του Αλμπέρτο Τοσκάνο
Την επομένη των εκλογών του 2016, ο πνευματικός κόσμος επικεντρώθηκε στις νέες οργανικές και ιδεολογικές σχέσεις της νέας διοίκησης με την δεξιά και την ακροδεξιά. Αλλά η μαζική εξέγερση των πολιτών ενάντια στη φυλετική τρομοκρατία – και η αυταρχική απάντηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης – έχει φέρει στο προσκήνιο κάποιες μέχρι πρότινος μεμονωμένες ακαδημαϊκές συζητήσεις σχετικά με τον φασισμό, με τους Πίτερ Γκόρντον, Σάμιουελ Μόιν και την Σάρα Τσώρτσγουελλ να βρίσκουν χώρο στις σελίδες του New York Review of Books για να διαλευκανθεί εάν είναι ιστορικά εύστοχο ή πολιτικά ωφέλιμο να χαρακτηρίζεται ο Τραμπ ως φασίστας. Η λέξη από Φ- εισέβαλε επίσης με ασυνήθιστο τρόπο στο CNN, τους New York Times και τον δημόσιο διάλογο. Η όλο και πιο ορατή πιθανότητα οποιαδήποτε διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας θα είναι τεταμένη – ο Τραμπ έχει υπαινιχθεί ότι δεν θα αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα εάν χάσει – έχει εντατικοποιήσει περαιτέρω τα στοιχήματα, με ακόμη και την αξιόπιστη νεοφιλελεύθερη μαζορέτα Τόμας Φρίντμαν να αναφέρεται σε εμφύλιο πόλεμο.
Είναι ιστορικά εύστοχο ή πολιτικά ωφέλιμο να χαρακτηρίζεται ο Τραμπ ως φασίστας; Η μακρά ιστορία της Μαύρης ριζοσπαστικής σκέψης σχετικά με τον φασισμό και την αντιφασιστική αντίσταση δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές σε αυτή τη συζήτηση.
Ανεξάρτητα από το διαφοροποιούμενο τοπίο, η συζήτηση για τον φασισμό έχει βαλτώσει στην ερώτηση εάν τα σημερινά φαινόμενα είναι ανάλογα με τα ευρωπαϊκά δικτατορικά καθεστώτα του μεσοπολέμου, με τα οποία είμαστε εξοικειωμένοι. Όσοι στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στη σύγκριση αυτή υπογραμμίζουν τον τρόπο με τον οποίο η αναλογία του φασισμού ενδέχεται είτε να παρουσιάσει ό,τι συμβαίνει επί του παρόντος ως εξαίρεση στον κανόνα, υποσκελίζοντας το χρονικό του αδιαμφισβήτητου αμερικανικού απολυταρχισμού, ή, εναλλακτικά, μπορεί να διευρύνει τόσο πολύ την έννοια του φασισμού με αποτέλεσμα αυτός να μην προσδιορίζει ποια είναι η μοναδικότητα της τρέχουσας κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε.
Οι υπέρμαχοι της αναλογίας επισημαίνουν την ανάγκη να εντοπιστούν οι ομοιότητες με τον δεσποτισμό του παρελθόντος, πριν να είναι πολύ αργά, στηρίζοντας την υπόθεσή τους στην προώθηση μιας ιδανικής λίστας, όσον αφορά είτε στα στοιχεία είτε στα βήματα προς τον φασισμό. Αλλά τι γίνεται αν η συζήτηση για τον φασισμό δεν κυριαρχείται από το ερώτημα περί αναλογίας;
Η ενασχόληση με τη μακρά ιστορία της Μαύρης ριζοσπαστικής σκέψης σχετικά με τον φασισμό και την αντιφασιστική αντίσταση – αυτού που ο Σέντρικ Ρόμπινσον ονόμασε «Μαύρη θεώρηση του φασισμού» ως εναλλακτική της «ιστορικής παραγωγής του φασισμού ως μορφή άρνησης στο Δυτικού Geist» – θα μπορούσε να χρησιμεύσει ώστε η συζήτηση σχετικά με τον φασισμό να βγει από το αδιέξοδο της αναλογίας, παρέχοντας τους πόρους για να αντιμετωπίσουμε τη ρευστότητα του μεσοδιαστήματος.
Πολύ πριν η βία των ναζιστών εκληφθεί ως υπερβαίνουσα κάθε αναλογία, οι Μαύροι ριζοσπάστες στοχαστές επεδίωξαν να επεκτείνουν το ιστορικό και πολιτικό φαντασιακό μιας αντιφασιστικής αριστεράς. Περιέγραψαν λεπτομερώς πώς αυτό που, υπό το πρίσμα του ευρωπαϊκού ή λευκού προνομίου, μπορεί να έμοιαζε με μια ριζικά νέα μορφή ιδεολογίας και βιαιότητας, στην πραγματικότητα αποτελούσε συνέχεια του χρονικού της αποικιοκρατίας και της φυλετικής δουλείας.
Οι Μαύροι ριζοσπάστες στοχαστές επεδίωξαν πολύ νωρίς να επεκτείνουν το ιστορικό και πολιτικό φαντασιακό μιας αντιφασιστικής αριστεράς, αποκαλύπτοντας τον φασισμό ως συνέχεια της αποικιακής κατάκτησης και της φυλετικής δουλείας.
Ο παναφρικανιστής Τζορτζ Παντμόρ, που ήρθε σε ρήξη με την Κομμουνιστική Διεθνή λόγω την αποτυχίας της να διακρίνει τις ομοιότητες μεταξύ του «δημοκρατικού» ιμπεριαλισμού και του φασισμού, χαρακτήρισε στο How Britain Rules Africa (1936) τον αποικιακό ρατσισμό ως «το γόνιμο έδαφος για τον τύπο φασιστικής νοοτροπίας που έχει εξαπλωθεί σήμερα στην Ευρώπη». Συνέχισε να βλέπει στη Νότια Αφρική «το πιο κλασικό Φασιστικό καθεστώς του κόσμου», στηριζόμενο στην «ενότητα της φυλής ενάντια στην τάξη». Το βιβλίο «Colonial Fascism» του Παντμόρ προέβλεψε, έτσι, τον αλησμόνητο ορισμό του φασισμού ως το μπούμερανγκ της Ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής βίας από τον Εμέ Σεζέρ.
Οι Αφροαμερικανοί αντιφασίστες συμμερίστηκαν την αντιαποικιακή θεωρία που υποστηρίζει ότι η διατλαντική παγκόσμια ιστορία της φυλετικής βίας ανέτρεψε την καινοτομία του ενδοευρωπαϊκού φασισμού. Μιλώντας στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων, στο Παρίσι το 1937, ο Λάνγκστον Χιουζ δήλωσε: «Εμείς οι νέγροι στην Αμερική δεν έχουμε ανάγκη να μας πούνε τι είναι ο φασισμός στην πράξη. Ξέρουμε. Οι θεωρίες του για τη σκανδιναβική υπεροχή και την οικονομική καταπίεση αποτελούν εδώ και καιρό καθημερινότητα για εμάς.» Επρόκειτο για διορατικότητα που σίγουρα δεν θα εξέπληττε κανέναν αναγνώστη του μνημειώδους δοκιμίου του Γ. Ε.Μ. Ντι Μπουά με την ιστορία του αμερικανικού φυλετικού καπιταλισμού, της Μαύρης Ανασυγκρότησης της Αμερικής (1935). Όπως θα εισηγούταν πολύ αργότερα ο Αμίρι Μπαράκα, στηριζόμενος στις αναφορές του Ντι Μπουά στον φασισμό, η ανατροπή της Ανασυγκρότησης θέσπισε έναν «φυλετικό φασισμό» που προηγήθηκε χρονικά του Χιτλερισμού στη χρήση φυλετικού τρόμου, στρατολόγησης φτωχών λευκών και χειραγώγησης του (για να παραθέσω τον διάσημο ορισμό του φασισμού από τον Γκέοργκι Δημητρόφ) «πιο αντιδραστικού, πιο σοβινιστικού και πιο ιμπεριαλιστικού τομέα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου».
Από αυτή την άποψη, ο αμερικανικός φυλετικός φασισμός θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος επειδή βρισκόταν στην απέναντι όχθη της χρωματικής διάκρισης, ακριβώς όπως ο αποικιακός φασισμός έλαβε χώρα μακριά από την αυτοκρατορική μητρόπολη. Όπως αναφέρουν οι Μπιλ Μιούλεν και Κρίστοφερ Βάιαλς στο κεφαλαιώδους σημασίας βιβλίο τους The US Antifascism Reader (2020):
Σε διάφορες ιστορικές στιγμές, η εμπειρία του φυλετισμού σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία θα μπορούσε να έχει για τα έγχρωμα άτομα τη βαρύτητα του φασισμού. Δηλαδή, ενώ ένα φασιστικό κράτος και μια λευκή δημοκρατία υπεροχής έχουν πολύ διαφορετικούς μηχανισμούς εξουσίας, η εμπειρία της φυλετικής αδικίας εντός της φιλελεύθερης δημοκρατίας μπορεί να καταστήσει, στο επίπεδο του βιώματος, ασαφή τη διάκριση μεταξύ αυτού και του φασισμού. Για όσους τίθενται εκτός του δικαιωματικού συστήματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας λόγω φυλετικής διάκρισης, η λέξη «φασισμός» δεν φέρνει πάντα στο νου ένα μακρινό και ξένο κοινωνικό σύστημα.
Ή, όπως παρατήρησε ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ζενέ την 1η Μαΐου 1970, σε μια διαδήλωση στο Nιου Χέβεν για την απελευθέρωση του προέδρου του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, Μπόμπι Σιλ: «Ένα άλλο πράγμα με ανησυχεί: ο φασισμός. Ακούμε συχνά το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων να μιλά για φασισμό και οι λευκοί δυσκολεύονται να αποδεχτούν τη λέξη. Αυτό συμβαίνει επειδή οι λευκοί πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να φανταστούν και να κατανοήσουν ότι οι μαύροι ζουν κάτω από ένα καταπιεστικό φασιστικό καθεστώς».
Χάρη στους Πάνθηρες, κατά κύριο λόγο, ο όρος «φασισμός» επέστρεψε στην πρώτη γραμμή του ριζοσπαστικού λόγου και του ακτιβισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η διάσκεψη του Ενωμένου Μετώπου Ενάντια στον Φασισμό, που πραγματοποιήθηκε στο Όκλαντ το 1969, συγκέντρωσε ένα ευρύ φάσμα Παλαιών και Νέων Αριστερών, καθώς και ακτιβιστές από την Ασία, από τους τσικάνο, από το Πουέρτο Ρίκο (Young Lords) και τα Απαλάχια Όρη (Young Patriots Organisation), που είχαν αναπτύξει τις δικές τους αντιλήψεις για τον αμερικανικό φασισμό – παραδείγματος χάριν, βάσει της προϋπάρχουσας εμπειρίας των Ιαπωνικών πρακτικών κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Ως ισχυρή ένδειξη της ιδιομορφίας και της εξέλιξης των αντιφασιστικών παραδόσεων των ΗΠΑ, μεταξύ των κύριων πυλώνων του συνεδρίου ήταν η θεωρητικά ρεφορμιστική απαίτηση για κοινοτική ή αποκεντρωμένη αστυνόμευση – προκειμένου να απομακρυνθούν οι λευκοί ρατσιστές αξιωματικοί από τις γειτονιές των Μαύρων και να ασκηθούν τοπικοί έλεγχοι στον τρόπο επιβολής του νόμου.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι που ήταν προσκείμενοι στους Πάνθηρες είχαν συγκεκριμένη θεώρηση για το τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ύστερο φασισμό» (κατ’ αναλογία με τον «ύστερο καπιταλισμό») στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια στιγμή που οι συζητήσεις σχετικά με τον «νεοφασισμό» αποτελούσαν διχαστικές ριζοσπαστικές συζητήσεις σε όλη την Ευρώπη, το συγγραφικό έργο και η αλληλογραφία της Άντζελα Ντέιβις και του Τζορτζ Τζάκσον διαμόρφωσαν μια θεωρία για τον φασισμό με βάση το βίωμα του βίαιου δεσμού μεταξύ του τιμωρητικού κράτους και του φυλετικού καπιταλισμού. Η Ντέιβις, η Μαύρη εκπρόσωπος του Μαρξισμού και μελετητής του φεμινισμού, δεν χρειάζεται συστάσεις. Η φυλάκισή της τη δεκαετία του 1970 με ψευδείς κατηγορίες συνωμοσίας, την έκαναν ευρύτατα γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας την ένα παγκόσμιο πρότυπο αλληλεγγύης. Λιγότεροι θυμούνται ότι η κατηγορία συνωμοσίας εναντίον της Ντέιβις προέκυψε από ένοπλη επίθεση σε δικαστική αίθουσα από τον δεκαεπτάχρονο σωματοφύλακά της, Τζόναθαν Τζάκσον, με στόχο να επισπεύσει την απελευθέρωση των Αδελφών Σολεδάδ, τριών Αφροαμερικανών κρατουμένων που αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή για τη δολοφονία ενός λευκού δεσμοφύλακα. Ανάμεσά τους ήταν και ο μεγαλύτερος αδερφός του Τζόναθαν, ο φυλακισμένος Μαύρος επαναστάτης Τζορτζ Τζάκσον, με τον οποίο η Ντέιβις είχε εκτεταμένη αλληλογραφία. Ο Τζάκσον σκοτώθηκε από έναν ελεύθερο σκοπευτή κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας διαφυγής στις 21 Αυγούστου 1971, λίγες μέρες πριν από τη δίκη των Αδελφών Σολεδάδ.
Σε ένα από τα γράμματά του μέσα από τη φυλακή σχετικά με τον φασισμό, που συμπεριλήφθηκε μετά θάνατον στο βιβλίο Blood in My Eye (1972), ο Τζάκσον διατύπωσε τον ακόλουθο προβληματισμό:
>>Όταν ένα μέλος της παλιάς καθεστηκυίας τάξης με ανακρίνει και επικεντρώνομαι στο σκυρόδεμα και το χάλυβα, στη μικροσκοπική ηλεκτρονική συσκευή ακρόασης που κρύβεται στο άνοιγμα, στη φάλαγγα των φτωχών που μας κρυφοκοιτάζει, στο μετά βίας λειτουργικό πλαστικό μαγνητόφωνό του, που του κόστισε την εβδομάδα εργασίας, και επισημαίνω ότι αυτά αποτελούν στο σύνολό τους εκφάνσεις του φασισμού, θα προσπαθήσει πάντοτε να με αντικρούσει, ορίζοντας τον φασισμό απλώς ως οικονομική γεωπολιτική υπόθεση όπου μόνο μία παράταξη επιτρέπεται να βρίσκεται στην επιφάνεια και απαγορεύεται η πολιτική αντιπαράθεση.
Ο Τζάκσον μας ενθαρρύνει να αναλογιστούμε τι θα συμβεί στη θεώρησή μας για τον φασισμό, εαν καθοδηγηθούμε όχι από την αναλογία του ευρωπαϊκού σκηνικού του μεσοπολέμου, αλλά αντιθέτως, από την ουσία του σωφρονιστικού συστήματος, από το «σκυρόδεμα και το χάλυβα», από τις συσκευές και προσωπικό επιτήρησης και καταστολής.
Στο συγγραφικό τους έργο και την αλληλογραφία τους, που χαρακτηρίζονται από ερμηνευτικές διαφορές, παράλληλα με τη βαθιά συντροφικότητα, η Ντέιβις και ο Τζάκσον προσδιορίζουν την πολιτεία των ΗΠΑ ως την τοποθεσία για μια ανασυνδυασμένη ή ακόμη και ολοκληρωμένη μορφή φασισμού. Μεγάλο μέρος της γραφής τους διέπεται από Μαρξιστικές συζητήσεις σχετικά με τη φύση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και των καπιταλιστικών κρίσεων, καθώς και, στην περίπτωση του Τζάκσον, από μια προσπάθεια επανεξέτασης της κλασικής ιστοριογραφίας για τον φασισμό. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τζάκσον και η Ντέιβις τονίζουν τη δυσαναλογία μεταξύ των σημερινών μορφών κυριαρχίας και των ευρωπαϊκών παραδειγμάτων, αλλά επιβεβαιώνουν και οι δύο το προνομιακό πλεονέκτημα που παρέχεται από την εκ των έσω οπτική ενός σωφρονιστικού συστήματος που θα μπορούσε να περιγραφεί με ακρίβεια ως τρομοκρατικό για άτομα που ανήκουν σε διαφορετική φυλή.
Η Άντελα Ντέιβις και ο Τζορτζ Τζάκσον είδαν το Αμερικανικό κράτος – το τιμωρητικό κράτος και τον φυλετικό καπιταλισμό – ως το πεδίο του φασισμού. Αυτός ο φασισμός προήλθε από την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αυτό αφενός απηχεί και αφετέρου παρεκκλίνει από τη Μαύρη ριζοσπαστική θεώρηση του φασισμού, ακριβώς όπως οι θεωρίες του Παντμόρ ή του Σεζέρ, οι οποίες αναδύθηκαν από την εμπειρία των αποικιοκρατούμενων λαών. Ο νέος, αμερικανικός φασισμός, που ο Τζάκσον και η Ντέιβις πασχίζουν να περιγράψουν, δεν συνιστά μια ανεπιθύμητη επιστροφή από την «απέναντι όχθη» της αποικιακής βίας, αλλά προέρχεται από την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Πράγματι, υπήρχε μια αίσθηση απορριφθέντος δεσμού μεταξύ των φιλελεύθερων και των φασιστικών μορφών του κράτους, που, για τον Ντέιβις, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που παραδόθηκαν από τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, στον οποίο η κατανόηση του δεσμού αυτού στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930 επέτρεψε να διακρίνει τις φασιστικές τάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της εξορίας του.
Αμφότεροι η Ντέιβις και ο Τζάκσον τονίζουν επίσης την αναγκαιότητα να γίνει αντιληπτός ο φασισμός όχι ως στατική μορφή, αλλά ως δυναμική διαδικασία, που επηρεάζεται από το πολιτικοοικονομικό πλαίσιο και τις συγκυρίες τους. Οι λίστες, οι αναλογίες ή οι ιδεότυποι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο σύνολο της ιστορίας του φασισμού. Ο Τζάκσον γράφει για «τα μειονεκτήματα της προσπάθειας ανάλυσης ενός κινήματος αποκομμένου από την εξελικτική του διαδικασία και την αλληλουχία των σχέσεών του. Κερδίζετε μόνο μια αποχρωματισμένη φευγαλέα ματιά σε ένα νεκρό παρελθόν». Παρατηρεί ότι ο φασισμός «αναπτύχθηκε από έθνος σε έθνος ανεξάρτητα από τα διαφορετικά επίπεδα αποσάθρωσης του καπιταλισμού με τη συντηρητική του έννοια».
Όπου ο Τζάκσον και ο Ντέιβις επαναλαμβάνουν τα λεγόμενα των Ευρωπαίων ομολόγων τους, αυτό γίνεται υπό το πρίσμα ότι οι «νέες» μορφές φασισμού δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές χωρίς να εξεταστούν ως απάντηση στις εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970.
Για τον Τζάκσον, ο φασισμός αποτελεί ουσιαστικά ένα αντεπαναστατικό μόρφωμα, όπως αποδεικνύεται από τη βία με την οποία καταπιέζει κάθε σημαντική απειλή για το κράτος. Αλλά ο φασισμός δεν αντιδρά άμεσα ενάντια σε μια ανερχόμενη επαναστατική δύναμη. Είναι ένα είδος όψιμης αντεπανάστασης, που φυτοζωεί παρασιτικά στην αδυναμία ή την ήττα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, «το αποτέλεσμα ενός επαναστατικού κινήματος που ήταν αδύναμο και αποτυχημένο – μια συμβιβασμένη συνείδηση». Ο Τζάκσον διατείνεται ότι ο φασισμός των Η.Π.Α. αποτελεί μια τελειοποιημένη μορφή- ακόμη πιο ύπουλα ηγεμονική λόγω του δεσμού του μονοπωλιακού κεφαλαίου με τις (ρατσιστικές) παγίδες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως είπε:
>>Ο φασισμός έχει εγκαθιδρυθεί με έναν πιο συγκαλυμμένο και αποτελεσματικό τρόπο σε αυτήν τη χώρα. Μοιάζει τόσο ασφαλές το ότι οι ηγέτες μας παρέχουν την πολυτέλεια μιας αμυδρής διαμαρτυρίας. Αν όμως η διαμαρτυρία ξεφύγει, θα δείξουν το άλλο τους πρόσωπο. Οι πόρτες θα σπάσουν με κλωτσιές τη νύχτα και το πυροβόλο όπλο και οι σφαίρες θα γίνουν το μέσο διαπραγμάτευσης.
Στην σύμφωνη θεωρία της Ντέιβις, η τιμωρητική, φιλελεύθερη μορφή του φασισμού διαφέρει. Για την Ντέιβις, ο φασισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει προληπτική και ανερχόμενη μορφή. Η ορολογία προέρχεται από τον Μαρκούζε, ο οποίος, σε συνέντευξή του το 1970, παρατήρησε: «Τα τελευταία δέκα έως είκοσι χρόνια υποστήκαμε μια προληπτική αντεπανάσταση για να μας υπερασπιστεί ενάντια σε μια επίφοβη επανάσταση, η οποία, ωστόσο, δεν έχει λάβει χώρα και δεν υπάρχει καν αυτή τη στιγμή στην ατζέντα». Μερικά από τα στοιχεία της ανάλυσης του Μακρούζε εξακολουθούν να έχουν απήχηση (ιδιαίτερα οδυνηρή, μετά την δολοφονία της Μπριόνα Τέιλορ από την αστυνομία, είναι η αναφορά του στα απροειδοποίητα εντάλματα).
Το ερώτημα είναι αν ο φασισμός κυριαρχεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν μέσω αυτού κατανοούμε τη σταδιακή ή ταχεία κατάργηση των εναπομείναντων στοιχείων του συνταγματικού κράτους, την οργάνωση παραστρατιωτικών ομάδων όπως οι Minutemen και την παροχή ασυνήθιστης νομικής εξουσίας στην αστυνομία, όπως ο περίφημος νόμος περί απροειδοποίητης έρευνας, που καταργεί το απαραβίαστο της κατοικίας. Άν κοιτάξει κανείς τις δικαστικές αποφάσεις των τελευταίων ετών, αν κάποιος γνωρίζει ότι ειδικά στρατεύματα – το λεγόμενο σώμα καταστολής της ανταρσίας – εκπαιδεύονται στις Ηνωμένες Πολιτείες για πιθανό εμφύλιο πόλεμο, αν παρατηρήσει κανείς τη σχεδόν άμεση λογοκρισία του Τύπου, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, τότε, κατά την προσωπική μου άποψη, μπορεί κανείς να μιλήσει απολύτως τεκμηριωμένα για έναν ανερχόμενο φασισμό. . . Ο αμερικανικός φασισμός θα είναι πιθανόν ο πρώτος που ανεβαίνει στην εξουσία με δημοκρατικά μέσα και με δημοκρατική υποστήριξη.
Ο ισχυρισμός του Μακρούζε ότι «ο φασισμός είναι η προληπτική αντεπανάσταση στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας» προσέλκυσε την Ντέιβις λόγω του τρόπου με τον οποίο αντηχεί στις κοινότητες διαφορετικής φυλετικής προέλευσης και τους ακτιβιστές. Σύμφωνα με την εμπειρία πολλών Μαύρων ριζοσπαστών, η πτυχή της επαναστατικής τους πολιτικής που απειλούσε περισσότερο το κράτος δεν ήταν η υποστήριξη του ένοπλου αγώνα, αλλά τα «προγράμματα επιβίωσης», αυτός ο θύλακας αυτόνομης κοινωνικής αναπαραγωγής που διευκολύνθηκε από τους Πάνθηρες και αποτέλεσε ολοένα και ευρύτερη πρακτική των κινημάτων των Μαύρων. Ενώ θεωρητικά το κράτος κινητοποιήθηκε ενάντια στην απειλή της ένοπλης εξέγερσης, ο απώτερος στόχος της καταστολής ήταν αυτά τα πειράματα με την κοινωνική ζωή έξω και ενάντια στο φυλετικό καθεστώς – ειδικά όταν στράφηκαν προς αυτό που ο Χιούι Π. Νιούτον ονόμασε «επαναστατικό ενδοκοινοτισμό».
Η φυλή, το φύλο και η τάξη καθορίζουν πόσο φασιστική μπορεί να φαίνεται η χώρα σε κάθε μεμονωμένο άτομο.
Αυτό που μπορεί να αλλιευτεί από τον λογαριασμό της Ντέιβις είναι ο τρόπος με τον οποίο ο φασισμός και η δημοκρατία μπορούν να βιώνονται με πολύ διαφορετικό τρόπο από διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού. Από αυτή την άποψη, η Ντέιβις είναι εναρμονισμένη με τους τρόπους με τους οποίους η φυλή και το φύλο, παράλληλα με την τάξη, μπορούν να καθορίσουν πόσο φασιστική μπορεί να φαίνεται η χώρα σε κάθε μεμονωμένο άτομο. Όπως το θέτει η Ντέιβις, ο φασισμός «περιορίζεται ως επί το πλείστον στη χρήση του μηχανισμού επιβολής του νόμου και των ποινών για να αναστείλει τις απροκάλυπτες και λανθάνουσες επαναστατικές τάσεις μεταξύ των ουσιαστικά καταπιεσμένων ανθρώπων. Αύριο μπορεί να επιτεθεί μαζικά στην εργατική τάξη και εν τέλει ακόμη και σε μετριοπαθείς δημοκράτες». Όμως οι τελευταίοι είναι απίθανο να αντιληφθούν πλήρως το φαινόμενο αυτό, λόγω της κατασκευασμένης αορατότητας του πεδίου μεγιστοποίησης του φασιστικού προσωπείου του κράτους, δηλαδή των φυλακών με τις δικτατορικές φιλοδοξίες» τους.
Το είδος του φασισμού που διέγνωσε η Ντέιβις είναι μια «παρατεταμένη κοινωνική διαδικασία», της οποίας «η μεγέθυνση και η ανάπτυξη είναι καρκινικής φύσης». Έχουμε, λοιπόν, τη συσχέτιση στην ανάλυση της Ντέιβις μεταξύ, αφενός, της φυλακής ως φυλετικού θύλακα ή εργαστηρίου και, αφετέρου, της φασιστικής στρατηγικής για αντεπανάσταση, η οποία διατρέχει την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά δεν βιώνεται παντού και εξίσου από όλους. Όπως έγραψε η Ντέιβις πιο πρόσφατα:
>Η επικίνδυνη και πράγματι σοβαρή φασιστική τάση προς προοδευτικά μεγαλύτερους αριθμούς κρυφών, φυλακισμένων ανθρώπινων πληθυσμών έχει καταστεί αόρατη. Το μόνο που έχει σημασία είναι η εξάλειψη του εγκλήματος – και απαλλάσσεστε από το έγκλημα με το να ξεφορτώνεστε άτομα που, σύμφωνα με την επικρατούσα φυλετική κοινή λογική, είναι τα άτομα στα οποία είναι πιθανότερο να αποδοθούν εγκληματικές πράξεις.
Το βίωμα της κρατικής βίας από Μαύρους πολιτικούς κρατούμενους, όπως η Ντέιβις και ο Τζάκσον, θεμελίωσαν μια θεωρία για τον φασισμό των ΗΠΑ και τον φυλετικό καπιταλισμό, που ανέκοψε αυτό που ο Ρόμπινσον ονόμασε «ευφημιστικό ρεσιτάλ του φασισμού» στην κυρίαρχη πολιτική σκέψη. Εξακολουθεί να μπορεί να χρησιμεύσει ως αντίδοτο στα θέλγητρα και τα όρια της αναλογίας που κυκλοφορεί ολοένα και περισσότερο στη συζήτηση.
Όπως έχει καταστήσει σαφές το κίνημα Black Lives Matter, η απειλή δεν είναι η «επιστροφή της δεκαετίας του 1930», αλλά το συνεχές της φυλετικής κρατικής τρομοκρατίας. Αυτός είναι ο διαρκής κίνδυνος που δινει ζωή στις σημερινές αντιφασιστικές ενέργειες στις Ηνωμένες Πολιτείες – και δεν μπορεί να περιοριστεί στο απαραίτητο, αλλά ανεπαρκές έργο της αντιμετώπισης μόνον εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως φασίστες.
Ο Στιούαρτ Χολ κάποτε κατέκρινε τους Βρετανούς της αριστεράς για την παθιασμένη προσκόλλησή τους στον αντιφασισμό, για το γεγονός ότι ελκύονταν από την φαινομενικά διαφανή μάχη ενάντια στον οργανωμένο φασισμό αγνοώντας τους νέους τρόπους αυταρχισμού. Υπήρχαν πράγματι φασίστες (το Εθνικό Μέτωπο), αλλά ο Θατσερισμός δεν ήταν φασισμός. Αντιθέτως, η Ντέιβις και ο Τζάκσον εξέτασαν φευγαλέα μια φασιστική διαδικασία που δεν χρειαζόταν φασίστες. Φασιστές χωρίς φασισμό, ή φασισμός χωρίς φασίστες – πρέπει να επιλέξουμε;
Η απειλή δεν είναι η επιστροφή στη δεκαετία του 1930, αλλά το συνεχιζόμενο γεγονός της φυλετικής τρομοκρατίας. Για τον λόγο αυτό, ο αντιφασισμός δεν μπορεί να έρθει αντιμέτωπος μόνο με εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως φασίστες.
Για να γεφυρώσουμε αυτή την αντινομία, πρέπει να σκεφτούμε τη σχέση μεταξύ των χαρακτηριστικών του «πρότερου φασισμού» – στην περίπτωση των ΗΠΑ, η κανονικοποίηση των μορφών φυλετικού τρόμου και καταπίεσης – και της εμφάνισης ρητά φασιστικών κινημάτων και ιδεολογιών. Πρέπει να αναλογιστούμε τους δεσμούς μεταξύ των συχνά ακραίων επιπέδων ταξικής και φυλετικής βίας που συνοδεύουν τις πραγματικά υπάρχουσες φιλελεύθερες δημοκρατίες (σκεφτείτε, για παράδειγμα, την αντιμεταναστευτική στρατιωτικοποίηση των συνόρων ΗΠΑ και ΕΕ) και της εμφάνισης κινημάτων που ενστερνίζονται μια σειρά ακραίων θέσεων που ανατρέπουν αυτήν την πραγματικότητα: αυτές περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι το κράτος και ο πολιτισμός έχουν καταληφθεί από την «ριζοσπαστική» αριστερά (από τον «Πολιτιστικό Μαρξισμό», από την κριτική θεώρηση της φυλής), ότι τώρα οι πρώην κυρίαρχες εθνοτικές πλειοψηφίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον ρατσισμό, και ότι οι αποδεκατισμένες ελίτ συνωμότησαν με τους κατατρεγμένους της γης για να καταστρέψουν καταλλήλως τους «εθνικούς» πληθυσμούς, που μπορούν να σωθούν μόνο από μια ρεβανσιστική πολιτική ασφάλειας και προστατευτισμού.
Ο «ύστερος» φασισμός μας είναι μια ιδεολογία κρίσης και παρακμής. Εξαρτάται, σύμφωνα με την ακαδημαϊκό μελετητή Ρουθ Γουίλσον Γκίλμορ, από την στρατολόγηση υποστηρικτών στη βάση της «ιδέας και του νόμου της νίκης, της ρητής κυριαρχίας ενάντια στο τοπικό δεδομένο της μείωσης της οικογενειακής περιουσίας, του φόβου της ανεργίας, της απειλής της έλλειψης στέγης και της αυξημένης πιθανότητας πρόωρου, οδυνηρού θανάτου από την πολλή τοξικότητα του καπιταλισμού.» Οι ψυχολογικοί του μισθοί και τα φυλετικά του μερίσματα κάνουν σημαντικό πολιτικοοικονομικό έργο, διαιωνίζοντας ένα βάναυσα άνισο καθεστώς συσσώρευσης πλούτου με την προσέλκυση σωμάτων και ψυχών σε ατελείωτους πολιτιστικούς πολέμους.
Αλλά τι προσπαθεί να αποτρέψει αυτός ο ύστερος φασισμός; Εδώ είναι που η ανακατασκευή μερικές φορές φαίνεται να υπερκαλύπτει τη βάση, λες και οι κάποτε λειτουργικές δυνάμεις και φαντασιώσεις για την αναπαραγωγή μιας κυρίαρχης κλάσης και φυλετικής τάξης έχουν πλέον αποκτήσει ένα είδος αυτονομίας. Δεν υπάρχει επικείμενη απειλή για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού (τουλάχιστον όχι εξωτερική), έτσι ώστε οι σύγχρονες φασιστικές τάσεις να δείχνουν το παράδοξο θέαμα του τι, σε μια παραλλαγή της Ντέιβις και του Μακρούζε, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια προληπτική αντεπανάσταση. Αυτή η πολιτική παρασιτεί, μεταξύ άλλων, στην αναζωογόνηση του φυλετικοποιημένου αντικομμουνισμού μιας προηγούμενης εποχής, οπλίζοντάς τον τώρα εναντίον απίθανων στόχων όπως η Καμάλα Χάρις, ενώ αντιμετωπίζει οποιαδήποτε ελαφρώς προοδευτική πολιτική ως τον προάγγελο της επικείμενης κατάργησης όλων των Αμερικανικών συμβόλων, τουλάχιστον στα προάστια.
Ωστόσο, χρησιμοποιώντας το αρχείο των Μαύρων ριζοσπαστικών θεωριών για τον φασισμό, μπορούμε επίσης να αρχίσουμε να βλέπουμε το παρόν ενταγμένο σε ένα πολύ μεγαλύτερο ιστορικό φάσμα, κάτι που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη του φυλετικού φασισμού ως ο τρόπος αντίδρασης σε κάθε περίπτωση σε αυτό που ο Ντι Μπουά κάποτε ονόμασε «κατάργηση της δημοκρατίας», είτε ενάντια στην Πρώτη Ανασυγκρότηση, τη Δεύτερη Ανασυγκρότηση, ή ενάντια σε αυτό που κάποιοι έχουν αρχίσει, αισιόδοξα, να αναγνωρίζουν ως Τρίτη.
To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο Boston Review και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Χριστίνα Χελά