Το Diario Red, το ηλεκτρονικό περιοδικό του Canal Red που ίδρυσε και διευθύνει μετά την παραίτησή του από την ηγεσία των Podemos ο Πάμπλο Ιγκλέσιας έχει ως κύριο άρθρο του, μια ανάλυση της κατάστασης της Γαλλίας μετά τον δεύτερο γύρο των έκτακτων βουλευτικών εκλογών και τη νίκη τς αριστεράς, που αποφεύγει τη θριαμβολογία και αναλύει τη συγκυρία, θεωρούμε, με ρεαλισμό. Έχουμε προσθέσει στο κείμενο κάποιους συνδέσμους σε εξωτερικές πηγές για να γίνουν πιο κατανοητά σε όσους δεν έχουν εξοικείωση με τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία.
Μ.Π.
Η ανακούφιση, soulagement, είναι η λέξη που βρίσκεται στα χείλη πολλών στη Γαλλία από χθες το βράδυ. Παρά το γεγονός ότι ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός (RN) σημείωσε τα καλύτερα αποτελέσματα που έχει επιτύχει ποτέ σε βουλευτικές εκλογές, ο δεύτερος γύρος κατέληξε σε ήττα του, καθώς ήρθε τρίτος με 143 έδρες, αλλά και σε μια δίκαιη νίκη του Νέου Λαϊκού Μετώπου με 182 εκπροσώπους, μακριά από την απόλυτη πλειοψηφία των 289. Από την πλευρά του, ο φιλομακρονιστικός συνασπισμός Ensemble επωφελήθηκε από το λεγόμενο “barrage républicain” στον δεύτερο γύρο και βελτίωσε τα αποτελέσματά του αποφεύγοντας την κατάρρευση που του επιφύλασσε ο πρώτος γύρος, τερματίζοντας δεύτερος με 168 έδρες. Ωστόσο, ο εν ενεργεία Μακρονιστής πρωθυπουργός, Γκαμπριέλ Ατάλ, έσπευσε να υποβάλει την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, η οποία ενδέχεται να απορριφθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η νίκη του Νέου Λαϊκού Μετώπου αποτελεί ιστορικό γεγονός στην πορεία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Κέρδισε τη σχετική πλειοψηφία με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει την ταυτόχρονη απόρριψη του μακρονιστικού νεοφιλελευθερισμού και του λεπενιστικού απαρτχάιντ. Στο πλαίσιο του εκλογικού συνασπισμού, η La France Insoumise ήταν η δύναμη με τις περισσότερες ψήφους και ο ηγέτης της, ο Jean-Luc Mélenchon, ήταν από τους πρώτους που εμφανίστηκαν και απαίτησαν τον άμεσο σχηματισμό μιας κυβέρνησης του NFP που θα εφαρμόσει «το πρόγραμμά του, τίποτα περισσότερο από το πρόγραμμά του, αλλά όλο το πρόγραμμά του». Η γρήγορη διακήρυξη νίκης και η διεκδίκηση της κυβέρνησης και του εκλογικού προγράμματος είναι μια σοφή κίνηση από την πλευρά του LFI. Όμως, είναι απίθανο το NPF να σχηματίσει κυβέρνηση ή/και να μπορέσει να εφαρμόσει τα σημαντικότερα σημεία του προγράμματός του, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1.600 ευρώ, η απόσυρση του νόμου για τη μετανάστευση, η κατάργηση του διατάγματος για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η μεταρρύθμιση της ασφάλισης ανεργίας, η επαναφορά του οικολογικού φόρου στις μεγάλες περιουσίες ή η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους και η υποστήριξη της εντολής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου κατά της γενοκτονίας που διαπράττει το κράτος του Ισραήλ εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού. Όπως έχουμε ήδη σχολιάσει στο κύριο άρθρο που γράφτηκε μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών, οι πολιτικές και μιντιακές ολιγαρχίες της Πέμπτης Δημοκρατίας θέλησαν να διατηρoύν τα ηνία της εξουσίας υπό το σύνθημα του «ρεπουμπλικανικού μετώπου», ενώ ταυτόχρονα περιθωριοποιούσαν το LFI υπό το σύνθημα των «δύο άκρων». Αυτή η ένταση απέναντι στο «ακραίο κέντρο» ενισχύθηκε χθες, όχι μόνο από το αποτέλεσμα του συνασπισμού των Μακρονιστών, αλλά και από τη στάση διαφόρων εκπροσώπων του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και ο ευρωβουλευτής Ραφαέλ Γκλικσμάν, οι οποίοι έχουν ήδη καταστήσει σαφή την “προθυμία τους να έρθουν σε συνεννόηση” με τα κόμματα της Μακρονιστικής Δεξιάς για τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα περιλαμβάνει ορισμένα από τα μέτρα του προγράμματος του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Από το Ensemble ή τη μετα-γκολιστική δεξιά των Les Républicains, οι δηλώσεις κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά ξεκαθάρισαν από την πλευρά τους ότι προϋπόθεση για μια κυβέρνηση πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση με τα κόμματα του NFP είναι ο αποκλεισμός της La France Insoumise.
Αν θελήσουμε να δούμε αυτές τις εκλογές υπό την οπτική μιας ιστορικής τάσης, βλέπουμε ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η γαλλική πολιτική και κοινωνική ζωή έχει υποστεί μια μετατόπιση προς την ακροδεξιά, όσον αφορά τις πολιτικές και τη γλώσσα. Ένα πρώτο σημείο καμπής ήταν οι προεδρικές εκλογές του 2002, όταν ο ιδρυτής του Εθνικού Μετώπου, Jean-Marie Le Pen, κατάφερε να διεκδικήσει τον δεύτερο γύρο απέναντι στον υποψήφιο της δεξιάς Jacques Chirac. Έκτοτε, ο «δημοκρατικός» νεοφιλελευθερισμός, το «ακραίο κέντρο», επιβλήθηκε ως πολιτική του καθεστώτος σαν το ήσσον κακό απέναντι στην απειλή της ακροδεξιάς. Σε αυτή την ιστορική τάση, ήταν πάντα οι εντυπωσιακοί πολιτικοί αγώνες των γαλλικών λαϊκών τάξεων που κατάφεραν να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν αυτή την πορεία προς τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό και την αποδοχή της ακροδεξιάς. Ξεκίνησε με τις πορείες για την ισότητα και τον ρατσισμό το 1983 και συνεχίστηκε με τις απεργίες των φοιτητών και των σιδηροδρομικών το 1986-87, τους Συντονισμούς των Νοσηλευτών το 1989, τις γενικές απεργίες του φθινοπώρου του 1995 ενάντια στο σχέδιο Ζιπέ, τις μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στο Contrat de Première Embauche που έκανε την απασχόληση των νέων ακόμα πιο επισφαλή το 2006, μέχρι τις διαμαρτυρίες των Κίτρινων Γιλέκων το 2018-2019 και τις μαζικές απεργίες και διαμαρτυρίες ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση το 2023, οι αντεξουσίες που δημιουργήθηκαν στους αγώνες αποτέλεσαν τον πραγματικό αντισταθμιστικό παράγοντα αυτής της στροφής προς τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό και το απαρτχάιντ στη Γαλλία. Αυτή η ανταγωνιστική διαλεκτική δημιούργησε ένα μπρος – πίσω ανάμεσα στα αντιδραστικά κινήματα του πολιτικού και εργοδοτικού συστήματος και στις αντεξουσίες της αντίστασης, όπου το τελικό αποτέλεσμα ήταν πάντα ένα μικρό αλλά αποτελεσματικό βήμα προς την καταστροφή των δημοκρατικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και της αντιλαϊκής βίας που εκπορεύεται από το ρεπουμπλικανικό καθεστώς.
Όμως, η δημιουργία το 2017 της La France Insoumise κατάφερε να διαρρήξει τον διαχωρισμό μεταξύ των κύκλων αντίστασης και διαμαρτυρίας και της πολιτικής εκπροσώπησης στους θεσμούς. Έκτοτε, η αυταρχική αποσύνθεση της Πέμπτης Δημοκρατίας εξακολουθεί να βαθαίνει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόνο η κληρονομιά της προεδρίας Μακρόν και οι κυβερνήσεις του έχουν υλοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του προγράμματος του RN: με τον νόμο του 2017 για την εσωτερική ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την κατάργηση του φόρου μεγάλης περιουσίας, τη μεταρρύθμιση της ασφάλισης ανεργίας το 2019 και το 2022, τον νόμο του 2021 για την καθολική ασφάλεια (που υποστηρίζεται από τα συνδικάτα της αστυνομίας), τον νόμο για την πρόληψη τρομοκρατικών ενεργειών του ίδιου έτους, τον νόμο για τον σεβασμό των αρχών της Δημοκρατίας (που στρέφεται κατά του «ισλαμιστικού αυτονομισμού») και τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2023, όπως και πρόσφατα την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο αποικιακό διαμέρισμα της Νέας Καληδονίας μετά από διαμαρτυρίες των λαϊκών κινημάτων των Κανάκ. Σε επίπεδο πολιτικών ελευθεριών, στην πράξη, οι ποικίλοι βαθμοί εφαρμογής της ίδιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης ήταν το σταθερό χαρακτηριστικό της προεδρίας Μακρόν, σε συνδυασμό με έναν πρωτοφανή βαθμό ατιμωρησίας της αστυνομίας που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό χιλιάδων ανθρώπων, τον ακρωτηριασμό τριάντα ατόμων και τον θάνατο μιας γυναίκας.
Αυτή η ιστορική πορεία αποκρυσταλλώθηκε και προσαρμόστηκε στο καθεστώς του παγκόσμιου πολέμου στο οποίο έχουν εισέλθει τα δυτικά φιλελεύθερα καθεστώτα από τον Φεβρουάριο του 2022. Το «ακραίο κέντρο» ζει από τότε, όχι πια στην λογική του αυταρχικού μικρότερου κακού, αλλά σε μια ενεργητική δυναμική εισαγωγής της διάκρισης φίλου-εχθρού, της λογικής του πολέμου στις εσωτερικές και διεθνείς σχέσεις ως εφαλτήριο για την πολιτική συσσώρευσης εξουσίας και κεφαλαίου. Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι το αναγκαίο αίτημα του Jean-Luc Mélenchon για αλλαγή κυβέρνησης δεν θα τύχει θετικής υποδοχής από τις δυνάμεις του καθεστώτος της Πέμπτης Δημοκρατίας. Μάλλον το αντίθετο. Τουναντίον, ανοίγονται τώρα διαφορετικά σενάρια. Κατ’ αρχάς, ο Μακρόν δεν μπορεί να διαλύσει τη Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει νέες εκλογές πριν από έναν ακόμη χρόνο. Κυβερνητικοί συνδυασμοί μεταξύ των τριών κύριων κοινοβουλευτικών ομάδων φαίνονται αδύνατοι. Στο απίθανο σενάριο μιας κυβέρνησης που θα ηγεμονεύεται από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, το τελευταίο θα μπορούσε να προσφύγει σε διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 49.3 του γαλλικού Συντάγματος. Ωστόσο, θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και το Συνταγματικό Συμβούλιο, καθώς και πρόταση μομφής στη Συνέλευση, εάν αυτή κατατεθεί εντός 24 ωρών από την έκδοση του διατάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι, με την παράταση της θητείας της σημερινής κυβέρνησης, οι συζητήσεις στη Συνέλευση και στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με τον σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας θα ενταθούν σημαντικά τις επόμενες εβδομάδες. Προς το παρόν, μια συμμαχία μεταξύ του RN, των γκωλικών Les Républicains και των αποστατών του Μακρονισμού φαίνεται εξαιρετικά απίθανη. Το πιθανότερο είναι ότι η απόρριψη της πρότασης του Μελανσόν για σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας θα δώσει τη θέση της σε μια εκστρατεία εσωτερικής διαίρεσης του NFP, έτσι ώστε οι Σοσιαλιστές, οι Οικολόγοι και ακόμη και το ΚΚΓ να δεχτούν μια φόρμουλα “ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης” με τη μειοψηφία των Μακρονιστών και την υποστήριξη ή/και τη συμμετοχή των Les Républicains. Αλλά η επιτυχία του ελιγμού αυτού δεν είναι καθόλου εγγυημένη. Η τρίτη θέση του RN καθιστά λιγότερο πιστευτό τον επείγοντα χαρακτήρα του επιχειρήματος του ήσσονος κακού, μπροστά στην ανέλπιστη επιτυχία του νεοσύστατου NFP. Η πραγματικότητα του καθεστώτος πολέμου θα μπορούσε να πληρώσει πολύ φτηνά τη λαχτάρα του PS και των Οικολόγων για ανάκτηση πρωταγωνιστικού ρόλου, αποκαθιστώντας τη νομιμοποίηση και την εκλογική υποστήριξη που είχε χάσει το LFI μέχρι τη δημιουργία της Nouvelle Union Populaire Écologique et Social με πρωτοβουλία του LFI το 2022. Θα ήταν ανόητο να αγνοήσουμε τη δύναμη που έχει εκφραστεί στους γαλλικούς δρόμους κατά του Μακρονισμού και του Λεπενισμού και να προσποιηθούμε ότι αποκαθιστούμε τη νομιμότητα στον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό του προεδρικού συνασπισμού. Ωστόσο, οι δυνάμεις του ακραίου κέντρου στο πλαίσιο του καθεστώτος πολέμου έχουν αποδείξει περίτρανα ότι η συμπεριφορά τους είναι ίδια με εκείνη του περιβόητου σκορπιού που, με τίμημα τον ίδιο του τον θάνατο, δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό του από το να τσιμπήσει τον βάτραχο που δέχτηκε γενναιόδωρα να τον βοηθήσει να διασχίσει το ποτάμι. Επομένως, η ανακούφιση και η εκεχειρία θα είναι βραχύβιες. Το παιχνίδι ανάμεσα στη λαϊκή δημοκρατία και στο καθεστώς πολέμου είναι ακόμα ανοιχτό στη Γαλλία και θα είναι αναπόφευκτα άγριο.