ΑΘΗΝΑ
06:24
|
28.04.2024
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε, αλλά αν η πείρα από αλλού είναι οδηγός, τότε όχι, θα χρειαστεί σύντομα να βρεθεί αντικαταστάτης και για αυτήν.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Είναι προφανές ότι η νίκη των «Αδελφών της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι, του κόμματος δηλαδή που ηγείται του «κεντροδεξιού», όπως τον θέλει η τρέχουσα τηλεοπτική ορολογία, συνασπισμού τριών κομμάτων στις πρόσφατες εκλογές, δεν είναι κάτι που αρέσει στους δημοκρατικών πεποιθήσεων πολίτες στην Ιταλία και αλλού.

Ο «κεντροδεξιός» αυτός συνασπισμός είναι μια μαύρη, ακροδεξιά, αντιδραστική σύμπραξη κομμάτων που εκφέρουν έναν λόγο που μόλις λίγα χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητος για κόμματα εξουσίας σε μια χώρα του καπιταλιστικού κέντρου. Στην Ευρώπη οι πολίτες που ψηφίζουν τα κόμματα του «δημοκρατικού» τόξου βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι είναι τάχα «πολιτισμένοι» και όχι τίποτε άγριοι και ακραίοι ταλιμπανιστές και ότι οι «κεντρώοι» πολιτικοί μας δεν είναι τίποτε ακραίοι, ρατσιστές και εθνίκια, όπως είναι προφανώς αυτός ο «κεντροδεξιός» ιταλικός συνασπισμός. Έτσι, ήσυχα, πολιτισμένα και καθόλου ακραία, συνεχίζουν (με πρώτο-πρώτο ανάμεσά τους τον ημέτερο κεντρώο, τον Μωυσή) να σκοτώνουν συνειδητά «απολίτιστους» πρόσφυγες στην Μεσόγειο. Τι θέλετε, να τους αφήσουν όλους αυτούς τους άγριους μαυριδερούς με τα χαμερπή ένστικτά τους να μας κατακτήσουν; Μα δεν καταλαβαίνετε ότι αν αφήσουν να γίνει κάτι τέτοιο, πρωθυπουργός θα γίνει η Μελόνι;

Όπως κι αν έχει, τα «αδέρφια» και η Λέγκα έχουν έναν εμφανώς αντιδραστικών τάσεων συγκρουσιακό λόγο σε πολιτισμικά ζητήματα, μακριά από τον πιο μετρημένο και (ψευδο)συμπεριληπτικό λόγο του κέντρου. Όταν ο εσχατόγερος ο Μπερλουσκόνι είχε πρωτογίνει πρωθυπουργός το μακρινό 1994, είχε τότε προκαλέσει διεθνή πολιτικό σεισμό με τις ακραίες και όχι σπάνια φιλοφασιστικές απόψεις του. Τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ που ο μπούνγκα-μπούνγκα Μπερλουσκόνι φαίνεται μπροστά στους εταίρους του ως απαύγασμα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και Νέστωρ της πολιτικής σοφίας.

Από την άλλη μεριά βέβαια, θα πρέπει να ρίξουμε λίγο τους τόνους. Η νίκη της Μελόνι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απογοήτευση ενός τρίτου του εκλογικού σώματος. Μόνο το 64% των εγγεγραμμένων πήγε να ψηφίσει, το μικρότερο ποσοστό στην ιταλική ιστορία. Και επιπλέον, το σύνολο των ψήφων της κεντροδεξιάς, λίγο πάνω από 12 εκατομμύρια, είναι ίδιο με τον αριθμό των ψήφων που τα κόμματα αυτά πήραν το 2018. Η νίκη σε μεγάλο βαθμό είναι απλώς εσωτερική ανακατάταξη στην πολυκατοικία της ακροδεξιάς, από τον Σαλβίνι προς την Μελόνι. Για σύγκριση, τα Πέντε Αστέρια, τα οποία μέσα στην χαοτική αβελτηρία τους είχαν πολύ περισσότερα αντισυστημικά χαρακτηριστικά από αυτήν εδώ την ακροδεξιά, είχαν πάρει το 2018 σχεδόν 32%. Μάλιστα οι ψήφοι που τα Πέντε Αστέρια έχασαν σε αυτές τις εκλογές είναι περίπου όση και η αύξηση της αποχής: το πρεκαριάτο που είχε ψηφίσει το ’18 τα Πέντε Αστέρια ελπίζοντας σε ρήξη, απογοητευμένο δεν πήγε φέτος στις κάλπες. Εξαίρεση ο Νότος, όπου τα Αστέρια κράτησαν ένα αξιοπρεπές ποσοστό: η υπεράσπιση εκ μέρους τους κάποιων υπολειμμάτων κοινωνικού κράτους σε σχέση με τον ακραία φιλελεύθερο λόγο της Μελόνι είχε αποτελέσματα.

Παρόλα αυτά, η Μελόνι αφήνει μια κάπως εκφοβιστική αύρα, όντας για την ώρα η αναμφισβήτητη ηγερία του λαού της ακροδεξιάς. Η Λέγκα, που κάποτε ήταν η πιο ακροδεξιά, τα έχει φάει τα ψωμιά της και σύντομα θα διαλυθεί και θα απορροφηθεί από τα «Αδέρφια», ύστερα από τη στήριξη που παρείχε αφειδώς στην προηγούμενη κυβέρνηση Ντράγκι – και όχι μόνο σε αυτήν: η Λέγκα έχει προ πολλού στην πράξη «αποκηρύξει» τις «αρχές» της (αν μπορεί αυτό το παραλήρημα να αποκληθεί «αρχές»), γράφοντας το «έθνος» εκεί που δεν πιάνει μελάνι, προκειμένου να πέσει με τα μούτρα στην μάσα της συμμετοχής στην κυβέρνηση. Το κόμμα αυτό ήταν εξάλλου μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού Μπερλουσκόνι ήδη το 1994. Οι ψηφοφόροι της δεξιάς ψάχνουν (μάταια και βλακωδώς φυσικά) να βρουν ποιος μπορεί να καταστρέψει το σύστημα· η Λέγκα είναι δύσκολο να πλασαριστεί ως τάχα φορέας καταστροφικής αλλαγής ενός συστήματος που η ίδια έχτισε.

Αλλά η Μελόνι μπορεί, για την ώρα, να πλασάρει τον εαυτό της ως καταστροφέα. Είναι το νέο και γυαλιστερό κόμμα που οι δεξιοί Ιταλοί ψηφίζουν για να διαμαρτυρηθούν για τα χάλια της χώρας και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα πολύ ανησυχητικό ανοδικό σερί. Πρώτον, πήγε τα «Aδέρφια» από έναν ημιπεριθωριακό σχηματισμό του 2% το 2013 και 4,4% το 2018 στο 26% φέτος. Δεύτερον, από ό,τι φαίνεται θα καταπιεί τη Λέγκα. Τρίτον, με την πείρα που έχουν τα Aδέρφια από την εντελώς μαφιόζικη διαχείριση των δημοτικών ταμείων της Ρώμης (η Μελόνι διατέλεσε χρόνια δημοτική σύμβουλος με τους νεοφασίστες εκεί), είναι προφανές ότι θα μοιράζουν θέσεις στα δικά τους παιδιά, προκειμένου να χτίσουν μια πιο σταθερή εκλογική παρουσία. Και τέταρτον, παρά τις συνήθεις αρνήσεις και διαψεύσεις που όλοι οι φασίστες χρησιμοποιούν, είναι ηλίου φαεινότερες οι φασιστικές της πεποιθήσεις.

Κατόπιν τούτων, δεν θα αναλύσουμε εδώ τα των εκλογών και τι σημαίνει μια δεξιά στροφή στην Ιταλία, ούτε τι σημαίνει η εκλογική της νίκη για τις σχέσεις με την Ευρώπηόλα αυτά τα έχουν κάνει άλλοι καλύτερα. Το ερώτημα που θα θέσουμε είναι αν αυτή η νίκη μπορεί να αποδειχτεί σταθερή και, σε ένα σχετιζόμενο θέμα, το κατά πόσο τα «Αδέρφια» είναι (νεο- ή μετα-) φασιστικό κόμμα. Πόσο κινδυνεύει η Ιταλία από τον φασισμό; Και ποιο είναι το πιθανότερο τέλος σε αυτή την ιστορία;

Ακροδεξιά και Φασισμός

Η αριστερά έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «φασίστας» ως βρισιά, απονευρώνοντάς τον, καταστρέφοντάς τον. Αν όλοι οι δεξιοί είναι φασίστες (σοσιαλφασίστες, μοναρχοφασίστες, ο Όρμπαν είναι φασίστας, ο Τραμπ φασίστας, ο Σπύρος-Άδωνις Μπουμπούκος και αυτός φασίστας), τότε ο φασισμός δεν είναι δα και τίποτε τρομερό, τέλος πάντων όχι τρομερότερο από τον Μπουμπούκο. Αυτό δείχνει μια κάποια αναλυτική έλλειψη, ένα κενό κατανόησης που δεν το βοηθά η τυπική τριτοδιεθνιστική ερμηνεία για τον μεσοπολεμικό φασισμό, που μας έχει μείνει αμανάτι μέχρι σήμερα, ότι δηλαδή ο φασισμός είναι γραμμικό δημιούργημα του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Χίτλερ ήταν ενεργούμενο του Κρουπ και του Τύσσεν και τίποτε άλλο. Είναι μια ερμηνεία απλή, κατανοητή και εντελώς λανθασμένη. Ενεργούμενο του μεγάλου κεφαλαίου είναι εξάλλου, θα συμπληρώσουμε, και ο Μωυσής, αλλά φασίστας μάλλον δεν είναι…

Από την άλλη, και οι δεξιές, αστικές ερμηνείες του φαινομένου έχουν μια κάποια αμηχανία. Τι είναι αυτό που διαχωρίζει τον φασισμό ως ρεύμα; Ο σοβαρότερος κεντρώος ερευνητής του φαινομένου, ο Ρόμπερτ Πάξτον, δίνει έναν μάλλον ασαφή ορισμό για τον φασισμό που περιλαμβάνει τα πέντε στάδια προς την κατάληψη της εξουσίας. Το τελευταίο από τα πέντε είναι το εξής: «Ριζοσπαστικοποίηση ή εντροπία. Το κράτος είτε γίνεται όλο και πιο ριζοσπαστικό (ναζιστική Γερμανία) ή γλιστράει σε μια παραδοσιακή αυταρχική διακυβέρνηση, όπως στην Ιταλία». Αν πιστεύετε ότι αυτό είναι υπερβολικά γενικό και καλύπτει τα πάντα και τίποτε (οι παραδοσιακά αυταρχικές τάσεις του Μωυσή είναι δηλαδή και αυτές φασιστικές;), θα συμφωνήσουμε.

Τον μεσοπολεμικό φασισμό δεν ήταν η ιδεολογία αυτό που τον ξεχώριζε από την υπόλοιπη άκρα δεξιά. Η ριζοσπαστική ακροδεξιά ιδεολογία διαμορφώθηκε στη σημερινή της λίγο πολύ μορφή από το σκάνδαλο Ντρέιφους στην Γαλλία στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Όλα τα ακροδεξιά κόμματα έκτοτε λίγο πολύ τα ίδια λένε:

  • έξω οι ξένοι, η Μόρντορ στους Μορντοριανούς,
  • πατρίς-θρησκεία-οικογένεια,
  • κάτω οι κουλτουριάρηδες διανοούμενοι που έχουν καταλάβει το κράτος μας και έχουν την ηγεμονία,
  • έξω το κοσμοπολίτικο εβραϊκό κεφάλαιο [η άκρα δεξιά είναι ρητορικά αντικαπιταλιστική],
  • μέσα το εθνικό κεφάλαιο που δεν είναι εβραϊκό, [αλλά είναι επίσης πρακτικά καπιταλιστικότατη],
  • οι γυναίκες να αφήσουν τους αναρχομαρξιστικούς φεμινισμούς και τα μεταμοντέρνα και να κάνουν παιδιά για να μην πεθάνουμε ως έθνος.

Μπορείτε να προσθέσετε κατά βούληση αιτήματα λχ για τους άρρωστους «ανώμαλους» που χρειάζονται κάποιον συνδυασμό θεραπείας και εκτέλεσης, τους ξένους που είναι υπάνθρωποι κλπ. Οι ακροδεξιοί και οι φασίστες τα ίδια λένε – και μάλιστα οι δεύτεροι είναι γενικά κάπως λιγότερο της θρησκείας, είτε επειδή έχουν διάφορα πάρε δώσε με τους δοξασμένους αρχαίους προγόνους, ή επειδή είναι κολλημένοι με τον «άρχοντα των Δαχτυλιδιών», όπως η Μελόνι. Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά φασισμού και ακροδεξιάς;

Αυτό που κάνει τον φασισμό τόσο τρομαχτικό, η διαφορά του από την «απλή» (ακρο)δεξιά, είναι ότι ο φασισμός είναι ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα. Αντίθετα με την κοινοβουλευτική άκρα δεξιά οι φασίστες ζουν στην διαδήλωση και το πεζοδρόμιο. Ο κομματικός μηχανισμός δεν έχει μεγαλοαστούς, όπως τα δεξιά κόμματα, είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου μικροαστικός: τον απαρτίζουν τα υποβιβαζόμενα λόγω κρίσης μικροαστικά στρώματα και οι λούμπεν συμμορίες των ταγμάτων εφόδου, οι μελανοχίτωνες του Μουσολίνι, τα SA των ναζί, οι συμμορίες της Χρυσής Αυγής που έσπαγαν τους πάγκους στις λαϊκές και μαχαίρωναν Αιγύπτιους ψαράδες και στις προεκλογικές συγκεντρώσεις φόραγαν τις περικεφαλαίες.

Το κινηματικό στοιχείο, ο στρατιωτικός βραχίονας του κόμματος είναι απολύτως αναγκαίος και αυτό που ξεχωρίζει τον φασισμό από την ακροδεξιά. Ο φασισμός γιγαντώνεται και διαμορφώνει στρατηγική κατάληψης της εξουσίας σε περιόδους πολιτικής αστάθειας που όμως έχει σαφή τον χαρακτήρα της κρίσης λόγω των λαϊκών κινημάτων. Τα τάγματα εφόδου μόνο σε τέτοιες συνθήκες έχουν λόγο ύπαρξης, όταν η απλή ακροδεξιά δεν φτάνει για να μαντρώσει τον λαό της. Τότε είναι που τα τάγματα εφόδου κάνουν παραδειγματικές επιθέσεις σε συγκεκριμένους στόχους συνδεμένους με το εργατικό κίνημα («προπαγάνδα της πράξης» λέγεται), εκφοβίζοντας τους αντιπάλους, χτυπώντας το κίνημα, δημιουργώντας ένα αίσθημα ασφάλειας στους οπαδούς, κατασκευάζοντας τον σκελετό του αστυνομικού κράτους (τα SS που ήταν τάγματα εφόδου πριν την κατάληψη εξουσίας, έγιναν η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες του ναζιστικού κράτους).

Η στρατηγική αυτή χαρακτηρίζεται από την εδαφική επέκταση σε γειτονιές της πόλης, ειδικά σε κρίσιμες εργατικές και μικροαστικές γειτονιές. Είναι κρίσιμη δηλαδή η αντιπαράθεση στον δρόμο με τα σοσιαλιστικά, εργατικά, λαϊκά κλπ. κινήματα, ειδικά την περίοδο που αυτά έχουν ξεπεράσει το ανοδικό στάδιο και έχουν αρχίσει να φθίνουν. Στην Ιταλία οι φασίστες εκτινάχτηκαν μετά την «κόκκινη διετία» (Biennio Rosso 1919-20), στην Γερμανία οι ναζί γνώρισαν την μέγιστη εκλογική ακμή τους στο τέλος της επαναστατικής (και κρισιακής) περιόδου της Βαϊμάρης που κράτησε από το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Και εδώ, η μεγάλη άνοδος της Χρυσής Αυγής είναι ταυτόχρονη με τα κινήματα των πλατειών και την μεγάλη κρίση και γνώρισε μεγάλη εδαφική επέκταση σε γειτονιές λαϊκές και φτωχές, στη Νίκαια, τον Κολωνό, τον Κορυδαλλό.

Κεντρώος Φασισμός και Ακραίο Κέντρο

Αναμφισβήτητα τώρα, τα Αδέρφια της Ιταλίας τα ξέρουν όλα αυτά, αφού έχουν τις ρίζες τους σε νεοφασιστικά κόμματα, αλλά τι από τα αντικειμενικά γενεσιουργά φαινόμενα του φασισμού υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ιταλία; Τα λαϊκά και εργατικά κινήματα βρίσκονται σε βαθιά παρακμή, τα φασιστικά τάγματα εφόδου δεν έχουν με ποιον να αντιπαρατεθούν, δεν υπάρχει κάποιος από τον οποίον να πρέπει να «σωθούν» οι φοβισμένοι μικροαστοί. Η μόνη διαμαρτυρία που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι αυτή που γίνεται δια της ψήφου, μια διαμαρτυρία με ρηχές ρίζες. Αν και σαφώς τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα συμπιέζονται και προλεταριοποιούνται από την διαρκή κρίση που μαστίζει τη χώρα από τότε που εντάχθηκε στο ευρώ, δεν υπάρχει από την άλλη μεριά ανησυχία για την μικροαστική ιδιοκτησία λόγω των κομμουνιστών που έρχονται να μας πάρουν τα σπίτια. Δεν υπάρχει επομένως λόγος το φασιστικό κόμμα να εκκινήσει την «κοινωνική» και «σοσιαλιστική» του ρητορική, όπως έγινε στον μεσοπόλεμο (οι φασίστες εφάρμοσαν μια κεϊνσιανού τύπου πολιτική με έμφαση στις υποδομές και την δημόσια αρχιτεκτονική και οι ναζί εφάρμοσαν τα πενταετή πλάνα που τα έμαθαν από την Σοβιετική Ένωση). Η κρίση αυτή δεν χρειάζεται τέτοιες θεραπείες που να μπορούν να εκμαυλίσουν λαϊκά στρώματα, η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με περισσότερο από τα ίδια: περισσότερη λιτότητα, περισσότερες «μεταρρυθμίσεις», περισσότερη μεταφορά εισοδήματος από τα κατώτερα στρώματα στα ανώτερα. Η Μελόνι δεν έχει τον τυπικά φασιστικό λόγο με τις κοινωνικές και φιλολαϊκές κορώνες. Αντίθετα είναι «κεντρώα», είναι πιο ακροκεντρώα ακόμα και από τον Ντράγκι. Δεν υπάρχει κανένα κίνημα, καμία λαϊκή βάση, καμιά μεγάλης κλίμακας φασιστική συμμορία στους δρόμους (πέρα από τους συνήθεις οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων) που να την υποστηρίζει. Η άνοδός της είναι αμιγώς εκλογική και όχι κινηματική. Για τον συντηρητικό Ιταλό που θα ψήφιζε «κεντροδεξιά» είχε έρθει η ώρα της να κυβερνήσει, κάπως σαν τον τρόπο που σε στιγμή κρίσης μπήκε και ο Λεβέντης στη Βουλή με τις ψήφους των απογοητευμένων δεξιών.

Οι διαβεβαιώσεις που έχει δώσει ως προς τη συνέχεια της πιο σκληρής νεοφιλελεύθερης γραμμής είναι ξεκάθαρες. Δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη της φασιστικής (ψευτο)κοινωνικής πολιτικής, η παραμικρή υπόσχεση στα μικροαστικά στρώματα ότι το πανίσχυρο κράτος θα παρέμβει, ώστε να τα στηρίξει στη δύσκολη αυτή στιγμή, αλλά το αντίθετο: το κράτος θα αφήσει την ιδιωτική πρωτοβουλία ακόμα πιο ελεύθερη, όποιοι περιορισμοί στην κίνηση του κεφαλαίου έχουν μείνει θα φύγουν και αυτοί, το «διεθνές» κεφάλαιο είναι ευπρόσδεκτο να αλωνίσει (ίσως όχι το γαλλικό κεφάλαιο λόγω σύγκρουσης με τον Μακρόν, αυτό θα το δούμε) και τα «εθνικά» κεφάλαια θα πρέπει να προσαρμοστούν. Οι Ευρωπαίοι είναι φίλοι μας, οι Αμερικάνοι είναι ακόμα πιο φίλοι μας, αυτοί και τα κεφάλαιά τους. Και αν είπαμε και καμιά κουβέντα παραπάνω για το εβραϊκό κεφάλαιο (βασικά τον Σόρος και την παγκόσμια κυβέρνηση), δεν πειράζει, νερό κι αλάτι. Όσο για τους εργάτες και τους κατώτερους μικροαστούς (αυτοί οι τελευταίοι την ψήφισαν κιόλας), αν δεν προσαρμοστούν, θα πεθάνουν.

Ως προς τα πολιτισμικά ζητήματα τώρα, προφανώς η νέα κυβέρνηση έχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων από ό,τι στα οικονομικά ζητήματα και θα επιχειρήσει να δείξει ένα σκληρό, ακροδεξιό πρόσωπο: Νόμος και τάξη, αντιφεμινισμός, αντιδιανοουμενισμός κλπ. Φτάνουν αυτά για να διατηρήσει την εξουσία, σε μια χώρα που το ίδιο έργο το έχουμε δει με παραλλαγές ξανά;

Δεν μπορούμε να προβλέψουμε, αλλά αν η πείρα από αλλού είναι οδηγός (σπόιλερ: μπα, δεν είναι), τότε όχι, θα χρειαστεί σύντομα να βρεθεί αντικαταστάτης και για αυτήν. Το κράτος, εφόσον είναι σχετικά σταθεροποιημένο, έχει πάντα τον πρώτο λόγο. Το φασιστικό φαινόμενο εμφανίζεται όταν υπάρχει χώρος για αυτό, όταν υπάρχει ένα αποσταθεροποιημένο από τους λαϊκούς αγώνες κράτος. Αν η κατάσταση είναι σταθεροποιημένη, δεν χρειάζονται τέτοια έκτακτα μέτρα. Στην Ελλάδα έφτασε η απλή κρατική καταστολή (από δεξιά κυβέρνηση) για να εξαφανιστεί η Χρυσή Αυγή και οι οπαδοί της να την εγκαταλείψουν άμεσα. Οι οπαδοί του φασιστικού κόμματος είναι μικροαστοί και μικροαγρότες, οπαδοί του νόμου και της τάξης, που τρομοκρατούνται αν διαπιστώσουν ότι βρίσκονται από τη λάθος μεριά της καταστολής, ενώ τα τάγματα εφόδου διαλύονται αν πάψει η χρηματοδότηση. Μια άλλη πορεία είχαμε στην Ουγγαρία. Όταν ο ακροδεξιός (και όχι φασίστας) Όρμπαν ανέλαβε να καθησυχάσει τα οξυμένα πνεύματα των μικροαστών, το καθαρά φασιστικό Jobbik διάλυσε τα τάγματα εφόδου και τώρα πια είναι πιο «κεντρώο» και από τον Όρμπαν: ο τελευταίος έχει διαμορφώσει ένα καθεστώς μερικής αυτονομίας από την Ε.Ε. μαζί με συμμαχίες με τους Ρώσους (όλα αυτά τα πουλάει ως «εθνική» γραμμή), ώστε να εισάγει φτηνή ενέργεια. Ελπίζει έτσι ότι θα κρατήσει χαμηλά τον δείκτη κοινωνικής δυσαρέσκειας, τη στιγμή που το τέως «φιλολαϊκό» Jobbik τον καταγγέλλει λίγο-πολύ για προδοσία των αρχών του νεοφιλελευθερισμού.

Η Μελόνι, έχοντας πλέον κατακτήσει την πρωθυπουργία, δεν ανησυχεί βέβαια ότι θα την στείλουν στο δικαστήριο, αλλά δεν έχει όμως και τη δυνατότητα ελιγμών του Όρμπαν. Η Ιταλία είναι πολύ περισσότερο διαπλεγμένη με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, σε βαθμό που μια απόπειρα αυτονόμησης θα είχε ως αποτέλεσμα αυτό που είπε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν: «Αν τα πράγματα πάνε σε μια ‘δύσκολη κατεύθυνση’ έχουμε εργαλεία», δηλαδή η Μελόνι θα έχει πρόβλημα. (Περιττό να πούμε ότι αυτή ήταν μια ακόμα δήλωση-πατάτα ολκής του τέρατος αυτού της πολιτικής που λέγεται φον ντερ Λάιεν, δήλωση που έδωσε αρκετούς πόντους στην Μελόνι). Επιπλέον, ο τυφλός ατλαντισμός και η υποστήριξη προς την Ουκρανία, εκτός από λόγος διάλυσης της κυβέρνησης (οι άλλοι δύο εταίροι έχουν καλύτερες σχέσεις με τον Πούτιν), σημαίνει κυρίως έναν παγωμένο χειμώνα.

Η Μελόνι επομένως έχει μπροστά της να αντιμετωπίσει προβλήματα που αντιμετώπισαν και όλοι οι προηγούμενοι, αλλά ιδιαίτερα οξυμένα λόγω της συγκυρίας. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι η Γερμανία, κύριος εταίρος του εξαγωγικού ιταλικού βιομηχανικού Βορρά, πάει φέτος για την χειρότερη κρίση της μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μελόνι πάει να αντιμετωπίσει προβλήματα χειρότερα από αυτά που έριξαν τους προηγούμενους και έφεραν αυτήν στην εξουσία, χωρίς όμως να διαθέτει τα εργαλεία που διέθεταν αυτοί και χωρίς φυσικά να έχει την παραμικρή δυνατότητα να συγκρουστεί με τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Άρα, αυτή τη στιγμή, αν δεν υπάρξουν θεαματικές αλλαγές, η πορεία που φαίνεται να είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να ακολουθήσει στο άμεσο μέλλον είναι μια από τα ίδια, με όξυνση της οικονομικής φυγής προς τα εμπρός, αύξηση της καταστολής, επίταση του πολέμου στην πολιτισμική αριστερά, ενίσχυση των οικονομικών ανισοτήτων και τελικά φυλλορροή των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων. Όλα αυτά μέχρι το επόμενο πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο, την επόμενη πολιτική κρίση και κυβέρνηση τεχνοκρατών ή μέχρι να υπάρξει διεκδικητικό, ανατρεπτικό κίνημα στην Ιταλία, κάτι που θα άλλαζε τα δεδομένα όχι μόνο στη χώρα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Μέχρι τότε, ο πραγματικός κίνδυνος δεν θα είναι από τον εκφασισμό αυτόν καθαυτό, αλλά από την όλο και πιο γρήγορη κοινωνική καταστροφή και εξαχρείωση που φέρνει το (πολύ) ακραίο κέντρο, στο οποίο, για την ώρα τουλάχιστον, θα πρέπει να κατατάξουμε και την Μελόνι. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Η Γερμανία είναι χλιαρή στην ιδέα της Κίνας για διεθνή έρευνα για τις εκρήξεις του Nord Stream

Μια ταινία γυρισμένη στο διάστημα

Καμπότζη: Είκοσι στρατιώτες σκοτώθηκαν σε έκρηξη σε βάση πυρομαχικών

Ανδρουλάκης: «Επί Κυριάκου Μητσοτάκη η Ελλάδα πήρε το “πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα” ακρίβειας»

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα