«Παιχνίδι για σκεπτόμενες μηχανές», σκέφτηκε ο Λι. Συνέχισε να διαβάζει, χαμογελώντας πότε πότε. Τελικά σηκώθηκε, άφησε το βιβλίο να επιπλεύσει στη λιμνοθάλασσα και έφυγε.
Έτσι άδοξα έληξε η πρώτη -και τελευταία- προσπάθεια του Ουίλιαμ Λι να συμφιλιωθεί με το σκάκι. Το βιβλίο το είχε αγοράσει λίγο πρωτύτερα από το αμερικανικό βιβλιοπωλείο. Είχε προηγηθεί το «άδειασμα» από τον Άλερτον, ο οποίος κάθε φορά που επέστρεφε στη Μέρι, έπαιζε μαζί της το βασιλικό παιχνίδι. Λίγο πριν την επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο ο Λι είχε αγοράσει ένα όπλο, ένα Κολτ Φροντίερ .20-32.
Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μια σειρά. Βρισκόμαστε στο Queer του Ουίλιαμ Μπάροουζ (Queer. Η οριστική έκδοση, επιμέλεια πρωτότυπου, εισαγωγή Όλιβερ Χάρις, μετάφραση Γιώργος Μπέτσος, Τόπος 2011), το δεύτερο μυθιστόρημα του Μπάροουζ και φυσική συνέχεια του Τζάνκι, βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε ωστόσο παρά μόλις το 1985. Ο Μπάροουζ αρχίζει να δουλεύει το Τζάνκι μετά τον θάνατο της γυναίκας του της Τζόαν το 1951. Η ιστορία είναι γνωστή: μια μεθυσμένη βραδιά ο Μπάροουζ, δεινός σκοπευτής, κάνει το νούμερο του Γουλιέλμου Τέλλου. Τοποθετεί ένα ποτήρι στο κεφάλι της συζύγου του και πυροβολεί. Η σφαίρα καρφώνεται στο μέτωπό της.
Βρισκόμαστε στην Πόλη του Μεξικού, στην οποία το ζευγάρι έχει καταφύγει για να γλιτώσει ο Ουίλιαμ παραβάσεις περί ναρκωτικών στις ΗΠΑ. Το Μεξικό είναι η πρωτεύουσα της διαφθοράς και του λαδώματος, το περιστατικό ξεχνιέται. «Είμαι αναγκασμένος να καταλήξω στο φριχτό συμπέρασμα πως αν δεν είχε σκοτωθεί η Τζόαν δεν θα είχα γίνει συγγραφέας», θα γράψει στην εισαγωγή για το Queer το 1985.
Με το Τζάνκι ο Μπάροουζ περιγράφει τη ζωή ενός πρεζονιού. Τη δική του ζωή, την οποία τοποθετεί σε μια τάξη, περιγράφοντας τη φάση που είναι υπό την επήρεια της πρέζας και τον κόσμο της. Το Queer είναι η συνέχεια της ιστορίας, αυτή τη φορά από την οπτική της έλλειψης του ναρκωτικού, από την οπτική της χαρμάνας. Πάνω σε αυτό το μοτίβο «πληρότητα-έλλειψη» οικοδομείται η διαφορά ύφους των δύο βιβλίων. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Μπάροουζ στην εισαγωγή του στην έκδοση του
1985: «Ο ναρκομανής που βιώνει στερητικό υπόκειται στις συναισθηματικές υπερβολές ενός παιδιού ή ενός εφήβου, άσχετα από την ηλικία του […] Η μεταμόρφωση του Λι μοιάζει με ανεξήγητο ή ψυχωσικό γεγονός αν ο αναγνώστης δεν λάβει υπόψη τα παραπάνω» (σ. 228). Το «μετρημένο» πρεζάκι του Τζάνκι, αποκομμένο από τον κόσμο μέσω της προστατευτικής μεμβράνης της πρέζας, επιστρέφει πίσω και η επιθυμία απελευθερώνεται λυσσασμένη.
Αυτή τη λύσσα περιγράφει το Queer: «[Ο Λι] μοιάζει αποφασισμένος να ξανακυλήσει, αυτή τη φορά όχι στην πρέζα αλλά στη σεξουαλική ηδονή» (σ. 230). Γνωρίζει τον Άλερτον, έναν νεαρό φοιτητή, και τον τοποθετεί στο ερωτικό του στόχαστρο. Θα συνάψουν μια σχέση, η οποία χαρακτηρίζεται από το άμετρο πάθος του Λι, πάθος που εκφράζεται με φαντασιώσεις ενοποίησης των δύο σωμάτων σε ένα, ολοκληρωτικής αφομοίωσης του ενός από τον άλλο -«αντανακλαστικά αμοιβάδας που περιβάλλει και ενσωματώνει» (σ. 94)- και τη συγκαταβατική στάση του Άλερτον, που βασικά είναι στρέιτ και ακολουθεί τον Λι με «πρόγραμμα». Τόσο όσο, μετρημένη δοκιμή εμπειριών, απέναντι σε μια ροή επιθυμίας, που παράγει ψευδαισθητικές καταστάσεις. Όλο το Queer κινείται γύρω από τις δύο αυτές διαφορετικές συμπυκνώσεις. Και εκεί εμφανίζεται το σκάκι ως ο ενδείκτης της μεταβολής. Στον κόσμο του Λι όλα είναι παραισθητικά, αξία είναι η ολοποίηση και η ενσωμάτωση σε μια μη διαφοροποιητική μάζα, ακόμα και το σπίτι του με τη ακαταστασία του «ήταν καταφανώς παραδομένο στις δυνάμεις της εντροπίας» (σ. 119).
Ο Λι ονειρεύεται το χάσιμό του στο(ν) άλλο, μια επάνοδο στο χωρίς όργανα σώμα της πρέζας. Το σκάκι είναι η άρνηση όλων αυτών. Εμφανίζεται την πρώτη φορά που ο Λι βλέπει τον Άλερτον – και δεν ήταν μόνος του: Ο Λι τέλειωσε το δεύτερο ποτό του. Όταν ξανακοίταξε γύρω του, ο Άλερτον έπαιζε σκάκι με τη Μέρι, μια κοπέλα από την Αμερική με βαμμένα κόκκινα μαλλιά και προσεγμένο μακιγιάζ, η οποία είχε έρθει εν τω μεταξύ στο μπαρ. «Την ώρα μου χάνω εδώ πέρα», σκέφτηκε ο Λι. Πλήρωσε τα δυο του ποτά και βγήκε έξω. (σ. 91-92)
Το σκάκι έρχεται μαζί με τη Μέρι, τη γυναικεία παρουσία που εκφράζει ακριβώς τη διαφοροποίηση. Διαφοροποίηση κομματιών, τετραγώνων, σωμάτων. Η Μέρι δεν περιγράφεται παρά στοιχειωδώς – αρκεί που είναι γυναίκα. Η παρουσία της επαναφέρει την τάξη, ένα ξύπνημα από την παραληρηματική πραγματικότητα της επιθυμίας: «Όταν κατέφθασε η Μέρι τη χαιρέτισε με μια ελαφρώς αδέξια χειρονομία, σαν κύριος του παλιού καιρού, και αφού ανακοίνωσε την αποχώρησή του, τους άφησε να παίξουν σκάκι». (σ. 98)
Κύριος παλαιού καιρού, επάνοδος στις νόρμες που η όλη στάση του Λι επερωτά σε κάθε σχεδόν σελίδα του βιβλίου: πότης, πρεζάκιας -έστω και σε διακοπή- ομοφυλόφιλος, ξένος, έτοιμος για καβγά, ο Λι αποτελεί την προσωποποίηση της αποσταθεροποίησης. Καταφέρνει να προκαλέσει αποσταθεροποίηση ακόμα και σε έναν νταβατζή: «Κατηφόρισα τον κεντρικό δρόμο. Ένας νταβάς μου άρπαξε το χέρι.
«Σου ’χω κορίτσι δεκατετράχρονο, ψηλέ. Από Πουέρτο Ρίκο. Τι λες;». «Λέω ότι τα ’χει τα χρονάκια της. Εγώ θέλω εξάχρονη παρθένα και όχι καμιά μπαλωμένη ξεκωλιάρα. Μην πας να πασάρεις δεκατετράχρονες σκατόγριες σε μένα. Τον άφησα με το στόμα ανοιχτό κι έφυγα» (σ. 208).
Ίσως να είναι αυτό που τραβάει τον Άλερτον κοντά του; Ποιος ξέρει. Ο Άλερτον μοιάζει να εισέρχεται σε αυτή τη σχέση με απάθεια. Δοκιμάζει αλλά δεν απορροφάται, μένει εκτός. Και όταν ο Λι τον εκνευρίζει και τον κάνει να βγει από τη συναισθηματική ηρεμία του, το σκάκι θα είναι και πάλι εκεί για να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους: «Ο Άλερτον σήκωσε ενοχλημένος τους ώμους και άρχισε να τοποθετεί τα πιόνια στη σκακιέρα. Έμοιαζε με κατσουφιασμένο παιδί που αδυνατεί να εντοπίσει την αιτία της κακής του διάθεσης. Ύστερα από μερικά λεπτά παιχνιδιού, η συνηθισμένη του γαλήνη επανήλθε και άρχισε να σφυρίζει». (σ. 99)
Στη σκηνή στη λιμνοθάλασσα ο Λι θα περιγράψει γιατί απεχθάνεται το σκάκι: «Όπως είχε υποθέσει η Θεωρία των Παιγνίων δεν έχει εφαρμογή στο σκάκι, αφού το σκάκι αποκλείει το στοιχείο της τύχης και τείνει να εκμηδενίζει τον απρόβλεπτο ανθρώπινο παράγοντα» (σ. 139). Η κοινότοπη αυτή κατηγορία μοιάζει αλλόκοτη εξαιτίας ακριβώς της κοινοτοπίας της. Η αντικειμενική κατάσταση των κομματιών στη σκακιέρα αποκλείει όντως το τυχαίο, αλλά το γεγονός ότι είναι άνθρωποι αυτοί που κινούν τα κομμάτια δεν επαναφέρει άραγε την τύχη; Ο Λι διαβάζει το σκάκι, αλλά δεν διαβάζει τους σκακιστές. Αποδίδει το σκάκι στον κόσμο στον οποίο αντιπαρατίθεται.
Διόλου τυχαία, στο Queer δεν λείπουν και οι αναφορές σε πράκτορες, Ρώσους κι Αμερικάνους, το παιχνίδι των οποίων αποσκοπεί στον έλεγχο του κόσμου. Το 1950 που γράφεται το βιβλίο η ΕΣΣΔ γίνεται κυρίαρχη στο σκάκι, γιατί όχι και να μην ακολουθήσει η παγκόσμια κυριαρχία. Το ζήτημα του ελέγχου είναι κεντρικό στο έργο του Μπάροουζ, όπως το έχει εξάλλου υποδειγματικά διατυπώσει ο Ευγένιος Αρανίτσης στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (και έχει χρησιμοποιήσει η Απόπειρα στην δική της έκδοση του Γυμνού γεύματος): «Το αληθινό σκάνδαλο με τον Μπάροουζ δεν σχετίζεται (καθώς μας λένε) με τον τερατώδη λόγο περί εγκλήματος ούτε με την πορνογραφία του, ακόμη λιγότερο μάλιστα με την πειραματική ύφανση του κειμένου, συχνά απροσπέλαστη και οπωσδήποτε προσβλητική για την παλιά φρουρά των κριτικών, αλλά με το ότι ένας εντελώς περιθωριακός, με όλες εκείνες τις ιδιότητες που η κοινωνία θεωρεί συνώνυμες του κακού, του βδελυρού και του περιφρονητέου, έρχεται να δώσει, ήδη απ’ τη δεκαετία του ’50, το πιο πλήρες, τρομαχτικό, βαθυστόχαστο και εν τέλει πανηγυρικά επαληθευμένο όραμα του μέλλοντος».
Αν και ο Αρανίτσης μιλά εδώ για το Γυμνό γεύμα, η αναφορά του δεν παύει να ισχύει και για το Queer. Η πρέζα και η επιθυμία δεν νοηματοδοτούνται ποτέ αφελώς καταφατικά αλλά πάντα σε συνάρτηση με μια κοινωνία ελέγχου. Ο Λι ξέρει ότι το όραμά του κινδυνεύει να γυρίσει μπούμερανγκ: να ενσωματωθεί σε μια κοινωνία όπου δεν είναι απλώς μηχανικό το παιχνίδι αλλά και οι ίδιοι οι παίκτες. Ένας από τους τρόπους αντίδρασης του Λι σε αυτήν την απειλή, που ταυτόχρονα γίνεται και μια διαδικασία προσέλκυσης του ενδιαφέροντος του Άλερτον, είναι η ανάπτυξη των «λογυδρίων»/«βινιετών», σουρεαλιστικής έμπνευσης μικροκειμένων μέσα στο κείμενο που ο Λι αφηγείται/απαγγέλλει.
Τα λογύδρια αυτά γίνονται όλο και πιο ακραία, και στο μεταγενέστερο έργο του Μπάροουζ θα αποτελούν τον πυρήνα της αφήγησης. Στο Queer πρόωρο στάδιο ακόμα της συγγραφικής εξέλιξης, τα λογύδρια δεν παύουν να λάμπουν με την έκκεντρη οπτική τους και να προσελκύουν την καταβύθιση του αναγνώστη σε ένα χαοτικό σύμπαν αφήγησης όπου κυριολεκτικά βλέπεις την επιθυμία να κινείται. «Δεν μπορώ να γράψω σε κοινό στυλ», θα αποφανθεί αργότερα ο Μπάροουζ στην Ταγγέρη, κι ο ήρωάς του επίσης, ο Λι, δεν μπορεί να εκφραστεί σε κοινό στυλ. Το «λογύδριο» δεν είναι απλώς μορφή αλλά περιεχομενική κατάσταση.
Σε ένα τέτοιο «λογύδριο», αμέσως μετά το πέταγμα του βιβλίου στη λιμνοθάλασσα (η γλώσσα είναι ένας ιός εξάλλου, και η σκακιστική γραφή δεν αποτελεί εξαίρεση), αμέσως μετά την απόρριψη της τεχνικής ορθολογικότητας του σκακιού, ο Λι θα το περιγράψει με διαφορετικό τρόπο: Διάβαζα ένα βιβλίο για σκάκι. Το εφηύραν οι Άραβες. Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση. Κανένας δεν ξέρει να κάθεται όπως οι Άραβες. Μια παρτίδα αραβικού σκακιού της εποχής ήταν απλώς ένας διαγωνισμός καθισιού. Όταν και οι δύο παίκτες ψόφαγαν από την πείνα, ερχόταν ισοπαλία. (σ. 140-141)
Αρχικά τίποτα το νέο, με τη διαφορά ότι από την καταγγελία περί απόλυτης τεχνικής ορθολογικότητας περάσαμε στην καταγγελία περί βαρεμάρας: τίποτα δεν συμβαίνει εδώ παρά μόνο μια ισοπαλία από εξάντληση. Το σκάκι παραμένει εντός της κοινότοπης πρόσληψής του. Το «λογύδριο» όμως κλιμακώνεται. Και ο Λι, που με αυτό παρενοχλεί τους Άλερτον και Μέρι περνά στην εκτροχιασμένη αναφορά στο σκάκι από την πλευρά, πια, των αντιπάλων: στο σκάκι της παρενόχλησης, φαντασιακή μεταστροφή της ενόχλησης που του ασκεί: Κατά την μπαρόκ περίοδο του σκακιού επικρατούσε η τακτική της παρενόχλησης του αντιπάλου με εκνευριστικά καμώματα. Μερικοί παίκτες σκάλιζαν με νήμα τα δόντια τους, άλλοι χτυπούσαν τα δάχτυλά τους και άλλοι έκαναν φούσκες με το σάλιο τους. Οι μέθοδοι εξελίσσονταν συνεχώς. Σε μια παρτίδα του 1917 στη Βαγδάτη, ο Άραβας Αραχνοειδής Καϊάμ νίκησε τον Γερμανό μετρ Κουρτ Σλέμιλ σφυρίζοντας το “I’ll Be Around When You ’re Gone” σαράντα χιλιάδες φορές, και κάθε φορά άπλωνε το χέρι του προς τη σκακιέρα δήθεν έτοιμος να κάνει την κίνησή του. Τελικά ο Σλέμιλ έπαθε κρίση σπασμών. (σ. 141)
Κανείς καφενειακός παίκτης δεν δυσκολεύεται εδώ να διακρίνει -στην υπερβολή τους φυσικά- γνώριμα μοτίβα του καφενειακού σκακιού, το οποίο εξάλλου και παίζουν οι Άλερτον και Μέρι, ασχέτως αν προσποιούνται ότι ασχολούνται με το παιχνίδι σοβαρά. Ο Λι δείχνει να ειρωνεύεται τη σοβαροφάνειά τους, την οποία διαστρέφει με queer τρόπο. Αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής είναι η ιστορία του Ιταλού μετρ Τετρατσίνι: «Είχες ποτέ την ευτυχία να δεις τον Ιταλό μετρ Τετρατσίνι να δίνει παράσταση;» Ο Λι άναψε το τσιγάρο της Μέρι. «Σκοπίμως χρησιμοποιώ τον όρο παράσταση, αφού επρόκειτο για μέγα διασκεδαστή, και όπως και όλοι του είδους του δεν απείχε και πολύ από τον τσαρλατανισμό κι ενίοτε από την κατάφωρη απάτη. Μερικές φορές χρησιμοποιούσε προπέτασμα καπνού για να αποκρύψει τους ελιγμούς του από τους αντιπάλους του – και φυσικά εννοώ πραγματικό προπέτασμα καπνού. Διέθετε ένα τάγμα εκπαιδευμένων ηλιθίων οι οποίοι, αφού τους έκανε σινιάλο, ορμούσαν και έτρωγαν όλα τα πιόνια της σκακιέρας. Όταν η προοπτική της ήττας τον κοιτούσε κατάματα –πράγμα που συνέβαινε συχνά, αφού η αλήθεια είναι ότι ήταν άσχετος από σκάκι, γνώριζε μονάχα τους κανόνες και ακόμα και γι’ αυτούς δεν ήταν πολύ σίγουρος- πεταγόταν όρθιος και φώναζε: «Πούστη σκιτζή! Σε είδα που πήγες να μου χουφτώσεις τη βασίλισσα!» και έχωνε και μια σπασμένη κούπα στο πρόσωπο του αντιπάλου.
Το 1922 τον πέταξαν με τις κλοτσιές από την Πράγα. Όταν ξαναείδα τον Τετρατσίνι βρισκόταν στο Άνω Ουμπάντζι. Τελείως ρετάλι. Πουλούσε στη ζούλα ακατάλληλες καπότες. Μιλάμε για τη χρονιά του βοϊδότυφου, που ψόφησαν τα πάντα, μέχρι και οι ύαινες». (σ.141-142)
Το παροξυσμικό «λογύδριο» περί σκακιού τελειώνει, ο Άλερτον και η Μέρι φεύγουν, ο Λι συνεχίζει αλλάζοντας θέμα. Πέταξε το δικό του προπέτασμα καπνού, αλλά εντέλει έχασε ή κέρδισε; Δύσκολο να το πει κανείς, αφού αυτές οι «φαντασιώσεις για σκακιστές» δεν υπονόμευαν τη σχέση του Άλερτον με τη Μέρι. Κι αν ο Άλερτον θα ακολουθήσει αργότερα τον Λι, πρόσκαιρα, μάλλον δεν οφείλεται στα λογύδρια. Μικρή σημασία έχει όμως το αποτέλεσμα, μπροστά στη διαδικασία που οδηγεί σ’ αυτό. Το λογύδριο για το σκάκι αποδυναμώνει τη στατική πρόσληψη της σκηνής στη λιμνοθάλασσα. Παραμένει ένα κατηγορώ αλλά με τρόπο διεστραμμένο. Το σκάκι αναβαθμίζεται στη φαντασία του Λι, με έναν παροξυσμικό τρόπο που το καθιστά παρανοϊκό. Δεν ενδιαφέρει πλέον η σκακιέρα, τόπος της ορθολογικότητας του ελέγχου, αλλά οι στρατηγικές παικτών που έχουν ξεφύγει από τα όρια.