Η έκφραση «πλεονάζον φορτίο», που εκστόμισε ο νεοφασίστας υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας Ματέο Πιαντεντόζι, αναφορικά με τους 35 πρόσφυγες του πλοίου Humanity I, που η κυβέρνησή του δεν επέτρεψε να αποβιβασθούν στην Κατάνια, δεν είναι μία ατυχής επιλογή όρου. Ο τόνος της και το νόημά της παραπέμπει στον άλλο Ματέο (Σαλβίνι), που κατείχε το ίδιο χαρτοφυλάκιο παλαιότερα και είχε συνταράξει την κοινή γνώμη με την άρνησή του να δεχθεί το «πλεονάζον φορτίο» του πλοίου Diciotti.
Γιατί, παρά τις διακηρύξεις ευαισθησίας και αλληλεγγύης προς τα γυναικόπαιδα, φορτίο που εύκολα μπορεί να «επιστρέψει στον αποστολέα», η τακτική της κυβέρνησης Μελόνι είναι πανομοιότυπη με αυτήν των κλειστών λιμένων του Σαλβίνι. Όπως πανομοιότυπη είναι και η αναλγησία και αδιαφορία των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και η υποτιθέμενη «ευαισθησία» τώρα της Γαλλίας, τότε της Ισπανίας, για να δεχθούν ό,τι απορρίπτει η Ιταλία. Η επινοημένη τούτη μίνι-κρίση ανάμεσα στη Ρώμη και το Παρίσι, τη στιγμή μάλιστα που ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν με την επίσκεψή του στην Ιταλία ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που καθαγίασε την νεοφασιστική κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι, δεν έχει ευγενή κίνητρα, ούτε υποκινείται από ευαισθησία. Απλώς έχει στόχο, όχι να αφυπνίσει, αλλά απλώς να προειδοποιήσει και να πειθαναγκάσει τις άλλες χώρες να συνδράμουν, παίζοντας τον «λαγό».
Γιατί καταστάσεις όπως και αυτές ενδεχόμενα προοιωνίζονται ένα δύσκολο μέλλον. Αυτό, όπου τα ανεπιθύμητα ως ένα βαθμό «παράγωγα» της καταστροφικής πολιτικής των ανεπτυγμένων χωρών απέναντι στα «υποτελή της ανάπτυξης» κράτη θα είναι δύσκολο και να απορροφηθούν, αλλά και να αποτραπούν. Καθώς τα «στρατόπεδα» στις χώρες προέλευσης κοντά στη μεθόριο της Ευρώπης, αυτή την «ασύμμετρη μεμβράνη» κατά τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν (βλ. Σπαταλημένες ζωές, Κατάρτι, 2005), γεμίζουν με γρηγορότερο ρυθμό από όσο αδειάζει η ήπειρος από «αποκλίνοντες Άλλους», καταστάσεις όπως και αυτές θα είναι όλο και πιο συχνές.
Δυστυχώς όμως η ληστρική και κερδοσκοπική δραστηριότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της υβριδικής του σημερινής μορφής (με τον μερικό προστατευτισμό για επιχειρήσεις και προϊόντα που απειλούνται από τις κρίσεις), τη μόνη βιομηχανική παραγωγή που έχει αφήσει στις «αναπτυσσόμενες» χώρες είναι, όπως έλεγε και ο Μπάουμαν, αυτή των προσφύγων και των μεταναστών. Αυτών που στις χώρες του προηγμένου κόσμου παίζουν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για τα δικά του προβλήματα. Είναι εκείνοι οι «περιττοί άνθρωποι», και τα «ανθρώπινα απορρίμματα» (Μπάουμαν), που ωστόσο καλολογικά ονομάζονται «πλεονάζων πληθυσμός», που δεν μπορεί να ενσωματωθεί ξανά στους συνηθισμένους ρυθμούς της κοινωνικής ζωής των χωρών υποδοχής και δεν μπορεί να γίνει ξανά «χρήσιμος». Τουλάχιστον προς το παρόν, γιατί πάντα η «εργασιακή εφεδρία» που προσφέρει (το είδαμε στη διάρκεια της πανδημίας με τους ανακλητούς και αναλώσιμους εργάτες γης, διανομείς κλπ.) θα είναι χρήσιμη, όποτε χρειασθεί.
Η πολιτική της Ιταλίας, αλλά και η εσκεμμένη παρέμβαση της Γαλλίας, φανερώνει πως η Ευρώπη έχει εγκαταλείψει την ultima ratio του μοντερνιστικού πολιτικού και ηθικού υποκειμένου. Μία αρχή που εδράζεται στην έννοια της «αλληλεγγύης» και «της αναγνώρισης της ανάγκης του Άλλου», που σύμφωνα με τον Χ. Μ. Εντσεζμπέργκερ αποτελεί τον ορισμό της «ελευθερίας».
Στην ανάγκη του Άλλου, η Μελόνι, όπως ακριβώς πριν από αυτήν ο Σαλβίνι, είχε αντιτάξει την «ανάγκη» του Κράτους. Και χειρότερα ακόμη, αμφότεροι ορίζουν την ελευθερία ως ασφάλεια, ως περιορισμό μέσα σε τείχη προστασίας και ελέγχου, ποινικοποίησης και δαιμονοποίησης του «εξωτερικού» και ταυτόχρονα και του «εσωτερικού» εχθρού, στα πρότυπα της πολιτικής θεολογίας του Καρλ Σμιτ. Η προστασία και η ποινικοποίηση, ο ασφυκτικός έλεγχος της κοινότητας σε όλα τα επίπεδα, σύμφωνα με τη νεοφασιστική κυβέρνηση των Μελόνι και Σαλβίνι, προστατεύει από την «οντολογική ανασφάλεια» τους Ιταλούς και κρηπιδώνει «την ποιότητα ζωής» τους.
Βέβαια, η οντολογική ανασφάλεια των Ιταλών που αφορά την ανεργία, την ακρίβεια, την επισφάλεια της κοινωνικής ασφάλισης και υγειονομικής τους περίθαλψης, δεν έχει σχέση με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Όμως ο διοχετευμένος φόβος αλλοτριώνει κάθε εσωτερική κοινωνική διαμάχη, σε μία περίοδο που η εργασία-ανεργία θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για κινητοποιήσεις και κοινωνική αναταραχή.
Όπως και ο Σαλβίνι πριν λίγα χρόνια, έτσι και η Μελόνι με την πολιτική των κλειστών λιμένων, σε μεγάλο βαθμό επιχειρεί να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά το μεγάλο έρεισμα του κόμματός της στην Σικελία και γενικά τον ιταλικό Νότο. Εκεί δηλ. που κατά κόρον κατευθύνονται για να βρουν ασφαλές καταφύγιο οι ορδές των απελπισμένων «ανθρώπινων απορριμμάτων».
Τόσο η Μελόνι, όσο κι ο Μακρόν- (που μη λησμονούμε πόση λίγη ανεκτικότητα έχει δείξει για άλλους «δικούς» του πρόσφυγες και μετανάστες) επικαλούνται με τον δικο τους τρόπο και διαφορετικά ξενοφοβικά κίνητρα: πολιτιστικά/θρησκευτικά η νεοφασίστρια πρωθυπουργός, οικονομικά ο νεοφιλελεύθερος πρόεδρος, καθώς και απειλές για την ευρωπαϊκή επικράτεια και κυρίως την καταναλωτική της ευημερία. Και όλα τούτα πίσω από το πρακτικό επιχείρημα της αδυναμίας να αντεπεξέλθει οικονομικά και «οικιστικά» η Ιταλία, η Γαλλία και κατ’ επέκταση η Ευρώπη σε τόσους μετανάστες, που πρέπει και τα υπόλοιπα κράτη να δεχθούν -ή απλά συλλήβδην να συμφωνήσουν ότι δεν πρόκειται να ξαναδεχθούν, άσχετα ανθρωπιστικών και διαφωτιστικών ιδανικών.
Το «πλεονάζον φορτίο» του Πιαντεντόζι, που κατά το κόμμα του είναι ορισμός ο οποίος περιλαμβάνεται και σε σχετική ορολογία του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας σχετικά με το περιεχόμενο των πλοίων, πραγμοποιεί την έννοια της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, και της ανθρώπινης ταυτότητας, που ιδιαίτερα στην Ρουσωϊκή θεμελίωσή της αναφέρεται στην ιδιότητά της καθαυτή να επιδεικνύει «έλεος». Πλέον, το έλεος έχει αντικαταστήσει ο «εξευτελισμός
των in limbo προσφύγων, ανεπιθύμητων φορτίων πάνω στο πλοίο, ως ισχυρό εργαλείο αποτροπής. Αλλά και η έννοια της επιβίωσης, όπως την εννοεί η κυβέρνηση Μελόνι γίνεται αντιληπτή με τον μεταμοντέρνο καθορισμό της ως Ντεριντιανό sur-vivre. Κοντολογίς, σαν μία διπλή «επί-βίωση», που δεν είναι ζωή καθαυτή, αλλά σαν κάτι το ουτοπικό που προστίθεται και είναι πέρα από το τώρα και αφορά την μεταφυσική επιβίωση της Ευρώπης από το προστιθέμενο βάρος των ζωών και της επιβίωσης των απρόσκλητων ξένων.
Στην περίπτωση του Humanity I, όπως παλαιότερα στο Diciotti, έχουμε μια ολοκληρωτική ισοπέδωση της αντίληψης του άλλου ως «προσώπου», όπως θα έλεγε και ο Εμανουέλ Λεβινάς, έστω και συλλογικού ή κοινοτικού. Ο μετανάστης παύει πια να είναι «Σύρος», «Ιρακινός», «Αφρικανός», όλοι μαζί συμφύρονται σε ένα προφίλ. Με τη λαϊκιστική ρητορεία και την εξευτελιστική limbo της πλωτής ανυπαρξίας τους, «αποσυμβολοποιείται» πλήρως την εικόνα και την ύπαρξη του μετανάστη, που πλέον παύει να έχει «πρόσωπο»: στο πουθενά που βρίσκεται δεν είναι ούτε καν ο «Άλλος», δεν είναι τίποτα.
Μέσα από τη δημιουργία μιας κατάστασης τοπικής/σωματικής και νοηματικής ανυπαρξίας του άλλου (γιατί εγκλωβισμένος μέσα στο πλοίο είναι και δεν είναι, ως ταυτότητα, βρίσκεται και δεν βρίσκεται, ως ύπαρξη), του αφαιρείται η δυνατότητά του να προσδιοριστεί έστω και αρνητικά, γιατί δεν υπάρχει, δεν βρίσκεται πουθενά.
Η συγκρότηση ενός υποκειμένου του «άλλου χωρίς ταυτότητα», εκείνου που δεν ανήκει ούτε καν στην αρνητική ιδιότητα που μπορεί να τον χαρακτηρίσει, ακόμη και στα δικά του μάτια: ως εντελώς αποβλητέος, όχι απλώς άπατρις, αλλά στερούμενος και ενός εδάφους στο οποίο πατά, χάνει ακόμη και τον προσδιορισμό του «ξένου», που έστω κι ανεπιθύμητος ζει και κατοικεί κάπου και που με βάση τα χαρακτηριστικά του ξένου και των συνθηκών αποδοχής ή μη, δύναται ο ίδιος να διαπλάσει μία «συμμετρική ταυτότητα».