Η δεκαετία του ’90, ιδίως στο δεύτερο μισό της, μαζί με τον εκσυγχρονισμό και την ιδιωτική τηλεόραση μας προσέφερε απλόχερα την «trash-tv». Κοινωνικό περιθώριο, έγκλημα, άτομα με ψυχικές νόσους, φιλόδοξοι πολιτικοί-γελωτοποιοί της ακροδεξιάς (πολλοί εκ των οποίων σταδιοδρομούν σήμερα με τη ΝΔ ή και με δικά τους κόμματα), κάτι περίεργοι άνθρωποι που εμφανίζονταν ως κάποια εκδοχή δημοσιογράφου, δικηγόροι και λογής «αναλυτές», συζητήσεις χωρίς αρχή, μέση και τέλος, παρήλαυναν προς τέρψη του κοινού το οποίο είχε αποκτήσει μια αρένα γεμάτη λούμπεν, σπέρμα και αίμα. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο έντονα στην trash-tv πρωταγωνιστούσαν το σεξ και το έγκλημα. Ό,τι κάποτε προκαλούσε αποτροπιασμό έπρεπε να γίνει λόγος για χαχανητό.
Ήταν μια εποχή κατά την οποία η ριζοσπαστική φάση της μεταπολίτευσης έπρεπε να ενταφιαστεί οριστικώς. Η ανεξαρτησιακή και λαϊκή της διάσταση έδειχναν εκτός κλίματος τουλάχιστον στο πλαίσιο της «Δύσης» αλλά δεν μπορούσε ακόμα το σύστημα εξουσίας να τους επιτεθεί μετωπικώς. Ένα τμήμα της δουλειάς γινόταν μέσα από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και ένα εξίσου σημαντικό μέρος το διεκπεραίωνε η ιδιωτική τηλεόραση, τόσο με την trash εκδοχή της όσο και με την «ενημερωτική», έχοντας άξιους συμπαραστάτες διαφόρους εκδότες «lifestyle» εντύπων.
Ο συνδυασμός ήταν απλοϊκός και εξαιρετικώς εθιστικός: φόβος με το έγκλημα στην προμετωπίδα στο οποίο τότε τηλεοπτικώς πρωταγωνιστούσαν εγκλήματα αλλοδαπών και ως κατήγοροι διάφορα ακροδεξιά φυντάνια. Χλευασμός για ανθρώπους που ζούσαν στο κοινωνικό περιθώριο ή υπέφεραν από ψυχικές νόσους, προκειμένου το γενικό επίπεδο της λαϊκής κουλτούρας να κατακρημνιστεί, να χάσει την ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη του, δηλαδή όλα όσα είχε κερδίσει με την αντίσταση και κατόπιν με τη μεγάλη πολιτιστική ανάταση της δεκαετίας του ‘60. Και φυσικά ως τρίτο σκέλος, η υπόσχεση για συμμετοχή στην απολύτως κακόγουστη «γκλαμουριά» της εν Ελλάδι κοινωνίας του θεάματος, στη θέση της πολιτισμικής ζωής του ‘60 αλλά και της ριζοσπαστικής λαϊκότητας της μεταπολιτευτικής περιόδου των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80 (όπως και στη θέση της όχι τόσο καλλιεργημένης πλην όμως πρωτογενούς και γνήσιας λαϊκότητας των προαναφερθεισών δεκαετιών). Το ελληνικό γκλάμουρ του δεύτερου μισού του ‘90 και της πρώτης δεκαετίας του 2000 δεν είναι το κατεξοχήν πεδίο δράσης των ανθρώπων του «σκυλάδικου» ασχέτως αν πολλοί σταδιοδρόμησαν και στο ένα και στο άλλο: είναι το προνομιακό πεδίο των ψωνισμένων image-makers και των λοιπών γελωτοποιών του ευρύτερου συμπλέγματος του συστήματος εξουσίας.
Τα μυαλά των ανθρώπων γέμιζαν με σκουπίδια, εν αναμονή (όπως αποδείχθηκε) του τσουνάμι που θα έφερναν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λίγα χρόνια αργότερα. Αυτή η συνθήκη απέδειξε πόσο διαβρωτική και επομένως αποτελεσματική είναι η επίδραση του λούμπεν: καταστάσεις οι οποίες κάποτε θεωρούνταν αδιανόητες ή (δικαίως) ντροπιαστικές, «κανονικοποιήθηκαν» αρχικώς ως θέαμα και κατόπιν ως τρόπος ζωής. Η trash-tv ήταν εξόχως αποτελεσματική αλλά είχε ένα πρόβλημα: ανήκε (οριακώς) ακόμα στην «binary» εποχή: η τηλεόραση από εδώ, η πραγματικότητα των πολλών από την άλλη. Η νέα εποχή έπρεπε να είναι πιο «συμπεριληπτική», non- binary: η trash-tv και πλέον εδώ και καιρό τα «trash-social media» δεν πρέπει να έχουν όρια ικανά να τα διαχωρίζουν από την πραγματική ζωή. Δεν πρέπει απλώς να παρακολουθούμε ένα λούμπεν σόου, πρέπει να είμαστε το σόου και το λούμπεν. Εξ ου και ενώ παλιά το σύστημα εξουσίας έκρυβε ότι ο πυρήνας, το καθ’ εαυτό σύστημα εξουσίας ήταν μια λούμπεν μεγαλοαστική τάξη, εδώ και καιρό το υπερπροβάλλει, τόσο σε ό,τι αφορά τον πυρήνα της εξουσίας, όσο και σε ό,τι τα προσαρτημένα σε αυτόν τον πυρήνα στρώματα. Ο λαός πρέπει όχι μόνο να μάθει να φοβάται ή να χασκογελά με το λούμπεν, πρέπει να μάθει ότι είναι ωραία, ότι είναι στόχος ζωής να είσαι λούμπεν. Εξ ου και οι ολιγάρχες δε χρηματοδοτούν μόνο την κοινωνία του θεάματος αλλά γίνονται οι ίδιοι μέρος της κοινωνίας του θεάματος.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο και εκτός αυτής της επιχείρησης «καλλωπισμού» της trash-ζωής ότι πλέον δεν πρωταγωνιστούν στον ρόλο δημόσιου κατήγορου μόνο ακροδεξιοί αλλά και δήθεν προοδευτικοί και για την ακρίβεια «δικαιωματικοί». Τις ακροδεξιές κραυγές για αστυνομία παντού και φυλακή για όλους, τις έχει ενσωματώσει και τις αναπαράγει ο δικαιωματισμός. Περικυκλωμένη από παντού η λαϊκή συνείδηση πρέπει να πολτοποιηθεί να καταστεί σε μαζική κλίμακα ασήμαντη. Πώς να επιβιώσει αλλιώς το σύστημα εξουσίας, με 15 χρόνια συνεχιζόμενης κρίσης και εν μέσω σπονδυλωτού παγκοσμίου πολέμου;
Αν λοιπόν για κάποιο λόγο αξίζει να δει κανείς το πώς όχι μόνο προβλήθηκε αλλά και θεσμικώς εξελίχθηκε τις προηγούμενες μέρες η διαβόητη πια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας είναι για να μελετήσει όλο αυτό το γαϊτανάκι (ή τσίρκο) πνευματικής εξαχρείωσης το οποίο λαμβάνει χώρα σχεδόν με κάθε ποινική υπόθεση η οποία μπορεί να διεγείρει το φιλοθεάμον κοινό. Εν μέσω εμπλοκής του Ελληνισμού στην ισραηλινή γενοκτονία, απειλής πυρηνικού πολέμου, υπόθεσης υιού Μπαλτάκου δηλαδή δολοφονιών ανθρώπων στα σύνορα, εξωφρενικής ακρίβειας στην εγχώρια αγορά, κατάρρευσης του ΕΣΥ και τόσων άλλων ων ουκ έστιν αριθμός, ένας ολόκληρος λαός παρακολουθεί μια ποινική υπόθεση επειδή υποτίθεται ότι είναι «επώνυμοι» οι εμπλεκόμενοι, άλλη μια δικογραφία κυκλοφορεί σε φέιγ-βολάν, η trash-tv δικάζει και δικάζεται στα trash social media, η κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα νομοθετήσει κατ’ εντολή των πρωινάδικων και σαν κερασάκι στην τούρτα παρεμβαίνει δύο και τρεις φορές ο Άρειος Πάγος (οι ίδιοι πάνω-κάτω «λειτουργοί της δικαιοσύνης» οι οποίοι για τα Τέμπη παρέπεμπαν τους γονείς στην προσευχή και για την ελληνική συμμετοχή στη γενοκτονία του Ισραήλ έχουν ξεχάσει τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι του διεθνούς δικαίου). Ταυτοχρόνως, ένας πρόεδρος κόμματος και ένας δικηγόρος εμπλέκονται ομού με τον Άρειο Πάγο σε μια διαδικτυακή και νομική αντιπαράθεση. Κάθε όριο, κάθε μέτρο και κάθε στεγανό μεταξύ trash-tv και πραγματικής ζωής, επιμέρους και γενικού, καφρίλας και παρανομίας, θεσμικής λειτουργίας και επιμέρους παρέμβασης αναιρείται. Όσο πιο ανυπόφορες γίνονται οι συνθήκες ζωής, τόσο πιο πολύ πρέπει ο λαός να εθιστεί σε συνθήκες trash-ζωής. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για μια συνωμοσία τόσο εξωφρενική που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως τέτοια. Για μια συνομωσία θαψίματός μας σε μια γιγάντια χωματερή.