Και εθνική (όχι αμερικανική) και στρατηγική (όχι μπαλώματα με δήθεν έξυπνες ιδέες) και ειρήνης (όχι κατευνασμός σε συνδυασμό με λεονταρισμούς); Και όμως, γίνεται. Αλλά φυσικά, προϋποθέτει πρώτα και κύρια, άλλο πολιτικό σύστημα, με ανεξαρτησιακό σοσιαλιστικό κόμμα κυρίαρχο ή αν προτιμάτε με εθνικο-αμυντική και κοινωνικο-απελευθερωτική πολιτική.
Αλλά για να μην επαναλαμβανόμαστε, επιτρέψτε μας να ξεπεράσουμε το θεμελιώδες, δηλαδή την αλλαγή του εσωτερικού πολιτικού συσχετισμού και να πάμε σε κάποιες σκέψεις για την πολιτική της πατρίδας μας στην περιοχή, προκειμένου να αποκτήσει χαρακτηριστικά εθνικής στρατηγικής ειρήνης.
Το πρώτο στοιχείο για μια τέτοια πολιτική πρέπει να είναι η συνολική αντίληψη της πραγματικής διεθνοπολιτικής περιοχής μας, δηλαδή του άξονα Μαύρης Θάλασσας-Μέσης Ανατολής. Άρα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε χώρα κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου και ότι μάλιστα αυτή είναι μια σπουδαία τύχη. Όχι να φαντασιωνόμαστε ότι είμαστε… νότιο Λουξεμβούργο ή να ελπίζουμε να σπρώξουμε την πατρίδα μας δυτικά της Ιταλίας.
Αφού συνειδητοποιήσουμε το πού ανήκουμε, πρέπει να αντιληφθούμε ότι τα ζητήματά μας αποτελούν κυρίως μέρος των ζητημάτων αυτής της περιοχής και ότι μπορούν να λυθούν κατά βάση μέσα από τις περιφερειακές δυνάμεις. Δεν θα μας τα λύσουν ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Γερμανία ή η Γαλλία.
Πρέπει λοιπόν να αναλογιστούμε τι συμφέρει την διεθνοπολιτική περιοχή μας συνολικώς: σταθερά σύνορα, όχι απειλητικές επεκτατικές παρουσίες τρίτων χωρών, βιώσιμες οικονομίες, ισορροπία δυνάμεων. Για παράδειγμα, ισχυρή Ρωσία, ισχυρή Αίγυπτος, ισχυρό Ιράν – μεταξύ πολλών άλλων λόγων και για να νιώθει η Τουρκία την πίεση της ύπαρξης ισχυρών κρατών και αδιαπέραστων συνόρων γύρω της.
Άρα λοιπόν, από τον «μανταμσουσουδισμό» των ευρωλάγνων και των αμερικανόφιλων πρέπει να περάσουμε στη διεθνοπολιτική πραγματικότητα της Μαύρης Θάλασσας και της Μέσης Ανατολής και να κινηθούμε εντός αυτής.
Το δεύτερο στοιχείο συνίσταται στο πώς μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα θα σκεφτούμε εθνικά. Τι σημαίνει αυτό; Πρέπει ταυτοχρόνως να υπερασπιστούμε το έθνος (άρα ισχυρή οικονομία, ζυμωμένος και περήφανος για την πατρίδα του λαός, στρατιωτική ισχύς, συμμαχίες) και να έχουμε καθαρή θέση για το τι σημαίνει ειρήνη. Η ειρήνη δεν είναι μόνο ο μη πόλεμος και δεν περνά μέσα από τις ΗΠΑ ή την Ε.Ε.: Εξαρτάται από τις δυνάμεις που ζούμε σε αυτήν την περιοχή και αγκαλιάζει την αυτοδιάθεση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη βιωσιμότητα, τον πολιτισμό και πολλά ακόμα. Προϋποθέτει να λύσουμε προβλήματα και να αναπτύξουμε δυνατότητες. Προφανώς και δεν θα συμφωνήσουμε όλες οι χώρες της περιοχής, στο πώς ορίζουμε και εφαρμόζουμε όλα τα παραπάνω, σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε να αντιμετωπίζουμε και να επιλύουμε ζητήματα όπου, με όσους και όσο είναι εφικτό.
Και ερχόμαστε έτσι στο τρίτο στοιχείο. Ποια στρατηγική; Ας υποθέσουμε τα εξής, πηγαίνοντας από τα πιο άμεσα και απλά, στα πιο σύνθετα: διακηρύσσουμε Τουρκία και Ελλάδα ΑΟΖ, η κάθε μια με τον τρόπο που νομίζει και συμφωνούμε ότι εκεί που συμπίπτει η ΑΟΖ της μιας χώρας και της άλλης, οι έρευνες για τυχόν πετρέλαιο ή φυσικό αέριο θα διεξαχθούν από ένα κοινό εταιρικό σχήμα, με 50% μερίδιο κάθε χώρας. Συντάσσουμε κοινές περιβαλλοντικές μελέτες. Ενδεχομένως οργανώνουμε ταυτόχρονο δημοψήφισμα για την εκμετάλλευση ή μη, των όποιων κοιτασμάτων. Και τέλος, στην διεκδικούμενη περιοχή, εφόσον το αποφασίσουν και οι δύο λαοί, αξιοποιούμε τους εν λόγω φυσικούς πόρους και πάλι, με αντίστοιχο, κοινό εταιρικό σχήμα, χωρίς να έχουμε λύσει πιο πριν απαραιτήτως, το ζήτημα της ΑΟΖ.
Αντιμετωπίζει μια τέτοια επιλογή, συνολικώς, τον τουρκικό αναθεωρητισμό; Όχι. Αλλά ενδεχομένως αφοπλίζει ένα τμήμα της εκατέρωθεν καχυποψίας και μας ανοίγει μια νέα δυνατότητα, εφόσον υπάρχει. Το αυτό μπορεί να συμβεί και εκεί που διαφωνούμε με την Αίγυπτο ή και μεταξύ όποιων άλλων κρατών αλληλοαναγνωρίζονται μεν, δεν συμφωνούν ως προς τις ΑΟΖ και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων δε.
Αναλαμβάνουμε μια περιφερειακή πρωτοβουλία για το Παλαιστινιακό, για την κυριαρχία της Συρίας και του Ιράκ, για τη Λιβύη. Αμέσως-αμέσως, ακόμα και αν δεν αποδειχτούν αποτελεσματικές αυτές οι πρωτοβουλίες, οι αναθεωρητικές, επιθετικές δυνάμεις αρχίζουν να πιέζονται.
Ανοίγουμε ζητήματα μαλακής ισχύος της περιοχής και εσωτερικής συνεργασίας: πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές, τουριστικές, επενδυτικές, αθλητικές συνεργασίες, εν γνώσει των υπαρκτών διαφορών μας. Εντοπίζουμε με άλλα λόγια, ποιοι μέσα από την περιοχή, μπορούμε να «απο-πολιτικοποιήσουμε» ποιες περιοχές άσκησης πολιτικής.
Θέτουμε ακόμα στρατηγικότερα ζητήματα: μπορεί η περιοχή μας να αποκτήσει δικές της «ολοκληρώσεις» και αν ναι, μεταξύ ποιων και σε ποιους τομείς; Μπορεί να βρεθεί εκτός παγκοσμίων ανταγωνισμών; Είναι εφικτό να είναι όλοι ασφαλείς και τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε προοπτικώς να μειώσουμε τους εξοπλισμούς;
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εθνική, στρατηγική ειρήνης. Δεν σημαίνει ότι θα πετύχουν να εξαφανίσουν διαφορές και συγκρούσεις, ούτε ότι απαραιτήτως θα φέρουν μια αδιατάρακτη ειρήνη μεταξύ ημών και των γειτόνων μας. Αποτελούν ωστόσο αφετηρία για μια άλλη, πραγματική πολιτική ειρήνης.
Πριν ξεκινήσει να βρέχει πυραύλους στο Αιγαίο, είναι καλό να αναρωτηθούμε τι προτιμούμε από τα δύο: άμυνα, αποτροπή, ετοιμότητα αλλά και εθνική στρατηγική ειρήνης ή νέα εθνικοφροσύνη, εξάρτηση, λεονταρισμούς πρώτα και υποχωρήσεις μετά; Δεν ανήκουμε στη Δύση. Ανήκουμε στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία είναι πολύ παλιότερη από τη Δύση. Να δράσουμε αναλόγως, αντί να εθελοτυφλούμε και να σνομπάρουμε.