Τι αναμένεται να φέρει η αλλαγή ηγεσίας στον Λευκό Οίκο; Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει χαρακτηριστεί από τη «συναλλακτική» πολιτική, δηλαδή από την πολιτική των προσωπικών deals, όπου πολλές εξαγγελίες γίνονται μόνο για να λειτουργήσουν στο πλαίσιο παζαριού, ενώ οι παλινωδίες δεν θεωρούνται ως ασυνέπεια, αλλά ως ευέλικτος πραγματισμός.
Στην αυτοπαρουσίασή του ως «ειρηνοποιού» στο Ουκρανικό δεν είναι σίγουρο ότι θα πείσει τη ρωσική ηγεσία, ύστερα από γεγονότα του παρελθόντος, καθώς η αθέτηση των συμφωνιών του Μινσκ από τη δυτική πλευρά, αλλά και ο τορπιλισμός της ειρηνευτικής διαδικασίας στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 2022. Οπωσδήποτε πάντως εκθέτει τους Ευρωπαίους ηγέτες. Η σύγκρουση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ρωσίας στο Ουκρανικό οδήγησε στην αποβιομηχάνιση της Γερμανίας, η οποία στερήθηκε τη φθηνή ρωσική ενέργεια, ενώ τώρα θα κληθεί πιθανόν να αντιμετωπίσει επιπλέον και δασμούς στα προϊόντα της, αλλά και αυξημένες στρατιωτικές οικονομικές υποχρεώσεις. Η αδυναμία τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, αλλά και των αρχών της γερμανικής οικονομίας οδήγησε ήδη σε μείζονα κυβερνητική κρίση στο Βερολίνο. Οι ΗΠΑ λειτουργούν ως προπομπός του διεθνούς καπιταλισμού και η εκλογή Τραμπ δείχνει προς την κατεύθυνση ενός άναρχου καπιταλισμού με στοιχεία οικονομικού εθνικισμού, ενώ δεν είναι σαφές αν θα υπάρξει κεντρική ρύθμιση της παραγωγής χρήματος.
Η οικονομική πολιτική του τραμπισμού
Η οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να βασίζεται σε μια προσπάθεια προσγείωσης της αμερικανικής οικονομίας μέσω μείωσης των επιτοκίων και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, με παράλληλες φορολογικές εκπτώσεις για επιχειρήσεις και ιδιώτες. Ταυτοχρόνως, προωθείται η ιδέα δασμών προς κινεζικά προϊόντα, που μπορεί να φτάσουν το 20% (έχει ακουστεί μέχρι και 60% για συγκεκριμένους τομείς), και 10% για άλλες χώρες. Βεβαίως, οι δασμοί αυτοί θα επιβαρύνουν τον Αμερικανικό πολίτη. Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ προβάλλει μια εικόνα «παζαριού», ότι δηλαδή θα χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως εργαλείο, για να αποσπάσει ανταλλάγματα.
Η εισαγωγή δασμών, αν πραγματοποιηθεί, τείνει προς την κατεύθυνση μιας αποσύνδεσης της παγκόσμιας οικονομίας που θα έχει ως επίπτωση την εξασθένιση του δολαρίου, το οποίο, όμως, στο πλαίσιο μιας νεο-μερκαντιλιστικής πολιτικής μπορεί να αποβεί θετικό για την επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ και τις εξαγωγές τους. Προβληματισμό, εξάλλου, προκαλεί το γεγονός ότι ο Έλον Μασκ έχει μεν εξαγγείλει τον σχεδιασμό του για μια περικοπή έως και δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις δαπάνες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά ισχυρίζεται ότι μια ύφεση θα προηγηθεί της ευημερίας κατά τη νέα τετραετία Τραμπ.
Είναι δυνατός ένας ευρωπαϊκός απογαλακτισμός;
Ο νεο-απομονωτισμός των ΗΠΑ, ή μάλλον ο νέος οικονομικός εθνικισμός, όπως θα ήταν μάλλον σωστότερο να λέγεται, μπορεί να οδηγήσει την Ευρώπη σε έναν ανασχεδιασμό στην προοπτική μιας μεγαλύτερης ανεξαρτησίας στην οικονομία με βάση την έκθεση του Μάριο Ντράγκι, αλλά κυρίως στην αμυντική βιομηχανία. Η έκθεση Ντράγκι πιστοποιεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε υστέρηση σε σχέση με Κίνα και ΗΠΑ ως προς τις τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης, την ψηφιακή τεχνολογία και την καινοτομία εν γένει, με σημαντική γήρανση και μείωση του εργατικού πληθυσμού, ενώ χαρακτηρίζεται από αργή νομοθετική διαδικασία και υπερβολικά ρυθμιστικά πλαίσια. Ελπίδα των ευρωπαϊκών ελίτ είναι ότι η Ευρώπη θα αναγκαστεί να αλλάξει προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης, όπως είχε αναγκαστεί και επί της οικονομικής κρίσης του 2008, αφήνοντας, όμως, τότε την πολιτική ενοποίηση εκκρεμή.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης σημαίνει ότι η Γερμανία θα πρέπει να πάει ενάντια στην προηγούμενη πολιτική που είχε ακολουθήσει επί των κυβερνήσεων της Άνγκελα Μέρκελ με Υπουργό Οικονομικών τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και του Όλαφ Σολτς, και να ακολουθήσει αφενός μία μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης και αφετέρου μία στρατιωτική ενοποίηση, κινητήρια δύναμη της οποίας, όμως, δεν θα είναι η ίδια, αλλά η μεγάλη ανταγωνίστριά της, η Γαλλία. Όλα αυτά στο φόντο ότι η Γερμανία έχει τα τελευταία χρόνια υποστεί αποβιομηχανοποίηση, λόγω του ότι απώλεσε τη φτηνή ρωσική ενέργεια, εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων, που έπληξαν περισσότερο την Ευρώπη παρά τη Ρωσία.
Η Γερμανία κατά μία έννοια πρώτα καταστράφηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς έχασε τον προνομιακό συνδυασμό (που είχε μέχρι τότε) φθηνής ρωσικής ενέργειας, ασιατικών αγορών και μικρών κονδυλίων για την άμυνα, και στη συνέχεια πιθανόν θα εγκαταλειφθεί από την κυβέρνηση Τραμπ. Μια πολιτική δασμών ακόμη και εναντίον ευρωπαϊκών προϊόντων θα σήμαινε μείωση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και ιδίως στη Γερμανία.
Οι κίνδυνοι στη Δυτική Ασία
Στη Δυτική Ασία ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει ότι θέλει να είναι γνωστός ως διοργανωτής συμφωνιών και όχι ως εγκαινιαστής πολέμων, αλλά το ζήτημα είναι αν θα επιτραπεί στο Ισραήλ ένα χτύπημα στις εγκαταστάσεις του Ιράν κατά το μεσοδιάστημα, ώσπου να αναληφθεί η προεδρία των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και το πώς θα προχωρήσουν τα υπόλοιπα μέτωπα σε Γάζα, Λίβανο και Συρία. Η απόφαση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου να αποπέμψει από την κυβέρνηση τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Γιοάβ Γκάλαντ δείχνει ότι ήθελε να απαλλαγεί από τον υπουργό ο οποίος είχε τις στενότερες σχέσεις με την απερχόμενη κυβέρνηση των Δημοκρατικών και ως εκ τούτου ήταν δυνατό να επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στις ισραηλινές πρωτοβουλίες.
Βρισκόμαστε πλέον σε ένα παράδοξο το μεν Ιράν, που υπό άλλες συνθήκες θα φοβόταν μια προεδρεία Τραμπ λόγω της γενικής αντι-ιρανικής στάσης του, εμβληματικό σημείο της οποία υπήρξε η δολοφονία του Κασέμ Σολεϊμανί, να αναβάλει την απάντησή του στο Ισραήλ υπό την προοπτική μήπως προκύψει κάποια συνολική συναλλαγή του νέου Προέδρου, που θα εμπλέκει ενδεχομένως και τη Ρωσία και την Κίνα, ενώ, αντιθέτως, επείγεται για περισσότερη επιθετικότητα το Ισραήλ, προκειμένου να φέρει τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ προ τετελεσμένων και να την εμπλέξει αναγκαστικά σε μία μείζονα σύγκρουση.
Η «συναλλακτική» πολιτική και η Κίνα
Η πολιτική των δασμών ενάντια στην Κίνα είχε συνεχιστεί και από τον Πρόεδρο Μπάιντεν. Κατά την προεκλογική περίοδο ο Ντόναλντ Τραμπ είχε προαναγγείλει αύξηση των δασμών στα κινεζικά προϊόντα κατά 10 με 20%, έως και κατά 60% σε ορισμένους τομείς. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι εισαγωγέας μια νοοτροπίας, η οποία είναι περισσότερο γεωοικονομική και λιγότερο γεωπολιτική. Η πολιτική των Δημοκρατικών αφορούσε περισσότερο σε στρατιωτικούς συνασπισμούς στον Ειρηνικό ωκεανό με την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και σε κάποιο βαθμό και την Ινδία, ενώ μια κυβέρνηση Τραμπ πιθανότατα θα επέστρεφε σε διμερείς διευθετήσεις με έμφαση στην οικονομική σύγκρουση και σε μια προσπάθεια να σύρει και τους Ευρωπαίους εταίρους σε αυτήν, καθιστώντας τον οικονομικό πόλεμο προς την Κίνα μέρος της ευρωαμερικανικής ατζέντας.
Η «συναλλακτική» λογική του Ντόναλντ Τραμπ σημαίνει ότι το φόβητρο της επιβολής δασμών μπορεί να λειτουργήσει ως ένα είδος παζαριού για άνοιγμα της κινεζικής αγοράς σε αμερικανικές εταιρείες. Δεν είναι σαφές αν η Ταϊβάν θα ενταχθεί σε κάποιο είδος παρόμοιου οικονομικού παζαριού με την Κίνα στο πλαίσιο της στροφής από τη γεωπολιτική στη γεωοικονομία. Ταυτοχρόνως, ο νεο-απομονωτισμός των ΗΠΑ ως προς τους θεσμούς της συλλογικής Δύσης ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα μια ισχυρότερη επίδραση της Κίνας στη διεθνή διπλωματία.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ενδιαφέρον ότι ο όρος «πολυπολικότητα» χρησιμοποιείται πλέον χωρίς ενοχές από τις ευρωπαϊκές ελίτ, όπως βλέπουμε στην εντελώς πρόσφατη αρθρογραφία και σε δηλώσεις μετά την εκλογή Τραμπ. Μέχρι και πολύ πρόσφατα η χρήση του όρου «πολυπολικότητα» θεωρείτο ως σήμα κατατεθέν των φίλα προσκείμενων προς τις ευρασιατικές δυνάμεις. Σήμερα, όμως, το τραμπικό «πρώτα η Αμερική» (America first) είναι ένας άλλος τρόπος για να ειπωθεί ότι η Αμερική είναι ένας μόνο από τους πόλους της παγκόσμιας γεωπολιτικής, έχοντας χάσει μια προνομιακή πλανητική ηγεμονία. Το ποιος είναι στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» καθίσταται πλέον δυσδιάκριτο ή και αντικείμενο ανατροπών.