ΑΘΗΝΑ
13:24
|
22.11.2024
Από την Αστάνα στη Βιέννη και στην ελπίδα των ανυπόληπτων.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα ανάμεσα στους Νιπόμνιατσι και Ντινγκ σημαδεύεται από την απουσία του Κάρλσεν που του αφαιρεί προβολείς. Με αυτό ως αφορμή ανακαλούμε ένα «σκοτεινό» ματς του παρελθόντος.

Στις 9 Απριλίου, στο St. Regis Hotel στην Αστάνα του Καζακστάν, ο Ίαν Νιπόμνιατσι έπιανε το πιόνι μπροστά από τον βασιλιά του για να παίξει την πρώτη κίνηση του ματς που θα αναδείξει τον δέκατο έβδομο αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι. Θυμίζουμε εν παρόδω ότι η διάσπαση του πρωταθλήματος που επέβαλε ο Γκάρι Κασπάροβ το 1993 και έληξε το 2006 αναδείκνυε δύο διαφορετικούς παγκόσμιους πρωταθλητές, οι οποίοι δεν προσμετρώνται στη «βραχεία» λίστα των δεκάξι έως τώρα κατόχων του τίτλου. Απέναντι στον… ΦΙΝΤΕ -λόγω κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας-Νιπόμνιατσι, ο Κινέζος Ντινγκ Λίρεν. Μετά το τέλος αυτής της πρώτης παρτίδας, όπου εκατέρωθεν λάθη άφησαν το αποτέλεσμα ισόπαλο, ο Ντινγκ δήλωσε πως δεν είχε προετοιμάσει τίποτα το ιδιαίτερο -ήταν τόσος ο ενθουσιασμός του που έπαιζε σε ένα ματς παγκόσμιου πρωταθλήματος που του ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί.

Φαίνεται ωστόσο ότι τον ενθουσιασμό του δεν τον μοιράζεται στον ίδιο βαθμό ο σκακιστικός κόσμος. Ο λόγος είναι πως αυτό το ματς είναι το πρώτο μετά από καιρό που θα αναδείξει έναν παγκόσμιο πρωταθλητή που δεν θα είναι ταυτόχρονα και ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Ξέρουμε ότι μετά το πέρας του ματς των Διεκδικητών τον περασμένο Ιούλιο, όπου ο 32χρονος Νιπόμνιατσι κέρδισε το δικαίωμα να αντιμετωπίσει εκ νέου τον Μάγκνους Κάρλσεν, ο τελευταίος αποφάσισε να εγκαταλείψει τον παγκόσμιο τίτλο, αρνούμενος να συμμετάσχει. Όπως και να ερμηνεύσει κανείς την απόφαση του παγκόσμιου πρωταθλητή -κόπωση, έλλειψη κινήτρων, προσπάθεια αποσταθεροποίησης της ΦΙΝΤΕ και στροφή σε μια πιο δυτικότροπη διοργάνωση- το αποτέλεσμα ήταν ότι άνοιξε ο δρόμος για τον δεύτερο του τουρνουά, Ντινγκ, ο οποίος, διπλά τυχερός αφού η συμμετοχή του εκεί ήταν απόρροια των κυρώσεων ενάντια στον «πουτινόφιλο» Σεργκέι Καριάκιν, έχει την ελπίδα στα 30 του να ζήσει το όνειρο κάθε σκακιστή.

Η αμφιβολία του κοινού για το επίπεδο του ματς ήταν έντονη εξαρχής και εντάθηκε περαιτέρω από «στρατηγικές» δηλώσεις κορυφαίων του αθλήματος, που επισημαίνουν ότι κανείς από τους δύο διεκδικητές δεν έχει το άστρο του Κάρλσεν. Ο πολύς Γκάρι Κασπάροβ μάλιστα έδωσε ακόμα μια μαχαιριά στη διοργάνωση, τονίζοντας ότι Μάγκνους απόντος δύσκολα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτή την αναμέτρηση ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Το γεγονός ότι ο Μάγκνους δεν συμμετέχει, αλλά ταυτόχρονα συνεχίζει να παίζει σκάκι, καθιστά την κατάσταση αντινομική, με μια δυαρχία ενόψει που θα απονομιμοποιεί τον επόμενο πρωταθλητή ντε φάκτο. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, όσο κι αν η λατρεία της υψηλού μεγέθους μεγαλοφυΐας του Κάρλσεν και η ανάγκη για θεματικά ματς με παιδιά-θαύματα απομειώνουν την επικοινωνιακή διάσταση του ματς, δεν παύει να παίζουν σ’ αυτό το Νο2 και το Νο3 του κόσμου, δυο παίκτες εγνωσμένης ικανότητας -ας κερδίσει λοιπόν ο καλύτερος.

Ο Νιπόμνιατσι και ο Ντινγκ ανταλλάσσουν την πρώτη χειραψία στο ματς που θα κρίνει τον 17ο αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο πρωταθλητή. Η απουσία του Μάγκνους Κάρλσεν ωστόσο καθιστά τη νομιμοποίηση του ματς προβληματική. Φωτο: MariaEmelianova/Chess.com

Την εποχή της πληροφορίας, των διαρκών μετρήσεων και της συνεχούς ροής πληροφορίας, ακόμα κι αυτό το ματς καθίσταται πλήρως διάφανο. Τα πράγματα ωστόσο δεν ήταν πάντα έτσι. Η αμφισβήτηση της αξίας του ματς Νέπο-Ντινγκ μού έφερε συνειρμικά στον νου ένα από τα λιγότερο γνωστά ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα στην ιστορία του σκακιού: αυτό ανάμεσα στον τότε πρωταθλητή Εμάνουελ Λάσκερ και τον διεκδικητή Καρλ Σλέχτερ. Το ματς κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία γιατί παραμένει ακόμα και σήμερα σκοτεινό: δεν ξέρουμε ούτε τους όρους διεξαγωγής του ούτε αν υπήρξε όντως ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα ή ένα απλό ματς ανάμεσα σε δύο δυνατούς παίκτες. Με μια τέτοια εκκίνηση πώς να μη γοητευτεί κανείς από τα πιθανά σενάρια πριν καν δει τις λεπτομέρειες;

Πριν περάσουμε στο ματς, καλό είναι να θυμίσουμε πως τον καιρό της διεξαγωγής του δεν υπάρχει σαφώς οριοθετημένο πλαίσιο για την ανάδειξη του παγκόσμιου πρωταθλητή. Υπήρχε μόνο η ηθική υποχρέωση του πρωταθλητή να δίνει από καιρού εις καιρόν ένα ματς απέναντι σε κάποιον διεκδικητή που ο ίδιος διάλεγε, είτε επειδή θεωρούσε ότι είχε κάτι να αποδείξει εναντίον του είτε επειδή ο διεκδικητής είχε την ικανότητα να προσελκύσει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους. Έτσι είχε βρεθεί να είναι και ο ίδιος ο Λάσκερ πρωταθλητής, όταν το 1894 ο Βίλχελμ Στάινιτς, αναγνωρίζοντας τις σκακιστικές του ικανότητες, δέχθηκε να αναμετρηθεί μαζί του στη Βόρεια Αμερική. Εκείνο το ματς, που για τη συγκέντρωση των απαραίτητων χορηγών είχε διεξαχθεί σε τρεις πόλεις -Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια και Μόντρεαλ- βρήκε τον Λάσκερ καθαρό νικητή με πέντε νίκες περισσότερες. Ο Λάσκερ κόμιζε στο παιχνίδι την εμπέδωση των αρχών του Στάινιτς, με τις οποίες θεμελιώνεται το κλασικό σκάκι, μαζί με την πραγματιστική προσαρμογή στις ανάγκες της θέσης. Μέγας ψυχολόγος, ο Λάσκερ αντιμετώπιζε το σκάκι ως αγωνιστική δραστηριότητα ανάμεσα σε δυο ανταγωνιστικές υποκειμενικότητες, αναγνωρίζοντας ότι μαζί με τη θέση πρέπει να «παίζεις» και τον παίκτη. Δυνατός στην άμυνα, ψύχραιμος και με χαλύβδινα νεύρα, μεσουράνησε στο σκακιστικό στερέωμα για 27 χρόνια ως πρωταθλητής, ενώ και μετά την ήττα του από τον Καπαμπλάνκα το 1921 συνέχισε να παίζει σε υψηλό επίπεδο. Μεταξύ της χρονιάς ανόδου του στον σκακιστικό Όλυμπο και του 1910 που βρισκόμαστε, είχε ήδη παίξει άλλα τέσσερα ματς εναντίον διεκδικητών. Το πρώτο ήταν το ματς-ρεβάνς εναντίον του Στάινιτς το 1896-97,που και επιβεβαίωσε την πρωτοκαθεδρία του. Δέκα χρόνια αργότερα αντιμετώπισε με επιτυχία τον Αμερικανό Φρανκ Μάρσαλ, ενώ το 1908 κατίσχυσε επί του μεγάλου εχθρού του Ζίγκφριγκ Τάρας. Ο Τάρας εκπροσωπούσε τον καθαρό δογματισμό της ανάδειξης των αρχών του Στάινιτς σε χρυσό κανόνα της επιτυχίας. Όπως συχνά συμβαίνει στην εξελικτική ιστορία των ειδών, η προσκόλληση σε σταθερές συνήθειες αντίκειται στην προσαρμογή και οδηγεί στην εξαφάνιση του είδους. Όσο καλός και αν ήταν ο Τάρας δεν θα κατάφερνε ποτέ να κατισχύσει απέναντι στον χαμαιλεοντικό Λάσκερ. Η νίκη επί του Τάρας επιβεβαίωσε την πρωτοκαθεδρία του έναντι της σχολής Στάινιτς, εντούτοις η πληθώρα νέων ταλαντούχων σκακιστών έθεσε στον πρωταθλητή το ζήτημα της επανεπιβεβαίωσης της κυριαρχίας του. Έτσι, το 1909 ήταν η σειρά του Γιανόβσκι να αντιμετωπίσει και να χάσει από τον Λάσκερ, σε ένα ματς δέκα παρτίδων, όπου σε περίπτωση ισοπαλίας ο Λάσκερ θα διατηρούσε τον τίτλο του.

Στάινιτς και Λάσκερ στη Νέα Υόρκη το 1894

Όπως διαπιστώνει κανείς εύκολα, ο Γερμανός εκείνη την περίοδο είναι πρόθυμος να αποδεικνύει σε κάθε ευκαιρία την αξία του. Από την άλλη αυτή η συνεχόμενη επίδειξη αποτελεί ίσως και ένδεξη υπεραναπλήρωσης, καθώς δεν αντιμετωπίζει τον σημαντικότερο ίσως αντίζηλό του: τον Ακίμπα Ρουμπινστάιν. Η δυσκολία του τελευταίου να βρει σπόνσορες τον καταδίκασε εντέλει στο να μην του δοθεί ποτέ η ευκαιρία να διεκδικήσει τον ύψιστο σκακιστικό τίτλο.

Ο Σλέχτερ όμως; Ο Σλέχτερ ήταν ένας τυπικός Βιεννέζος και την καλύτερη περιγραφή του περιβάλλοντος της αυστροουγγρικής πρωτεύουσας στη σκακιστική βιβλιογραφία την έχει δώσει ο Ριχάρδος Ρέτι:

Η Βιέννη, η ιστορική πόλη της τέχνης, ήταν πάντοτε η πόλη εκείνων που δεν αναγνωρίζονται ή που αναγνωρίζονται αργά. Αυτό είναι ριζωμένο στο πνεύμα όσων συμβαίνουν στη Βιέννη και στη βιεννέζικη τέχνη, καθότι η τέχνη αυτή δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλο πάθος και τραγικές χειρονομίες. Δεν είναι κραυγαλέα· αντίθετα, είναι κρυφή. Δεν επιβάλλεται, προσεγγίζεται· πρέπει να αναζητηθεί. Η Βιέννη έχει παλιά σκακιστική παράδοση, διότι το σκάκι είναι κυρίως το παιχνίδι των ανυπόληπτων, όσων δηλαδή αναζητούν στο παιχνίδι την επιτυχία εκείνη που τους έχει στερήσει η ζωή (Ρ. Ρέτι, Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι, μτφρ. Στράτος Κακαδέλλης Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 93-4).

Ένας τέτοιος ανυπόληπτος που έφτασε την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα να έχει τα κατάλληλα αποτελέσματα για να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Λάσκερ ήταν και ο Σλέχτερ. Ο Ρέτι συνεχίζει τη γλαφυρή περιγραφή:

Κρατήθηκε μακριά από συλλόγους και καφενεία, όσο του επέτρεπε η εργασία του. Ζούσε κατά προτίμηση στην εξοχή, όπου περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του ασχολούμενος με τις τέχνες και τις επιστήμες. Ήταν ολόψυχα δοσμένος στη φύση και ο αντίχτυπος της αγάπης του αυτής είναι που προσδίδει στις παρτίδες του την ιδιαίτερη γοητεία τους. Οι παρτίδες του διακρίνονται από την ευρύτητα των σχεδίων του – όπως ακριβώς στο δάσος οι κορμοί και τα κλαδιά των δέντρων εκτείνονται προς όλες τις μεριές όπου υπάρχει ανοικτός χώρος, έτσι ανέπτυσσε και ο Σλέχτερ τα κομμάτια του· δυναμικά, όπως η φύση, χωρίς σκοπό. Δεν υπήρχαν κρυφά σημεία ή παγίδες εκεί, παρά μόνο σωστή ανάπτυξη. Ούτε υπερβολική βιασύνη ούτε δέσμευση σε κάποια ιδέα, αλλά μια αρμονική ανάπτυξη. Όντως οι συνδυασμοί του Σλέχτερ δεν είναι σαν τα τριαντάφυλλα του θερμοκηπίου, που εκπλήσσουν τους πάντες με την ομορφιά τους αλλά στον πραγματικό εραστή της φύσης σύντομα προδίδουν την υπερβολή· όχι είναι μάλλον τα ταπεινά και κρυμμένα λουλούδια του δάσους που πρέπει να τα αναζητήσεις και η αγάπη σου γι’ αυτά αυξάνεται καθώς τα συλλέγεις. Έτσι αφήνεται κανείς στις παρτίδες του Σλέχτερ, όπου μαζί με την απεραντοσύνη και με την απλότητα της φύσης ανακλάται και η ατμόσφαιρα της βιεννέζικης τέχνης και μουσικής. (σ. 94-5)

Ο Σλέχτερ σε επίδειξη μπλάιντ σιμουλτανέ σε καφενείο της Βιέννης

Και πέραν αυτών, ο Σλέχτερ ήταν ένας «μετρ της ισοπαλίας» που σπάνια έχανε. Τονίζοντας τον κίνδυνο στον οποίο ηθελημένα έμπαινε ο Λάσκερ, ο Ηλίας Κουρκουνάκης παρατηρεί: «Ο Αυστριακός ήταν ικανός να κερδίσει μια παρτίδα και να κάνει ισόπαλες όλες τις άλλες. Πράγμα που περίπου έγινε» (Από την ιστορία του σκακιού, Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1986, σ. 200).

Πριν όμως δούμε πώς «παραλίγο να…», ας πούμε δυο λόγια για την άγνοιά μας περί των συνθηκών του ματς. Δυστυχώς τα τεκμήρια από τους γραπτούς όρους της διεξαγωγής του ματς είναι οριστικά χαμένα. Δεν γνωρίζουμε έτσι τι θα έπρεπε να κάνει ο Σλέχτερ για να αποσπάσει από τον Λάσκερ τον τίτλο. Η ισοπαλία ήταν με το μέρους του Πρωταθλητή όπως λίγο πριν εναντίον του Γιανόβσκι; Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Λάσκερ είχε την απαίτηση να χάσει με παραπάνω από έναν βαθμό διαφορά για να χάσει το στέμμα, πράγμα που ακούγεται υπερβολικό σε ένα ματς μόλις δέκα παρτίδων, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Και υπάρχουν και αυτοί που αμφισβητούν μέχρι και την υπόθεση ότι ο Λάσκερ έπαιζε το στέμμα του όντως, θεωρώντας το απλώς ένα ματς επίδειξης. Το γεγονός ότι οι όροι του ματς συζητούνταν επί δύο χρόνια ίσως έχει επηρεάσει και όλες αυτές τις αντικρουόμενες γνώμες. Αυτά που ξέρουμε με σιγουριά είναι ότι το ματς (δέκα παρτίδων -αν και λίγες πηγές αναφέρουν δώδεκα) διεξήχθη το μισό στη Βιέννη και το άλλο μισό στο Βερολίνο.

Η πορεία του ματς ήταν καθοριστικής σημασίας για τις σημερινές απορίες επί των κανόνων, καθώς ακολούθησε, ιδιαίτερα στο φινάλε του, μια ανορθόδοξη κατάληξη. Το πρώτο μισό του ματς, που διεξήχθη στη Βιέννη, «έδρα» του Σλέχτερ, είχε γι’ αυτόν ιδανική εξέλιξη Οι πρώτες τέσσερις παρτίδες του ματς έληξαν ισόπαλες, μετά από περίπλοκες μάχες. Στην 5η ωστόσο, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Κουρκουνάκης, «Ο Λάσκερ απέκτησε μια μικρή υπεροχή σε φινάλε βασίλισσας και πύργου, αλλά ο Σλέχτερ κατάλαβε έγκαιρα πως θα έχανε αν συνέχιζε με φυσιολογικό τρόπο. Πριν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, θυσίασε ένα πιόνι για να ανοίξει γραμμές γύρω από τον βασιλιά του Λάσκερ. Ο τελευταίος έκανε μικροανακρίβειες και η νίκη του Σλέχτερ ήταν γεγονός» (σ. 201). Με το ματς να μεταφέρεται στο Βερολίνο, θα ήταν αρκετό για τον Σλέχτερ να κρατήσει απλώς την ισοπαλία. Ήξερε ωστόσο ότι αυτό δεν σήμαινε πως αν «σκότωνε» απλώς το παιχνίδι θα τα κατάφερνε. Ο Λάσκερ, όπως απέδειξε αργότερα στη φημισμένη του παρτίδα έναντι του Καπαμπλάνκα στην Πετρούπολη το 1914, ήξερε να εκμεταλλεύεται τον εφησυχασμό των αντιπάλων, βγάζοντας νίκες από φαινομενικά νεκρές θέσεις. Εκμεταλλευόταν την ψυχολογία της ισοπαλίας που τους έκανε να χάνουν το μαχητικό ένστικτο και ανέπτυσσε «δολοφονικές» αντεπιθέσεις. Έτσι, ο Σλέχτερ συνέχισε να πιέζει και να μπαίνει οικειοθελώς σε περιπλοκές, γεγονός που έδωσε στο ματς κορυφαίες στιγμές.

Το καλύτερο ωστόσο το φύλαγαν οι δύο αντίπαλοι για το τέλος. Η τελευταία παρτίδα του ματς έχει χαρίσει στη σκακιστική βιβλιογραφία πλήθος σχολιασμού. Ο Σλέχτερ έπρεπε απλώς να κρατήσει την ισοπαλία, και στη Σλαβική Άμυνα που εμφανίστηκε στη σκακιέρα βγήκε ευνοημένος από τις περιπλοκές και είχε ακόμα και καλύτερη θέση. Ωστόσο, δεν κατάφερε να αδράξει την ευκαιρία και σιγά σιγά διολίσθησε και πάλι σε μια κατάσταση που εντούτοις του ήταν αρκετή για να κρατήσει την ισοπαλία και τον τίτλο. Εκεί όμως, αντί να κάνει μια μάλλον εύκολη ισοπαλία, δεν βρήκε τον σωστό δρόμο -κυνηγώντας ίσως μια νίκη;- και κατέληξε να χάσει.

Γιατί έχασε ο Σλέχτερ; Η ερμηνεία της συμπεριφοράς του Βιεννέζου κατά την τελευταία αυτή παρτίδα έδωσε τροφή στους ιστορικούς για να υποστηρίξουν πως είναι πιθανό οι όροι του ματς να μην επέτρεπαν στον Σλέχτερ να κατακτήσει το πρωτάθλημα με την ελάχιστη διαφορά του ενός βαθμού. Αν και αυτό θα έλυνε το πρόβλημα, θα δημιουργούσε ένα νέο: πώς είναι δυνατόν κάποιος να συναινέσει σε μια τόσο παράδοξη συνθήκη που θα τον καθιστά ηττημένο ενώ έχει κερδίσει. Η ίδια η θέση πριν την τελευταία ευκαιρία της ισοπαλίας έχει επίσης προκαλέσει φιλολογικές διαμάχες. Ακόμα και αυτός ο μέγας Γκάρι Κασπάροβ έχει καταγράψει λανθασμένα τις κινήσεις στον πρώτο τόμο του έργου του για τους Μεγάλους προκατόχους του, δίνοντας τροφή σε αρνητικές κριτικές, ανάμεσα στις οποίες και αυτή του Χιούμπνερ (για μια σειρά ιστορικών τεκμηρίων για το ματς, όπως και για τον τρόπο που την πάτησε ο Κασπάροβ, μπορεί κανείς να ανατρέξει στο εξαιρετικό μπλογκ του Έντουαρντ Γουίντερ). Γοητευμένος από τη θέση ο Κρίστιαν Μαν, συγγραφέας ενός βιβλίου γνωριμίας με το σκάκι (Σκάκι. Ο κόσμος σε 64 τετράγωνα, που στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Νίκου Θεοδωρόπουλου από τους Αντίποδες), θα τη χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα στην αρχή κιόλας του βιβλίου του, ώστε να δείξει μια χαρακτηριστική περίπτωση της πίεσης που ασκείται στα νεύρα του σκακιστή κατά τη διάρκεια μιας αναμέτρησης όπου κανένα λάθος δεν επιτρέπεται. Ο Μαν θα επισημάνει πώς στην περίπτωση του Σλέχτερ, έχουμε και ένα επιπρόσθετο στοιχείο που καθιστά το λάθος μοιραίο: ο Σλέχτερ με την οικονομική επισφάλεια να τον συνοδεύει σε όλη του την ζωή, δεν έχασε απλώς τη δόξα αλλά και μια πηγή βιοπορισμού.

Η ιστορία του ματς Λάσκερ-Σλέχτερ δίνει ωστόσο ελπίδα: ένα υποτιμημένο στον καιρό του και διά μακρόν ματς, μαζί με έναν δευτεραγωνιστή της σκακιστικής ιστορίας, όπως ο Σλέχτερ, βρίσκουν τον δρόμο προς την εκ νέου άνθιση τους, μέσα από ιστορικούς και ρέκτες που αναζητούν αυτά τα σπάνια άνθη. Ποιος ξέρει ποια θα είναι η αντίστοιχη μοίρα των Νέπο και Ντινγκ…

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κουτσούμπας: Να σταματήσει η Ελλάδα να ενισχύει το καθεστώς Ζελένσκι

Σεισμός 4,2 Ρίχτερ στην Κω

Μήνυση Λινού κατά Πολάκη εν μέσω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα