Αποφασισμένη να συνεχίσει τη μνημονιακή πολιτική της απονεύρωσης των συλλογικών συμβάσεων και να χρησιμοποιήσει ως οικονομικό «Δούρειο Ίππο» την εισαγωγή εργατικών χεριών από τρίτες χώρες εμφανίζεται η κυβέρνηση, με στόχο να αποφορτίσει τις μεγάλες επιχειρήσεις από την πίεση για ουσιαστική αύξηση μισθών.
Εν μέσω αρνητικής εισοδηματικής συγκυρίας, με τα συνδικάτα να προετοιμάζουν απεργιακές κινητοποιήσεις διεκδικώντας την άμεση και ουσιαστική ενίσχυση μισθών, καθώς και την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στελέχη του υπουργείου Εργασίας φέρονται να επικαλούνται την «ευρωπαϊκή πραγματικότητα» προκειμένου να μην αποκατασταθεί το δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων ως προς τον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Παράλληλα, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας απαντώντας σε ερώτηση που κατατέθηκε στη Βουλή αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση προκειμένου να θεσμοθετηθεί η υποχρεωτική συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των εργοδοτικών φορέων στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ώστε να εδραιωθεί οριζόντια η υποχρέωση καταβολής του επιδόματος γάμου, το οποίο αντιστοιχεί στο 10% του μισθού.
Κλείνοντας το μάτι προς τους μεγαλοεργοδότες, το Υπουργείο απαντά ότι η Εθνική Σύμβαση μπορεί μεν να ρυθμίζει βασικούς μισθούς, ημερομίσθια ή κάθε είδους μισθολογικούς όρους, οι οποίοι όμως «δεν αποτελούν τα κατώτατα όρια μισθών, ημερομισθίων που ισχύουν για τους εργαζομένους όλης της χώρας, αλλά δεσμεύουν μόνο τους εργαζομένους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων».
Με τον τρόπο αυτό, η Κυβέρνηση επιβραβεύει όσους δεν συμμετέχουν στην συλλογική εργοδοτική εκπροσώπηση, δίνοντας παράλληλα το έναυσμα της αποχώρησης, σε όσους εργοδότες επιθυμούν και μπορούν…
Την ίδια ώρα, η Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων στις υπηρεσίες και το εμπόριο, επισημαίνει ότι το επίδομα γάμου, παραμένει «παγωμένο» για 300.000 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων, οι 130.000 δεν το λαμβάνουν από το 2012, διότι η πλειοψηφία των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων πολυκαταστημάτων, εμπορικών κέντρων, μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, ελληνικών και πολυεθνικών, σούπερ μάρκετ και εταιρειών παροχής υπηρεσιών, με πρόφαση τη μη συμμετοχή τους στους εργοδοτικούς φορείς που θεσμικά δεσμεύονται από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αποφεύγουν την υποχρέωση καταβολής του. Έτσι, οι εταιρείες, οι οποίες ευθύνονται για τον «πληθωρισμό της απληστίας» μειώνουν τη μισθολογική δαπάνη σε βάρος των εργαζομένων αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι είναι μέλη των εργοδοτικών φορέων!
Πάντως, η κυβέρνηση δηλώνει ότι ενθαρρύνει τον διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Δηλαδή την απόπειρα διαπραγμάτευσης μέσω επιχειρησιακού σωματείου ή και σε ατομικό επίπεδο, με… πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Φυσικά, ακόμη κι αν υπάρξει διαπραγμάτευση, οποία θα καταλήξει στην υπογραφή κλαδικής σύμβασης, η ίδια η κυβέρνηση θα σαμποτάρει την εφαρμογή της, όπως συνέβη με τους οικοδόμους.
Με βάση τον νόμο που η ίδια ψήφισε, ένα συνδικάτο ακόμη κι αν αναγνωρίζεται από την εργοδοτική πλευρά ως συνομιλητής, ακόμη κι αν η διαπραγμάτευση οδηγεί στην υπογραφή σύμβασης, η συμφωνία δεν μπορεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον κλάδο, διότι το συνδικάτο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ηλεκτρονικό συνδικαλιστικό μητρώο.
Το «ηλεκτρονικό φακέλωμα» κατά τους συνδικαλιστές
Καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να χρησιμοποιηθεί ως οικονομικός «Δούρειος Ίππος η εισαγωγή εργαζομένων από τρίτες χώρες, όχι μόνο για την κάλυψη πραγματικών αναγκών αλλά και για την άσκηση πίεσης προς τους εργαζόμενους, οι οποίοι διεκδικούν αύξηση μισθών.
Μάλιστα, στελέχη του υπουργείου Εργασίας παραδέχονται ότι έχει εντοπιστεί υπερεκτίμηση των κενών θέσεων εργασίας, από την εργοδοτική πλευρά, με συνέπεια τα αιτήματα που έχουν υποβληθεί, να είναι «πολλαπλάσια των περίπου 200.000 θέσεων απασχόλησης, που τελικά εγκρίθηκαν».
Φυσικό και επόμενο, λοιπόν, το αποτέλεσμα έρευνας της εταιρείας Randstad, στην οποία οι εργαζόμενοι εμφανίζονται να διεκδικούν το αυτονόητο:
- Ικανοποιητικές αποδοχές (94%)
- Ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής (94%)
- Εργασιακή ασφάλεια (92%)
- Ασφάλιση υγείας/παροχές υγείας (90%), ενώ
- σχεδόν ένας στους δύο ανησυχεί για ενδεχόμενη απώλεια της εργασίας του.