Δύο παράλληλες αποφάσεις της ανώτατης δικαιοσύνης, στην Ισπανία και τις ΗΠΑ, δύο χώρες με τόσο διαφορετικές λειτουργίες του πολιτεύματός τους, μάς αποδεικνύουν για ακόμη μία φορά το πώς η κρίση στην πολιτική δεν αφορά μόνο την εκτελεστική εξουσία, αλλά και τις διαπλεκόμενες σχέσεις ανάμεσα στις καθιερωμένες τρεις εξουσίες και την υποτιθέμενη ανεξαρτησία τους. Ιδίως στη γενικευμένη, όσο περνά ο καιρός, τάση η δικαστική εξουσία να καθορίζει την έκβαση των πολιτικών γεγονότων, ακόμη και την τύχη μίας κυβέρνησης, δρώντας με δικά της κριτήρια -υποτιθέμενα μέσα στο πλαίσιο της ανεξάρτητης λειτουργίας. Με κριτήρια που όμως, μπορεί στο γράμμα τους να είναι δικανικά, στο πνεύμα τους όμως υπακούουν σε πολιτικές σκοπιμότητες, που ξεπερνούν το απλό ιδεολογικό ταμπεραμέντο του κάθε δικαστή.
Ειδικότερα αναφερόμαστε, αφ’ ενός στην απόφαση του αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου για την απαλλαγή, ουσιαστικά, του ρεπουμπλικανού υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ από τα αδικήματα που διέπραξε ενώ ασκούσε τα καθήκοντά του και η οποία ξαναγράφει τους κανόνες για τα όρια και τις λειτουργίες του προεδρικού αξιώματος και των εξουσιών του. Αφ’ ετέρου, η είδηση πως ο δικαστής Χουάν Κάρλος Πεϊνάδο, που αυτόκλητα ερευνά και διαιωνίζει την πολιτική υπόθεση που αφορά τη σύζυγο του Ισπανού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ, μετέβη στο μέγαρο της Μονκλόα για να λάβει κατάθεση από τον ίδιο για την υποτιθέμενη εμπλοκή της Μπεγόνια Γκόμεθ σε όσα τις καταλογίζουν -αλλά που δεν στοιχειοθετείται από τις έρευνες και σε πρωτόδικο βαθμό η υπόθεσή της έχει αρχειοθετηθεί.
Μάλιστα, εκείνο που προκαλεί εντύπωση στην περίπτωση του Σάντσεθ είναι πως, τον Πεϊνάδο στο πρωθυπουργικό μέγαρο συνόδευε νομικός του Vox, του ακροδεξιού κόμματος που φανατισμένα έχει αναγάγει την υπόθεση Γκόμεθ σε πολιτικό επιχείρημα και κομματικό ακτιβισμό, με διαρκείς διαδηλώσεις σε δημόσιους χώρους και μαυλιστικές δηλώσεις στο Κοινοβούλιο και στη δημόσια συζήτηση. Εύλογη λοιπόν η απόφαση και του ίδιου του Σάντσεθ να προσφύγει εναντίον του Πεϊνάδο για καταχρηστική άσκηση των εξουσιών του και να ασκήσει το δικαίωμά του να μην απαντήσει στις ερωτήσεις.
Όπως και στην περίπτωση του Τραμπ, για τον οποίο αποφάσισε ευνοϊκά μία δικαστής που ο ίδιος επί προεδρίας του είχε διορίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, έτσι και ο δικαστής Πεϊνάδο είναι αμφίβολο εάν μπορεί να θεωρηθεί πλήρως αδέκαστος. Ο 70χρονος δικαστής, που μάλιστα διορίσθηκε αριστίνδην κι όχι μέσα από τις συνήθεις εξετάσεις, εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και θα συνεχίσει να εργάζεται έως τα 72 του μετά την έγκριση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου τον περασμένο Φεβρουάριο. Έγκριση που ήλθε από ένα όργανο το οποίο διασταλτικά λειτουργεί, μιας και η κανονική θητεία του έχει λήξει εδώ και μία 5ετία και η κωλυσιεργεία του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος δεν έχει επιτρέψει την ανανέωση του σώματος με βάση τις νέες συνθήκες. Συνεπώς, το Δικαστικό Συμβούλιο εξακολουθεί, αντίθετα με τους αντικειμενικούς συσχετισμούς, να λειτουργεί με τη σύνθεση και την ποσόστωση που απαιτούσε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΡΡ κι όχι με βάση την ενεστώσα κυβερνητική πραγματικότητα. Άρα εύλογα ανακύπτουν ερωτηματικά για το κατά πόσον ο Πεϊνάδο ενήργησε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και όχι με κομματικές και ιδεολογικές αποβλέψεις.
Ο Πεϊνάδο μοιάζει να εξυπηρετεί την πολιτική επιχειρηματολογία του ΡΡ και ιδίως του Vox, που είτε κάνοντας έκκληση στα εθνικιστικά συναισθήματα βομβαρδίζει κατά της συμμετοχής Βάσκων και Καταλανών στην κυβέρνηση, είτε επιμένει στην υποτιθέμενη διαφθορά της εξουσίας, με στόχο να προκαλέσει την κατάρρευσή της. Όπως από την άλλη, η αντίστοιχη αμερικανική δικαστική έδρα προσέφερε μερική αμνηστία στον πολυ-κατηγορούμενο τέως πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ορισμένως ανοίγοντας τον δρόμο για την επανεκλογή του.
Βέβαια, τον τελευταίο καιρό η Ισπανία, με την ιδιαίτερη συνθήκη που διέπει την πολιτική της εικόνα (πολυκομματική κυβέρνηση υπό τους «δεύτερους» Σοσιαλιστές και το δεδηλωμένο ressentiment των πρωτευόντων Συντηρητικών και των λυσσαλέων ακροδεξιών του Vox) αναδεικνύεται σε πρωταθλητή τής άσκησης της πολιτικής με δικαστικά μέσα. Γιατί πολιτικά ακριβώς ήταν τα κίνητρα στην απόφαση του ισπανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει να εφαρμοσθεί ο πρόσφατα ψηφισμένος από τη Βουλή νόμος για την αμνηστία υπέρ των Καταλανών πολιτικών αρχηγών. Πατώντας στην πτυχή της κατηγορίας για «διασπάθιση δημοσίου χρήματος» κατά τη διεξαγωγή του απαγορευμένου δημοψηφίσματος του 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο -που τότε είχε πάλι κηρύξει παράνομο το δημοψήφισμα- ακυρώνει την νομοθετική πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Πέδρο Σάντσεθ. Απόφαση που λαμβάνεται σε μία κρίσιμη συγκυρία, ενώ ακόμη διεξάγονται οι επίπονες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας στην αυτόνομη ισπανική περιφέρεια, έπειτα από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου και πριν τις ευρωεκλογές και θα μπορούσε να φέρει σε αδιέξοδο την κυβέρνηση.
Παράλληλα, σε μία άλλη δίκη, εκείνη που αφορά τη μήνυση του πρώην ηγέτη των Podemos Πάβλο Ιγκλέσιας και της συντρόφου του Ιρένε Μοντέρο, εναντίον ενός αυτόκλητου «δημοσιογράφου» για παρενόχληση και παραβίαση οικιακού ασύλου, το δικαστήριο απάλλαξε τον παραβάτη. Και μάλιστα αποδεχόμενο μεν ότι εκείνος παραβίασε την ιδιωτικότητα του ζεύγους, επικαλούμενο τη γνωστή επωδό πως η ζωή ενός πολιτικού οφείλει να είναι «εμφανής υπό τον ήλιο.
Εάν στο παρελθόν, η αποκάλυψη ενός σκανδάλου συνιστούσε (κυρίως στην ένθεν του Ατλαντικού ακτή) σε έναν μοχλό πίεσης κι εξουδετέρωσης του πολιτικού αντιπάλου, πλέον η δικαστική δίωξη -ακόμη και για υποψίες και μόνον, ή με χαλκευμένες κατηγορίες- συνιστά ένα καίριο πολιτικό εργαλείο. Συχνά, το εργαλείο τούτο επενδύεται και παρακολουθεί ιδεολογικές ιαχές και δεν αφορά αυτή καθαυτή τη δικαιοσύνη, αλλά την πολιτική σκοπιμότητα. Εάν στην περίπτωση του Τραμπ, ο πρώην πρόεδρος βρίσκεται ενώπιον της δικαιοσύνης βάσει τεκμηριωμένων κατηγοριών, η περίπτωση Σάντσεθ -Γκόμεθ και παλαιώτερα η κατάφωρη εμπλοκή τής (εν πολλοίς καθοδηγούμενης από την κρατική εξουσία) δικαιοσύνης στις περιπτώσεις των πρώην προέδρων της Βραζιλίας Λούλα και της Καταλωνίας Κάρλες Πουτζντεμόν αναδεικνύει άλλη μία πλευρά στην κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος στην πολιτική. Είναι η κρίση, που συνδέεται άμεσα με την διαπίστωση, πως η έμφαση στη διακυβέρνηση των κρατών ένεκα και της νεοφιλελεύθερης παρέκλισης στο κρατικό-οικονομικό μοντέλο έχει μετατοπισθεί από την άσκηση της κυριαρχίας της κοινωνίας των πολιτών και την προάσπισή της προς την υπεράσπιση κι εγγύηση των, εν πλήρη χαλαρότητι μεθερμηνευομένων από την δικαιοσύνη ατομικών ελευθεριών. Και στις συνθήκες του σημερινού ακραίου νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος, όπου η εκτελεστική εξουσία λογίζεται πιότερο ως επιχειρηματική διαχείριση, αλλά και η νομική νομοθέτηση ακολουθεί σε κρατικό και διεθνές επίπεδο το επιχειρηματικό δίκαιο και η δικαστική εξουσία δρά παράλληλα και σε συνεργασία με τους (ευρύτερους και υπερ-κυβερνητικούς/κρατικούς κύκλους) εξουσιαστικούς κύκλους και πολλές ταυτίζεται με το raison d’ etat, ή ακόμη χειρότερο με το συμφέρον του επιχειρείν, ακόμη και σε βάρος της εκτελεστικής εξουσίας και της κοινωνίας των πολιτών.
Η διαστολή τούτη της ερμηνείας της νομιμότητας του κράτους να ασκεί τη νόμιμη βία του, με μοχλό τη δικαιοσύνη, έχει αναπόφευκτα οδηγήσει και σε μία συγκυριακή σχετικοποίηση της ερμηνείας του συντάγματος αναφορικά με τη νομιμότητα και τα δικαιώματα, που ξεπερνά τη συνταγματική πρόθεση του νομοθέτη -ή και του νομοθετικού σώματος, ή της λαϊκής βούλησης. Όπως θα τόνιζε και ο Marcel Gauchet «έχουμε διολισθήσει ασυναίσθητα σε μία δημοκρατία του νομικού συστήματος και του δικαστή», όπου «η (νεο)φιλελευθεριοποιημένη πτυχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει επιβληθεί στην συμμετοχική-δημοκρατική πτυχή». Ουσιαστικά, παρατηρείται μία μετατόπιση από την εξουσία του νομοθέτη (και των οργάνων, ή των οντοτήτων που τον ελέγχουν και καθορίζουν την ισχύ του, όπως το κοινοβούλιο, ή της λαϊκής βούλησης) στην εξουσία του δικαστή και της «υποκειμενικής» και συγκυριακά καθορισμένης προσωπικής ερμηνείας του νόμου.
Στις περιπτώσεις του Σάντσεθ, των Καταλανών και παλαιώτερα του Λούλα είναι ακριβώς οι εκφράσεις μίας τέτοιας επίλυσης της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης με βάση τον νομικό καταναγκασμό. Έναν καταναγκασμό που όμως διατηρεί ένα νομότυπο προσωπείο κι επικαλείται αφηρημένες ερμηνείες του δικαίου (διαφθορά, βία, στασιασμό, κατάλυση του κράτους, εθνικιστικός «προσηλυτισμός»), ή μεταφυσικές έννοιες του κράτους (αντιπατριωτισμός, διάλυση του έθνους, μεγαλείο της Ιστορίας) και τύποις τηρεί με τούτη την επίφαση νομιμότητας τις εύλογες αποστάσεις από μία αναφανδόν φασίζουσα «κατάσταση εξαίρεσης». Στην περίπτωση τούτη, το δίκαιο και η τυπικότητά του, η ίδια του η κανονιστικότητα, προάγεται μαυλιστικά στην κοινή γνώμη ως παρέκταμα της ηθικής. Παράλληλα, η δικαιϊκή ισχύς περιενδύεται τη χλαμύδα του αντικαταστάτη της εκτελεστικής εξουσίας και αναδεικνύει σε μία ακραία εφαρμογή της αντικειμενικότητας του δικαιϊκού κανόνα και του ποινικού δικαίου την καταναγκαστική του δύναμη.
Τουτέστιν, εξαντλείται η σημασία για την ισχύ του νόμου σε μία κοινότητα και την εφαρμογή (και φυσική την υπακοή σε αυτόν) ακόμη κι εάν οι συνειδήσεις της κοινότητας ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτής, εξεγείρονται απέναντι στην ακρότητα του. Δεν έχει σημασία που η απόφαση για τον Τραμπ και την αναντίρρητη ενοχή του παραβαίνει πάσα έννοια αντικειμενικής κρίσης, λίγο απασχολεί που η υπόθεση της Μπεγόνια Γκόμεθ αρχειοθετήθηκε γιατί ούτε από την έρευνα της αστυνομίας στοιχειοθετούνται επιβαρυντικά στοιχεία. Το γεγονός ότι φανατικοί οπαδοί του ρεπουμπλικανού υποψηφίου ή ακροδεξιά στοιχεία του ΡΡ και του Vox διαδηλώνουν με καθαρά πολιτικές αποβλέψεις και όχι αυτήν καθαυτήν την απονομή της δικαιοσύνης.
Με βάση την ριζοσπαστικοποίηση της καταναγκαστικότητας του νόμου, διαπιστώνεται έτσι μία α) αναπροσαρμογή και μία αξιακή αναθεώρηση της αντίληψης για τα δικαιώματα (ανθρώπου, κοινωνικά, πολιτικά), της παραβίασής τους κι από ποιόν και πότε, όπως και της προάσπισής του, από ποιόν και πότε. Και β) μία συγκυριακή αποτίμηση και αποτύπωση των δικαιωμάτων του Κράτους να ασκεί την εξουσία κι έναντι ποιών και σε ποιές περιπτώσεις (ενός κράτους που ωστόσο την ίδια στιγμή θέλει να απονομιμοποιείται έναντι των ιδιωτικών επιχειρήσεων).
Η εμπειρία της δικαστικής διώξης του Λούλα, των Καταλανών και τώρα του Σάντσεθ, επιβεβαιώνουν εξάλλου και την ερμηνεία του «εξτρεμισμού του κέντρου» που έχει διατυπώσει ο Ετιεν Μπαλιμπάρ, αυτής της ακραίας συμπεριφοράς που λανθάνει και στους κρατικούς μηχανισμούς άσκησης της εξουσίας, όχι μόνον στις «περιθωριακές» ομάδες, ή στις φυγόκεντρες πολιτικά οντότητες. Η δυϊκή σύσταση του κράτους στους νεοφιλελεύθερους καιρούς, που είναι ταυτόχρονα κράτος δικαίου, αλλά και αστυνομικό κράτος, κράτος αποκλεισμού των αντιφρονούντων και των αποσυνάγωγων και ξένων, κράτος «κοινωνικό» (πάντοτε υπό αίρεση), αλλά και κράτος συναρμοσμένο στο άρμα της καπιταλιστικής οικονομίας και των ταξικών συμφερόντων και των αντιλαϊκών νόμων, κράτος δημοκρατικό, αλλά και εκφραστής της «εξουσίας» και του κάθε λογής επεκτατισμού. Ένα κράτος που γνωρίζει να εκφράζει με ακρότητα την εξουσία του, ακόμη και ανατρέποντας την προτεραιότητα των εξουσίων: η δικαιοσύνη παραμερίζει την εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία και παρεμβαίνει αυτοτελώς για να ασκήσει πολιτική.
Στο πλαίσιο της άσκησης αυτού του «κεντρικού/κρατικού εξτρεμισμού», η δικαστική εξουσία μετατρέπεται σε εργαλείο για την άσκηση μίας κατ’ ευφημισμόν νομότυπης βίας, με στόχο την ολοκληρωτική επικράτηση μίας πολιτικής δύναμης ή κρατικής εξουσίας έναντι όποιας μη αποδεκτής προς αυτήν αντίδρασης ή διακυβέρνησης. Η έκφραση της επικράτησης αυτής της πολιτικής ή εξουσίας νομιμοποιείται μέσω μίας νομικίστικης «διάκρισης» του αντιπάλου, ως κατ’ εξοχήν παραβάτη έναντι του δημοσίου συμφέροντος (ο Σάντσεθ, ο Λούλα, ή πριν από αυτόν η Ρούσεφ, αλλά όχι ο Τραμπ, είναι πιο «διεφθαρμένος» από την τρέχουσα πολιτική ηγεσία, ή οι καταλανικές αντιδράσεις είναι πιο βίαιες από τις κατασταλτικές δυνάμεις, ή η χρηματοδότηση του δημοψηφίσματος αποτελεί διασπάθιση δημοσίου χρήματος πιο κολάσιμη από τη διαδεδομένη και διαπιστωμένη διαφθορά στο κυβερνών Λαϊκό Κόμμα).
Στην ντελεζιανή ανάγνωση του «νόμου ως πόλεμο», ή στην ερμηνεία του Pierre Bourdieu (στο Force du Droit) για την «ολική εγκατάσταση του δικαστικού πεδίου στο πεδίο της εξουσίας», η δικαστική εξουσία συνομολογεί και συμβάλλει στην «κοινωνική αναπαραγωγή των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων», έτσι όπως η κεντρική εξουσία και οι εξωγενείς, ή σύμφυτες δυνάμεις που τη συντηρούν, επιτάσσουν, το κατ’ εξοχήν στρατήγημα της εξουσίας, ιδίως στην περίπτωση της Καταλωνίας, είναι η νόμιμη «αντίδραση» σε μία «κατάχρηση» εξουσίας, ή στην περίπτωση Σάντσεθ ή Λούλα στην «κατάχρηση» του δικαιώματος του πολιτεύεσθαι ενός «υπόπτου, ή ενόχου» για διαφθορά -μολονότι αποσιωπάται αυτό που έλεγε ο Τόνι Νέγκρι πως «στις σημερινές πολιτικές συνθήκες η διαφθορά είναι συνώνυμο και συμπεριλαμβάνεται στην άσκηση της διακυβέρνησης».
Η διασταλτατική ερμηνεία του Φουκώ ότι «εκεί όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει και αντίδραση», διότι ακριβώς η «εξουσία υπάρχει παντού», ως πολλαπλότητα σημείων όπου ασκείται μία δράση και μία αντίδραση, μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. Η εξειδικευμένη σημασία της «αντίδρασης» δεν αποτελεί πλέον ένα φαινόμενο που συσχετίζεται εξωτερικά με την εξουσία, όπως διατείνεται κι ο ίδιος ο Φουκώ και η ίδια η διάκριση ανάμεσα στις δύο έννοιες, εξουσία-αντίδραση, καθίσταται κι εκείνη σχετική, δηλαδή αυθαίρετη και αποκλειστικά λεκτική. Είναι κοντολογίς μία επιπλέον έκφραση της Νιτσεϊκής «Θέλησης για Δύναμη», που όποιος κατέχει τα εργαλεία επιβολής του καταναγκασμού -στην προκειμένη περίπτωση τον Νόμο και τον Δικαστή- μπορεί πολιτικά να την επιβάλλει και να τη νομιμοποιήσει ως «νόμιμη αντίδραση» στις διαλυτικές δυνάμεις ενάντια του κράτους.