Η πρόσφατη επίθεση του Ισραήλ σε μια πολυκατοικία στη Γάζα (και κατόπιν σε άλλες), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέρα από έναν αξιωματούχο της Ισλαμικής Τζιχάντ δεκάδες άμαχοι, σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας επιχείρησης εναντίον της παλαιστινιακής αντίστασης.
Δεν είναι φυσικά το πρώτο, ούτε και θα είναι το τελευταίο έγκλημα της πιο βάρβαρης διεθνώς κατοχής και του τελευταίου εναπομείναντος τόσο ξεκάθαρου καθεστώτος απαρτχάιντ στον κόσμο, το οποίο δολοφονεί χάρη στη συνενοχή των μη-πολιτισμένων, δυτικών κυβερνήσεων (με προεξάρχοντα το ρόλο των τοποτηρητών του προτεκτοράτου που αποκαλείται Ελληνική Δημοκρατία). Αυτά είναι γνωστά και δυστυχώς επαναλαμβανόμενα. Το ίδιο και η υποκρισία εκείνων που κατά τα λοιπά μας μιλούν για διεθνές δίκαιο, αρχές κλπ.
Το πιο χαρακτηριστικό και με αυτό το έγκλημα του Ισραήλ είναι η επιβεβαίωση της στρατηγικής αμηχανίας στην οποία έχει περιέλθει το κράτος αυτό, πέραν πάσης αμφιβολίας, μετά την ήττα του από τη Χεζμπολάχ το 2006 και ακολούθως μετά από την αποτυχία αλλαγής καθεστώτος στη Συρία. Τα δύο αυτά γεγονότα κατοχύρωσαν την εξέλιξη, η οποία πυροδοτήθηκε με την ανατροπή Σαντάμ Χουσεΐν το 2003, δηλαδή την πρωτοφανή για τις πολλές τελευταίες δεκαετίες, ενίσχυση του ρόλου του Ιράν και τη σύμπηξη του «άξονα της αντίστασης».
Οι εσωτερικές πρόοδοι του Ιράν (και) στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας, η διεύρυνση και ενίσχυση των συμμαχιών του και ίσως περισσότερο από όλα η στρατηγική του σχέση με τη Ρωσία, η οποία πλέον συμπίπτει με μια ταυτόχρονη επιδείνωση των Ρώσο-ισραηλινών σχέσεων, έχουν διαμορφώσει μια τόσο δυσχερή θέση για το εβραϊκό κράτος, ώστε η Ισλαμικής Δημοκρατία να μπορεί να απειλεί με την απόκτηση πυρηνικών όπλων, χωρίς μέχρι σήμερα, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε το Ισραήλ να τολμούν να του επιτεθούν.
Παραλλήλως, το σχέδιο για ένα «αραβικό ΝΑΤΟ», όπως και οι «Συμφωνίες του Αβραάμ», παρά τη γενική διεθνοπολιτική τους σημασία, δεν μπορούν να παράσχουν στο Ισραήλ την περιφερειακή ασφάλεια την οποία τόσο ανάγκη έχει.
Από το 2006 και έπειτα λοιπόν, οι κυβερνήσεις του Ισραήλ, μηδεμιάς εξαιρουμένης, εξαπολύουν αποτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της παλαιστινιακής αντίστασης.
Το γεγονός ότι το Ισραήλ, μια από τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές του πλανήτη, δηλώνει ότι απειλείται και μάλιστα σε υπαρξιακό βαθμό, από την παλαιστινιακή αντίσταση και μάλιστα από το σκέλος της που δραστηριοποιείται στη μεγαλύτερη υπαίθρια φυλακή του πλανήτη, είναι χαρακτηριστικό της ισραηλινής αδυναμίας. Το ίδιο, ότι δεν τολμούν χερσαία επιχείρηση στη Γάζα.
Για του λόγου το αληθές, αξίζει να αναρωτηθούμε τι πέτυχε μετά την προηγούμενή του επιχείρηση το Ισραήλ; Τα αποθέματα σε πυραύλους της παλαιστινιακής αντίστασης στη Γάζα φαίνεται ότι δεν έχουν πληγεί ουσιαστικώς. Η αντίσταση στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη δυναμώνει. Και στο εσωτερικό του κράτους του Ισραήλ, οι διακοινοτικές εντάσεις έχουν εκραγεί σε πρωτοφανή βαθμό.
Δεν πρόκειται όμως μόνο περί αυτών. Το Ισραήλ «πέτυχε» με τις πολιτικές του των τελευταίων χρόνων, δύο πολύ αρνητικά για το ίδιο γεγονότα: πρώτον, την δημιουργία κοινού επιτελείου, όλης ανεξαιρέτως της παλαιστινιακής αντίστασης. Και δεύτερον, την δημιουργία ενός συντονισμένου μετώπου εναντίον του, το οποίο απλώνεται στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη και στο εσωτερικό του ίδιου του Ισραήλ, με ικανότητα να δρα διαρκώς και σε όλα τα επίπεδα, τόσο στρατιωτικά, όσο και πολιτικά.
Το Ισραήλ «κατόρθωσε» στο πεδίο σχεδόν να «θεραπεύσει» το χάσμα των ενόπλων πτερύγων της Φατάχ και της Χαμάς, παρά το πολιτικό αδιέξοδο του παλαιστινιακού κράτους. Μάλιστα, με την εισαγωγή της Χεζμπολάχ στην εξίσωση, η τελευταία, όσο και το Ιράν, βρίσκονται σχεδόν μέσα στο Ισραήλ.
Ακόμα και το σοβαρό ρήγμα της Χαμάς με τον «άξονα της αντίστασης», εξαιτίας της στάσης της στο πλαίσιο του πολέμου για τη Συρία, οπότε και αρχικώς είχε ταχθεί εναντίον της κυβέρνησης της Δαμασκού, σιγά-σιγά κλείνει.
Το γεγονός δε, ότι η Χεζμπολάχ απογειώνει drones προς τις εξέδρες άντλησης φυσικού αερίου του Ισραήλ, χωρίς να δέχεται αντίποινα, αποδεικνύει το βαθύ αίσθημα αδυναμίας, αδιεξόδου και αμηχανίας του τελευταίου.
Μπορεί ο πρωθυπουργός του Ισραήλ να επιδιώκει με την τωρινή εγκληματική στρατιωτική επέμβαση να κερδίσει μερικούς πόντους ενόψει εκλογών. Δεν μπορεί να κρύψει όμως τη στρατηγική αμηχανία του Ισραήλ, η οποία προκύπτει από το ότι έχει περιέλθει σε συνθήκες, προϊούσας αδυναμίας.
Η αμηχανία αυτή του Ισραήλ εντείνεται από το ότι το ρήγμα στις σχέσεις του με τη Ρωσία το φέρνει στη θέση εκείνων των δορυφόρων της Ουάσιγκτον, που με κάθε τρόπο επιχειρούν το άνοιγμα ενός δευτέρου μετώπου, πέραν αυτού της Ουκρανίας. Στην Ταϊβάν, στο Αρτσάχ, στο Ιράν, στο Λίβανο, στη Γάζα, στην Υπερδνειστερία βλέπουμε διαφόρους συμμάχους των ΗΠΑ να κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να σύρουν τη Ρωσία και τους συμμάχους της σε μια θερμή αντιπαράθεση, χωρίς επιτυχία μέχρι σήμερα.
Αντιθέτως, η Ρωσία και οι δικοί της σύμμαχοι έχουν κάθε συμφέρον να συνεχίσουν να επιδεικνύουν στρατηγική ψυχραιμία. Ο χρόνος στο μέτωπο της Ουκρανίας μετράει προς όφελος της Ρωσίας και εις βάρος της Δύσης, με οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους. Η Κίνα, το Ιράν και οι λοιποί στρατηγικοί εταίροι της Μόσχας έχουν κάθε λόγο να περιμένουν την ολοκληρωτική ήττα της Δύσης και της Ουκρανίας στο πρωτεύον, μέχρι σήμερα, μέτωπο και κατόπιν να ασχοληθούν με τα υπόλοιπα, με επόμενο την Ταϊβάν.
Η μετριοπαθής αντίδραση της παλαιστινιακής αντίστασης μέχρι σήμερα αποδεικνύει ότι υφίσταται ένας βαθύτερος συντονισμός στο εσωτερικό του μετώπου που δέχεται την επιθετικότητα της Δύσης. Και αυτή είναι μια συγκλονιστική για το Ισραήλ εξέλιξη γιατί για πρώτη φορά παύει να απολαμβάνει μια λίγο-πολύ διεθνή ανοχή και περιορίζεται σε όσα μόνο οι ΗΠΑ μπορούν να του προσφέρουν. Δεν είναι λίγα αλλά δεν είναι και αρκετά.