Ο Βαγγέλης Βενιζέλος είναι ένας άνθρωπος με ένα μεγάλο ταλέντο: ξέρει πώς να φτιάχνει (ή να του φτιάχνουν) μύθους γύρω από το πρόσωπό του: “υπερβολικά έξυπνος”, “πετυχημένος υπουργός” κτλ.
Ατυχώς για τον ίδιο, τους πολιτικούς μύθους για το πρόσωπό του τους είχε αποδομήσει έγκαιρα ο δάσκαλός του Αριστόβουλος Μάνεσης (“Ο Βαγγέλης είναι πολύ ικανός: ικανός για όλα” φέρεται ειπών) κατόπιν ο Ανδρέας Παπανδρέου (“Το πρόβλημα δεν είναι ότι θέλει να γίνει αρχηγός του κόμματος, αλλά ότι θέλει να γίνει αρχηγός οποιουδήποτε κόμματος”) και εν τέλει ο ίδιος ο λαός. Διεκδικούσε για χρόνια και με κάθε μέσο την προεδρία κάποιου κόμματος, πήρε του ΠΑΣΟΚ χάρη στον Γιώργο Παπανδρέου και το κατάντησε στα όρια του εξωκοινοβουλευτικού βίου.
Ωστόσο, ένας από τους βασικότερους και πλέον ευφάνταστους μύθους είναι εκείνος του έγκριτου συνταγματολόγου. Υπάρχει ένα ανέκδοτο μεταξύ συνταγματολόγων: “Αν δεν ξέρεις την απάντηση σε μια ερώτηση συνταγματικού δικαίου, γράψε το αντίθετο από εκείνο που θα υποστηρίξει ο Βαγγέλης”.
Σε σχέση, ωστόσο με την καταφανώς αντισυνταγματική απαγόρευση όλων των συναθροίσεων “καθ’ άπασαν την επικράτειαν” ξεπερνάει και τον εαυτό του. Όχι γιατί επιχειρηματολογεί υπέρ της συνταγματικότητας – για αυτό υπάρχουν και άλλοι πρόθυμοι της κυβέρνησης.
Πηγαίνει και ένα βήμα παραπάνω: σε συνέντευξή του στο ΣΚΑΪ λέει ο κ. Βενιζέλος ευθαρσώς και μάλλον μην κατανοώντας τη νομική σημασία αυτού που εκστομίζει ότι: “Αν είχαμε υπερβεί το λαϊκισμό και επικρατούσε το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης δε θα χρειαζόταν να επιβληθεί καμία απαγόρευση”.
Κοινώς αναγνωρίζει και υποστηρίζει ότι η απαγόρευση των συγκεντρώσεων δεν υπακούει σε νομική ερμηνεία του Συντάγματος υπό το φως συγκεκριμένων οδηγιών των λοιμωξιολόγων ως προς διαφορετικούς τύπους συγκεντρώσεων (λ.χ.αναλόγως της ποσότητας ανθρώπων, της τήρησης των μέτρων, του διαθέσιμου χώρου κτλ.) αλλά σε πολιτικό υπολογισμό καταστολής ή υπέρβασης του “λαϊκισμού”.
Μας λέει, με άλλα λόγια στην πραγματικότητα, ότι το Σύνταγμα είναι ένα νομικό κουρελόχαρτο, το οποίο ερμηνεύει η κυβέρνηση (και αυτός συμφωνεί βεβαίως) όχι βάσει των μεθόδων ερμηνείας που προβλέπονται μέσα στο και από το δικαιικό πλαίσιο, υπό το φως των συμβουλών των ειδικών αλλά βάσει πολιτικών στοχεύσεων: λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός κ.ο.κ.
Έτσι, υπερβαίνει όλη την αντίθετη νομική επιχειρηματολογία προς την κυβερνητική απόφαση επί των συγκεντρώσεων ( μη αναλογική στάθμιση των αντιτιθεμένων αγαθών και δικαιωμάτων, αντίθεση με το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος που απαιτεί ειδικό εκτελεστικό νόμο, υπαγωγή ή μη της δημόσιας υγείας στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας, ειδικό προστατευτικό καθεστώς των πορειών της Πρωτομαγιάς και του Πολυτεχνείου βάσει του άρθρου 7 του Ν. 4703/2020 κτλ.) και νομιμοποιεί μια εκτροπή σήμερα και όλες όσες θα ακολουθήσουν, υπό το φως της όποιας μελλοντικής επίκλησης, όποιου λόγου δημόσιας ασφάλειας και ακόμα χειρότερα της όποιας “πάλης” κατά του λαϊκισμού.
Η αρχή κάθε εκτροπής, δηλαδή κάθε αντισυνταγματικής πράξης είναι η εισαγωγή ενός νομικά ανέλεγκτου κριτηρίου (π.χ. λαϊκισμός, παλαιότερα “κομμουνιστικός κίνδυνος”, φαυλοκρατία, αναταραχή κτλ.) στην συνταγματική ερμηνεία, προκειμένου το σαφέστερο συνταγματικό και νομικό κριτήριο να απωλεσθεί και άρα το Σύνταγμα να χειραγωγηθεί από την εξουσία.
Κάποιοι ελαχίστως πιο προσεκτικοί από τον κ. Βενιζέλο εισάγουν το τεκμήριο της δημόσιας υγείας, άνευ ετέρου, που αποτελεί επίσης αντισυνταγματική ερμηνεία του Συντάγματος. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν χρειάζεται τέτοιες φιοριτούρες. Προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εξουσία με πολύ πιο ξεκάθαρο τρόπο.
Θυμίζει η ερμηνεία του την δεκαετία του ’30 – και όχι τις λίγες καλές της στιγμές. Θυμίζει η ερμηνεία του μια μακρά παράδοση Ελλήνων ακαδημαϊκών συνταγματολόγων, που παρέδιδαν Συνταγματικό Δίκαιο ακόμα και εν μέσω χούντας. Μετά και από αυτά μπορούμε να πούμε ότι τουλάχιστον ελπίζουμε το σύστημα εξουσίας να ανταμείψει τον κ. Βενιζέλο και να μην τον “κερδίσει” το πανεπιστήμιο και πάλι.