Την ιστορία διηγείται ο Γιαν Τίμαν στο κλασικό βιβλίο του Timman’sTitans. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Είναι η εποχή που ο νεαρός (τότε) Ολλανδός γκραν μετρ έχει αναγορευθεί ως η νέα μεγάλη ελπίδα της χώρας για να πρωταγωνιστήσει στην ελίτ του παιχνιδιού. Ο Μαξ Όιβε, ο μόνος Ολλανδός παγκόσμιος πρωταθλητής στην ιστορία και, μάλιστα, ο άνθρωπος που εκθρόνισε έστω και για λίγο τον Αλεξάντερ Αλιέχιν, εξακολουθεί όχι μόνο να χαίρει εκτίμησης, αλλά και να πρωταγωνιστεί τόσο στις διεθνείς εξελίξεις ως πρόεδρος της FIDE, όσο και στις εγχώριες. Τι, λοιπόν, πιο ταιριαστό από το να προσκαλέσει τον νεαρό Τίμαν στο σπίτι του, ώστε να λάβει τον ρόλο της πατρικής καθοδηγητικής φιγούρας;
Ο Όιβε δεν είναι άγνωστος στον Τίμαν, καθότι ως καθηγητής πανεπιστήμιου είχε διδάξει μαθηματικά στους γονείς του. Η ακαδημαϊκή διάσταση του Όιβε είναι σημαντική και ως προς τούτο: σε αντίθεση με τη γενιά των εριστικών, μποέμ boomers, όπως ο Ντόνερ, που περιφρονούσαν τις πανεπιστημιακές σπουδές, θεωρώντας τες άσχετες με το σκάκι, ο Όιβε επέμενε στην ανάγκη ύπαρξης ενός στέρεου πανεπιστημιακού πτυχίου, που θα λειτουργεί τόσο ως δικλείδα ασφαλείας στην επισφαλή ζωή του σκακιστή, όσο και ως ένα εξωτερικό σημείο στήριξης του έντονου ψυχισμού του. Προς τούτο, έφερε ως τιμή αυτό ακριβώς που απεχθανόταν ο Ντόνερ: τον ερασιτεχνισμό του. Καίτοι ένας από τους πραγματικά μεγάλους σκακιστές και θεωρητικούς της εποχής του, ο Όιβε ουδέποτε ταυτίστηκε με το παιχνίδι ολοκληρωτικά. Και ακριβώς αυτήν τη διάθεση ήθελε να μεταδώσει και στον νεαρό Τίμαν, ο οποίος όντως είχε αποφασίσει να σπουδάσει. Παρόλο που η μεταθανάτια ανάλυση έδωσε δίκιο στον Ντόνερ, με την μποέμ διάσταση του σκακιστή να κυριαρχεί έναντι του ερασιτέχνη, ευυπόληπτου μέρους της κοινωνίας (τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό σκάκι) την ημέρα της συνάντησης Όιβε-Τίμαν τίποτα δεν προμήνυε μια τέτοια εξέλιξη.
Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η συνάντηση ίσως να μην κέρδιζε μια θέση στις αναμνήσεις του Τίμαν, αν δεν είχε και μια γκροτέσκα συνέχεια. Την αποστολή να συνοδεύσει τον «μικρό» σπίτι ανέλαβε η σύζυγος του Μαξ, Κάρο. Ο Τίμαν το περιγράφει σαν μια όχι στερούμενη ρίσκου εμπειρία, καθώς η Κάρο δεν έδειχνε να λαμβάνει στα σοβαρά υπόψη της τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Σε μια «ραλιστική» κούρσα, όχι μόνο έδειχνε στον Γιαν τις οδηγικές της ικανότητες σε ακραίες συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα είχε και την ιδέα να ανοίξει μια κουβέντα για τη σύνδεση του ύψους των Κινέζων με την υστέρησή τους στον πολιτισμό. Όχι και λίγο για τον άμαθο στη ζωή Τίμαν.
Η οδική συμπεριφορά της Κάρο ήταν διάσημη σε όλο το ανφάν γκατέ του ολλανδικού σκακιού. Φαντάζομαι λόγω της απέχθειας πολλών σκακιστών να ασχολούνται με χρήσιμα καθημερινά πράγματα, η Κάρο θα είχε παίξει τον ρόλο του ταξιτζή (και μάλιστα πιο επικίνδυνη από τον Ντε Νίρο) για πολλούς. Ο Χανς Ρι απέδιδε την ατρόμητη προσέγγισή της στον τρόπο διέλευσης των ολλανδικών δρόμων στην πίστη της. Με ευαγγελικές αρχές μεγαλωμένη, η Κάρο δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να πάθει κακό κάποιος που είχε ελευθερώσει το πνεύμα του. Αντίθετα από την ερμηνεία του Ρι, η κόρη του ζεύγους Όιβε, την οποία φυσικά και ο Τίμαν είχε ρωτήσει, βρήκε μια πιο απλή εξήγηση: στην Κάρο άρεσε η ταχύτητα. Είχε το πάθος της βιασύνης.
Και δεν ήταν η μόνη που της άρεσε. Ο Μαξ Όιβε είχε επίσης το ίδιο πάθος. Παρότι δεν οδηγούσε συχνά, εξέφραζε το πάθος για την ταχύτητα και από τη θέση του συνοδηγού. Ο Τίμαν θα το περιγράψει γλαφυρά και αυτό. Γυρίζοντας κάποτε από ένα σιμουλτανέ με έναν από τους διοργανωτές, ο Όιβε καθόταν στη θέση του συνοδηγού, ενώ ο Τίμαν παρατηρούσε τα τεκταινόμενα από το πίσω κάθισμα. Το αυτοκίνητο, προειδοποιεί εγκαίρως ο Τίμαν, ήταν κόκκινο. Και αυτό όχι ως ένδειξη μιας κάποιας συμπάθειας προς κόμματα και ομάδες, αλλά για να είναι περισσότερο ευκρινές από τους άλλους οδηγούς. Ένα κόκκινο αυτοκίνητο διακρίνεται εύκολα, άρα είναι περισσότερο ασφαλές εν κινήσει. Άνθρωπος που σκέφτεται έτσι κατά την επιλογή του χρώματος του αυτοκίνητου οδηγεί και αντίστοιχα συντηρητικά. Συσσωρεύοντας νεύρα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ο Όιβε στο τέλος ξέσπασε: σε κάποια στάση σε φανάρι, σε έναν έρημο δρόμο χωρίς καθόλου κίνηση, ο Όιβε αγανακτισμένος διέταξε τον οδηγό να περάσει με κόκκινο, επισημαίνοντας τον παραλογισμό του να παραμένεις σταματημένος σε μια θέση χωρίς νόημα. Πραγματισμός-νόμος: 1-0.
Ο Τίμαν θα εντοπίσει σε αυτή τη συμπεριφορά την επιτομή της πειθαρχίας. Ο Όιβε δεν γοητεύεται από την ταχύτητα για την ταχύτητα, ούτε επίσης είναι οπαδός παραβατικών συμπεριφορών per se. Αντίθετα, εκπροσωπεί τον κλασικό τύπο του πραγματιστή μπροστά σε έναν βίο γεμάτο υποχρεώσεις, όπου οι αλλαγές τόπου είναι αναπόδραστες: καθώς η δικτύωση μετατρέπει τον πλανήτη σε χωριό η σπατάλη του χρόνου είναι το μεγάλο αμάρτημα. Σε μια άλλη ιστορία από τις σχέσεις του με τον Όιβε, ο Τίμαν θα περιγράψει τη μοναδική φορά που αναγκάστηκε να τον περιμένει. Ξέροντας ότι ο Τίμαν συνήθως αργεί, ο Όιβε προσήλθε στο προκαθορισμένο ραντεβού τόσα λεπτά αργότερα όσα υπολόγισε πως θα αργούσε ο νεαρός του συνάδελφος. Για να μην αναγκαστεί να περιμένει ασκόπως, αφιέρωσε αυτόν τον χρόνο στη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του. Κλασικό δείγμα «μετρήματος» των αναμενόμενων κινήσεων του αντιπάλου, που για μια φορά, φευ, αποδείχτηκε λανθασμένο.
Η σπουδή για τον περιορισμό της απόστασης διά της ταχύτητας, και αντίστοιχα η προσπάθεια για την ύπαρξη όλο και πιο λίγων «νεκρών» και ανεκμετάλλευτων χρονικών στιγμών καθιστούν τη στάση του Όιβε προγραμματική για τον άνθρωπο του μεταπολεμικού κόσμου, όπου η ανάπτυξη παρέσερνε τα πάντα στο διάβα της και ιδίως τη σχόλη ως κενό χρόνο. Το να μη κάνεις τίποτα απαγορεύεται γιατί κινδυνεύει να σε αφήσει μόνο σου με τον εαυτό σου, το οποίο θα ήταν κάτι τραγικό. Από τον Χάιντεγκερ (αγαπημένο στοχαστή των Ντόνερ και Ρι, λέγεται μάλιστα ότι αγαπήθηκαν όταν ο πρώτος άκουσε τον δεύτερο να ρητορεύει πάνω στη χαϊντεγκεριανή ρήση «το μηδέν μηδενεί») ως τους υπαρξιστές όλα αυτά ήταν γνωστά, άρα και υπαρκτά ως κατάσταση μιας ανθρώπινης συνθήκης όπου, όπως εύστοχα έχει συνοψίσει μεσοπολεμικά ήδη, ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ: «Οι άνθρωποι που διαθέτουν σήμερα ακόμη κάποιον χρόνο για ανία κι ωστόσο δεν βαριούνται, είναι σίγουρα εξίσου βαρετοί με τους άλλους, που δεν φτάνουν καν να βαρεθούν. Και τούτο διότι έχουν χάσει τον εαυτό τους, η παρουσία του οποίου, ειδικά σε έναν τόσο πολυάσχολο κόσμο, θα έπρεπε να τους αναγκάζει να μην κωλυσιεργούν για ώρα κάπου χωρίς στόχο» (1).
Υπό μία έννοια θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το σκάκι ως δραστηριότητα σχόλης στον αντίποδα αυτής της μοντέρνας στάσης. Απαιτώντας μεν την αμέριστη προσήλωση (ει μη και καθήλωση) της σύνολης προσωπικότητας, το σκάκι βρίσκεται στον αντίποδα μιας αντιμετώπισης του ελεύθερου χρόνου ως κενού που πρέπει να πληρωθεί με διασπαστικό της προσωπικότητας τρόπο. Δεν δια-σκεδάζει το υποκείμενο, δεν το παρηγορεί με το πέρασμα ενός χρόνου άνευ σημασίας. Ίσα ίσα που η ένταση που συσσωρεύει δρα με τρόπο που φέρνει το υποκείμενο μπροστά στη ματαιότητα μιας δραστηριότητας χωρίς σκοπό – αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμα και όταν ο σκοπός του παιχνιδιού επιτευχθεί, το ματ δηλαδή, κανείς δεν πεθαίνει πραγματικά, εκτός από τον ίδιο τον χρόνο που απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί. Το σκάκι (και για αυτό ίσως ο κοινός νους το θέλει αντιστικτικό προς το τάβλι) δεν προσλαμβάνεται με όρους μιας απόλαυσης με απόλυτο θετικό πρόσημο. Αν το νοήσει κανείς με όρους απόλαυσης, μάλλον πιο κοντά στη λακανική έννοια της jouissanse θα βρεθεί, όπου η απόλαυση συναρτάται άμεσα με την ενόχληση μπροστά σε ένα κενό. Για αυτό και ίσως η εικόνα του σκεπτόμενου για ώρες σκακιστή πάνω από μια σκακιέρα εξακολουθεί να εγείρει αντιδράσεις με μια διακύμανση από τον θαυμασμό ως τον αποτροπιασμό για κάτι τόσο μάταιο.
Βέβαια, το σκάκι ενέχεται σε όλη αυτή την υπόθεση, η οποία υπενθυμίζω ξεκίνησε από τον τρόπο που οδηγεί η Κάρο Όιβε και από τον τρόπο που θέλει ο Μαξ Όιβε να οδηγούν οι άλλοι, και μέσω μιας άλλης οδού. Η αποφυγή του περιττού, η ζέση να φτάσει κανείς στην επίτευξη του σχεδίου του με τον πιο σύντομο τρόπο, ο προγραμματισμός των στόχων και η οργάνωση των πόρων για την πραγματοποίησή τους αποτελεί βασικούς πυλώνες του παιχνιδιού. Στο σκάκι έχουμε τη διαπλοκή δύο στόχων: του δικού μου και του αντιπάλου μου. Και μόνο ένας μπορεί να επιτευχθεί στο τέλος, ο πιο γρήγορος – ή και κανένας φυσικά, αν οι δύο αντίπαλοι αλληλοεξουδετερώνται. Αυτό επιζητά την ανάπτυξη ταχύτητας. Όπως λέμε, πρέπει να κερδίζουμε ή έστω να μη χάνουμε με τις κινήσεις που παίζουμε «τέμπο». Τέμπο είναι ο χρόνος. Όταν παίζουμε άσκοπα το ίδιο κομμάτι δυο φορές χάνουμε τέμπο, γιατί χάνουμε χρόνο, αντί να το πάμε κάπου με τη μία το πήγαμε διαδοχικά. Και ο χρόνος είναι ίσος με αριθμό κινήσεων.
Οι στάσεις, οι ενδοιασμοί, το να περιμένεις σε κάτι που μοιάζει με κόκκινο φανάρι ενώ δεν υπάρχει κίνηση ισοδυναμεί με το να δίνεις τέμπο στον αντίπαλο. Πόσες και πόσες παρτίδες δεν χάθηκαν για ένα τέμπο, για ένα κομμάτι που αν είχε μια κίνηση παραπάνω θα έφτανε εγκαίρως πίσω για να οργανώσει την άμυνα του βασιλιά του. Και με τον ίδιο τρόπο πόσες παρτίδες θα κερδίζονταν αν υπήρχε ένα τέμπο παραπάνω! Πάνω στο μοτίβο του κερδισμένου τέμπο έχει συνθέσει ο Ριχάρδος Ρέτι μια από τις διασημότερες σπουδές του. Ο μαύρος βασιλιάς που μοιάζει ξεκομμένος και πολύ μακριά, αρχίζει ένα λοξό βάδισμα που από τη μια επιτίθεται στο αντίπαλο πιόνι για να το σταματήσει και από την άλλη τρέχει προς την άμυνα του δικού του πιονιού ώστε να αναγκάσει τον λευκό βασιλιά να κινηθεί, παραχωρώντας ένα τέμπο. Και ύστερα με το ίδιο αλκοολικό βάδισμα τον αναγκάζει να παραχωρήσει κι άλλο ένα. Και ως διά μαγείας, αυτό το λοξό βάδισμα κέρδισε τον χρόνο, κέρδισε την κίνηση, σώζοντας την παρτίδα.
Η αποφυγή της κίνησης στην πόλη, η αναζήτηση του «χαμένου τέμπο» στην σκακιέρα: παραλληλίες της ίδιας αναζήτησης μιας φαντασιακής ευθείας γραμμής που οδηγεί στο ευτυχές φινάλε. Και αν η πραγματικότητα υστερεί της σκακιέρας σε ακρίβεια και φορσέ βαριάντες (τουλάχιστον στην προ των πλοηγών αυτοκινήτου εποχές), δεν παύει ωστόσο να δίνει απλόχερα ιδέες για την χαρτογράφηση μιας επικράτειας όπου το μόνο φανάρι είναι η εκτίμηση της θέσης.
(1) Siegfried Krakauer, «Ανία» στο Η μάζα ως διάκοσμος και άλλα δοκίμια, μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, Αθήνα: Πλέθρον, 2018, σ. 81.