ΑΘΗΝΑ
05:28
|
27.09.2024
Ένα τραγούδι που ήταν γραφτό να γίνει επιτυχία και να αναδειχθεί σε έναν από τους εμβληματικότερους πυλώνες της ναπολιτάνικης μουσικής παράδοσης.
Νάπολη, Τα (μαύρα) «Παιδιά του Πολέμου»
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Οι επέτειοι δεν χρησιμεύουν μόνο για να θυμόμαστε συνταρακτικά γεγονότα και τρανούς ανθρώπους: γιατί μέσα στην τεράστια οντολογία των ιστορικών δεδομένων και πράξεων του παρελθόντος υπάρχουν συμβάντα, πρόσωπα και ολάκερες περίοδοι ακόμη, αλλά και ασήμαντες (φαινομενικά) στιγμές, που δίχως να τους έχει δοθεί η σημασία του καθοριστικού και να μην τις έχουμε περάσει τον λούστρο του μοναδικού, περιγράφουν κι εκείνες με τον ιδιαίτερό τους τρόπο την ιστορική βαρύτητα των καιρών τους και μία άλλη πλευρά των πρωταγωνιστών τους. Μία τέτοια ιδιαίτερη επέτειος είναι και τα ογδόντα χρόνια από τη σύνθεση ενός από τα πιο ξεχωριστά ναπολιτάνικα τραγούδια, της La Tammurriata nera.

Ένα κομμάτι που γράφηκε σε μία πυκνή και ταραγμένη από γεγονότα εποχή για την πόλη, το 1944, από τον ποιητή, συγγραφέα και δημοσιογράφο Εντοάρντο Νικολάρντι, μελοποιημένο πάνω σε μουσική του ίδιου του πεθερού του Ε.Α. Μάριο. Μουσικά είναι βασισμένο στο μοτίβο της Tamurriata, ενός διαδεδομένου λαϊκού χορού της περιοχής της Καμπανίας, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση τυμπάνων και το ντέφι. Το τραγούδι αυτό επέπρωτο να γίνει όχι μόνο επιτυχία, αλλά μέσα στο πέρασμα του χρόνου να αναδειχθεί σε έναν από τους εμβληματικότερους πυλώνες της ναπολιτάνικης μουσικής παράδοσης. Η στιχουργία του δε, γιομάτη από κοινωνικά μηνύματα και πολιτική ειρωνεία έχει επηρεάσει τον τρόπο που κατοπινοί σημαντικοί τραγουδοποιοί -ιδιαίτερα της λεγόμενης «νέας ναπολιτάνικης σκηνής»- προσεγγίζουν κριτικά την καθημερινότητα, όχι μόνον της πόλης τους, και χρησιμοποιούν την παράδοση. Σε παγκόσμιο επίπεδο η La Tammuriata Nera έχει γίνει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ναπολιτάνικα τραγούδια, καθώς έχει ερμηνευτεί σε όλο τον κόσμο από επιφανείς καλλιτέχνες όπως οι Ρενάτο Καροζόνε,  Ρομπέρτο Μουρόλο, η Τερέζα ντε Σίο, η Λίνα Σάστρι και κυρίως η Nuova Compagnia di Canto Popolare, που το 1974 το έφερε πρώτο στο hit parade.

Ποιος όμως είναι ο λόγος που ένα κομμάτι, όσο και νόστιμη και ζωηρή, βακχευτική, να είναι η μουσική του, κατόρθωσε να αποκτήσει τέτοια σημασία μέσα στο ασυνείδητο, πρώτα της ναπολιτάνικης κοινωνίας και διασταλτικά και στον υπόλοιπο ιταλικό λαό; Είναι κυρίως ο μαεστρικά υπαινικτικός κοινωνικο-πολιτικός του χαρακτήρας, που περιγράφει την ψυχική διάθεση και το ιστορικό βάρος των γεγονότων που αποτυπώνονται και τη σχέση των απλών ανθρώπινων πρωταγωνιστών τους με την πραγματικότητα. Άλλωστε, ο Νικολάρντι έγραψε τους στίχους του, εμπνευσμένος από ένα γεγονός που συνέβη πραγματικά και αποτύπωνε μια αδήριτη κοινωνική πραγματικότητα. Με διάχυτη, καυστική, ειρωνεία και επιτυχημένα λογοπαίγνια, διηγήθηκε μια συνταρακτική κοινωνική συνθήκη, στις οποίες οι γυναίκες είναι τα θύματα και οι πρωταγωνίστριες συνάμα, εκείνης της συγκεκριμένης περιόδου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ακόμη και η επίσημη ιστοριογραφία της Ιταλίας την κρατά αποσιωπημένη. Η περίοδος τούτη αφορά την αμερικανική κατοχή της Νάπολης, μετά την κατάληψή της από τα ναζιστικά στρατεύματα και τη σκληρότητα του νέου vae victis των νικητών Αμερικανών. Πάνω σε μία πόλη που βομβαρδίσθηκε σκληρά από τα συμμαχικά αεροσκάφη με πολλά θύματα. Πάνω σε έναν λαό που με αυτοθυσία στις 27-30 Σεπτέμβρη του 1943, στις λαμπρές και ένδοξες «τέσσερις ημέρες της Νάπολης» με τον ξεσηκωμό του κατατρόπωσε τους ναζι-φασίστες κατακτητές και επέτρεψε στις συμμαχικές δυνάμεις να προελάσουν στο μέτωπο του Σαλέρνο. Ένας λαός που ανέτρεψε τις στρατιωτικές ισορροπίες και τα δεδομένα της μάχης κι αυτό αποτυπώθηκε σε πολλές ταινίες (με συνταρακτικότερες τις Tutti a casa, του Λουΐτζι Κομεντσίνι (1960) και τις ομώνυμες Le quattro giornate di Napoli, του Νάνι Λόι (1962). Οι Αμερικανοί εφάρμοσαν όλους τους κανόνες της Κατοχής πάνω σε μία πόλη που πλήρωσε βαρύ αντιστασιακό και κοινωνικό τίμημα, αλλοιώνοντας μάλιστα και την πολιτική-ελευθεριακή και κοινωνική της ταυτότητα.

Γιατί «φυτεύοντάς» της βάσει σχεδίου την Καμόρα μέσω του μαφιόζου Λάκι Λουτσιάνο -που οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ έβγαλαν από τη φυλακή για να οργανώσει την εγκληματικότητα στην πόλη και να διαβρώσει την πολιτική της τάξη- οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να θέσουν σε έλεγχο όλο το πλέγμα των κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικών σχέσεων του πληθυσμού. Σε έναν πληθυσμό που έζησε τις στερήσεις, που διέμενε στις κατακόμβες ξεσπιτωμένος από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων (με 25.000 νεκρούς ενάντια σε μία σχεδόν ανοχύρωτη πόλη), με κατεστραμμένους πολιτιστικούς θησαυρούς του, που βίωσε την καταπίεση και τέλος την αιματηρή εξέγερση και που περίμενε ως απελευθερωτές τους Αμερικανούς. Ξαφνικά άρχισαν να κυκλοφορούν προϊόντα άγνωστα ίσαμε τότε: οι Chewing gum, το νάιλον, το DDT, το μετάξι από τ’ αλεξίπτωτα που μετατρεπόταν σε γυναικεία πουκάμισα (σαν το αντίστοιχο με τα τζιν στις ανατολικές χώρες, έριχνες γυναίκα με ένα κομμάτι αλεξίπτωτο). Μόνο που η αμερικάνικη παρέμβαση στην πόλη, θέλησε να επιβάλει έναν πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Αφ’ ενός με τις διώξεις -όχι μόνον κι ίσως ποτέ, των φασιστών, αλλά των αντιστασιακών και δη των αριστερών)-, αλλά κυρίως μέσα από την ελεγχόμενη από την αμερικάνικη Μαφία που ακολουθούσε σχεδιασμένα τους στρατιώτες, «μαύρη αγορά» επέβαλε μία βίαιη και καταπιεστική φτωχοποίηση της ναπολιτάνικης κοινωνίας. Κάτι που με συνταρακτικό τρόπο αποτυπώνουν και σημαντικά καλλιτεχνικά έργα εκείνης της εποχής -ας θυμηθούμε αρχικά την κάθε εμπορική δραστηριότητα, μέσα από τη (λαθραία) διακίνηση των προϊόντων και ελέγχοντας τον επισιτισμό της πόλης- τον πένητα και πεινασμένο πληθυσμό (κάτι που αποτυπώνεται συνταρακτικά στο «Δέρμα» του Κούρτσο Μαλαπάρτε , στο Spaccanapoli του Ντομένικο Ρέα ή latu sensu στις κωμωδίες του Εντουάρντο ντε Φιλίππο, όπως στο «Νάπολι εκατομμυριούχα»).

Οι Αμερικανοί τεχνηέντως άφησαν στο χάος και στην αρπακτική διάθεση της νέας άρχουσας τάξης που συνεργάσθηκε μαζί τους, αντί να οργανώσουν την ανασύστασή της. Ο έλεγχος στην καθημερινότητα, αντανακλά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν οι «νικητές» και «απελευθερωτές» της Νάπολης. Ο Νικολάρντι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της σκληρής πραγματικότητας που βίωνε ο πληθυσμός κυρίως ο γυναικείος που πλήρωνε το τίμημα της αλαζονείας των στρατιωτών, που παγιδευμένοι στον μύθο του πολεμιστή για το δίκιο της ανθρωπότητας, διεκδικούν όσα δικαιούνται από την ανδραγαθία τους.

Η Tammurriata γεννήθηκε από την ασυνήθιστη σκηνή που βίωσε ο Νικολάρντι μέσα στο νοσοκομείο Loreto Mare, του οποίου ήταν ο διοικητικός διευθυντής. Μια νεαρή Ναπολιτάνα έφερε στον κόσμο ένα μωρό, που το ασυνήθιστο ακόμη και για τη μελαχρινή όψη αρκετών νοτίων Ιταλών υπεδείκνυε ότι συνελήφθη από κάποια σχέση με κάποιον από τους  Αφροαμερικανούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στην περιοχή. Και για τα πολλά παιδιά εκείνα, που ονομάστηκαν «Παιδιά του Πολέμου», αλλά έφεραν ανεξίτηλα πάνω τους τη διαφορετικότητά τους: τη μαύρη όψη τους και τη νομιμότητα της ίδιας τους της ύπαρξης, κυρίως δε τις κοινωνικές διακρίσεις ως παιδιά αγνώστου πατρός. Ένα τέτοιο εύγλωττο παράδειγμα είναι ο διάσημος σαξοφωνίστας Τζέιμς Σενέζε, ιδρυτής του εμβληματικού φανκ-ροκ γκρουπ Napoli Centrale και συνεργάτης του ασύγκριτου Πίνο Ντανιέλε.

Η γέννηση τούτη, που έφερε στο προσκήνιο το γενικευμένο πρόβλημα, προκάλεσε πάταγο και σκανδάλισε την κοινή γνώμη. Το μαύρο μωρό αποκάλυψε πως η συμμαχική κατοχή δεν ήταν αυτό που όλοι περίμεναν. Ας μη λησμονούμε και τα έκτροπα στις marocchinate με τους μαγκρεμπιανούς Γάλλους φαντάρους που βίαζαν μαζικά Ιταλίδες και σε άλλες περιοχές, ένα κοινωνικό πρόβλημα που «κουκουλώθηκε» και ιστοριογραφικά. Γεγονός που άλλωστε θυμίζει και μία στροφή από την Tammuriata σε κάποια από τις πολλές εκδοχές της.

Η συμμαχική κατοχή, από τον Οκτώβριο του 1943, μετά τη λήξη του ηρωικού τετραήμερου, μέχρι την τελειωτική απελευθέρωση από τον Φασισμό στις 25 Απριλίου 1945, δεν ήταν μια εύκολη περίοδος για τις γυναίκες της πόλης. Το Tammurriata μιλά για όλα εκείνα τα νεαρά και φοβισμένα γυναικεία σώματα που βιάστηκαν και εξαναγκάστηκαν (είτε πέφτοντας θύματα βιασμού, είτε σπρωγμένες από την ανάγκη της επιβίωσης και την πείνα ή κι από την κρυφή ελπίδα πως ο επίδοξος «νυμφίος» θα την πάρει στην Αμερική) σε σεξουαλικές σχέσεις και με Αφροαμερικανούς στρατιώτες. Μόνο που όλοι σχεδόν έφευγαν με ένα απλό ‘bye-bye’ ή ακόμη και χωρίς αυτό. Κάτι που εξιστόρησε ο συγγραφέας Αλμπέρτο ​​Μοραβία, που φιλοτέχνησε συνταρακτικά αυτή την κατάσταση κατάχρησης εξουσίας στις σελίδες του μυθιστορήματός του «La ciociara», που κι αυτό μεταφέρθηκε κινηματογραφικά στην ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία Βιτόριο Ντε Σίκα και πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν. Εξίσου συγκλονισμένος ο Νικολάρντι, το βράδυ διηγήθηκε το «παράξενο τούτο γεγονός» ( “strano evento”), στον Μάριο και νιώθοντας μια κοινή ανάγκη να καταγγείλουν το φαινόμενο, που επηρέασε όχι μόνο την κοινωνία της εποχής, αλλά κατέτρεχε τις γυναίκες της πόλης και σε κατοπινά χρόνια, κάθισαν μαζί, την ίδια νύκτα κιόλας και συνέθεσαν το κομμάτι.

Ο καταγγελτικός τόνος στο τραγούδι εκφράζεται διάχυτα στη δομή της αφήγησης και το περιεχόμενο των στίχων. Ένας χορός από λαϊκά πρόσωπα, όπως στην τραγωδία, παρακολουθεί τα γεγονότα και σχολιάζει με ειρωνικά αρνητικό τρόπο, παίζοντας τον ρόλο της κακόβουλης κοινής γνώμης  που εκπλήσσεται, σκανδαλίζεται και ηθικολογικά κρίνει αρνητικά όλες εκείνες τις γυναίκες που τότε ήταν μητέρες παιδιών χωρίς πατέρα, κρίνοντας τες ανήθικες και τα παιδιά τους μπάσταρδα. Ένα πολυφωνικό τραγούδι, στο οποίο αναδύονται όλες οι προκαταλήψεις του απλού λαού. Το La Tammurriata Nera είναι σε πρώτη ανάγνωση ένα «ρατσιστικό» τραγούδι, η αποστροφή για τη βεβήλωση της καθαρότητας και του διαφορετικού και το βλέπεις στους  κακεντρεχείς στίχους του:

Séh! gira e vota, séh… Séh! vota e gira, séh… Ca tu ‘o chiamme Ciccio o ‘Ntuono, Ca tu ‘o chiamme Peppe o Giro, Chillo, o fatto, è niro, niro, Niro, niro comm’a che! ‘Ναί! Γύρνα ξαναγύρνα όσο θέλεις… Τι κι ας το φωνάζεις  Ciccio ή ‘Ntuono, κι ας το λένε Peppe ή Giro, Chillo, δεν αλλάζει το ότι είναι μαύρος, μαύρος, Πίσσα, να τι είναι…’ (εννοώντας τη ναπολιτάνικη φράση «γύρνα ξαναγύρνα το αγγούρι καταλήγει στον ‘απαυτό’ του χωριάτη», που σημαίνει πως κάποιος πληρώνει τις συνέπειες ή της αφροσύνης ή του κακού υπολογισμού).  

Οι τραγουδιστές-μάρτυρες αστειεύονται για το τι συνέβη και εξηγούν ότι, αν και η γυναίκα προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις και βάφτισε το παιδί με ιταλικό όνομα, στην πραγματικότητα το δέρμα του παραμένει σκανδαλωδώς σκούρο.

Το αποκορύφωμα της ειρωνείας έφτασε με την έκδοση του Nuova Compagnia di Canto Popolare. Ένας από τους τελευταίους στίχους του δημοφιλούς τραγουδιού λέει:

«E levate ‘a pistuldà uè / e levate ‘a pistuldà, / e pisti pakin mama / e levate ‘a pistuldà».  (Και σηκώσετε τα πιστόλια και  pisti pakin mama και σηκώσετε τα πιστόλια).

Είναι άχρηστο να ψάχνουμε για αντιστοίχιση του νοήματος στα ιταλικά η ακόμη περισσότερο να αποδοθεί σε μια μετάφραση. Και τούτο γιατί, σύμφωνοι με τη ναπολιτάνικη παράδοση της καυστικής ειρωνείας, είναι λαϊκά «εκναπολιτευμένοι» και μετασχηματισμένοι στίχοι του τραγουδιού Pistol Packin’ Mama του Al Dexter, το οποίο έφτασε στην κορυφή των αμερικανικών charts το 1943. Τραγουδήθηκε και αγαπήθηκε και πολύ τραγουδήθηκε από Αμερικανούς στρατιώτες στη διάρκεια του Πολέμου και φυσικά έτσι οι Ναπολιτάνοι το γνώρισαν και το ενσωμάτωσαν ακόμη, όπως και πολλά άλλα τραγούδια, μπολιάζοντας μάλιστα κι αυτούσιες αγγλικές λέξεις, στη μουσική παράδοση τους ακριβώς εκείνη την περίοδο. Κι όχι μόνο. Η μουσική ιδιοφυία του Πίνο Ντανιέλε ακολούθησε την παράδοση αυτή στη ναπολιτάνικη σκηνή του ροκ.

Μέσα στο τραγούδι υπάρχουν και άλλες αναφορές στα «πιστόλια» των στρατιωτών και τα αποτελέσματα της «εκπυρσοκρότησής τους»:

E ‘a femmena è restata, Sott”a botta, ‘mpressiunata…/ Séh! na guardata, séh…/ Séh! na ‘mpressione, séh…/ Va’ truvanno mo chi è stato/ Ch’ha cugliuto buono ‘o tiro”: (κι η γυναίκα απόμεινε, στο ξάστραμμα, εντυπωσιασμένη, έι, κοίτα το, τι εντύπωση, έ; , τώρα θα βρούμε ποιος ήταν, ποιός πέτυχε τον στόχο).


Αυτό το μέρος περιγράφει τη στιγμή της σύλληψης, που συνέβη κρυφά και χωρίς αίσθηση. Ο απλός κόσμος, μάλιστα, αναρωτιέται ποιος από τους πολλούς Αμερικανούς θα μπορούσε να είναι ο πατέρας του παιδιού.

Η Tammuriata Nera επ’ ουδενί δεν είναι ένα απλό τραγουδάκι και εύθυμο. Συμπυκνώνει μέσα του πολλά μηνύματα και πολύ πίκρα για τη γενικότερη αντιμετώπιση που είχε μία περιοχή. Η οποία βάσει πολιτικο-οικονομικής σκοπιμότητας αφέθηκε σε μαρασμό σε σύγκριση με τις άλλες περιοχές, ιδίως του ιταλικού Βορρά. Όχι μόνον από την εποχή της Ένωσης, προς όφελος του τορινέζικου βασιλικού Οίκου της Σαβοΐας, αλλά και στην αντιμετώπισή του κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο (βομβαρδίσθηκε πολλαπλάσια σε σχέση με άλλες ιταλικές πόλεις) και στη μετά τον πόλεμο αναδιάρθρωση και αποκατάσταση, αλλά και στην αναδιανομή του πλούτου και κατόπιν στην κατανομή των πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ.

Η Νάπολη αφέθηκε στη βορά της Καμόρα και τον Λάκι Λουτσιάνο και τα αφεντικά του. Σήμερα η Νάπολη είναι έδρα του μεγάλου στρατηγείου του ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Μία νέα ‘κατοχική’ έδρα απ’ όπου κατευθύνονται οι εντολές για τις πολεμικές εμπλοκές της Ατλαντικής Συμμαχίας στη γειτονιά μας.  Και πύλη εισόδου πολλών άλλων «μαύρων παιδιών» του ακήρυχτου πολέμου στο μεταναστευτικό. Παιδιών που όμως -σε αντίθεση με τον Ματέο Σαλβίνι και τη Λέγκα του- γνωρίζει πώς να τα υποδέχεται για τα δικαιώματά τους. Ίσως γιατί έχει ζήσει την Tammuriata και τις κοινωνικές συνέπειές της. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Συγκέντρωση στον Άγιο Παντελεήμονα Αθήνας για το θάνατο Πακιστανού μετανάστη

Ανακοίνωση της ΕΛΑΣ για το βίαιο θάνατο Πακιστανού μετανάστη στον Άγιο Παντελεήμονα

Στόχος του Ισραήλ οι άμαχοι, λέει ο πρέσβης του Λιβάνου στο Βέλγιο

Το μεταναστευτικό στο επίκεντρο συνομιλίας Μελόνι-Σολτς

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα