Μέσα Ιουλίου του 2011, η θερμοκρασία ήταν αυξημένη και η Αθήνα ήταν σχεδόν άδεια. Την ημέρα της επίσκεψης της τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον, νευραλγικές αρτηρίες της πόλης όπως η Πατησίων και η Ακαδημίας δεν φιλοξενούσαν άνθρωπο. Η άσφαλτος άχνιζε όπως σε κάθε καύσωνα και τη δυστοπική εικόνα έσπαγαν (ή συμπλήρωναν, ανάλογα με την οπτική του καθενός) μόνο κλούβες των ΜΑΤ και τουριστικά πούλμαν, καθώς η επέλαση του διάχυτου τουρισμού του AirBnb ήταν ακόμα μακριά.
[Θύμιζε τη δυστοπική έρημο Μοχάβε μετά την πυρηνική καταστροφή στο Fallout: New Vegas που με απασχολούσε εκείνες τις ημέρες, για την κυριαρχία της οποίας ανταγωνίζονταν αυταρχικοί κεντρώοι, ρετροφασίστες λεγεωνάριοι, μαφιόζοι και κάποιοι λίγοι που επιθυμούσαν την αποδυνάμωση των προηγούμενων και την αυτοκυβέρνηση των κοινοτήτων που είχαν αναπτυχθεί μετά το άνοιγμα των μπούνκερ. Ούτε και εγώ ήξερα τότε πόσο κοντά είχε πέσει, από τύχη ή ευφυΐα των δημιουργών, στην εκκολαπτόμενη νέα πραγματικότητα, με τη μόνη διαφορά ότι στην πραγματική ζωή η τελευταία φράξια δεν είχε καμία απολύτως πιθανότητα επιτυχίας].
Η προσφυγή στην τρόικα είχε προηγηθεί αρκετά νωρίτερα, αλλά κανείς δεν είχε νιώσει ακόμα το πλήρες μέγεθος και το βάθος της αλλαγής που ερχόταν. Άλλωστε, οι πρώτες αντιδράσεις, όπως η μεγαλειώδης διαδήλωση της προηγούμενης χρονιάς, που είχε επικαλυφθεί από την κυνική εργαλειοποίηση της τραγωδίας της Μαρφίν, αλλά ακόμα περισσότερο οι διάσπαρτες και αυξανόμενες κινητοποιήσεις, είχαν επιτύχει ένα πρώτο μπλοκάρισμα των απαιτήσεων των δανειστών. Έχοντας καβαλήσει το κύμα των αναταραχών των προηγούμενων ετών, επικρατούσε ακόμα μια διάχυτη αυτοπεποίθηση ότι χρειαζόταν μεν λίγη ώθηση από την κοινωνία, αλλά η ροπή της Ιστορίας ήταν σίγουρο ότι έδειχνε προς τη νίκη των πολλών.
[Λίγο νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2011, από ένα παράθυρο στα ανατολικά της Σάμου ακούω τον διάλογο γείτονα με πλανόδιο πωλητή: “-Και τι θα κάνουμε ρε Κώστα, αναρχικοί στα γεράματα θα γίνουμε;”, “-Ε ναι, τι άλλο να κάνεις;”. Σε αυτό το σημείο το απόγευμα οι ίδιοι άνθρωποι που νιώθουν την ανάγκη για επιστροφή της Χούντας, ανταλλάζουν φαγητά με την γειτόνισσα που φοράει μπούρκα. Τα παιδιά τους παίζουν μαζί στο στενό. Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, θα απορούν για τον σαμιώτη Γιάννη Λαγό: “δεξιός ήταν ο πατέρας του, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε αυτό”].
Η έξαψη των Αγανακτισμένων επικάλυψε τη συντριπτική τους ήττα, πρώτη από πολλές και πιο επώδυνες που θα ακολουθούσαν. Γιατί το Μεσοπρόθεσμο που εγκαινίασε την επιθετική στάση των δανειστών και των συμμάχων τους διέλυσε κάθε αυταπάτη όποιου πίστευε ότι το γκλομπ θα χτυπούσε μόνο τα “μαλακισμένα” και όχι τους πάλαι ποτέ νοικοκυραίους που βρέθηκαν για πρώτη φορά στη ζωή τους κυνηγημένοι από τις μηχανές των Δελτάδων στα στενά του Μοναστηρακίου. Το Μεσοπρόθεσμο δεν πέρασε αναίμακτα: αντίθετα, φρόντισε να στείλει επιδεικτικά το μήνυμα ότι η βάρβαρη αναδιάρθρωση θα λάβει χώρα όποιο κι αν είναι το κοινωνικό τιμήμα. Αυτή η ήττα στάθηκε ανίκανη να επηρεάσει την αυτοπεποίθηση.
[Αρχές Αυγούστου του 2011, επιχειρούνται με διαφορά λίγων ωρών η εκκένωση των σκηνών από την Πλατεία Συντάγματος και η εκκένωση της κατάληψης Σκαραμαγκά στην Πατησίων. Η επικάλυψη των ανθρώπων που κινητοποιούνται για να αποτρέψουν και τα δύο είναι μικρή, όπως και η γενικότερη συμμετοχή. Οι απόπειρες αποτυγχάνουν, αλλά παγιώνεται το έθιμο της καλοκαιρινής πρόβλεψης ότι “από Σεπτέμβρη θα γίνει χαμός”. Στην αισθητά αποδυναμωμένη συνέλευση της Πλατείας, κάποιοι είναι αρκετά αισιόδοξοι, ώστε να επιχειρούν να παιανίσουν τις αρετές της Άμεσης Δημοκρατίας στο πλήθος. Δεν ξέρουν ότι ακολουθεί ο “χειμώνας της θλίψης μας”, τον οποίον, εν αντιθέσει με αυτόν του Μακβέθ, δεν θα φωτίσει κανένας ήλιος του Γιορκ, αλλά οι πυρσοί του ναζιστικού κιτς της Χρυσής Αυγής].
Η κουλτούρα των Αγανακτισμένων εκρήγνυται πανελλαδικά το καλοκαίρι του 2011. Σε αμέτρητα σημεία της χώρας οργανώνονται λαϊκές συνελεύσεις για κάθε λογής αιτήματα – όχι πάντα προοδευτικά. Το ελεύθερο κάμπινγκ, υποβοηθούμενο από την συρρίκνωση των εισοδημάτων, αλλά και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, συνεχίζει την τάση των προηγούμενων ετών να μαζικοποιείται. Παρά τις αντιξοότητες, αρχίζει μια σύντομη περίοδος που τονώνει τη συλλογικότητα κάθε είδους, από το αίτημα της εισόδου της στη διαμόρφωση των κοινών, μέχρι την καθημερινή ζωή. Για πρώτη φορά, θα ανακινηθούν τόσο έντονα οι παγιωμένες πεποιθήσεις για την κοινωνική πυραμίδα της Ελλάδας, τη φυλή και το φύλο. Θα επέλθει μια αμφισβήτηση των πάντων η οποία θα σβήσει απότομα το καλοκαίρι του 2015.
[Πρώην ψηφοφόροι του παλαιού δικομματισμού ομολογούν τα κρίματα του παρελθόντος τους μπροστά στο επικριτικό βλέμμα νεαρών αντιεξουσιαστών. Κάστρα της σκληρής δεξιάς όπως οι Σκουριές μετατρέπονται εν μία νυκτί σε κέντρα αγώνα. Η νυχτερινή ζωή στις πόλεις εγκαταλείπει τα αποστειρωμένα μπαρ της προηγούμενης δεκαετίας και ξεχύνεται σε μεγάλες πιάτσες, πεζοδρόμους, πανεπιστημιακά κτήρια και αλλού].
Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, η Αθήνα δεν είναι πια άδεια τα καλοκαίρια. Κανείς δεν προβλέπει ότι από Σεπτέμβρη θα γίνει χαμός, αντίθετα στα λιγοστά πηγαδάκια που αφήνονται να σχηματιστούν στην πόλη, όλοι αποδέχονται μοιρολατρικά ως αναπόφευκτη την επερχόμενη οικονομική (και όχι μόνο) συντριβή τους. Οι προορισμοί του ελεύθερου κάμπινγκ υφίστανται ανελέητη καταστολή, όπως και η γενικότερη καθημερινότητα. Κάθε πράγμα που μπορεί να κατασταλεί μέσω της μικρο-ρύθμισης, μικρο-ρυθμίζεται. Τη δημοσιότητα έχει καταλάβει το ζόμπι του ancien régime, μιλώντας την παλαβή διάλεκτο της alt-right. Η αναδιάρθρωση έχει πλέον επιτύχει. Το καλοκαίρι είναι απλά άλλη μια εποχή του χρόνου.
[Οι πάλαι ποτέ διαφωνούντες ψάχνουν μια ευκαιρία να κάτσουν δίπλα στο ζόμπι].