ΑΘΗΝΑ
09:38
|
28.04.2024
Ο Βολοντιμίρ Αρτιούκ αναλύει τον ρόλο που διαδραματίζουν στην όξυνση της διαμαρτυρίας η επίσημη αντιπολίτευση, τα κοινωνικά δίκτυα και οι εργατικές κολλεκτίβες αντίστοιχα και διερωτάται…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Άρθρο του Βολοντιμίρ Αρτιούκ

Οι διαμαρτυρίες αυτήν την εβδομάδα στη Λευκορωσία ξεπέρασαν αδιαμφισβήτητα την αρχική τους εστίαση στις εκλογές και μετατράπηκαν σε ένα γενικότερο κίνημα διαμαρτυρίας των εργαζομένων και της μεσαίας αστικής τάξης.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο για την πλατφόρμα της Ανοικτής Δημοκρατίας αναφορικά με την προεδρική καμπάνια στη Λευκορωσία, επιχείρησα ήδη να εξηγήσω πώς οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης, οι ίδιοι που ανήκουν στην κυβερνητική ελίτ και την «δημιουργική τάξη», έχουν κινητοποιήσει έναν αριθμό-ρεκόρ υποστηρικτών, γεγονός που οδήγησε σε πρωτοφανείς μαζικές διαμαρτυρίες στη χώρα εδώ και δεκαετίες. Υποστήριξα ότι οι διαμαρτυρίες αυτές συνιστούν την απόλυτη ενσάρκωση ενός πνεύματος διαμαρτυρίας που εκκολάπτεται στη λευκορωσική κοινωνία από την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2009 και το οποίο εκφράστηκε για πρώτη φορά το 2017 με τη μορφή ενός «από τα κάτω» λαϊκισμού, αψηφώντας τη φθίνουσα λαϊκιστική ρητορική του Προέδρου Λουκασένκο.

Την παραμονή των τελευταίων εκλογών, η βασική αντίπαλός του, Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια, κατάφερε να διατυπώσει έναν αντι-αυταρχικό λαϊκιστικό λόγο, που αφορούσε σε μια διακλαδική συμμαχία επιχειρηματιών, νέων πτυχιούχων και εργαζομένων. Στο άρθρο αυτό, εμβαθύνω στα ερωτήματα που έθεσα πριν από δύο εβδομάδες σχετικά με τον αντίστοιχο ρόλο των πολιτικών ηγετών και των μαζών στο τρέχον κίνημα, τις μορφές οργάνωσής του και την αντίδραση του κράτους της Λευκορωσίας. Οι σκέψεις μου αποτελούν το αποκορύφωμα ενός εξαήμερου μαραθωνίου, κατά τον οποίο προσπάθησα  να συγκεντρώσω και να αφομοιώσω τις αποσπασματικές πληροφορίες που φθάνουν σε εμάς διασχίζοντας την ομίχλη της λογοκρισίας, των διακοπών στην παροχή Διαδικτύου και της προπαγάνδας, καθώς και με βάση τις πληροφορίες που απέκτησα μέσω των ανταλλαγών που ήμουν σε θέση να πραγματοποιήσω με τους συντρόφους μου από τη Λευκορωσία μεταξύ των ετών 2015 και 2017.

Στις 9 Αυγούστου, μετά από μια τεταμένη ημέρα εκλογών, κατά την οποία ανεξάρτητοι παρατηρητές ανέφεραν ότι υπήρξαν πολυάριθμες παρατυπίες στα εκλογικά τμήματα, σύμφωνα με τις επίσημες δημοσκοπήσεις, ο Λουκασένκο κέρδισε το παραδοσιακό του ποσοστό ψήφων ύψους 80%, ενώ η βασική του αντίπαλος, η Τσιχανόφσκαγια, δεν συγκέντρωσε παρά μόνο ένα 7%. Οι υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, εξαγριωμένοι, συσπειρώθηκαν γύρω από το σύνθημα «Εγώ/εμείς είμαστε το 97%», αν και τα στοιχεία που προέκυψαν από μια εναλλακτική μέτρηση υποδηλώνουν αντίθετα ποσοστό 45% για την Τσιχανόφσκαγια .

Και οι δύο πλευρές ξεκίνησαν να προετοιμάζονται για μια σύγκρουση: το κέντρο του Μινσκ ήταν κλειστό, το Διαδίκτυο και οι κινητές συνδέσεις είχαν διακοπεί, τα φορτηγά της αστυνομίας και οι δυνάμεις εναντίον των αντιεξουσιαστών εμφανίστηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας. Η Τσιχανόφσκαγια και ο Λουκασένκο προέτρεψαν από κοινού τους Λευκορώσους να σεβαστούν το νόμο και να αποφύγουν κάθε πράξη βίας.  Όμως, την ίδια στιγμή, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης κατηγορούσαν τους διαδηλωτές ότι προετοίμαζαν προκλητικές κινήσεις, ενώ απεναντίας, τα κανάλια της αντιπολίτευσης στο Telegram ζητούσαν την αντίσταση των διαδηλωτών απέναντι στην αστυνομία.

Δεν πρόκειται για υποστηρικτική τοποθέτηση απέναντι στην Τσιχανόφσκαγια, αλλά  είναι γεγονός πως εναντίον του Λουκασένκο οι Λευκορώσοι κατέβηκαν στους δρόμους το απόγευμα των εκλογών.  Η ηγέτης της αντιπολίτευσης απείχε μαζί με τους υποστηρικτές της: δεν ζήτησε διαδήλωση, θέτοντας σε προτεραιότητα τα νομικά και γραφειοκρατικά μέσα για την αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Μετά την ψηφοφορία, οι αντίπαλοι άρχισαν ωστόσο να συγκεντρώνονται στο Μινσκ και σε άλλες πόλεις, πριν ακόμη ανακοινωθεί ο αριθμός των εναλλακτικών ψήφων. Τα επίσημα στοιχεία άφηναν να εννοηθεί ότι τίποτα δεν άλλαξε από την πρώτη εκλογή του Λουκασένκο το 1994, αλλά ήταν πλέον σαφές σε όλους ότι πολλά πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί.

Στη Λευκορωσία σπανίζουν οι επιτρεπόμενες μεγάλες διαδηλώσεις και εκείνο το βράδυ σίγουρα δεν θα δινόταν άδεια για κάτι τέτοιο.  Η αστυνομία υποδέχτηκε με χειροβομβίδες, κανόνια νερού και πλαστικές σφαίρες χιλιάδες ανθρώπους, που συνέρρευσαν από όλες τις γωνιές του Μινσκ στο κέντρο της πόλης, το οποίο περικυκλώθηκε. Χωρίς προηγούμενο συντονισμό, αρκετές ομάδες προσπάθησαν να δημιουργήσουν οδοφράγματα. Για τους κατοίκους του Μινσκ, οι οποίοι είναι πιο συνηθισμένοι στις στοχευμένες συλλήψεις ή την ταχεία διασπορά συμπαγών πλήθους από ότι στις αστραπές και τις εκρήξεις που θυμίζουν στρατιωτική επιχείρηση, αυτή ήταν μια καταστολή άνευ προηγουμένου. Σημαντικές συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης σε πολλές επαρχιακές πόλεις, μερικές από τις οποίες δεν είχαν ζήσει παρόμοιες σκηνές από τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η κοινωνική ποικιλομορφία της προεκλογικής κινητοποίησης αντικατοπτρίστηκε στη γεωγραφική κλίμακα της μετεκλογικής εξέγερσης: σε όλα τα περιφερειακά κέντρα και σε πολλές άλλες περιοχές, εκατοντάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, αρκετοί για πρώτη φορά στη γενιά τους. Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό: το πλήθος, του οποίου το μέγεθος αριθμούσε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στο Μινσκ και αρκετές χιλιάδες σε περιφερειακά κέντρα, πολύ εντυπωσιακό, περπατούσε χαοτικά στην πόλη, ενώ τα ΜΑΤ προσπαθούσαν να εκκενώσουν τους δημόσιους χώρους. Η αστυνομική βία, η έλλειψη ιδεολογικής και στρατηγικής ηγεσίας στους κόλπους του κινήματος και η αποκεντρωμένη φύση του θα καθορίσουν την περαιτέρω ανάπτυξή του.

Μεταμοντέρνοι αντάρτες;

Φαίνεται ότι  η πλειοψηφία των διαδηλωτών συμμετείχε για πρώτη φορά σε τέτοια γεγονότα: οι ερευνητές περιγράφουν αυτή τη νεολαία ως «αήττητη γενιά». Δεν εντοπίστηκαν οργανωμένες ομάδες, έτοιμες για πραγματικές τακτικές ελιγμού, όπως η κατάληψη διοικητικών χώρων, ο αφοπλισμός της αστυνομίας από τα αναρχικά  μπλοκ, η κατασκευή ανθεκτικών οδοφραγμάτων και καταλήψεων ή η χρήση ερασιτεχνικών χειροποίητων όπλων.

Αυτή η κατάσταση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα έτη μετά τις εκλογές, οι οποίες, το 2001, το 2006 και το 2010, ακολούθησαν το κλασικό μοτίβο των «έγχρωμων επαναστάσεων» στη Σερβία, τη Γεωργία και την Ουκρανία. Το Κράτος, με τη σειρά του, έκανε επίδειξη των δυνάμεων καταστολής, καταφεύγοντας σε δυτικές μεθόδους διαχείρισης των ταραχών. Αν και η Λευκορωσία παρουσιάζεται συχνά ως κατασταλτικό κράτος, αυτή είναι η πρώτη φορά που το διάσημο «παρισινό οπλοστάσιο», εξοπλισμένο με δοχεία δακρυγόνων, κανόνια νερού, λαστιχένιες σφαίρες και χειροβομβίδες επιστρατεύθηκε σε μεγάλο βαθμό. Η τυπικά μετα-σοβιετική αστυνομική βαρβαρότητα ήρθε για να ενισχύσει αυτές τις δυτικές μεθόδους βίας: ξυλοδαρμούς και αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια, ταπείνωση και απειλές βιασμού σε κέντρα κράτησης, δίωξη δημοσιογράφων κ.λπ.

Προφανώς, το Κράτος δεν προσπάθησε καν να επιβεβαιώσει τη νομιμότητά του καταφεύγοντας σε πιο ήπιες μεθόδους. Τα επίσημα μέσα ενημέρωσης, από την άλλη πλευρά, παρέμειναν σιωπηλά, λόγω της δυσαρέσκειας του πληθυσμού, κλείνοντας τα μάτια στα αποτελέσματα που, σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες, υποδείκνυαν την ήττα του Λουκασένκο στον πρώτο γύρο. Το γεγονός ότι ο Λουκασένκο δεν έκανε παρα μόνο λίγες σπάνιες εμφανίσεις στην τηλεόραση πυροδότησε φήμες σχετικά την αναχώρησή του για την Τουρκία ή την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. Η πρώτη του αντίδραση στην όξυνση των διαμαρτυριών ήταν να συμβουλεύει τους διαδηλωτές να «βρουν μια δουλειά» προκειμένου να σταματήσουν να «περιπλανιούνται στους δρόμους και τις λεωφόρους»: μια επανεμφάνιση των προηγούμενων αναφορών του για «κοινωνικό παρασιτισμό» που δεν κατάφερε τίποτα παρά να προσθέσει περισσότερο λάδι στη φωτιά.

Η επιλογή της στρατηγικής της αστυνομικής τρομοκρατίας αποκαλύφθηκε τις επόμενες ώρες και ημέρες. Από τις 10 Αυγούστου, το Μινσκ τέθηκε εξ ορισμού σε κατάσταση πολιορκίας: αποκλείστηκαν δημόσιοι χώροι, έκλεισαν πολλοί σταθμοί του μετρό, περιορίστηκε η πρόσβαση στο Διαδίκτυο (ο Λουκασένκο δήλωσε ότι αυτά τα προβλήματα προήλθαν από το εξωτερικό), σε ορισμένες επιχειρήσεις στο κέντρο της πόλης επιβλήθηκε να κλείνουν το απόγευμα. Ενώ οι διαδηλωτές είχαν αρνηθεί να μιμηθούν τα γεγονότα της Ουκρανίας στην Πλατεία Ανεξαρτησίας με τις σκηνές εμφύλιου πολέμου τις τελευταίες ημέρες του Φεβρουαρίου το 2014, το λευκορωσικό Κράτος θέλησε να τους κάνει να πιστέψουν ότι δεν βρίσκονταν στο Μινσκ, αλλά στο Κίεβο, προσπαθώντας να αποδείξει με βροντές και αστραπές από το οπλοστάσιο της αστυνομίας ότι όλες οι διαδηλώσεις οδηγούν αναπόφευκτα στην ουκρανική καταστροφή. Η επίσημη ιδεολογία του Κράτους, κενή από κάθε ουσία, θα μπορούσε να κατευθυνθεί μόνο προς το μονοπάτι της βίας.

Αν και η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξήθηκε, οι διαδηλώσεις στους δρόμους άρχισαν να μειώνονται λόγω της αυξημένης κλίμακας της αστυνομικής βίας και του αποπροσανατολισμού των διαδηλωτών. Τα δημόσια κανάλια στο Telegram παρείχαν στην αστυνομία πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο για τους διαδηλωτές και τις κινήσεις τους, χωρίς οι τελευταίοι να αλλάζουν τη στρατηγική τους (χωρίς δηλαδή να σχεδιάσουν μια πραγματική στρατηγική). Κανένας από τους επίσημους ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν προσχώρησε στο πλήθος, ούτε έκανε σαρωτικές δηλώσεις. Το κίνημα της αντιπολίτευσης εμφανίστηκε ως ένα άμορφο σύνολο, χωρίς μια σαφή εκ των άνω κατεύθυνση και χωρίς χαρισματικές φιγούρες ικανές να του δώσουν έναν από τα κάτω προσανατολισμό.

Η κυβερνούσα ελίτ, από την άλλη πλευρά, δεν παρουσίασε κανένα σημάδι εσωτερικού διχασμού, η προσήλωση στο μηχανισμό ασφαλείας και στη γραφειοκρατία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητη, αν και ορισμένοι εκπρόσωποι χαμηλότερων και περιφερειακών επιπέδων εξουσίας ήταν διστακτικοί, με αρκετές περιπτώσεις παραίτησης αστυνομικών και δημοσιογράφων κρατικών μέσων.

Η μορφή που έλαβαν οι διαμαρτυρίες στις πόλεις της Λευκορωσίας κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ημερών βρίσκεται πολύ κοντά στην αποκεντρωμένη, οριζόντια, χωρίς ηγεσία αντίσταση, οργανωμένη σε δίκτυα που ονειρεύονται οι μεταμοντέρνοι αναρχικοί. Παρόλο που η επίσημη αντιπολίτευση δεν συμμετείχε ποτέ στις διαμαρτυρίες, οι αρχές της Λευκορωσίας αποφάσισαν επιπλέον να απελάσουν την Τσιχανόβσκαγια και τον αρχηγό της παράταξής της στη Λιθουανία.

Το γεγονός ότι ο σύζυγός της και κάποια μέλη της παράταξής της βρίσκονται υπό κράτηση εμποδίζει την Τσιχανόφσκαγια να κάνει σαρωτικές δηλώσεις. Στο τελευταίο της βίντεο φαινόταν φοβισμένη και συγκλονισμένη, λέγοντας ότι «καμία ζωή δεν αξίζει να θυσιαστεί για ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή» και αναφερόμενη στις απειλές που δέχονται τα παιδιά της. Δεν έχει απομείνει πλέον κανένας ηγέτης της αντιπολίτευσης ελεύθερος στη χώρα. Το τηλεοπτικό κανάλι του συζύγου της Τσιχανόφσκαγια, το οποίο συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στις εκλογικές κινητοποιήσεις, δεν παρέχει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές, ούτε συντονισμό, και παρακάμπτεται από άλλα ανώνυμα κοινωνικά δίκτυα όσον αφορά στην κάλυψη των γεγονότων.

Το κίνημα δεν διαθέτει ένα ενιαίο συντονιστικό κέντρο, ούτε τοπικά κέντρα, επίσημους ηγέτες ή σαφώς προσδιορισμένες πολιτικές ομάδες. Υποθέτω ότι υπάρχουν ήδη συγκροτημένες πολιτικές ομάδες που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις, αλλά δεν είναι ορατές ως ξεχωριστές «δομημένες ομάδες»: είτε είναι αποπροσανατολισμένες, είτε εντελώς καμουφλαρισμένες, είτε συμμετέχουν στα γεγονότα σε ατομικό επίπεδο.

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις πιέσεις που υφίσταται το κίνημα:  οποιοσδήποτε για τον οποίο υπάρχουν υποψίες ότι ηγείται των διαδηλώσεων, συλλαμβάνεται  αμέσως και οποιαδήποτε συγκέντρωση διαλύεται γρήγορα. Στο λευκορωσικό πλαίσιο θα ήταν αδιανόητο ένα σενάριο, όπως το κίνημα «Occupy» ή οι διαμαρτυρίες της Τουρκίας που πυροδοτήθηκαν από την καταστροφή του πάρκου Γκεζί, καθώς οι κύριοι δημόσιοι χώροι αποκλείονται και ελέγχονται από την αστυνομία. Τα οδοφράγματα είναι βραχύβια και δεν τίθεται ζήτημα κατάληψης των διοικητικών κτιρίων.

Ωστόσο, αυτή η κατάσταση αποτελεί επίσης συνέπεια των προηγούμενων κινητοποιήσεων στα κοινωνικά δίκτυα. Σχεδόν δύο εκατομμύρια συνδρομητές, ή το ισοδύναμο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της πρωτεύουσας, ακολουθούν το Nexta_live, ένα κανάλι Telegram που δημιουργήθηκε πριν από δύο χρόνια από έναν Λευκορώσο δημοσιογράφο, τον Στέπαν Πούτιλο, ο οποίος ζει σήμερα στην Πολωνία. Παρά τη ριζοσπαστική ρητορική του, το κανάλι αυτό αναπαράγει αποκλειστικά και μόνο χωρίς σχολιασμό βίντεο, φωτογραφίες και πληροφορίες που προέρχονται από όλη τη χώρα και παρέχονται από τους ίδιους τους συνδρομητές. Αυτό ισχύει επίσης για δώδεκα άλλα ακτιβιστικά κανάλια που έχω ακολουθήσει. Τα μηνύματα είναι συχνά διφορούμενα, αντιφατικά και αβάσιμα. Ενδεχομένως αυτό μπορεί να δικαιολογείται από την υποψία ότι ορισμένα από αυτά τα κανάλια χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες ασφαλείας για να προκαλέσουν αναταραχές και να λάβουν πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις των αντιπάλων.

Μερικοί έχουν ήδη συγκρίνει το κίνημα αυτό με την ένδοξη ιστορία των Λευκορώσων ανταρτών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται εμφανώς για υπερβολή, δεδομένου ότι οι αντάρτες είχαν στην πραγματικότητα μια ιεραρχική δομή και ένα πραγματικό στρατηγικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Μπορούσαν να συλλέγουν τους πόρους τους και να τους συγκεντρώνουν σε μια σχετικά ασφαλή τοποθεσία, να αναπτύσσουν τακτικές και να τις εφαρμόζουν εν αναμονή της άφιξης ενός τακτικού στρατού. Τίποτα από αυτά δεν εντοπίζεται σε αυτήν τη μεταμοντέρνα εξέγερση. Αντιμέτωποι με την αυξανόμενη παρουσία πολιτοφυλακών και ένοπλων δυνάμεων που καταφεύγουν σε επειδικτικά βάναυσες μεθόδους, οι διαδηλωτές πραγματοποίησαν μερικές περιστασιακές επιθετικές ενέργειες με κροτίδες, μπαστούνια, μερικές μολότοφ και κάποια αυτοσχέδια οδοφράγματα. Η αντίδραση των αρχών ήταν η ίδια: κρατήσεις, ξυλοδαρμοί, τραυματισμοί, και ένας επιβεβαιωμένος θάνατος.

Ωστόσο, η μετάβαση σε πιο παραδοσιακές μεθόδους θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων, ανακοινώθηκε γενική απεργία για τις 11 Αυγούστου. Οι πιθανές συνέπειες αυτής της απόφασης είναι σαφείς σε όποιον θυμάται τις απεργίες του Απριλίου το 1991 και τη διάσημη σκηνή όπου εκατό χιλιάδες εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν μπροστά από την έδρα της κυβέρνησης στην πλατεία Λένιν στο Μινσκ. Μετά από αυτή τη συγκέντρωση, ένα κύμα απεργιών και μαζικών διαδηλώσεων, που επηρέασαν περισσότερες από 80 επιχειρήσεις στο Μινσκ και αλλού, ταρακούνησαν τη χώρα για μια εβδομάδα. Αυτές οι ενέργειες είχαν μια αποθαρρυντική επίδραση στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Λευκορωσίας και προκάλεσαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Όμως, το 1991, το αντικυβερνητικό κίνημα μπορούσε να  βασίζεται στις οργανώσεις των εργαζομένων των λαϊκών ομάδων, που ενώθηκαν από ορισμένα επίσημα συνδικάτα, καθώς και στο παράδειγμα των επιτυχών απεργιών των ανθρακωρύχων στην Ουκρανία, τη Ρωσία και το Καζακστάν. Το Κομμουνιστικό Κόμμα  κλονίστηκε έντονα από την απεργία στη Μόσχα, μέρος της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης απαίτησε την εκπροσώπηση των εργαζομένων, η αστυνομία διατάχθηκε να μην παρέμβει, ορισμένοι ηγέτες επιχειρήσεων υποστήριξαν τους υπαλλήλους τους. Σήμερα η κατάσταση δεν είναι καθόλου ίδια, επομένως τι μπορούμε να περιμένουμε;

Σε ποια πλευρά βρίσκονται οι εργαζόμενοι ;

Εάν είστε δύσπιστοι όσον αφορά στο θέμα της εργατικής τάξης, ακούστε τον Γιαροσλάβ Ρόματσουκ, πρώην υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές του 2010 και διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου «Mises»: «Όσο το προλεταριάτο δεν συμμετέχει στη διαμαρτυρία, αυτή θα είναι σχεδόν μηδενική». Όπως τις «παλιές καλές μέρες», οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που έχουν τα περισσότερα μέσα προκειμένου να συγκεντρώνονται ειρηνικά σε περιορισμένους χώρους, χωρίς να εξαρτώνται από ένα Διαδίκτυο στο οποίο η πρόσβαση έχει γίνει επισφαλής και χωρίς να αγωνιούν μήπως συλληφθούν στον δρόμο. Είναι επίσης η μόνη τάξη που μπορεί να προκαλέσει υλικές ζημιές στο κράτος και να την προκαλέσει ιδεολογικά.

Οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία της Λευκορωσίας έχουν εμπειρία στη συνεργασία και τον συντονισμο, μια συγκεκριμένη οργανωτική δομή, ακόμη και γραφειοκρατική, και τη συνήθεια να διατυπώνουν με σαφήνεια τις απαιτήσεις τους. Η εργασία μου στο πεδίο το 2015-2017, ανάμεσα σε Λευκορώσους εργαζόμενους και ακτιβιστές συνδικαλιστικών οργανώσεων με δίδαξε να μην υπερεκτιμώ τη δυναμική των εργατικών οργανώσεων σε αυτήν τη χώρα, αλλά, αν υπάρχει μια μοναδική ελπίδα να σπάσει, με ειρηνικό και προοδευτικό τρόπο, το αδιέξοδο στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η διαμαρτυρία στη Λευκορωσία, αυτή εναπόκειται αποκλειστικά σε μια οργανωμένη ομάδα εργαζομένων που κατανοούν, διαρθρώνουν και υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους.

Υπήρξαν ήδη πολυάριθμες μαρτυρίες σχετικά με τις αναταραχές σε ορισμένες κρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις της Λευκορωσίας, ιδίως στο εργοστάσιο αυτοκινήτων BelAZ στο Μινσκ, τον κορυφαίο κατασκευαστή ανατρεπόμενων φορτηγών στον κόσμο, και στο εργοστάσιο χημικών Grodno Azot, τα οποία διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας. Ωστόσο, απέχουμε κατά πολύ από μια γενική απεργία και θα είμαι συγκρατημένος σχετικά με την πιθανότητα αυτό να συμβεί κάποια στιγμή. Η εργατική τάξη της Λευκορωσίας είναι διασπασμένη και οι εργαζόμενοι, σε ατομικό επίπεδο, εξαρτώνται ολοκληρωτικά από αφεντικά.  Από τη δεκαετία του 1990  δεν υπήρξε μεγάλης κλίμακας απεργία, τα συνδικάτα που δεν εξαρτώνται από το κράτος είναι ολιγάριθμα (απαριθμούν μόνο 9.000 μέλη περίπου) και δεν διαθέτουν τα μέσα που απαιτούνται. Οι αυτοοργανωμένες απεργίες που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν πάντα καταστέλλονταν ταχύτατα.

Μια πολιτική απεργία είναι τώρα μια εξαιρετική ιδέα, καθώς το κράτος εξακολουθεί να κατέχει τα ηνία της οικονομίας και απασχολεί το 45% των μισθωτών εργαζομένων της χώρας. Ωστόσο, δεν βρισκόμαστε πλέον στο 1991, που η κυρίαρχη ελίτ έβριθε από εσωτερικές συγκρούσεις και οι εργαζόμενοι απολάμβαναν σχετική αυτονομία στα εργοστάσια. Το ισχύον σύστημα εργασιακής ρύθμισης στη Λευκορωσία είναι λιγότερο ευνοϊκό για τους εργαζόμενους από ό, τι ήταν στο τέλος της σοβιετικής περιόδου, στο βαθμό που συνδυάζει τον γραφειοκρατικό δεσποτισμό, που χαρακτήριζε το σοβιετικό παρελθόν, με το χαρακτηριστικό του δεσποτισμού της αγοράς στο καπιταλιστικό παρόν.

Ωστόσο, ελπίζω και υποθέτω ότι κάποιας μορφής αυθόρμητη οργάνωση τίθεται σε εφαρμογή σε επίπεδο εργασίας, όπως φαίνεται στα βίντεο και τα ρεπορτάζ, όπου εκατοντάδες εργαζόμενοι ενώνονται απέναντι στους ανωτέρους τους για να υποστηρίξουν τα αιτήματά τους και επιμένουν για την ικανοποίησή τους.  Τα αιτήματα αυτά είναι τα παρακάτω: εκ νέου καταμέτρηση των ψήφων, εγγύηση ότι δεν θα απορριφθούν τα άτομα που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, απελευθέρωση των κρατουμένων, αποκατάσταση της πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Εκφράζεται, επίσης, μια  δυσπιστία απέναντι στα επίσημα συνδικάτα.

Αυτές είναι οι «πολιτικές» απαιτήσεις που αναδεικνύονται τους δρόμους, αλλά στους τοίχους των εργοστασίων εμφανίζονται ήδη πιο επείγουσες οικονομικές απαιτήσεις. Το παρακάτω απόσπασμα ενός τοιχοκολλημένου φυλλαδίου, σε ένα εργοστάσιο τρακτέρ στο Μινσκ, παρέχει μια καλή εικόνα των προαναφερθέντων:

Το εργοστάσιο εξακολουθεί να βρίσκεται καθημερινά σε λειτουργία χάρη στους εργαζομένους του, αν και σας το λέμε για 26 χρόνια! 

Χωρίς περιστροφικό μαχαίρι; Πήγαινε να το βρεις στο Ζντάνοβιτσι [ένα χωριό κοντά στο Μινσκ, εδώ: ένα απομακρυσμένο και δυσπρόσιτο μέρος].  Δεν σου έδωσε ρούχα εργασίας το αφεντικό; Δεν πειράζει, θα τα αγοράσω στην αγορά. Και τότε αυτό το ίδιο αφεντικό σου ζητά να κάνεις υπερωρίες επειδή πρέπει να επιτύχετε τους στόχους.  Παίρνεις το μισθό σου και εκεί καταλαβαίνεις ότι έχεις εξαπατηθεί. Εκφράζεις τα παράπονά σου στο συνδικάτο, αλλά γνωρίζεις ήδη την απάντηση. Είσαι θύμα ενός εργατικού ατυχήματος και το δηλώνεις ως μη επαγγελματικό ατύχημα επειδή «Λοιπόν, καταλαβαίνετε …».    

Είσαι περισσότερο από εξαντλημένος από όλα αυτά, σωστά; 

Ο καλύτερος τρόπος για να ασκήσεις πίεση στα αφεντικά είναι να απεργήσεις. Δεν χρειάζεται να πας στην κεντρική πλατεία και να χτυπήσεις στο πεζοδρόμιο με το κράνος σου.  Αρκεί απλώς να ακολουθούνται οι οδηγίες […] Απαίτησε κάθε βήμα της τεχνολογικής διαδικασίας να πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία. Είναι δικαίωμα σου. Ακριβώς όπως η κατοχή μισθού και οι δημοκρατικές εκλογές είναι δικαιώματα που σου έχουν αφαιρεθεί.

Θέλεις να λάβεις μέρος στην απεργία, αλλά φοβάσαι την απόλυση; Θυμήσου ότι τα σκουπίδια κανενός ιδεολόγου δεν θα σε αντικαταστήσουν στο μηχάνημα. 

Η βασιλεία του Λουκασένκο ξεκίνησε το 1995, από μια αιματηρή σύγκρουση με απεργούς εργάτες του μετρό, οι οποίοι διασκορπίστηκαν βάναυσα, ξυλοκοπήθηκαν και απολύθηκαν. Η εξουσία του παγιώθηκε όταν πέτυχε να διχάσει και να υποτάξει τη γιγαντιαία Ομοσπονδία Συνδικάτων, της οποίας ο πρόεδρος τον είχε αμφισβητήσει στις εκλογές του 2001.

Το «μοντέλο της Λευκορωσίας» βασίστηκε στον κατακερματισμό, την πειθαρχία, τη διαφθορά του προλεταριάτου και την καταστροφή της ταυτότητάς του. Σε αντάλλαγμα για την απώλεια της υποκειμενικότητας της τάξης τους, προσφέρθηκαν στους εργαζόμενους η δυνατότητα διατήρησης θέσεων εργασίας, υπόσχεση για περιορισμό στην εμπορευματοποίηση κοινωνικών θεμάτων, χαμηλοί λογαριασμοί νερού, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, και η καθιερωμένη υπόσχεση ενός μισθού 500 δολαρίων.

Χρησιμοποιώντας τη φράση του Γκράμσι, αυτό το αποκαλώ «παθητική επανάσταση» σε λευκορωσικό στιλ: μια αυταρχική πορεία μετα-σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, που διεγείρεται και διαμεσολαβείται από τον φόβο των ανταγωνιστικων κοινωνικών τάξεων για τις αυθόρμητες διαμαρτυρίες. Ίσως οι εργαζόμενοι να μπορούν να αλλάξουν την πορεία αυτής της διαδικασίας ανακτώντας την υποκειμενικότητά τους. Σίγουρα αυτό δεν πρόκειται να συμβεί εν μία νυκτί ή ακόμη και αυτή την εβδομάδα, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη αισιόδοξη ουτοπία που θα έσπαγε το τρέχον αδιέξοδο.

Η πεποίθησή μου ότι μια οργάνωση εργαζομένων, και όχι ένα αποκεντρωμένο κίνημα δικτύου χωρίς ηγέτες, είναι η μόνη ικανή να διατυπώσει σαφείς απαιτήσεις και να υποχρεώσει τις αρχές να ακούσουν, μπορεί να αποδειχθεί από το βίντεο μιας συνάντησης μεταξύ των εργατών του εργοστασίου BelAZ και του δημάρχου του Ζοντίνο, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 13 Αυγούστου. Την ώρα του μεσημεριανού γεύματος, αρκετές εκατοντάδες εργατών συγκεντρώθηκαν μπροστά από τις πύλες του εργοστασίου για να συναντήσουν τον διευθυντή τους και στη συνέχεια τον δήμαρχο.

Η συζήτηση ήταν τεταμένη, αλλά με σεβασμό. Ο δήμαρχος φαινόταν χαμένος και ντροπαλός. Οι εργαζόμενοι απαίτησαν να απελευθερωθούν οι συνάδελφοι, οι συγγενείς και οι φίλοι τους από το προδικαστικό κέντρο κράτησης, να αποσυρθούν οι ειδικές δυνάμεις από την πόλη («Εάν μας χτυπάνε, για ποιο λόγο χρειαζόμαστε τον μισθό;»), και να καταμετρηθούν οι ψήφοι τους εκ νέου. Επέμειναν ότι η πόλη τους είναι ασφαλής και ότι έχουν την κατάσταση υπό έλεγχο.

Προφανώς, ο δήμαρχος δεν μπορούσε να δώσει καμία συγκεκριμένη υποσχέση, αλλά συμφώνησε να συναντηθεί με τους εργάτες έξω από το εργοστάσιο το βράδυ για να συζητήσουν σχετικά με τα αιτήματά τους. Η αναχώρησή του χαιρετίστηκε με «Ευχαριστούμε» και «Ο δήμαρχος είναι μαζί τον κόσμο!» Το εργοστάσιο δεν έκλεισε, αλλά έχοντας δει αυτό το βίντεο, είμαι ήδη λιγότερο σκεπτικός σχετικά με την πιθανότητα μιας πραγματικής παρατεταμένης απεργίας. Προς το παρόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι αντίπαλοι μπορούν να αναγκάσουν τις αρχές να ξεκινήσουν κάποιου είδους διάλογο σε τοπικό επίπεδο. Εάν η κεντρική κυβέρνηση αρνηθεί αυτήν την ευκαιρία, αυτό θα λειτουργήσει μόνο εις βάρος της.

Αργότερα εκείνη την ημέρα, ο δήμαρχος συνάντησε τελικά ένα τεράστιο πλήθος εργαζομένων του BelAZ και άλλων κατοίκων της πόλης.  Στη θέση των εκρήξεων των χειροβομβίδων και του ήχου των λαστιχένιων σφαιρών, πραγματοποιήθηκε μια μακρά, κατά κάποιο τρόπο επιτυχής, συζήτηση σχετικά με την νόθευση των εκλογών, τη βία των ΜΑΤ και την ανάγκη απελευθέρωσης των κρατουμένων που είναι προφυλακισμένοι στο τοπικό προδικαστικό κέντρο κράτησης, πολλά από τους οποίους είχαν μεταφερθεί από το Μινσκ.

Αφού είπε μια παραλλαγή του αγαπημένου του θέματος «γδύσου και δούλεψε», ο Λουκασένκο επίσης «άκουσε τη γνώμη των εργατικών κολλεκτίβων», υποσχέθηκε να «αντιμετωπίσει» την αστυνομική βία, και ο αρχηγός της αστυνομίας απολογήθηκε για τα ολισθήματα. Οι αρχές άρχισαν να υποχωρούν, αλλά ο πληθυσμός δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένος και η κατάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη.

Καθώς ολοκληρώνω αυτό το άρθρο, στις 14 Αυγούστου, το εργοστάσιο τρακτέρ του Μινσκ έχει ξεσηκωθεί. Την προηγούμενη μέρα, οι εργάτες ήταν πολύ διστακτικοί και ανήσυχοι, δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πότε και πώς να συγκεντρωθούν ή τι να κάνουν. Ωστόσο, χιλιάδες από αυτούς βρέθηκαν έξω από τις πύλες των εργοστασίων τους και βάδισαν προς το κέντρο της πόλης, ενώθηκαν με διάφορους άλλους διαδηλωτές, τους «μεταμοντέρνους αντάρτες» που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ήταν μια ήρεμη μέρα, τα ΜΑΤ παρέμειναν σε επιφυλακή, αλλά δεν διέλυσαν το πλήθος. Η διαδρομή ήταν ίδια με εκείνη του 1991: από τη βιομηχανική περιοχή Παρτισάνσκι έως την Πλατεία Ανεξαρτησίας, πρώην Πλατεία Λένιν …

***

Ενημέρωση 19 Αυγούστου 2020

Έχει περάσει μια εβδομάδα από την πρώτη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Η τάση που μπορούσα να παρατηρήσω μέσα στο κίνημα, δηλαδή η έλλειψη πολιτικής υποκειμενικότητας, είναι εντονότερη. Οι μεγάλες διαδηλώσεις στο δρόμο πολλαπλασιάστηκαν, έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ και απέκτησαν τη διακριτική συμφωνία των αρχών. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε την τακτική της τρομοκρατίας καθώς αποδείχθηκε αντιπαραγωγική: η κράτηση, ο ακρωτηριασμός και τα βασανιστήρια χιλιάδων διαδηλωτών προκάλεσαν την οργή δεκάδων χιλιάδων μελών των οικογενειών και των φίλων τους.

Η τοπική αυτοδιοίκηση της πόλης Χρόντνα ενέκρινε επισήμως τις δημόσιες συναθροίσεις. Ωστόσο, οι διαδηλώσεις παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένες, αν και η αντιπολίτευση έχει δημιουργήσει ένα συντονιστικό συμβούλιο προκειμένου να διαπραγματευθεί την μετάβαση της εξουσίας. Ο ρόλος αυτού του συμβουλίου παραμένει μάλλον ασαφής: η νομιμότητά του σχετικά με τους διαδηλωτές δεν είναι ξεκάθαρη, δεδομένου ότι τα μέλη του επιλέχθηκαν κεκλεισμένων των θυρών, ενώ δεν αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση ως επίσημος εταίρος στις διαπραγματεύσεις. Έτσι, το τεράστιο κίνημα διαμαρτυρίας δεν έχει αναπτύξει από τα κάτω ηγεσία, ούτε βρήκε εκ των άνω πολιτική εκπροσώπηση.

Τελείωσα το άρθρο μου με δύο εμβληματικές σκηνές: τη συνάντηση των εργαζομένων του BelAZ με τον δήμαρχο της πόλης και την πορεία των εργαζομένων της MTZ προς την κεντρική πλατεία του Μινσκ. Αυτές οι εικόνες εξασθένισαν τον αρχικό μου σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητα των Λευκορώσων εργαζομένων να κινητοποιηθούν, αλλά αποκάλυψαν επίσης τα όρια του εργατικού ακτιβισμού. Λίγες ημέρες αργότερα, πραγματοποιήθηκε ένας άλλος διάλογος μεταξύ του Λουκασένκο και των εργαζομένων της MTZ, όταν ο πρόεδρος υποσχέθηκε συνταγματικές αλλαγές και οι εργαζόμενοι του φώναξαν «Φύγε!»

Αυτό έδειξε σαφώς τα όρια του πολιτικού αντίκτυπου των εργαζομένων: ενώ οι τοπικές αρχές και οι ηγέτες των συνδικάτων αναγκάστηκαν να ανταποκριθούν και να συμμετάσχουν, τουλάχιστον σε ορισμένες διεκδικήσεις – την απελευθέρωση των κρατουμένων και την έρευνα για την αστυνομική βαρβαρότητα – οι κεντρικές αρχές εξακολουθούν να κωφεύουν. Αυτό εξηγείται εν μέρει από τις συγκεκριμένες μεθόδους κινητοποίησης των εργαζομένων. Οι ενέργειες της προηγούμενης εβδομάδας χαρακτηρίστηκαν ως «απεργίες» από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά στην πραγματικότητα, σε περισσότερες από 80 περιπτώσεις εργασιακής αναταραχής, μόνο μερικά εργαστήρια έχουν σταματήσει να λειτουργούν. Οι πορείες των εργαζομένων δεν είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία.

Οι συζητήσεις και οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων αποτελούν σε γενικές γραμμές φευγαλέα γεγονότα, που σπάνια καταλήγουν σε μόνιμα οργανωτικά αποτελέσματα. Σε διαφορετική περίπτωση, η αποθάρρυνση και ο φόβος της καταστολής κυριαρχούν ακόμη και μεταξύ των κάποτε ενεργών ακτιβιστών. Τις τελευταίες δύο ημέρες, οι επιτροπές απεργίας έχουν συσταθεί μόνο στο εργοστάσιο ποτάσας Belaruskali (το οποίο έχει μια ισχυρή ανεξάρτητη ένωση) και σε μερικά τμήματα άλλων εργοστασίων. Συγκροτήθηκε μια δημοτική επιτροπή απεργίας στη Χρόντνα. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μόνο οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Λευκορωσίας κατάφεραν να κλείσουν τα ορυχεία τους.

Ελλείψει δημοκρατικών και βιώσιμων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι διαδηλώσεις και οι διάλογοι δεν επαρκούν για την επίτευξη πολιτικών ή οικονομικών παραχωρήσεων. Πρόσφατα, πήρα συνέντευξη από δύο εκπροσώπους της λευκορωσικής αριστεράς που υποστηρίζουν τους εργαζόμενους στις προσπάθειές τους να οργανώσουν και να αναπτύξουν μια ανεξάρτητη ταξική ατζέντα. Αυτή η πρωτοβουλία παραμένει μέτρια και δεν έχει επιτύχει ακόμη ορατά θετικά αποτελέσματα, αλλά χωρίς αυτή, το εργατικό κίνημα της Λευκορωσίας κινδυνεύει είτε να υποστεί ένα νέο κύμα καταστολής, εάν το κίνημα της αντιπολίτευσης αποτύχει, είτε να υπαχθεί στον έλεγχο ενός μη αντιπροσωπευτικού φορέα διαχείρισης,του οποίου το πολιτικό όραμα δεν είναι συμβατό με τα εργατικά συμφέροντα.

Ο Βολοντιμιρ Αρτιουκ (Volodymyr Artiukh) είναι Δόκτωρ κοινωνικής ανθρωπολογίας, μέλος του συντακτικού συμβουλίου του περιοδικού Commons: Journal of Social Criticism. Είναι ο συγγραφέας μιας διατριβής αφιερωμένης στις εργασιακές σχέσεις και τον κρατικό καπιταλισμό στη μετα-σοβιετική Λευκορωσία. Εδώ πρόκειται για μια επικαιροποιημένη έκδοση του άρθρου που δημοσιεύθηκε αρχικά στα ρωσικά, στον ιστότοπο του περιοδικού Commons: Journal of Social Criticism  και ολοκληρώθηκε για την αγγλική μετάφραση για το περιοδικό LeftEast .

Το άρθρο μεταφράστηκε, από τα γαλλικά, από την Χριστίνα Χελά για το Κοσμοδρόμιο.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα