Η Ελλάδα πρέπει να ανακτήσει τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις που «χαρίστηκαν» σε εταιρείες που πιθανώς επλήγησαν από πυρκαγιές το 2007, αγνοώντας απόφαση τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και του Δικαστηρίου της Ε.Ε., δήλωσε εκπρόσωπος της Κομισιόν στη EURACTIV.
«Μετά την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Οκτωβρίου 2019, η Ελλάδα πρέπει να ανακτήσει την ασυμβίβαστη ενίσχυση, συν τους τόκους, που χορηγήθηκε στο πλαίσιο των πυρκαγιών του 2007», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το 2007, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα έλαβε μέτρα για την οικονομική στήριξη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στους νομούς που επλήγησαν από τις σφοδρές δασικές πυρκαγιές.
Επτά χρόνια αργότερα, το 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε έρευνα για την υπόθεση ενίσχυσης της Soya Hellas SA μετά από σχετική καταγγελία. Το 2016, η Επιτροπή διεύρυνε το πεδίο της έρευνας εστιάζοντας σε όλες τις αγροδιατροφικές επιχειρήσεις που έλαβαν κρατικές ενισχύσεις λόγω των πυρκαγιών.
Οι έρευνες ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 2019, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές ενισχύσεις του 2007 ήταν παράνομες και ασυμβίβαστες με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακτήσει την εν λόγω ενίσχυση από τους δικαιούχους εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης.
Ωστόσο, η συντηρητική ελληνική κυβέρνηση αγνόησε την απόφαση της Επιτροπής και προχώρησε στο «δώρο» της κρατικής ενίσχυσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι οι εν λόγω εταιρείες «απαλλάσσονται πλέον από την υποχρέωση να επιστρέψουν στο ελληνικό Δημόσιο, και μάλιστα με τόκους, τις ενισχύσεις που έλαβαν πριν από πολλά χρόνια».
Αρκετές πηγές στην Αθήνα δήλωσαν στη EURACTIV ότι το πολιτικό κόστος της απαίτησης επιστροφής των χρημάτων θα ήταν τεράστιο για την κυβέρνηση.
Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση έρχεται σε αντίθεση με το φιλοευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό αφήγημα που τόνιζε το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας πριν αναλάβει την εξουσία τον Ιούλιο του 2019.
Ο εκπρόσωπος της ΕΕ σχολίασε ότι μόλις ληφθεί απόφαση ανάκτησης, «τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν και να διασφαλίσουν την πλήρη ανάκτηση των παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και τις διαδικασίες».
«Η Επιτροπή βρίσκεται σε επαφή με τις ελληνικές αρχές για την εφαρμογή της απόφασης ανάκτησης της Επιτροπής. Δεν μπορούμε να σχολιάσουμε το περιεχόμενο αυτών των επαφών», πρόσθεσε ο αξιωματούχος της ΕΕ.
Έλλειψη διαφάνειας
Η EURACTIV ενημερώθηκε ότι μετά την έκδοση της απόφασης ανάκτησης της Επιτροπής, η Ελλάδα κατέθεσε αίτημα ακύρωσης εναντίον της.
Στις 19 Οκτωβρίου 2022, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακύρωσης, μεταξύ άλλων, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, δηλαδή αφενός η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των πυρκαγιών και αφετέρου ο υπολογισμός της ζημίας για την αποφυγή υπεραντιστάθμισης. Η υπόθεση βρίσκεται τώρα ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από περαιτέρω προσφυγή που άσκησε η Ελλάδα.
«Οι νομικές προσφυγές ενώπιον των δικαστηρίων της ΕΕ που επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης ανάκτησης από την Επιτροπή δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα», δήλωσε στη EURACTIV πηγή της ΕΕ με γνώση του θέματος.
Επικοινωνώντας με τη EURACTIV, ο δικηγόρος Σπύρος Παππάς, με έδρα του τις Βρυξέλλες, επιβεβαίωσε ότι είχε ασκήσει δύο προσφυγές ακύρωσης ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Ελλάδας: μία κατά της απόφασης του υπουργού Οικονομικών να απαλλάξει τους δικαιούχους από την υποχρέωση επιστροφής των παράνομων κρατικών ενισχύσεων και μία δεύτερη κατά της παράλειψης του υπουργού να δημοσιοποιήσει τον κατάλογο των δικαιούχων εταιρειών.
«Λυπάμαι για την έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά την ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων και τη μη συμμόρφωση με την απόφαση της Επιτροπής και την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Αυτό συνιστά κατάφωρη στρέβλωση του ανταγωνισμού που επηρεάζει σοβαρά τις δραστηριότητες των ανταγωνιστών», δήλωσε ο ίδιος στη EURACTIV.
Πηγή: www.euractiv.gr