υποθέσεις κατάχρησης των εξουσιών τους. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις και εμπόδια στις έρευνες των διωκτικών αρχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέλη του στρατού και της αστυνομίας που εμπλέκονται σε υποθέσεις βασανιστηρίων δικάζονται σε πολιτικά δικαστήρια και όχι σε στρατοδικεία.
Εκτός από τις δυνάμεις ασφαλείας, οι παραστρατιωτικές ομάδες, στις οποίες έχει «ανατεθεί» η εξάρθρωση των συμμοριών διακίνησης ναρκωτικών, κατηγορούνται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών και εκβιασμών με πολιτικά κίνητρα. Μέχρι στιγμής φέτος, τέτοιες ομάδες έχουν δολοφονήσει 51 επικεφαλής τοπικών κοινοτήτων και 14 πρώην αντάρτες που είχαν υπογράψει την Ειρηνευτική Συμφωνία του 2016. ΜΚΟ και θύματα βίας καταγγέλλουν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας της Κολομβίας συνεργάζονται ή ανέχονται τις δραστηριότητες ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2021, τουλάχιστον 15 αστυνομικοί κατηγορήθηκαν επισήμως ότι είχαν δεσμούς με τέτοιους εγκληματίες.
Δίκη για «αμφιλεγόμενη» επιχείρηση του στρατού ζήτησε ο ΟΗΕ
Η αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Κολομβία ζήτησε χθες Τετάρτη να «δικαστούν» οι υπεύθυνοι για στρατιωτική επιχείρηση στα τέλη Μαρτίου που είχε αποτέλεσμα να σκοτωθούν 11 άνθρωποι, ανάμεσά τους τουλάχιστον τέσσερις άμαχοι, που παρουσιάστηκαν κατόπιν από την κυβέρνηση ως αντάρτες πεσόντες σε μάχη.
«Συνιστούμε να ληφθούν όλα τα πειθαρχικά και ποινικά μέτρα προκειμένου να δικαστούν και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Άλτο Ρεμάνσο», ανέφερε μέσω Twitter η Ιουλιέτα δε Ριβέρο, η αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Την 29η Μαρτίου, άνδρες του στρατού έκαναν έφοδο σε αυτή την κοινότητα, στα σύνορα με τον Ισημερινό και το Περού, στη νομαρχία Πουτουμάγιο (νοτιοανατολικά), όπου βρισκόταν σε εξέλιξη τριήμερη εμποροπανήγυρη στην οποία συμμετείχαν κάπου εκατό κάτοικοι.
Σύμφωνα με την Ριβέρο, η στρατιωτική επιχείρηση είχε απολογισμό «έντεκα νεκρούς και πέντε τραυματίες». Ο στρατός «έκανε χρήση πυροβόλων όπλων ενώ 30 ως 50 άνθρωποι βρίσκονταν σε υπαίθρια αγορά, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά», πρόσθεσε.
Το γραφείο του Συνηγόρου του Λαού, η ΜΚΟ υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Human Rights Watch (HRW) και οργανώσεις που εκπροσωπούν τους αυτόχθονες τονίζουν πως ανάμεσα στα θύματα ήταν τουλάχιστον τέσσερις άμαχοι: ανήλικος, κυβερνήτης των αυτοχθόνων, κοινοτάρχης και η έγκυος σύζυγός του.
Στις αρχές Απριλίου, η κολομβιανή κυβέρνηση χαρακτήριζε «νόμιμη» τη στρατιωτική επιχείρηση και κατηγορούσε τα θύματα πως ήταν αποστάτες της πρώην οργάνωσης ανταρτών Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC), που απέρριψαν τη συμφωνία ειρήνης του 2016. «Επρόκειτο για νόμιμη επιχείρηση, που σχεδιαζόταν για πάνω από πέντε μήνες με βάση πληροφορίες των υπηρεσιών πληροφοριών», δήλωνε στον Τύπο ο υπουργός Άμυνας, ο Ντιέγκο Μολάνο. Σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας, οι φερόμενοι ως αντάρτες «εκφοβίζουν και απειλούν» σε αυτή την κοινότητα που μετρά, κατά τον ίδιο, «πάνω από 220.000 στρέμματα» καλλιεργειών κόκας, του φυτού τα φύλλα του οποίου είναι η πρώτη ύλη στη διαδικασία παραγωγής κοκαΐνης.
Ο ΟΗΕ αξίωσε ακόμη οι αρχές να εγγυηθούν την προστασία των αυτοπτών μαρτύρων και των δημοσιογράφων — ορισμένοι από αυτούς τους τελευταίους δέχονται απειλές αφού δημοσίευσαν ρεπορτάζ και άρθρα για την υπόθεση. Η Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΕΑΔ) από την πλευρά της παρότρυνε να διενεργηθεί έρευνα για τα γεγονότα και απαίτησε το κράτος να αποφεύγει «τον στιγματισμό των θυμάτων».